ΚΑΠΟΥ ΟΠΑ

Ο Αλέφαντος για το δίλημμα Αγγελάκας ή Παυλίδης

"Σιγά μην κλάψω και σιγά μην κλάψω, μας φλόμωσες στο παραμύθι, παραμυθάς είσαι ρε, τι είσαι, οι άλλοι δηλαδή κορόιδα ήσαντο που κλαίγανε;"

Ποιος Αγγελάκας τώρα μωρέ, πάτε καλά; ΠΑΤΕ ΚΑΛΑ; Υπάρχει Αγγελάκας με Παυλίδη; Εδώ τι σου λέω γω, τον Αλέφαντο θ’ ακούς και άσε τ’ άλλα, μάθατε στα έτσι, στ’ αλλιώς.

Λοιπόν.

Εγώ τους τα ‘χω πει κατό χιλιάδες φορές, ΚΑΤΟ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΦΟΡΕΣ, τον Αγγελάκα που τρέχουνε και γράφουνε όλα τα δημοσιογραφάκια και οι τέτοιοι αυτοί όλοι οι σωτηρακόπουλοι, εγώ δεν τον επιστεύω, αγγέλους να κάνει, ΑΓΓΕΛΟΥΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙ, εγώ δεν τον επιστεύω, τίποτα, μηδέν.

Έτσι είναι ρε, έτσι είναι. Γελάει ο κόσμος.

Ο Αγγελάκας ξέρεις για τι είναι; Ο Αγγελάκας είναι να τον επάρεις, να του πεις έλα δω, είσαι βαρύς, είσαι αργός, δεν κάνεις για τραγούδι, τράβα κάτω στα τρένα στο σταθμό, κουρέψου κιόλα να γίνεις άθρωπος και κάτσε μίλα με τα βαγόνια. Είμαστε σοβαροί μωρέ τώρα; Θα πας στους παιχταράδες όλους έξω, στη Ρεάλ, στη Μάτσεστε, στον έναν τον άλλον, στον Λουκάκο, να τους πεις ότι πιάνεις κουβέντες με τα τρένα μωρέ, είσαι καλά; Ποιος θα σε πάρει σοβαρά ρε, τι είναι αυτά ρε, ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΑ ΡΕ; Άστο, γεια σας, σχόλασες, σε έφαγε ο Παυλίδης, ΣΕ ΕΦΑΓΕ, σε έχει στείλει Βερολίνα αυτά πώς τα λένε, Άστερντα, να βρεις την άλλη που στα τρώει, χαμπάρι δεν πήρες, ΧΑΜΠΑΡΙ ΔΕΝ ΠΗΡΕΣ, κοιμόσουνα, ΚΟΙΜΟΣΟΥΝΑ.

Έτσι είναι ρε… Έτσι είναι.

Σιγά μην κλάψω και σιγά μην κλάψω, μας φλόμωσες στο παραμύθι, παραμυθάς είσαι ρε, τι είσαι, οι άλλοι δηλαδή κορόιδα ήσαντο που κλαίγανε και συ ‘σουνα ο ξύπνιος; Ε; Ο Μαραντόνα, ο Χριστιάνο, παιχταράδες όλοι τους, χάναν τα κύπελα και κάναν έτσι τα μούτρα, στραβώνανε, κλαίγανε, ο Μπέκαμ, τρομεροί τι να λέμε τώρα, ο Γιαλαμπίδης, ο Τσαλαβούτας, έπεσε ο Φωστήρας και κοπανιότανε στα αποδυτήρια, δεν μπορούσα να τον συνεφέρω με τίποτα, ΜΕ ΤΙΠΟΤΑ ΣΟΥ ΛΕΩ, τον ελυπήθηκε η ψυχή μου, τι να λέμε τώρα, και μου λες εσύ σιγά μην κλάψεις; Ποιος είσαι ρε Αγγελάκα; Ε; Ποιος είσαι;

Τα θυμάσαι τότε κάτω στον Απόλλωνα που σου ‘παιρνα μπιφτέκια να φας και σου πεφτανε κατω και αρχίναγες τα “τι κρίμα κυρ Νίκο, πάρε μου άλλα, τι κρίμα” και έκλαιγες και μου κάνεις τώρα τον παλικαρά; Εδώ ο Αλέφαντος σου μιλάει, ποιος σου μιλάει, ο τέτοιονας ο πέστονα μωρέ, ο Θανάσης ο Παπακωνσταντίνου, που μου μάθατε όλοι με τα μπαγλαμαδάκια και τα σαντούρια, τι είναι αυτά ρε τιτίκες, ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΑ ΡΕ; Δεν ντρεπόσαστε λίγο μωρέ, ΔΕΝ ΝΤΡΕΠΟΣΑΣΤΕ;

Λοιπόν.

Και σου ‘ρχεται μετά ο Παυλίδης σου λέει, τι είμαι εγώ κύριε; Εγώ είμαι τερματόρος, είμαι ελαφρύς, είμαι ταχύτατος. Ωραία. Τι είναι αυτός; Αυτός είναι πλοίο, τεράστιος, γίγαντας. Τι κάνει; Πλησιάζει σαν θηρίο; Μάλιστα. Θα κάτσω πίσω, θα περιμένω, ό, τι γίνει. Ξύπνιος ο Παυλίδης, μάγκας σου λέω, άστο, πρώτος, τρομερός, δεν πιάνεται με τίποτα, ΜΕ ΤΙΠΟΤΑ, ΕΔΩ Ο ΑΛΕΦΑΝΤΟΣ ΣΟΥ ΜΙΛΑΕΙ… Το βλέπει, πλησιάζει, σου λέει θα πέσω αριστερά, θα πέσω δεξιά, θα κάνω μία έτσι, και ό, τι γίνει, άμα το πιάσω το ‘πιασα, άμα δεν το πιάσω γεια σου, έφυγες, έχει κάτι σκυλιά πιο κάτω, πρόσεχε, τη ζωή σου μην την επετάξεις… Τι να λέμε τώρα, ό, τι θέλουμε λέμε; Ανάψανε καπνογόνα, φωτοβολίδες τέτοια, πήρε φωτιά το λιμάνι, διακόπηκε ο αγώνας, 3-0 ο Παυλίδης, γεια σας, ΓΕΙΑ ΣΑΣ, τράβα πιάστονα τώρα, πούντονα; ΠΟΥΝΤΟΝΑ;

Λοιπόν.

Τωμεταξύ, έχε υπόψη σου ότι ο Παυλίδης, έκανε και τ’ άλλο, εδώ Αλέφαντος σου μιλάει, να τον ακούς, λοιπόν, ο Παυλίδης έβγαλε Μόχα, έβγαλε Λευκη Καταιγίδα, στίχοι μεγάλου καλλιτέχνου, τη Μαίρη, κομματάρες όλες μία μία, έφυγε από τα Ξύλινα Σπαθιά και έβγαλε τραγούδια φοβερά ασύλληπτα, χάλασε την κοινωνία ολόκληρη.

Τι σε νοιάζει εσένα ρε τι είναι ο Μόχα ρε, “τι ειναι ο Μόχα”, φαγωθήκατε, ρωτάτε και ξαναρωτάτε, Μεξικανέζος σέντρε μπακ ειναι, αυτό είναι, άκου τι ειναι ο Μόχα, μάθατε όλοι από ποίηση. Βάζω να πούμε Παυλίδη στη γυναίκα μου, της λεω “ξέρω ένα παιδί που μου λέει πώς σε ξέρει”, και λιώνει, τρέμουν τα γόνατα, έτσι πάνε, ΕΤΣΙ ΠΑΝΕ… Θυμάμαι τον Κόκκαλη τον γιγαντα που μου ‘χε πει να πάρω την ομάδα στην πλάτη το 2004 και δεν τον επίστευα, ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΠΙΣΤΕΥΑ… Ανάμεσα σε τόσους προπονητάς ήθελε τον Αλέφαντο και άρχισα τα γέλια και τα τέτοια και τ’ αυτά και μου λέει “κυρ Νίκο, γελάς γιατί σε θέλω;” και τα ‘χασα, δεν τον επίστευα ρε, σπουδαίος, τρομερός, ο μεγαλύτερος πρόεδρος που πέρασε ποτέ στην ιστορία του Ολυμπιακού, τι να λέμε τώρα.

Και μου έρχεται ο άλλος “ακουω την αγάπη και ακούω την αγάπη”, τι ακούς ρε, μεχρι να την ακούσεις, σχόλασες, τίποτα δεν άκουσες, ΣΧΟΛΑΣΕΣ, σφύριξε ο διαιτητής, τελείωσε ο αγώνας και έτρεχες ακόμα στο τέρμα μονος σου, έκανες τα 100 μέτρα σε δέκα ώρες, γέλαγε το σύμπαν, έβαλες γκολ και οι άλλοι είχανε μπει στα ντουζ να ξεπλυθούνε, μέχρι να ξυπνήσεις εσύ, χαθήκαμε… ΧΑΘΗΚΑΜΕ.

Λοιπόν.

Προτιμάτε τον Αγγελάκα… Τι προτιμάτε δηλαδή; Εσείς όλοι τα μαστιγώματα ξέρετε από που τα θέλετε; Ξέρετε; Θα σας το πω εγώ υπεύτυνα. Από τα Κιούρκα εδώ, από τον Άγιο Στέφανο μέχρι το Δομοκό πάνω πριν μπούμε στα Φάρσαλα. Τι είναι αυτά τα πράματα ρε. Έχετε τρελαθεί; Αυτά είναι εγκλήματα ρε. ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ.

Λοιπόν.

Φωτογραφία: Eurokinissi.gr