ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Μιλήσαμε με τον οδηγό της Εθνικής στο Ευρωμπάσκετ του ’87

Ο Δημήτρης Καλτσής έζησε την ομορφότερη αθλητική ιστορία από απόσταση αναπνοής και μας διηγείται τις καλύτερες στιγμές της.

Το να μπορείς να λες ότι έχεις βάλει το δικό σου λιθαράκι στο γράψιμο μιας σπουδαίας ιστορίας είναι καθαρή ευλογία, σύμφωνοι. Δεν είναι όμως ο μοναδικός τρόπος να ζήσεις μια υπέροχη ιστορία από μέσα. Να δεις στιγμές της και να μάθεις πτυχές και λεπτομέρειες που για όλο τον υπόλοιπο κόσμο, πιθανότατα θα μείνουν για πάντα μυστικές, σκοτεινές, κρυφές.

Μπορείς να υπάρξεις και ‘λαθρεπιβάτης’ μιας ιστορίας, να ζήσεις όλο το αξέχαστο ταξίδι στην πλήρη του ένταση δίπλα στους μεγάλους ήρωες, αυτούς που ξεπέρασαν τους εαυτούς τους και πέρασαν στη σφαίρα της αθανασίας.

Ένας τέτοιος, είναι ο Δημήτρης Καλτσής, επαγγελματίας οδηγός και εκείνος που οδηγούσε το πούλμαν της εθνικής μπάσκετ πριν και κατά τη διάρκεια του Ευρωμπάσκετ του 1987, της διοργάνωσης που άλλαξε την ιστορία του αθλήματος και ίσως ολόκληρου του αθλητισμού στη χώρα μας.

Ο κύριος Καλτσής, ο οποίος παραμένει ακόμη και σήμερα ο οδηγός όλων των εθνικών ομάδων μπάσκετ, βίωσε από μέσα την πορεία προς τον θρίαμβο και έζησε τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Φιλίππου, τον Φάνη και τ’ άλλα παιδιά στην καθημερινότητά τους. Από τις προπονήσεις και τις πλάκες τους μέχρι τη λαοθάλασσα της αποθέωσης στην παραλιακή.

(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)

Θα έλεγε κανείς ότι οδήγησε στην κυριολεξία την εθνική ομάδα στον θρίαμβο επί της Σοβιετικής Ένωσης και είναι βέβαιο ότι πρόκειται για έναν γεμάτο και ευλογημένο άνθρωπο, που κάνει μια δουλειά που αγαπάει και όπως παραδέχεται, του άλλαξε τη ζωή.

Στην ιστορία του ‘87 όμως, ο κύριος Καλτσής δεν ήταν απλά λαθρεπιβάτης. Πώς θα μπορούσε άλλωστε, μέσα στο ίδιο του το πούλμαν; 30 χρόνια μετά, ο γλυκύτατος ‘Μητσάρας’ όπως τον φωνάζουν οι παίκτες, άνοιξε τις πόρτες του λεωφορείου του και δέχτηκε να μοιραστεί μαζί μας μερικές ιστορίες από τις μέρες που έμελλαν να αλλάξουν τον ρου του ελληνικού μπάσκετ.  

Αμέτρητες τέτοιες ιστορίες, κατευθείαν από τους πρωταγωνιστές τους, μπορείς να διαβάσεις και στο βιβλίο του Γιάννη Φιλέρη, ”87, τίποτα δεν μας σταμάτησε’, το οποίο κυκλοφορεί στα Public.

Είμαι οδηγός περίπου από το 1980. Είχα ένα πουλμανάκι εικοσάρι, πολύ όμορφο. Όλα ξεκίνησαν όταν με πήρε ο πρόεδρος της ομοσπονδίας πάλης και πήγαμε τους αθλητές μέχρι τα Σκόπια. Κάποιος θα μίλησε για μένα και στην ομοσπονδία μπάσκετ και με φωνάξανε να κάνω κάποιες διαδρομές. Μου άρεσε η δουλειά, ήταν καλή, πληρωνόμουν στην ώρα μου, και φτάσαμε μέχρι το μεγάλο γεγονός του ‘87”.  

Ήμουν με την ομάδα ήδη απ’ τις προπονήσεις. Μέναμε στο John’s, στη Γλυφάδα. Στο λεωφορείο δεν έμπαινε κανένας, μόνο οι παίκτες και οι προπονητές. Κανένας άλλος. Όπου η ομάδα δεν πήγαινε με αεροπλάνο, την πήγαινα εγώ”.

Μετά άρχισαν τα παιχνίδια. Ξεκινάγαμε απ’ την Γλυφάδα και στη διαδρομή μέχρι το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας υπήρχε κόσμος, κορνάρανε απ’ τα αυτοκίνητα, άλλοι βγάζανε τις μπλούζες τους, χαιρετούσαν. Τρελά πράγματα, ο κόσμος ήταν αναμμένος για το μπάσκετ. Είχαμε αστυνομική συνοδεία εμείς και πηγαίναμε”.

Στα τελευταία παιχνίδια δεν μπορούσαμε καν να περάσουμε τους δρόμους, και στο πήγαινε και στο έλα. Μας περίμενε κόσμος απλά για να χαιρετήσει την ομάδα γιατί δεν μπορούσαν να μπουν όλοι μέσα στο γήπεδο. Τόσο κόσμο δεν έχω ξαναδεί εγώ, ούτε σε μεγάλες συγκεντρώσεις, δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους σου”.

Ήμουν κοντά στην ομάδα, όλα τα παιχνίδια τα είδα μέσα απ’ το γήπεδο, όπως και τις προπονήσεις. Καθόμουν πίσω απ’ την ομάδα για να προσέχω και τα πράγματα, γιατί αν έχανες μια μπλούζα τότε υπήρχε πρόβλημα, ο κόσμος κοιτούσε να πάρει ό,τι μπορούσε, ακόμη και μια πετσέτα για να μυρίσει τον ιδρώτα ενός παίκτη.

Δεν θα πω έναν παίκτη γιατί ο κόσμος τους αγαπούσε όλους, απ’ τον πρώτο μέχρι και τον τελευταίο. Κι εγώ τους έχω όλους ένα, για μένα δεν ήταν ο καλύτερος ούτε ο Γκάλης, ούτε ο Φάνης, ούτε ο Γιαννάκης, ήταν όλοι το ίδιο

Όπως γυρίζαμε μετά από έναν αγώνα σ’ ένα φανάρι στην παραλιακή, είχε πάρα πολύ κόσμο, μηχανές της αστυνομίας, χαμός. Το πούλμαν που οδηγούσα τότε, είχε μια πόρτα πίσω που άνοιγε με χερούλι, δεν ήταν με αέρα όπως οι σημερινές. Φώναζαν απ’ έξω, εγώ κοιτούσα μπροστά για να μην πατήσω κανέναν άνθρωπο και ξαφνικά βλέπω τον Φιλίππου πάνω σε μια μηχανή. Άνοιξε την πόρτα κι ούτε που το κατάλαβα. Γυρίζω στον κόουτς και ρωτάω ‘δεν τον πήραμε τον Φιλίππου;’. Ήταν και τραυματίας τότε αλλά θα έπαιζε την επόμενη ημέρα. Τρελάθηκε ο κόουτς, άρχισε να φωνάζει. Είναι μεγάλος καλαμπουρτζής ο Φιλίππου”.

Την ημέρα του τελικού, καθόμουν όπως πάντα πίσω απ’ τον πάγκο, μαζί με τον φυσιοθεραπευτή της ομάδας, τον Λέκκα. Πριν καν σουτάρει την πρώτη βολή στα τελευταία δευτερόλεπτα ο Καμπούρης, ο Λέκκας σωριάζεται κάτω. Τον κοιτάω, με ρωτούσε ‘την έβαλε, την έβαλε;’, του λέω ότι την έβαλε και του έριξα νερό για να συνέλθει, σκέψου για τι άγχος μιλάμε. Τελειώνει το παιχνίδι, πού να τρέξω να πανηγυρίσω όμως, έκατσα μαζί του για να συνέλθει. Καταλαβαίνεις τι ένταση υπήρχε”.

Μετά τον τελικό δεν ήρθε όλη η ομάδα στο πούλμαν, ήταν καμιά δεκαριά άτομα. Ο Γκάλης κι ο Γιαννάκης θυμάμαι είχαν φύγει με καραβάκι. Μπαίνουν μέσα τα παιδιά για να τα πάω πίσω στο John’s αλλά δεν ήξερα πώς θα φτάσουμε με όλο τον κόσμο που είχε βγει στους δρόμους. Δεν πήγαμε παραλιακά, μπήκαμε απ’ την Συγγρού σε στενά, μας οδήγησαν οι μηχανές της αστυνομίας. Δεν θα φτάναμε με τίποτα αλλιώς. Βγήκαμε στην πίσω πλευρά του ξενοδοχείου, τα παιδιά μπήκαν από εκεί γιατί μπροστά περίμενε τόσος κόσμος. Εμφανίστηκε ο Φιλίππου πρώτος που ήταν ο πιο χαβαλές και ακολούθησε αποθέωση, έγινε το ένα να δεις”.

Οι παίκτες με φώναζαν Μητσάρα, έλεγαν εκεί και ένα τραγουδάκι για μένα με τα ‘γαλλικά’ τους. Όλοι ήταν πολύ καλοί, ο Φιλίππου ήταν λίγο πιο πολύ του χαβαλέ, αλλά όλα τα παιδιά ήταν ευχάριστα. Μια μπουνιά ήταν η ομάδα, όλοι προσγειωμένοι, δεν ξεχώριζε κάποιος, όλοι καλά παιδιά, κανένας δεν ήταν παλιόπαιδο, δεν μάλωσαν ποτέ

Με τον Γκάλη παίζαμε τάβλι στο ξενοδοχείο. Δεν ήξερα καλό τάβλι εγώ, αλλά ήθελε να παίζουμε συνέχεια, ‘έλα ρε Δημήτρη να παίξουμε ένα τάβλι’, μου έλεγε. Ήθελε να κερδίζει πάντα

Έχω ακόμα επαφές με τους παίκτες εκείνης της ομάδας, τους αγαπάω και μ’ αγαπάνε όλοι. Ο Φασούλας όταν παντρεύτηκε με κάλεσε στο γάμο του, τώρα έχουμε και την κόρη του στις εθνικές”.

Την πρώτη φορά που μπήκε μέσα η κόρη του Παναγιώτη, πήγε κι έκατσε αμέσως στη θέση του πατέρα της, χωρίς να ξέρει, από ένστικτο. Τρομερό, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα”. 

Συνέχεια το σκέφτομαι το ‘87. Κάθομαι στο πούλμαν καμιά φορά και ξεκουράζομαι και μου έρχονται στο μυαλό οι βολές του Καμπούρη. Μόνο το μπάσκετ υπήρχε, έζησα την ομάδα από τη στιγμή που μαζεύτηκε μέχρι το τέλος”.

Ακόμη κι αν ήμουν απλά ένας οδηγός κι όχι μπασκετμπολίστας, το έβλεπα ότι όλο αυτό θα κάνει καλό στο ελληνικό μπάσκετ. Να ‘ναι καλά κι ο πρόεδρος, ο κύριος Βασιλακόπουλος που έχει προσφέρει πάρα πολλά, τίποτα δεν έγινε τυχαία”.

Το μπάσκετ από τότε και μετά άρχισε να ανεβαίνει και δεν σταμάτησε ποτέ. Έρχονται παιδιά καινούρια, νέα ταλέντα. Το σημαντικό είναι ότι ακόμα βλέπεις καλά παιδιά, δεν βλέπεις παλιόπαιδα. Υπάρχει σεβασμός, σέβονται απ’ τον προπονητή μέχρι τον φροντιστή, υπάρχει μια συνέχεια σε συμπεριφορά 

Θέλω να βλέπω μέχρι και τις προπονήσεις. Μπορεί να μην ήξερα μπάσκετ πριν, τα συστήματα κι αυτά, αλλά το μπάσκετ το έμαθα και το αγάπησα, όπως το αγαπάει ένας παίκτης. Εντάξει εγώ είμαι ο οδηγός, αλλά βλέπω ακόμα και τις προπονήσεις των παίδων και των εφηβικών, γιατί μου αρέσει. Κατεβαίνω στην Πανεπιστημίου και φωνάζουν ‘Γεια σου Μητσάρα’, δεν είναι μεγάλο πράγμα αυτό;”

Στη γαλαρία, εκεί που “καθόντουσαν ο Φάνης κι ο Φασούλας κι έκαναν τις πλάκες τους“. Το μπροστινό κάθισμα σε εκείνο το πούλμαν ήταν βέβαιο προσαρμοσμένο κατάλληλα για να χωράει η ‘αράχνη’.

Ο Αντετοκούνμπο είναι φίλος μου, τον ήξερα από μικρό γιατί το χειμώνα είμαι οδηγός και σε άλλες ομάδες. Τον είχαν φέρει στον Πανελλήνιο να δοκιμαστεί, αλλά δεν τον κράτησαν. Τρομερά λάθη. Ρωτούσα τον κυρ Γιώργο τον έφορο της ομάδας γιατί δεν τον κράτησαν, ‘τους το λέω ρε Δημήτρη, δεν με ακούνε’, μου απαντούσε. Είναι καλά παιδιά κι ο Γιάννης κι ο αδερφός του. Θα δώσει πολλά, θα βοηθήσει και μπράβο του”.       

Πήγα τις γυναίκες στο αεροδρόμιο πριν φύγουν για το Ευρωπαϊκό, πρώτα τις εμψύχωσα και μετά έφυγα. Τέταρτη θέση έφεραν, λίγο είναι; Λίγες δυνάμεις να είχαν ακόμα, θα το έφερναν το μετάλλιο”. 

Έχω δύο κόρες, οι οποίες έπαιξαν κι αυτές μπάσκετ χάρη στο ‘87. Αν δεν ήταν το μπάσκετ, μπορεί να μην ήταν τα παιδιά που είναι σήμερα. Η μία σπούδασε, έγινε δικηγόρος και την άλλη την έχω στο γραφείο μου. Δεν ξέφυγαν, κι αυτό χάρη στο μπάσκετ, όποιος μπλέκεται με το μπάσκετ κερδίζει κατά τη γνώμη μου”.  

Στη σκάλα του λεωφορείου, “εκεί κοντά καθόταν πάντα ο Γκάλης“, θυμάται ο κύριος Δημήτρης.

‘‘87 – Τίποτα δεν μας σταμάτησε’. Το πρώτο βιβλίο της Physical Goods με τη σφραγίδα της 24MEDIA θα το βρείτε στα Public. Η ιστορία που άλλαξε τον ελληνικό αθλητισμό από τον Γιάννη Φιλέρη.