ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ο Άγγελος Αντωνόπουλος φλέρταρε τη ζωή σεμνά κι ασύστολα

Μια συνέντευξη γεμάτη αναμνήσεις από γνωστούς πολέμους, άγνωστες μάχες και διάσημους έρωτες.

Ο Άγγελος Αντωνόπουλος υποδέχεται τους καλεσμένους του με τον ίδιο τρόπο που τους αποχαιρετά – με μία ελαφρά υπόκλιση. Μία κίνηση τιμής που ταιριάζει με την επιβλητική παρουσία και την βαθιά, γνώριμη από χρόνια πολλά, φωνή του.

Είναι ένας καλλιτέχνης που έχει διαπρέψει επί σκηνής κι ένας γόης του κινηματογράφου, από την εποχή που ο κινηματογράφος ήταν η πιο γοητευτική τέχνη στον κόσμο. Έχει διατελέσει δάσκαλος, έχει γράψει ποίηση και λογοτεχνία (κάποια βιβλία του έχουν εκδοθεί), αποτελεί έναν από τους εμβληματικούς πρωταγωνιστές της ελληνικής τηλεόρασης.

Πριν μιλήσει, μιλάνε γι’ αυτόν τα μάτια του, το πρόσωπό του, οι κινήσεις των χεριών του. Στο σώμα του έχει καταγραφεί πολλή και ενδιαφέρουσα ζωή. Πόλεμοι, έρωτες, συγκινήσεις, μεγάλες απώλειες, μεγάλες αγάπες. Είναι ένα alpha male με όλες τις πομπώδεις αποχρώσεις της φράσης κι ένας κύριος με όλη την διακριτική σημασία της λέξης.

Και είναι έτοιμος να αφηγηθεί τις ιστορίες του.

(Φωτογραφίες: Νίκος Παλαιολόγος / SOOC photos)

Είμαι μεγάλος στην ηλικία γιατί ενηλικιώθηκα πολύ νωρίς. Όταν ήμουν στην Αρχαία Ολυμπία, είδα τους Γερμανούς να μπαίνουν στο χωριό. Είναι μια ανεξίτηλη εικόνα: αυτοί οι μηχανοκίνητοι άνθρωποι, με τα φοβερά γυαλιά και τις μοτοσυκλέτες με τα καλάθια. Επειδή είχαν διανύσει πολλά χιλιόμετρα, η σκόνη και το χώμα τους είχαν κάνει να είναι ένα πράγμα – ο άνθρωπος με τη μηχανή. Εκείνη τη στιγμή έμεινα ενεός, τα έχασα. Ένιωσα φόβο αλλά και θαυμασμό. Αυτό δε μπορώ να το ξεχάσω.

Προχώρησε η ζωή, προχώρησε η Κατοχή, είχε προηγηθεί ο πόλεμος. Άκουγες τους ανθρώπους να φεύγουν με τα τρένα τραγουδώντας για τον πόλεμο. Αυτές είναι μεγάλες στιγμές. Οι ίδιοι άνθρωποι γύριζαν από τον πόλεμο πεινασμένοι και ξυπόλυτοι. Και στην κατοχή, αυτό που είδαν τα μάτια μου, να πεθαίνει ο κόσμος στους δρόμους… Ο Εμφύλιος, αυτές οι εντάσεις, αυτές οι δονήσεις, οι τρομακτικοί κραδασμοί.

Μου μένει αξέχαστη η γνωριμία μου με τον Αντώνιο, τον δεσπότη της Ηλείας. Αυτός είχε παρατήσει την έδρα του και βγήκε στο βουνό, αντάρτης. Καθαιρέθηκε ύστερα, χαρακτηρίστηκε αριστερός ενώ είπε ότι ποτέ δεν ήταν κομμουνιστής, απλώς έφυγε και πήγε στο βουνό για να ευλογήσει τα όπλα των αγωνιστών. Πήγαινα κάθε Κυριακή στο σπιτάκι που έμενε στο Αιγάλεω. Ένας έρημος, μεγάλος, θεόρατος ήρωας και Μητροπολίτης. Τρώγαμε μαζί με την οικογένειά του και μου ζητούσε να του απαγγέλλω κάτι, ένα ποίημα. Και μετά του έλεγα “τώρα εσείς τι θα μας πείτε;”. Και μας έλεγε το ‘Φως Ιλαρόν’. Θεϊκά, μαγευτικά. Ο Αντώνιος. Ο Αντώνιος της Ηλείας.

Η άλλη μου ενηλικίωση ήρθε μέσα στο θέατρο. Η μητέρα μου δεν κατάλαβε πώς έγινε όλο αυτό. “Τι πάει να πει θέατρο, τι πάει να πει ηθοποιός; Και που πας βρε παιδάκι μου;”. Έτσι μου έλεγε. Και ξαφνικά ήρθαν τα πρώτα μεροκάματα του θεάτρου και άρχισε να βράζει το τσουκάλι και να αλλάζει η ζωή μας. Από εκεί που περνούσαμε μια πολύ δύσκολη καθημερινότητα βρεθήκαμε σε ένα νέο σπίτι, βάλαμε τηλέφωνο, πήραμε μια υπηρεσία για να βοηθάει τη μητέρα. Αυτά ήταν απίστευτα πράγματα τότε.

Μια μέρα πήγα στο Χίλτον, έκανα μια οντισιόν και πήρα τον ρόλο. Ήταν η εποχή που θέλαμε να βάλουμε τηλέφωνο, αλλά δεν είχαμε χρήματα. Το τηλέφωνο κόστιζε δύο χιλιάδες δραχμές και για την ταινία πήρα είκοσι χιλιάδες. Η μητέρα μου τα ‘χασε, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι πήρα τόσα πολλά χρήματα για να παίξω ένα ρόλο.

Η μάνα μου ήταν φιλοσοφημένος άνθρωπος κι εγώ ήμουν ήδη αρκετά μεγάλος όταν άρχισε η επιτυχία, η απογείωση. Το αντιμετωπίσαμε μαζί όλο αυτό, με ηρεμία. Το μόνο που θέλαμε ήταν να ηρεμήσουμε και να πορευθούμε με το καλό που μας βρήκε.

Θα σας αναφέρω ένα πράγμα: Είχα υπογράψει ένα τριετές συμβόλαιο με τον Κώστα Μουσούρη και πριν τελειώσει η τριετία με βρήκε η μεγάλη επιτυχία. Έκοβαν εισιτήρια για ένα μήνα μετά στο θέατρο. Και ήρθε η επόμενη σεζόν. Μου λέει ο Μουσούρης “Πόσα θέλετε;”. Εγώ δεν κατάλαβα τι εννοούσε, αφού είχαμε ήδη συμβόλαιο. “Με αυτό το συμβόλαιο σας εκμεταλλεύομαι πλέον”, μου απάντησε και το έσκισε για να μου κάνει ένα καινούριο. Με έβαλε σε θέση να εισπράττω την επιτυχία. Αξέχαστα και συγκινητικά πράγματα. Αυτά ζήσαμε.

Πατέρα δεν γνώρισα, έφυγε όταν ήμουν δύο ετών. Ξέρετε τι γνώρισα; Την έλλειψή του

Τα παιδιά της γειτονιάς πήγαιναν στο σπίτι επειδή φώναζε ο πατέρας τους. Τρέχανε, για να μην τα μαλώσει ο πατέρας. Είχαν ένα θάρρος ζωής επειδή είχαν τον πατέρα τους. Εγώ δεν τα είχα όλα αυτά, είχα μόνο τη μαμά. Ήταν αυστηρή και στοργική, αυστηρή και τρυφερή, αυστηρή και γενναιόδωρη, αυστηρή και βαρυπενθούσα.

Όταν μεγαλώσαμε πια και εγώ και εκείνη, τη μάλωνα επειδή δεν παντρεύτηκε. Ήταν άλλες εποχές, δεν ήταν τόσο εύκολο, μου το εξηγούσε. Δεν μπορούσε να αισθανθεί έναν ξένο άνθρωπο μέσα στο σπίτι, τη συμπεριφορά ενός ξένου απέναντι σ’ εμένα. Φοβόταν και ήθελε να με προστατεύσει. Ο πατέρας μας είχε αφήσει μια πενιχρή σύνταξη και φυτοζωούσαμε. Έρχονταν γιορτές, Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιές χωρίς δώρα. Δεν είχαμε τίποτα. Κοιτούσαμε να τα φέρουμε βόλτα και να τα βγάλουμε πέρα μέχρι την επόμενη σύνταξη.

Μέσα σε τόσα χρόνια που κουβαλάω στην πλάτη μου έχω ένα σωρό πράγματα να θυμάμαι. Σχέσεις… Καλές, καλύτερες και λιγότερο καλές. Είναι φυσικό – δικαιούται κάποιος να έχει και τις κακές σχέσεις. Τα πράγματα δεν είναι πάντα ρόδινα, αλλά δεν είμαι εμπαθής και για ό,τι μου έχει συμβεί δεν καταγράφω χρεωστικές καταχωρήσεις. Να είστε βέβαιος ότι υπάρχουν οι αποδέκτες αυτών που λέω τώρα. Μπορεί να με έχουν πικράνει, μπορεί να μη μου έχουν ανταποδώσει αυτό που περίμενα, αλλά εγώ ποτέ δεν έκανα κάτι επιδιώκοντας την ανταπόδoση. Ό,τι έκανα γινόταν παρορμητικά, εκείνη την ώρα, επειδή έτσι το έβλεπα. Σε μία δραστηριότητα πάνω από μισού αιώνα – κυρίως μέσα στο θέατρο – βρίσκομαι σε απόλυτη συνέπεια με αυτά που σκέφτηκα.

Να γίνω ηθοποιός, αυτό ονειρεύτηκα, το θέατρο ονειρεύτηκα. Αυτή ήταν η μεγάλη ανησυχία και το μεγάλο όραμα της ζωής μου. Ήμουν ευλογημένος επειδή είχα πολύ καλούς δασκάλους, στο Θέατρο Τέχνης. Είχα τον τεράστιο Κάρολο Κουν, τον Πλωρίτη, τον Γιάννη Σιδέρη, αξεπέραστους ανθρώπους. Με τέτοια εφόδια, με τέτοια αμπάριζα που είχα πάρει από τις σπουδές μου δεν γινόταν να μην αποκτήσω καθαρή σκέψη για τις επιλογές μου και τις απαραίτητες καταβολές για να είμαι καλός δάσκαλος – ήμουν δάσκαλος για 35 χρόνια.

Δημιούργησα καταπληκτικές σχέσεις με ωραίους νέους και ωραίες νέες, ανήσυχα παιδιά. Τους έλεγα πάντα να είναι ρομαντικοί και να ονειρεύονται το καλύτερο. Όταν τους αποχαιρετούσα, τους προέτρεπα να είναι ρομαντικοί μέχρι το τέλος της ζωής τους γιατί αυτό είναι το παρορμητικό της δημιουργίας.

Κάποια στιγμή έμπλεξα και με τον κινηματογράφο και με την τηλεόραση. Μερικές φορές με καλούς δημιουργούς. Αξέχαστη μου έχει μείνει η συνύπαρξη με τον Τάκη Κανελλόπουλο, αυτόν τον ρομαντικό, στοχαστικό σκηνοθέτη με τον οποίο έκανα δύο ταινίες, την ‘Εκδρομή’ και την ‘Παρένθεση’. Εν συνεχεία παρουσιάστηκε στην ζωή μου ο Βασίλης Γεωργιάδης με τον οποίο δουλέψαμε πολύ και στην τηλεόραση, αναφέρομαι στους ‘Πανθέους’ και το ‘Ουράνιο Τόξο’. Αργότερα βρέθηκα με τον αστείρευτο Κώστα Κουτσομύτη. Κάναμε μαζί τον ‘Αγνωστο Πόλεμο’ και πολύ αργότερα την ‘Πρόβα Νυφικού’, τον ‘Μεγάλο Θυμό’, ‘Τα παιδιά της Νιόβης’.

Οι γυναίκες με αγάπησαν επειδή τις αγάπησα και εγώ. Και περάσαμε πολύ ωραία. Οι σχέσεις μας ήταν ανταποδοτικές, δημιουργικές τόσο μέσα στο επάγγελμα όσο κι εκτός επαγγέλματος. Θυμάμαι σπουδαίες γυναίκες αλλά από εκεί και πέρα δε μπορώ να περηφανευτώ για τίποτα.

Αγαπούσα τις γυναίκες και με αγαπούσαν πολύ. Χωρίς αυτό δεν θα μπορούσα σήμερα να επικαλεστώ τίποτα σημαντικό στην ζωή μου 

Τίποτα δημιουργικό δεν προκύπτει χωρίς την παρόρμηση και την ενεργειακή δύναμη του έρωτα. Έτσι ξεκίνησα να γράφω, αυτά που με δονούν. Πετάχτηκα τις νύχτες από το κρεβάτι μου για να γράψω κάτι, να μην το ξεχάσω. Και έτσι εξέδωσα την ‘Αφύλακτη διάβαση’, τα ποιήματά μου, αλλά και τα δύο μυθιστορήματα, τους ‘Επιβάτες του Φεγγαριού’ και το ‘Μη μιλάς πατέρα, έχεις πεθάνει’. Κολύμπησα λοιπόν και σε αυτό το πέλαγος, ένα ωραίο κολύμπι, ξέροντας ότι θα φτάσω σε μία ακτή όπου θα μπορώ να διηγηθώ πράγματα όπως ο Οδυσσέας.

Χωρίς τη λαγνεία δε μπορείς να είσαι καλλιτέχνης. Είναι η διαδικασία της προσέγγισης μέσα στο θέατρο. Διαβάζεις ένα έργο, βλέπεις τον ήρωα που πρόκειται να ενσαρκώσεις. Από εκεί και πέρα ξεκινάς, κάθε μέρα, κάθε νύχτα να τον προσεγγίζεις. Αυτή η προσέγγιση έχει λαγνεία. Μας έλεγε κάποτε ο Κουν “Μη λέτε ότι με αυτόν δεν έχω καμία σχέση και πώς θα υπηρετήσω το συγκεκριμένο ρόλο. Αν κάνετε κατάδυση μέσα στα βάθη σας, στον εσωτερικό σας κόσμο, θα αναδυθείτε με πολλά στοιχεία που δεν ξέρατε ότι τα έχετε”. Αυτό αντιλαμβάνεστε πόση λαγνεία έχει;

Την ώρα που ζούσα έναν έρωτα έλεγα “Αυτή είναι η γυναίκα της ζωής μου”. Πάντα πιστεύεις ότι ο μεγάλος έρωτας είναι ο τελευταίος, όμως υπάρχει πάντα κάποιος που είναι τελευταίος. Έτσι δημιουργούνται τα συγκριτικά στοιχεία μεταξύ της μίας και της άλλης.

Μέσα στις εντάσεις της ζωής είχα νιώσει πολλές φορές ενοχή επειδή δεν ήμουν τόσο μάχιμος όσο θα ήθελα. Το μόνο που με παρηγορούσε ήταν ότι το θέατρο – αυτό καθ αυτό – ήταν και είναι ένα μετερίζι, μια θέση μάχης. Φτάνει να κάνεις επιλογές που να σε δικαιώνουν.

Δεν έκανα πάντα τις σωστές επιλογές, κάποιες φορές κατέφυγα και εγώ στις εύκολες λύσεις. Έκανα και μπουλβάρ και ασήμαντα πράγματα. Οι αποφάσεις μου δεν ήταν μόνο ιδεολογικές. Τις επηρέαζε και η αγωνία του ταμείου. Αυτή η αγωνία γεμίζει τη δουλειά μας με ανασφάλεια. Για αυτό και η ωραιότερη μουσική του θεάτρου είναι η βαβούρα του κοινού λίγο πριν ανοίξει η αυλαία.

Κάποιες φορές στάθηκα στο ύψος των περιστάσεων, αλλά πιστεύω ότι έκανα λιγότερα από αυτά που θα έπρεπε να έχω κάνει

Είμαι ένας άνθρωπος ανήσυχος. Πρέπει να είμαι ανήσυχος. Μόνο έτσι πάει η ζωή μπροστά. Όταν είσαι εφησυχασμένος πέφτεις σε τέλμα.

Οι πολιτικοί που κάποτε πιστέψαμε μας έχουν διαψεύσει στο σημείο του να λες “δεν ασχολούμαι άλλο, δεν αξίζει τον κόπο”. Επιτρέπεται, όμως, να τελειώνεις εκεί, στο “δεν αξίζει τον κόπο;”. Αυτό έχει παραίτηση και η παραίτηση είναι λάθος, δεν τη δικαιούμαστε.

Για να ανέβεις επάνω στη σκηνή υπάρχει μία διαδικασία προετοιμασίας πολλών ανθρώπων που δουλεύουν για ένα αποτέλεσμα. Όταν τελικώς πατάς το πόδι σου στο σανίδι για να παίξεις, υπάρχει μια ταραχή όμοια με αυτή του έρωτα, μία έντονη ερωτική ταραχή. Ανοίγει η αυλαία και έχεις το δημιουργικό τρακ. Αν δεν το ‘χεις, δεν γίνεται. Δεν υπάρχει άνεση στο θέατρο – υπάρχει μόνο αυτό που εγώ λέω ‘ανετίλα’. Μ’ αυτή προδίδεις και τον εαυτό σου και το έργο και τους συναδέλφους σου.

Έχω δημιουργήσει μεγάλες και αξέχαστες σχέσεις με συναδέλφους. Με την Τζένη Καρέζη, την Αλίκη Βουγιουκλάκη, με την Παξινού και άλλες σπουδαίες κυρίες που συνυπήρξα μαζί τους επί σκηνής. Από εκεί και πέρα αν υπήρξε κάποια πικρία θα ήταν μικρόψυχο από την πλευρά μου να μείνω σε αυτή. Οι αναμνήσεις μου από τους συναδέλφους μου είναι πολύτιμες.

Όταν σκέφτομαι αυτούς που απουσιάζουν τώρα πια και συνειδητοποιώ ότι εγώ είμαι ακόμα παρών, συναισθάνομαι τις υποχρεώσεις μου.

Αποφεύγω να σκέφτομαι την ηλικία μου. Ξέρετε πως; Φλερτάροντας και κάνοντας σχέδια για το μέλλον

Οι μόνες στιγμές που σκέφτομαι την ηλικία μου είναι όταν γίνεται αισθητή η απουσία των παιδιών, των απογόνων. Ως νέος δεν έδωσα μεγάλη σημασία σε αυτό, σφύριζα αδιάφορος. Τώρα μελαγχολώ. Θα ήθελα να έχω ένα παλικάρι, μία κοπέλα.. Να πηγαίνουμε σινεμά , να μου λένε τα ερωτικά τους και να περνάμε ωραία. Η ανάγκη για παιδιά είναι τώρα αισθητή.

Το φλερτ είναι πανταχού παρόν – σε όλες τις δραστηριότητες του ανθρώπου. Κάποτε μου έλεγε ένας καθηγητής Πανεπιστημίου ότι τα ωραιότερα συγγράμματά του τα είχε γράψει ερωτευμένος. Το φλερτ είναι το έναυσμα της ερωτικής ζωής. Από κάπου ξεκινάει, από ένα νεύμα, μία συναίνεση, μία συγκατάβαση. Αυτά κάνουν την ζωή να έχει νόημα και χυμούς.

Είμαι θρησκευόμενος. Αριστερός και θρησκευόμενος. Ο Χριστός είπε “ο έχων δύο χιτώνες….”. Αυτή είναι η πρώτη πολιτική οικονομία που διδάχθηκε ο κόσμος. Και αυτήν την πολιτική οικονομία την έκανε επιστήμη ο Μαρξ γράφοντας το ‘Κεφάλαιο’. Εγώ έψελνα στην εκκλησία, μεγάλωνα, άρχισα να ερωτεύομαι και πάλι ήμουν θρησκευόμενος. Δεν πήγα να καλογερέψω αλλά συνέχισα να πιστεύω. Ακόμα μου αρέσει.

Αχ, Θεέ μου! Πήγαμε κάποια στιγμή στον Παρνασσό να γυρίσουμε μια ταινία με την Αλίκη και στο δρόμο μας σταμάτησαν καλόγριες, περνούσαμε έξω από ένα μοναστήρι. Μας ρώτησαν που θα κοιμηθούμε το βράδυ και τους είπαμε στη Λειβαδιά. Δεν μας άφησαν να φύγουμε, μας κάλεσαν να μας φιλοξενήσουν. Ήταν οι μέρες του Πάσχα, με εκείνες τις ολονυχτίες, τις μυσταγωγικές λειτουργίες της νύχτας. Υπήρχε μαζί μας και η παρέα – συμπαθητικά θα την χαρακτηρίσω – τα τσογλάνια του συνεργείου που ήθελαν να έρθουν για να σπάσουν πλάκα. Και μπήκαμε στην εκκλησία. Αυτή η χορωδία, αυτό που ακούσαμε, μας έκανε όλους να κλάψουμε. Ηθοποιοί και τεχνικοί, πρωταγωνιστές και ηλεκτρολόγοι. Όλοι μαζί τα είχαμε χάσει. Η θρησκεία είναι μεγάλη υπόθεση, παρόλο που στο όνομά της γίνονται εγκλήματα, πόλεμοι. Σήμερα κάποιος παίρνει μία καραμπίνα και σκοτώνει κόσμο λέγοντας “Δόξα να έχει ο Αλλάχ”.

Τα θαύματα είναι ανοησίες. Λένε “έπεσε σε 20 μέτρα βάθος, αλλά είχε Άγιο”. Μα αν είχε Άγιο γιατί έπεσε;

Χρειάζεται λογική, καθαρό μυαλό και να βλέπεις ότι ο άνθρωπος είναι μαζί με τον Θεό, έτσι υπάρχει – αυτό είναι το θαύμα

Έλεγε ένας γιατρός κάποτε “Κατά τύχη ζούμε”. Τι εννοούσε; Αν ξέραμε πώς είναι ο ανθρώπινος οργανισμός και πόσες λειτουργίες πρέπει να συντρέξουν μαζί για να πάρουμε ανάσα, για να υπάρξουμε, θα καταλαβαίναμε ότι κάτι γίνεται, κάτι πέρα από την κοινή λογική.

Κάθε μέρα τσεκάρω την όρασή μου. Αν βλέπω σαν και χθες, είμαι ευτυχής.

(Ο Άγγελος Αντωνόπουλος πρωταγωνιστεί φέτος στην παράσταση ‘Τα Τελευταία Φεγγάρια’, που ανεβαίνει κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο θέατρο Άλμα)