ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ο Διονύσης Μαρίνος θα χάριζε ένα βιβλίο στον Ομπράντοβιτς, αλλά δεν θα έγραφε γι’ αυτόν

Μια συζήτηση για τη λογοτεχνία, τη δημοσιογραφία και τις δύσκολες μεταβάσεις.

Συνθέσαμε ένα σχεδόν ιδανικό σκηνικό. Είχαμε παρέα μία χουχουλιάρικη γάτα και δύο ζεστούς εσπρέσο, φυσούσε ένα πολύ γλυκό αεράκι, θαρρείς και ήταν Σεπτέμβριος και όχι η τελευταία ημέρα του φθινοπώρου και απολαμβάναμε τη μυρωδιά του χαρτιού σ’ ένα από τα καλύτερα βιβλιοπωλεία της Αθήνας, τις ‘Πλειάδες’ στο Παγκράτι.

Απέναντι από το κασετοφωνάκι (ΟΚ, κινητό ήταν) κάθισε ένα από τους πιο ανερχόμενους Έλληνες συγγραφείς, ο Διονύσης Μαρίνος, χωρίς – ευτυχώς – κάποια ιδιαίτερη αφορμή. Διότι τα βιβλία δεν είναι αφορμές για κουβέντα, είναι η ίδια η κουβέντα.

Ως δημοσιογράφος, ο Παγκρατιώτης Μαρίνος αποδείχθηκε ο τέλειος συνομιλητής. Αλλά αυτό δεν χρειάζεται να το προλογίσω, θα το διαπιστώσεις και μόνος σου.

 (Φωτογραφίες: Γεωργία Παναγοπούλου / Tourettephoto.com)

Ήταν εύκολο να αφήσεις τη δημοσιογραφία και να αφοσιωθείς στη συγγραφή;

Τη δημοσιογραφία δεν την έχω αφήσει. Την αθλητική δημοσιογραφία, στο σημείο που είχα φτάσει ναι, ήταν εύκολο να την αφήσω. Καιρό το σκεφτόμουν και έψαχνα τη συγκυρία για να γίνει. Είμαι και ένας άνθρωπος που δεν φοβάται να ξεκινήσει από το μηδέν. Υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσε να πει κάποιος ότι όταν είσαι 11 χρόνια αρχισυντάκτης σε μία αθλητική εφημερίδα, σ’ ένα μεγάλο όμιλο, αποζητάς και το κάτι παραπάνω ή, τουλάχιστον, αυτό που έχεις να το κρατήσεις. Δεν το είχα όμως αυτό το πράγμα μέσα μου. Αντιθέτως, έλεγα ότι εδώ που έχω φτάσει, δεν θέλω να πάω παραπάνω. Δεν είχα καμία φιλοδοξία να συνεχίσω.

Σε είχε κουράσει;

Ναι, με είχε κουράσει πάρα πολύ. Και δεν ήταν τόσο η φύση της δουλειάς. Έτσι όπως ξεκίνησα εγώ την αθλητική δημοσιογραφία, όμως, κι έτσι όπως εξελίχθηκε, διαπίστωσα ότι δεν με παίρνει, να στο πω έτσι απλά. Θεωρούσα ότι αυτά που είχα στο μυαλό μου ως κομμάτι της ζωής μου που δεν αφορούσαν τη δουλειά, θα μπορούσαν να ‘περπατήσουν’ μαζί με τη δουλειά. Αποδείχθηκε, όμως, ότι δεν γινόταν. Είχα καταλάβει πως ήμουν κάτι σαν μαύρο πρόβατο στο χώρο, ενώ από την άλλη αρκετοί συγγραφείς με ρωτούσαν πώς γίνεται να είσαι και αθλητικός συντάκτης ταυτόχρονα. Υπάρχει και αυτή η νοοτροπία στον κόσμο, ότι ο αθλητικός συντάκτης έχει μία συγκεκριμένη αποστολή.

Οι αθλητικοί θεωρούνται δημοσιογράφοι ‘χαμηλών πτήσεων’…

Ναι, πολύ λάθος αυτό. Εγώ έχω ζήσει 20 και πλέον χρόνια αθλητικούς συντάκτες που και μορφωμένοι και καταρτισμένοι ήταν. Ήξεραν να μιλήσουν και να γράψουν – και πολύ καλά. Ο αθλητικός συντάκτης έχει το καλό ότι μπορεί να γράψει σχεδόν τα πάντα, αν του δοθεί ευκαιρία. Δεν νομίζω ότι συντάκτες άλλων ρεπορτάζ μπορούν να το κάνουν αυτό. Δεν έφυγα από το αθλητικό ρεπορτάζ επειδή ‘την είδα’ κάπως. Αντιθέτως έχω κρατήσει καλές σκέψεις στο μυαλό μου από αυτή τη διαδρομή. Κι επειδή στη ζωή δεν πρέπει ποτέ να λες ποτέ, μπορεί κάποια στιγμή να γυρίσω. Αυτή τη στιγμή, όμως, στη φάση που είμαι, θα ήταν μεγαλύτερο βάρος πάνω μου να επιστρέψω στο αθλητικό ρεπορτάζ.

Οταν το αποφάσισες, πήγες στον εργοδότη σου και είπες “Αντίο, εγώ θέλω να κάνω αυτό”;

Τυπικά, απολύθηκα, επειδή δεν δέχθηκα να γίνουν μειώσεις μισθών και απολύσεις. Από εκεί και πέρα, ή κάθεσαι και σκέφτεσαι ότι σ’ έχει πάρει από κάτω και βρίσκεσαι σε ελεύθερη πτώση ή αποφασίζεις να κάνεις κάτι άλλο. Πέρασα απ΄ όλα τα στάδια, είναι η αλήθεια. Και της ελεύθερης πτώσης και του να καθίσω να σκεφτώ ότι πρέπει να κάνω κάτι άλλο. Είναι σαν να τερματίζεις κάτι και να αρχίζεις πάλι από την αρχή. Ναι, ήταν βαρύ το να σ’ απολύει κάποιος, και ειδικά γι’ αυτούς τους λόγους, αλλά από την άλλη ήταν και μία καλή ευκαιρία να κάνω κάτι άλλο στη ζωή μου. Δεν ήταν εύκολο. Κανένα ξεκίνημα από το μηδέν δεν είναι. Έχω περάσει από διάφορες διακυμάνσεις τα τελευταία τέσσερα χρόνια αλλά δεν το μετανιώνω. Κατά καιρούς μου ήρθαν διάφορες προτάσεις να κάνω πάλι κάτι στον αθλητικό χώρο, αλλά τις απέρριψα. Είπα ότι από τη στιγμή που έχω πάρει μία απόφαση, πρέπει να την ακολουθήσω με το όποιο τίμημα.

Το τίμημα ήταν και οικονομικό;

Φυσικά ήταν και οικονομικό. Το βίωσα για μεγάλο διάστημα. Παράλληλα, όμως, βίωσα και καλές στιγμές που έλεγα “ναι, καλά έκανες που έφυγες”. Εβλεπα, εν τω μεταξύ, τι συνέβαινε στο αθλητικό ρεπορτάζ, έχω κρατήσει πολλούς φίλους από εκεί και διαπίστωνα τι τραβάνε. Δεν συμβαίνει, ξέρεις, μόνο στο αθλητικό, και στα υπόλοιπα ρεπορτάζ τα πράγματα είναι το ίδιο κακά. Αλλά εγώ είχα μία υπερφόρτωση από όλο αυτό το κομμάτι, τους παράγοντες, τα γήπεδα, τους οπαδούς και είπα “φτάνει, basta, δεν μπορώ άλλο”. Το γεγονός ότι τέσσερα χρόνια τώρα εξακολουθώ να στηρίζω την απόφασή μου, πάει να πει ότι ήταν μία απόφαση που πάρθηκε για συγκεκριμένους λόγους. Υπάρχουν καταστάσεις που λες μία σταγόνα να πέσει ακόμα και έχω πλημμυρίσει. Μία σταγόνα ήθελα ακόμη.

Άρα, η μετάβαση θα μπορούσε να γίνει ακόμα κι αν δεν σε απέλυαν από το Goal.

Πολύ πιθανό. Τα τελευταία δύο χρόνια η κατάσταση στην εφημερίδα ήταν δραματική. Φυσικά όχι μόνο για μένα, δεν το παίζω ήρωας. Για όλα τα παιδιά. Δούλευα, πάντως, στο μυαλό μου πράγματα για να κάνω κάτι άλλο. Το λες και ευκαιρία κιόλας. Έστω και με βίαιο τρόπο, έγινε η μετεξέλιξη.

Ακόμα, όμως, κι όταν δούλευες στην εφημερίδα, έκανες πράγματα εκτός ρεπορτάζ.

Όντως. Είχα βγάλει τα πρώτα βιβλία μου κι έγραφα και κριτικές βιβλίου. Όταν έβγαλα τα δύο πρώτα, κανένας συνάδελφος δεν ήξερε ότι γράφω. Δεν το έλεγα. Θες από ντροπή, θες από συστολή, δεν το έλεγα πάντως. Έγινε γνωστό από τη σύζυγο ενός συναδέλφου η οποία διάβαζε βιβλία. Με έπιασε, λοιπόν, ο συνάδελφος και με ρώτησε αν είμαι ο Διονύσης Μαρίνος που διαβάζει η γυναίκα του. Εκεί αναγκάστηκα να πω ότι “ναι, εγώ είμαι”. Άπλωσε μετά το πράγμα και το έμαθαν όλοι.

Το εργασιακό σου περιβάλλον σε στήριξε σ’ αυτήν την επιλογή;

Όχι. Δεν υπάρχει συνάφεια μεταξύ αθλητικού ρεπορτάζ και λογοτεχνίας. Τουλάχιστον στην Ελλάδα. Στο εξωτερικό υπάρχουν πολλά παραδείγματα συγγραφέων που άρχισαν να γράφουν ως αθλητικοί συντάκτες. Ο Ρίτσαρντ Φορντ, ο Νόρμαν Μέιλερ και άλλοι. Στην Ελλάδα, όπου τα πράγματα είναι δύσκολα και άγρια στις αθλητικές εφημερίδες, είναι άλλη η κατάσταση. Δεν αποζήτησα όμως και τη στήριξη. Τα είχα διαχωρίσει μέσα μου. Ήταν άλλο αυτό που έκανα στη δουλειά μου, άλλο τι έκανα έξω στη ζωή μου.

Και χρόνο πώς έβρισκες;

Προσπαθούσα να εξοικονομήσω από παντού. Ξενυχτούσα βέβαια. Είχα και το καλό ότι στην εφημερίδα δεν χρειαζόταν να πηγαίνω πρωί. Το ξενύχτι ήταν αναγκαστικό. Και τώρα το κάνω. Στις άλλες ώρες λοιπόν – ποτέ δεν λέω ελεύθερες – θα καθίσω να γράψω αυτά που θέλω εγώ.

Η οικογένεια και κυρίως η σύζυγός σου, πώς υποδέχτηκαν την απόφαση να αφήσεις το αθλητικό ρεπορτάζ για κάτι που εμπεριέχει μεγάλο ρίσκο;

Εγώ σκεφτόμουν το ρίσκο, όχι εκείνη. Δική μου ήταν κυρίως η αμφιβολία ότι μήπως αυτό που κάνω ήταν ολίγον… εξτρεμιστικό. Είχα φτάσει όμως σε σημείο να μην αντέχω πλέον. Μου είχαν βγει διάφορα ψυχοσωματικά συμπτώματα, είχα κρίσεις πανικού, είχα φτάσει στο όριο της κατάθλιψης. Είχαν γενικώς χτυπήσει πολλά καμπανάκια μέσα μου.

Από το 2013 που απολύθηκες και μετά, αισθάνθηκες μεγαλύτερη ασφάλεια στο γράψιμο; Βρήκες περισσότερα ερεθίσματα;

Όταν γράφεις, κανονικά πρέπει να είσαι ανασφαλής. Όσο έχεις ασφάλεια δεν βουτάς εκεί που πρέπει να βουτήξεις για να τραβήξεις πράγματα και να γράψεις. Ξεκινώ πάντα με την ανασφάλεια, ότι δεν ξέρω τι να γράψω, ότι αυτό που θα γράψω τελικά δεν ενδιαφέρει κανέναν και ότι μάλλον δεν πρέπει να το γράψω. Μετά, βέβαια, σκέφτεσαι ότι αυτό που έχω μέσα μου, αν το γράψω έτσι όπως πρέπει να το γράψω, σίγουρα θα ενδιαφέρει έστω και έναν άνθρωπο. Πάντα έλεγα ότι έστω και ένας άνθρωπος αν διαβάσει το όποιο βιβλίο γράψω και του πει κάτι, εγώ έχω πετύχει.

Η λογοτεχνία είναι απεύθυνση. Δεν κοιτάμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη, πρέπει να κοιτάξουμε τον άλλον στα μάτια

Ένα από τα πρώτα βιβλία μου το έγραψα στο διάστημα που ήμουν άνεργος έξι μήνες. Και αυτό με κράτησε. Η λογοτεχνία εκείνη την περίοδο μπορεί να μη μου απέφερε χρήματα, αλλά με εξισορρόπησε μέσα μου. Όταν, λοιπόν, ξεκίνησα να γράψω το μυθιστόρημα (σ.σ. ‘Ουρανός κάτω’), είχα μετατοπιστεί. Η τέχνη γενικά, και η λογοτεχνία ειδικότερα, λειτουργούν και ψυχοθεραπευτικά. Τόσο γι’ αυτόν που γράφει, όσο και γι’ αυτόν που διαβάζει. Το βάρος, βέβαια, γι’ αυτόν που γράφει είναι μεγαλύτερο γιατί έχει να παλέψει με δικές του ανασφάλειες, με δαίμονες που βρίσκονται μέσα του.

Τα ερεθίσματα για να γράψω δεν τα ψάχνω. Προκύπτουν από μέσα μου, από βιώματα, από πράγματα που βλέπω. Γενικά πάντως θέλω να είμαι πάντα ανασφαλής σ’ αυτό το πράγμα. Σαν να πατάω σε μία terra ingognita κάθε φορά, κάθε βιβλίο είναι ένας άγνωστος τόπος που πρέπει να τον περπατήσεις εσύ πρώτα για να μπορέσει να ακολουθήσει στη συνέχεια τα χνάρια σου ο αναγνώστης. Αν δεν το κάνεις εσύ πρώτα, ο αναγνώστης δεν θα καταλάβει που έχεις περπατήσει.

Αγωνιάς για το πόσο πουλάνε τα βιβλία σου;

Όχι ιδιαίτερα. Δεν είμαι από τους συγγραφείς που θα πάρουν τηλέφωνο τον εκδότη τους ανά εβδομάδα ή ανά μήνα για να ρωτήσουν πως πάει το βιβλίο. Θέλω, όμως, τα βιβλία μου να διαβάζονται, προφανώς! Το λέω απερίφραστα. Να πάνε σε όσο γίνεται σε περισσότερους ανθρώπους και να πουν τη γνώμη τους.

Θα σε προβλημάτιζε μία αρνητική κριτική; Θα σε στενοχωρούσε;

Καθόλου. Το έλεγα πρόσφατα σ’ έναν κριτικό λογοτεχνίας που έγραψε μία πολύ καλή κριτική για το βιβλίο μου. Του είπα ότι θα σου έλεγα “ευχαριστώ” ακόμα κι αν έγραφες μία αρνητική κριτική.

Υπάρχει μία πολύ ωραία ατάκα του Ρικ Πιτίνο (σ.σ. Αμερικανός προπονητής μπάσκετ) που λέει ότι η ήττα είναι σαν το λίπασμα: βρωμάει αλλά κάνει καλό. Και η αρνητική κριτική το ίδιο πράγμα κάνει. Μπορεί να σε πονέσει λίγο, να είναι το αγκάθι στα πλευρά σου, όμως αυτό το αγκάθι μπορεί να σε κινητοποιήσει, να σε βάλει στη διαδικασία να σκεφτείς τι δεν έκανες καλά, αν βέβαια δεν είσαι περίκλειστος. Μέχρι στιγμής, πάντως, δεν έχω πάρει αρνητική κριτική. Ακόμα και στο νέο μου βιβλίο για το οποίο έχουν γραφτεί πολλές. Σε σημείο που αρχίζω να αμφιβάλλω κιόλας αν τους ξέφυγαν πράγματα που έχω δει εγώ (γέλια).

Οι αντιδράσεις των αναγνωστών σου φτάνουν σε σένα;

Ναι, βέβαια. Ειδικά στις παρουσιάσεις των βιβλίων. Το πιο συγκλονιστικό είναι όταν έρχονται άνθρωποι και σου λένε ότι “Δεν μπορεί, εσύ ξέρεις τη ζωή μου, εσύ έχεις γράψει για μένα”. Στην αρχή ήταν σοκαριστικό κι έλεγα ρε παιδί μου πως γίνεται αυτό το πράγμα; Τώρα, στο τελευταίο βιβλίο, το οποίο αποτελείται από μικρές ιστορίες (σ.σ. ‘Όπως και αν έρθει αυτό το βράδυ’, Εκδόσεις Μελάνι), έχουν έρθει πάρα πολλοί να μου το πουν αυτό. Πολλές φορές οι ζωές των ανθρώπων έχουν μία κοινή ρίζα, και στο δραματικό και στο ευχάριστο στοιχείο. Κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί, όλοι περιβαλλόμαστε από άλλους. Οι ήρωές μου στο τελευταίο βιβλίο δεν είναι ένας, είναι σαν παζλ. Παίρνω κομμάτια από διάφορους ανθρώπους για να φτιάξω έναν ήρωα.

Σε βολεύει η μικρή φόρμα του διηγήματος;

Είναι δύσκολη. Είναι από τα πιο δύσκολα είδη το διήγημα. Στο μυθιστόρημα έχεις τη δυνατότητα να ‘απλώσεις’ τα πράγματα κι αν σε κάποιες σελίδες μπατάρεις, ο αναγνώστης μπορεί να μην το καταλάβει. Στο διήγημα πρέπει να λειτουργήσεις λέξη-λέξη, παράγραφο-παράγραφο. Θέλει τρομερή οικονομία, εγώ έχω πετάξει πολύ πράγμα. Είναι όμως καλό να ξέρεις να πετάς. Το τι θέλω να γράψω με οδηγεί στο πως θα το γράψω. Αν θα είναι διήγημα, μυθιστόρημα ή ποίηση. Δεν είμαι περιχαρακωμένος να πω ότι από εδώ και πέρα θα γράφω ας πούμε μόνο διηγήματα. Το ίδιο το υλικό με οδηγεί στο τι θα κάνω μ’ αυτό.

Και ενίοτε το κάνεις ποίηση.

Ναι, η ποίηση είναι ένα τελείως ξεχωριστό είδος. Είναι άλλος Λόγος. Οι λέξεις και τα νοήματα στην ποίηση έχουν άλλη φόρτιση. Η δική μου ποιητική συλλογή (σ.σ. ‘Αναμνέζα’) με ταλαιπώρησε πάρα πολύ, σε σημείο που ήθελα να βαρέσω το κεφάλι μου στον τοίχο για μία λέξη. Συν του ότι στην ποίηση είσαι και περισσότερο εκτεθειμένος. Ο πεζογράφος έχει τη δυνατότητα να κρύψει πράγματα δικά του πίσω από τους ήρωες. Στην ποίηση είσαι εσύ, γυμνός, ανεπεξέργαστος, δεν μπορείς να κρυφτείς ούτε για μία στιγμή.

Σε ποιους ανθρώπους του αθλητισμού που έχεις γνωρίσει από το ρεπορτάζ θα έδινες κάποιο βιβλίο σου;

Αυτός που ξέρω ότι διαβάζει, μου το είχε πει κιόλας, είναι ο Ομπράντοβιτς. Είχα καλή σχέση μαζί του. Δεν ξέρω αν διαβάζει στα ελληνικά, σίγουρα τραγουδάει πάντως! Από Έλληνες, ίσως στον Παναγιώτη Γιαννάκη. Τον συμπαθώ πάρα πολύ, είναι ένας αξιόλογος άνθρωπος.

Αλήθεια, από τη σχέση με τον Ομπράντοβιτς όλα αυτά τα χρόνια τι σου έμεινε;

Κυρίως το ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο. Όταν υπάρχει ένας τρόπος για να δουλεύεις, πάντα το αποτέλεσμα, μέσες – άκρες, θα σου έρθει. Η τύχη για μένα είναι μικρός παράγοντας στη ζωή. Οι άνθρωποι που δουλεύουν δεν ψάχνουν την τύχη. Ο τρόπος που κοιτά τα πράγματα ο Ομπράντοβιτς, η θέαση, κάνει τη διαφορά. Συμβαίνει και με τους συγγραφείς αυτό. Η γωνία λήψης έχει μεγάλη σημασία. Ο Ομπράντοβιτς είχε ένα δικό του τρόπο να κοιτάει τα πράγματα, όπως όλοι οι χαρισματικοί άνθρωποι. Όλοι κοιτάμε το ίδιο πράγμα, ο χαρισματικός θα το δει με διαφορετικό τρόπο. Και βέβαια, οι χαρισματικοί δεν είναι εύκολοι άνθρωποι.

Καμιά φορά το μεγάλο ταλέντο είναι και βάρος, είναι απομονωτικό. Lonely at the top

Oι άνθρωποι μέσα μας πάντως ξέρουμε μέχρι που μπορούμε να φτάσουμε. Αν αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας στη σωστή του διάσταση, ξέρουμε τις δυνατότητές μας. Επομένως, το τι δείχνουμε προς τα έξω είναι ένας ρόλος. Κάποια στιγμή, όμως, ο ρόλος σου γίνεται ο κριτής σου.

Εσύ έχεις συνειδητοποιήσει μέχρι που μπορείς να φτάσεις;

Συνεχίζω να μην έχω τρομερές φιλοδοξίες. Η λογοτεχνία εμένα δεν μ’ έχει ανάγκη, εγώ όμως την έχω. Την είχα ανάγκη από πολύ μικρός, μου έχει σταθεί σε δύσκολες στιγμές της ζωής μου και εξακολουθεί να μου στέκεται. Το βράδυ που απολύθηκα από το ‘Goal’ το πέρασα μέχρι τα ξημερώματα διαβάζοντας ποιήματα του Τάσου Δενέγρη. Είχε βγει εκείνη την εποχή μία συγκεντρωτική συλλογή των ποιημάτων του. Διάβαζα μέχρι τα ξημερώματα, πίνοντας και καπνίζοντας.

Σε ανακούφισε καθόλου αυτό;

Ναι, πάρα πολύ. Σε πληροφορώ ότι μετά πήγα και κοιμήθηκα μια χαρά. Ούτε σκεφτόμουν πια ότι είχα απολυθεί. Για να επανέλθω σ’ αυτό που έλεγα, αν αύριο το πρωί αποφασίσω ότι θα σταματήσω να γράφω, δεν θα τρέξει και τίποτα. Δεν έχω έτσι και αλλιώς κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο στο μυαλό μου. Κάθε φορά που τελειώνω ένα βιβλίο, λέω δεν δεν θα ξαναγράψω άλλο. Και τώρα, ας πούμε, δεν μπορώ να γράψω τίποτα. Το μυαλό μου επιτίθεται βέβαια, μου λέει σου έχω αυτήν την ιδέα έτοιμη να καθίσεις να γράψεις αλλά αρνούμαι, λέω δεν υπάρχει περίπτωση να καθίσω να γράψω τώρα. Αντιλαμβάνομαι όμως πλέον μέσα μου τι γίνεται, όταν ‘γεμίσω’, είμαι έτοιμος για να γράψω.

Θα έγραφες ένα βιβλίο με βασικό σου άξονα τον αθλητισμό;

Ναι, θα έγραφα. Αν ο ήρωας αυτός είχε κάτι να μου πει. Σίγουρα, όμως, δεν θα έγραφα τη βιογραφία κάποιου αθλητή. Είμαι παιδί της μυθοπλασίας.

Δηλαδή αν έρθει ο Ομπράντοβιτς και σου πει να γράψεις τη βιογραφία του θα του πεις όχι;

Μάλλον όχι θα του πω. Αν και δεν νομίζω ότι και ο ίδιος θα ζητήσει ποτέ κάτι τέτοιο. Θέλω να τα πειράζω λίγο τα πράγματα. Στη βιογραφία είναι σαν να αγιοποιείς κάποιον, αναγκαστικά. Εγώ θέλω να στρίβω το λαρύγγι.

Και αν κάποιος άλλος θελήσει να γράψει τη δική σου βιογραφία;

Δεν έχω τόσο ενδιαφέρον. Μη σου πω ότι είμαι και λίγο βαρετός με την έννοια ότι θα με πετύχεις μ’ ένα βιβλίο συνέχεια, σκυμμένο να γράφω. Αυτά που έχω βιώσει μέσα μου θα ήθελα να τα κρατήσω για μένα, δεν θα ήθελα να τα κοινοποιήσω. Είναι η περιουσία μου. Δεν είμαι εύκολος στο να μοιράζομαι.

Ας πάμε λίγο πίσω, στην ‘προηγούμενη’ ζωή σου. Κινδύνευσες ποτέ σε γήπεδο;

Ναι, βέβαια. Στο ΣΕΦ. Μας πετούσαν κομμάτια σκουριασμένου σίδερου. Είναι σοκαριστικό ως εμπειρία. Λες ότι δεν αξίζει τον κόπο ρε παιδί μου. Για μία ομάδα, για το αν μπήκε ένα καλάθι ή αν μέτρησε ένα γκολ,να χαλιέσαι τόσο πολύ. Η ζωή είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα από το να θες να σκοτωθείς στο γήπεδο για μία ομάδα. Θα μου πεις, θα σκοτωνώσουν για μία ιδέα; Ναι, για πολιτική ιδέα που μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, μπορεί και να το κάνεις. Πρέπει να υπάρχει ένα αξιακό σύστημα για κάθε άνθρωπο. Αν το δικό σου αξιακό σύστημα βάζει πρώτα-πρώτα τον Παναθηναϊκό και τον Ολυμπιακό, κάτι έχεις χάσει από τη ζωή, κάτι δεν έχεις δει.

Σε ενοχλούσε η καφρίλα που περιβάλλει την αθλητική δημοσιογραφία;

Μα ένας από τους λόγους που αποτραβήχτηκα ήταν και αυτός. Δεν το άντεχα, ήταν ένα μολυσματικό στοιχείο όλο αυτό το πράγμα. Είναι σαν ιός. Ακόμα και τα καλά στοιχεία που υπάρχουν και παραμένουν στο χώρο κάποια στιγμή προσβάλλονται.

Σε έχει απειλήσει ποτέ παράγοντας, παίκτης ή προπονητής;

Να με απειλήσει ευθέως, όχι. Να με χρηματίσει, ναι. Η να μου πει “πρόσεχε”. Τα έχουν βέβαια βιώσει άλλοι συνάδελφοι πολύ χειρότερα. Μπορώ να σου πω ότι εγώ είμαι και από τους τυχερούς. Εχω δει και συναδέλφους να έχουν φάει ξύλο. Γενικά τα τελευταία χρόνια υπάρχουν δημοσιογράφοι που φοβούνται. Κάποιοι από αυτούς όμως συνεχίζουν να κάνουν τη δουλειά τους κανονικά.

Πότε αποφάσισες να ασχοληθείς με τη δημοσιογραφία;

Το είχα αποφασίσει από πολύ νωρίς, σχεδόν από τα 10 μου χρόνια έλεγα ότι θα γίνω δημοσιογράφος. Δεν ξέρω γιατί. Το αθλητικό προέκυψε στην πορεία, έτσι και αλλιώς ήμουν πάντα μέσα στον αθλητισμό, ήμουν αθλητής στο μπάσκετ και το στίβο. Στην αρχή έλεγα – χαριτολογώντας – ότι κάνω το χόμπι μου επάγγελμα. Μετά έγινε επάγγελμα κανονικό. Η δημοσιογραφία πάντα με τραβούσε. Και τα χρόνια που ξεκίνησα να κάνω εγώ αυτή τη δουλειά, είχε να λέει πράγματα. Θυμάμαι να κάνω ρεπορτάζ στο αεροδρόμιο ξημερώματα για να βγάλω αποκλειστικό θέμα, είχα την τύχη να δω τ’ όνομά μου πολύ νωρίς στην πρώτη σελίδα, είχα την τύχη να δω δικά μου θέματα να είναι μονοθεματικά, έκανα νωρίς μεγάλο ρεπορτάζ. Στο τότε ‘Sportime’, μάλιστα, που ήταν και κραταιό. Αυτό με βοήθησε να αποβάλω από μέσα μου και το όποιο άγχος να αποδείξω πράγματα, αν και στη δημοσιογραφία την αξία σου την αποδεικνύεις καθημερινά.

Άρα δεν έχεις απωθημένο από αυτή τη δουλειά.

Κανένα απωθημένο. Σε σημείο που αύριο το πρωί αν αποφάσισα να σταματήσω τη δημοσιογραφία και να κάνω κάτι άλλο – και αυτό έχει περάσει από το μυαλό μου – θα το έκανα χωρίς πρόβλημα. Δεν έχω να ζητήσω κάτι άλλο.

Η συνύπαρξη ενός νέου δημοσιογράφου με τον Χαρη Ξύδη (σ.σ. εμπνευστής και ιδρυτής του ‘Sportime’) είναι επίπονη ιστορία;

Επίπονη αλλά και επικερδής. Ο Ξύδης είναι ένας από τους σημαντικότερους δημοσιογράφους που έχουν περάσει από το χώρο γενικά. Άνθρωπος τρομερά καταρτισμένος, του οποίου η ορθότητα των απόψεων αποδείχθηκε στην πράξη. Το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή ο Ξύδης δεν είναι ενεργός δημοσιογραφικά δείχνει και κάτι. Δείχνει τη μετεξέλιξη της δημοσιογραφίας σε κάτι άλλο από αυτό που ο ίδιος και η γενιά του πρέσβευαν.

Τι σ’ ενοχλεί στη δημοσιογραφία σήμερα;

Πρώτα απ’ όλα δεν υπάρχει ρεπορτάζ. Γαλουχήθηκα με το άγχος του να έχω αποκλειστική είδηση, σήμερα αυτό το πράγμα δεν υπάρχει. Με χαλάει το προκατασκευασμένο ρεπορτάζ. Με χαλάνε επίσης η ευκολία και το copy paste, τα κακά ελληνικά. Όταν ήμουν εφημεριδάς, έλεγα ότι ευθύνονται γι’ αυτό τα παιδιά των sites, τώρα όμως που έχω περάσει και από αυτό το μέσο, μπορώ να σου πω ότι όλοι έχουμε βάλει το χεράκι μας έτσι ώστε ο κόσμος να μην καταλαβαίνει τι διαβάζει. Υπάρχουν δε πολλές εφημερίδες πλέον που δεν έχουν διορθωτές. Και φεύγουν κείμενα αμάσητα! Όχι μόνο σε αθλητικές εφημερίδες.

‘Κόπηκε’ ποτέ δικό σου ρεπορτάζ από ‘ψηλά’;

Συνέβη, ναι. Αντιλαμβάνομαι ότι κάποιοι ιδιοκτήτες μέσων έχουν συγκεκριμένες δουλειές. Όταν ο ιδιοκτήτης του μέσου δεν είναι δημοσιογράφος, δεν μπορείς να ζητήσεις πολλά πράγματα. Είναι συμβιβασμός. Αλλιώς παίρνεις το καπελάκι σου και φεύγεις. Εγώ δεν είμαι έτοιμος να το κάνω αυτό. Μπορεί να το κάνω κάποια στιγμή αλλά όχι επειδή ο εκδότης δεν μου έβαλε το κείμενο.

Τον θάνατο τον φοβάσαι;

Όχι, φοβάμαι τη φθορά μόνο. Ας πούμε έχω άγχος μη χάσω τα λογικά μου και δεν μπορώ να διαβάζω. Έχω συμβιβαστεί με τον χρόνο, με το ότι το σώμα μου δεν είναι όπως ήταν στα 20 μου, με το ότι τα μαλλιά μου πέφτουν. Ξέρω ότι κάποια στιγμή όλα τελειώνουν.

Ο γιος σου πώς θα ήθελες να σε θυμάται;

Θα σου πω: Ό,τι έχει να κάνει με μένα και τα βιβλία μου, δεν τα κοιτάω. Δεν υπάρχουν καν στη βιβλιοθήκη μου. Υπάρχουν όμως σε μία κούτα, όλα μαζί. Τα βιβλία μου, ό,τι έχει γραφτεί γι’ αυτά, κτλ. Τα έχω κρύψει μόνο για το γιο μου. Του το έχω πει κιόλας, ότι αυτά είναι για σένα, αν θέλεις να ανακαλύψεις τι ήταν ο πατέρας σου. Προφανώς δεν θα το ανακαλύψει μόνο από τα βιβλία, αλλά αν αργότερα θελήσει να διαπιστώσει τι ακριβώς έκανα, όλα θα τα βρει σ’ αυτό το κουτί. Θέλω να με θυμάται ως άνθρωπο που δεν προσπάθησε να του επιβάλλει πράγματα. Ο γιος μου δεν είναι συνέχεια δική μου, ούτε θέλω να του είμαι βάρος.