ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ο Γιώργος Δημητριάδης μαγειρεύει για ανθρώπους που ταξιδεύουν στο διάστημα

Όταν δεν ταξιδεύει για να φτιάξει τις σπεσιαλιτέ του, ταξιδεύει για να καταδυθεί, κι εμείς του ζητήσαμε να μας διηγηθεί μερικές εξωτικές ιστορίες.

Όσοι δίνουν συμβουλές ζωής και ψαγμένα tips για ευτυχισμένους ανθρώπους, συμφωνούν συνήθως σε ένα πράγμα: πως το μυστικό της ευδαιμονίας κρύβεται στο να κάνεις ένα επάγγελμα που σε κάνει ευτυχισμένο και να μην σταματάς να κυνηγάς ποτέ τα όνειρά σου.

Όσο κλισέ κι αν ακούγεται, όσο ουτοπικό κι αν μοιάζει, ειδικά κάτω από τις εξαιρετικά δύσκολες σημερινές συνθήκες, υπάρχουν μερικοί άνθρωποι που μας δείχνουν το δρόμο και μας κάνουν να πιστέψουμε ότι ακόμη και σήμερα, μπορείς να δώσεις ζωή σε όλα αυτά που σε έκαναν να χαμογελάς όταν ήσουν μικρός.

Ένας τέτοιος άνθρωπος, είναι κι ο Γιώργος Δημητριάδης, ο οποίος ταξιδεύει σε όλο τον πλανήτη, πότε για να μαγειρέψει σε μερικούς από τους ισχυρότερους και πλουσιότερους ανθρώπους του πλανήτη, οι οποίοι έχουν συνηθίσει να τρώνε στα καλύτερα εστιατόρια του κόσμου, και πότε για να εξερευνήσει το βυθό μακρινών παραδείσων.

Για να φτάσει όμως να συνδυάζει σήμερα όλες του τις αγάπες, έπρεπε να ρισκάρει, να μην κάνει υποχωρήσεις, να προκαλέσει ρήξεις και κυρίως να κάνει υπομονή, βλέποντας όμως τις προσπάθειές του να επιβραβεύονται με τον καλύτερο τρόπο.

Αυτήν ακριβώς τη διαδρομή του ζήτησα να μου περιγράψει, όντας σίγουρος πως οι διηγήσεις του θα με γεμίσουν με γεύσεις και πανέμορφες εικόνες. Και φυσικά, δεν με απογοήτευσε.

“Ήμουν ο 17ος σεφ στην ιεραρχία”

Για να φτάσεις να μαγειρεύεις στους πιο ισχυρούς και άρα καλομαθημένους ανθρώπους του πλανήτη, πρέπει προφανώς να έχεις καταθέσει τα διαπιστεύτηριά σου στο παρελθόν, ώστε να καταφέρεις να κερδίσεις την εμπιστοσύνη τους. Πριν τα εντυπωσιακά και γεμάτα εικόνες ταξίδια του Γιώργου, προηγήθηκε ένα σαφώς πιο δύσκολο και μακρύ ‘ταξίδι’, στον κόσμο της μαγειρικής, στον οποίο μπήκε από πολύ μικρή ηλικία.

Πάντα μου άρεσε να δοκιμάζω νέα πράγματα. Από μικρός, όταν έμενα μόνος στο σπίτι, πήγαινα στην κάβα που είχαμε τα ποτά και δοκίμαζα τις γεύσεις. Λίγο αργότερα, όταν ήμουν 10 ετών, οι γονείς μου χώρισαν με αποτέλεσμα να μένω συχνά μόνος στο σπίτι. Όταν πεινούσα λοιπόν, έφτιαχνα κάποια απλά πιάτα, όπως αυγά τηγανητά ή τηγάνιζα μια μπριζόλα. Όσο έμενε μαζί μας η μητέρα μου, μαγείρευε συχνά και ήταν πολύ καλή μαγείρισσα. Μου άρεσε να τη βοηθάω κι έτσι έβλεπα πώς γίνονται και σιγά-σιγά έμαθα”.

Πάντα μου άρεσε επίσης να δημιουργώ και βαριέμαι και εύκολα. Ήθελα λοιπόν κάθε μέρα να μαγειρεύω και κάτι διαφορετικό. Πειραματιζόμουν, έφτιαχνα αυγά και κάθε μέρα δοκίμαζα διαφορετικά υλικά, μπαχαρικά, έπαιζα με τις πρώτες ύλες

Δεν είχα σκεφτεί ποτέ να γίνω επαγγελματίας σεφ. Ήθελα να γίνω μουσικός, απ’ τα 10 μέχρι τα 20 έπαιζα μουσική, πιάνο, synthesizer, έκανα τζαζ αυτοσχεδιασμούς. Αυτοσχεδίαζα στην κουζίνα, αυτοσχεδίαζα και στη μουσική, επειδή όμως θα έπρεπε να φύγω στο εξωτερικό για σπουδές αν ήθελα να ασχοληθώ πιο σοβαρά και δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα, δεν προχώρησε αυτό το κομμάτι. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ήμουν και πολύ μαχητικός κι έτσι το άφησα για να ασχοληθώ με κάτι άλλο δημιουργικό. Αποφάσισα λοιπόν να σπουδάσω διαφήμιση για να δημιουργώ ιδέες για διαφημίσεις. Πήγα σε ένα ιδιωτικό κολέγιο, μου άρεσε πάρα πολύ, είχα μάλιστα και την καλύτερη βαθμολογία, όμως προσπαθώντας να βρω εργασία στο χώρο είδα ότι χρειάζεται μέσο, τότε τουλάχιστον. Για ένα χρόνο έστελνα παντού βιογραφικά όμως όταν έμαθα ότι η φίλη μιας καλής μου φίλης βρήκε δουλειά σε εταιρεία που είχα στείλει κι εγώ, χωρίς να έχει τελειώσει καμία σχολή, απλά και μόνο επειδή είχε γνωστούς, απογοητεύτηκα και τα παράτησα”.

Άρχισα και πάλι να ψάχνομαι, έχοντας πάντα στο μυαλό μου ότι μια δουλειά γραφείου δεν μου ταιριάζει. Ήθελα να κάνω κάτι δημιουργικό, με τις δικές μου δυνάμεις και μου άρεσε να ταξιδεύω. Η μαγειρική είναι δημιουργική και στηρίζεσαι στις δυνάμεις σου, είτε ξέρεις να μαγειρεύεις, είτε δεν ξέρεις, και με μέσον να σε βάλουν κάπου, αν δεν μπορείς θα φανεί γρήγορα. Εξηγώντας σε μία φίλη μου τι ψάχνω, μου πρότεινε να γραφτώ σε μια σχολή μαγειρικής. Το σκέφτηκα και το ξεκίνησα για να το έχω σαν μια επιλογή μέχρι να βρω τι θέλω να κάνω”.

Γράφτηκα σε μια ελβετική σχολή στην Αθήνα και είδα ότι όλο αυτό το παιχνίδι με τις πρώτες ύλες, η γνωριμία με τα καινούρια τυριά, οι συνδυασμοί των μυρωδικών, μου άρεσαν πολύ. Για μένα η μαγειρική είναι τέχνη, δεν μπορώ να το δω διαφορετικά και γι’ αυτό δεν ήθελα ποτέ να δουλέψω σε παραγωγή, σε μεγάλα ξενοδοχεία και εστιατόρια”.

Τελείωσα τη σχολή και αρχικά δούλεψα σαν βοηθός. Η πρώτη μου δουλειά, πριν καν τη σχολή, ήταν σε πλοίο που έκανε τη γραμμή Πάτρα-Ανκόνα. Στο πλοίο δούλευαν 17 μάγειρες κι εγώ στην ιεραρχία ήμουν ο 17ος. Στο τέλος της βάρδιας, η οποία θεωρώ πως ήταν η πιο δύσκολη σωματικά δουλειά που έχω κάνει, 14 ώρες την μέρα, εγώ έμενα πίσω και καθάριζα, σκούπιζα, έτριβα. Από τους 17 μάγειρες, οι 13 ήταν Ιταλοί, οπότε ήρθα σε επαφή με την ιταλική κουζίνα. Η πλάκα είναι ότι οι Ιταλοί μου έλεγαν πως δεν κάνω για την κουζίνα”.

Η σχολή με έστειλε στο Hilton της Σκωτίας, στα Highlands, για πρακτική, η οποία κράτησε 4 μήνες. Επειδή είχα 2 ρεπό την εβδομάδα και μερικές φορές κολλούσα τα ρεπό μεταξύ τους, ταξίδευα και γύρισα όλη τη χώρα, είδα κάστρα και άλλα ενδιαφέροντα μέρη και μου άρεσε πολύ. Τότε λοιπόν σκέφτηκα, ‘καλά ξεκινάμε’”.

Μετά τη Σκωτία, πήγα σεζόν στην Ελλάδα, πάντα ως βοηθός. Προσπαθούσα να είμαι δίπλα σε πολύ καλούς σεφ, για να μαθαίνω, κι ας πληρώνομαι με ψίχουλα, το έκανα σαν επένδυση για μένα. Στη συνέχεια, εργάστηκα ως βοηθός σ’ ένα εστιατόριο στο Κολωνάκι και μία μέρα που ο σεφ έλειπε, έκανα το ρεπό του και ανέλαβα εγώ την κουζίνα. Ο μαγαζάτορας έφερε έναν άλλον έμπειρο σεφ για να βοηθήσει, ο οποίος με είδε και μου είπε ‘εσύ είσαι καλός, μήπως θέλεις να πας να δουλέψεις στην Μύκονο με έναν καλό μου φίλο;”. Πήγα, όμως μετά από 2 μήνες έφυγα γιατί διαπίστωσα ότι οι συνθήκες δεν ήταν αυτές που μου είχαν πει. Βρέθηκα λοιπόν να πίνω έναν καφέ στο νησί και μου έπιασε την κουβέντα μια κυρία, με ρώτησε τι κάνω εκεί. Όταν της είπα, με ενημέρωσε ότι έχει ξενοδοχείο στο νησί ο άντρας της και με προσκάλεσε για να δουν τι μπορώ να κάνω. Πήγα, τους άρεσαν αυτά που έφτιαξα, όμως το ξενοδοχείο είχε ήδη έναν Ιταλό σεφ, οπότε μου πρότειναν να φτιάξω εγώ έναν ξεχωριστό κατάλογο, σαν VIP guest σεφ”.

Λίγο καιρό αργότερα, ήρθε διακοπές στη Μύκονο ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου στο οποίο δούλευα εγώ στο Κολωνάκι και επισκέφτηκε και το ξενοδοχείο για να φάει. Λίγες ημέρες μετά, μου ζήτησε να αναλάβω το εστιατόριο, ως πρώτος σεφ πια. Ενθουσιάστηκα και δέχτηκα να το αναλάβω. Το εστιατόριο δούλευε ήδη δύο χρόνια, είχε μάλιστα φτιάξει τον κατάλογο ένας πολύ γνωστός Ιταλός σεφ, όμως δεν πήγαινε πολύ καλά. Στον πρώτο χρόνο που το ανέλαβα εγώ, ήμουν στους 30 φιναλίστ για τον Χρυσό Σκούφο και το δεύτερο χρόνο ήμασταν στα 18 καλύτερα εστιατόρια της Ελλάδας στον Alpha Guide. Ήμουν μάλιστα ο νεότερος υποψήφιος για Χρυσό Σκούφο, ήμουν 27 ετών και όλοι οι άλλοι ήταν πάνω από 35-40 και είχαν αρχίσει να αναφέρονται και σε μένα διάφορα δημοσιεύματα, κάτι που απολάμβανα ιδιαίτερα”.

Μετά από δύο χρόνια δουλειάς στο εστιατόριο, στο οποίο δούλευα έξι ημέρες την εβδομάδα κι αφού ήδη δούλευα άλλα έξι χρόνια ως βοηθός, δουλεύοντας τα καλοκαίρια κάθε μέρα για πάρα πολλές ώρες, χωρίς ίχνος προσωπικής ζωής, συνειδητοποίησα ότι έχω φτάσει 30 χρονών και δεν μπορώ να βγω με έναν φίλο μου για καφέ”.

Θυμάμαι ότι το βράδυ του millennium, δούλευα και κάποια στιγμή βγήκα στη σάλα και άρχισαν να με χειροκροτάνε. Ήταν μια πολύ ωραία στιγμή, ένιωσα μεγάλη περηφάνια, όμως αργότερα, όταν ανέβηκα λίγο να δω τα πυροτεχνήματα και να ηρεμήσω, με έπιασε μια μελαγχολία και σκέφτηκα ‘πότε θα ζήσω εγώ, στα 60;’. Όλη αυτή η ένταση της κουζίνας μάλιστα, επηρεάζει και την υγεία σου και τον τρόπο ζωής σου. Αποφάσισα λοιπόν ότι τέρμα οι κουζίνες υψηλής γαστρονομίας για μένα, θέλω να ζήσω και απέρριψα και πολύ καλές προτάσεις επειδή αποφάσισα να κρατήσω αυτή τη στάση”.

Μαγειρεύοντας για δισεκατομμυριούχους

Αφού δούλεψε σε κάποια μαγαζιά θέτοντας τους δικούς του όρους, ο Γιώργος βρέθηκε και πάλι σε αναζήτηση εργασίας, και τότε ήταν που η δουλειά των ονείρων του, του χτύπησε την πόρτα.

Ήμουν άνεργος για ένα διάστημα και τότε με πήρε τηλέφωνο ένας φίλος για να μου πει ότι δουλεύει στην White Key Villas, μια εταιρεία που νοικιάζει πολυτελείς βίλες στην Ελλάδα και μαζί με τις βίλες οι πελάτες θέλουν και σεφ. Με δοκίμασαν, τους άρεσα και ξεκίνησα”.

Η πρώτη μου δουλειά ήταν στην Ύδρα, έπρεπε να μαγειρεύω πρωινό-μεσημεριανό και βραδινό σε μια οικογένεια από την Ουκρανία”.

Τα τελευταία 4 χρόνια, μαγειρεύω για ανθρώπους που νοικιάζουν αυτές τις βίλες, ανθρώπους ευκατάστατους, αυτούς τους οποίους αποκαλούμε V.I.P. Μέσα από τη δουλειά αυτή, έχω γνωρίσει σημαντικούς ανθρώπους από διάφορους χώρους, τόσο Έλληνες όσο και ξένους, ανθρώπους που ανήκουν στην κατηγορία των δισεκατομμυριούχων. Έχω δουλέψει για τον Mark Shuttleworth, τον άνθρωπο που ξεκίνησε τα Ubuntu και πρόσφατα ταξίδεψε στο διάστημα, για τον υπεύθυνο οπλικών συστημάτων της Μόσχας, για τον ιδρυτή της Oracle.  Στην Αντίπαρο δούλεψα για μια οικογένεια Γάλλων που ανήκει στις 200 πιο πλούσιες της χώρας. Η πλάκα είναι ότι εγώ πολλούς δεν τους ήξερα και ξαφνικά ας πούμε μπορεί να έβλεπα κάποιον να έχει φωτογραφία με τη βασίλισσα Ελισάβετ και να μάθαινα ότι έχει έναν πύργο 3.000 τετραγωνικά στην Αγγλία”.

Σε μία από τις πρώτες μου δουλειές στην Ύδρα, γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο από την Αγγλία και με κάλεσε πίσω στην Αγγλία σε έναν πύργο του 1664 στο Σάρει, να μαγειρέψω για εκείνον, την οικογένειά του και τους καλεσμένους τους. Έμεινα εκεί για 3 εβδομάδες και ήταν απολαυστικά. Διάλεγα εγώ τις πρώτες ύλες, έχοντας μάλιστα την άνεση να επιλέξω τα καλύτερα υλικά. Τηγάνιζα τα φαγητά με παρθένο ελαιόλαδο, είχα αυτό το πλεονέκτημα, κάτι που έβγαινε φυσικά και στο αποτέλεσμα. Όπως όταν ήμουν παιδί, μπορώ και πάλι να επεξεργάζομαι τις πρώτες ύλες και να πειραματίζομαι, επιλέγοντας τις καλύτερες, κάτι που δεν μπορώ να κάνω στο σπίτι μου ή στα εστιατόρια που εργαζόμουν”.

Η συμπεριφορά τους απέναντί μου δεν έχει καμία σχέση με αυτή ανθρώπων που έχουν εστιατόρια στην Ελλάδα. Με σέβονται απεριόριστα αυτοί οι άνθρωποι, με συστήνουν στους καλεσμένους τους, ανοίγουν ένα πανάκριβο κρασί και μου δίνουν να δοκιμάσω 

Αισθάνομαι μια περηφάνια γιατί συστήνω σε αυτούς τους ανθρώπους τις ελληνικές πρώτες ύλες. Στον πύργο του Άγγλου στο Σάρεϊ, ήταν καλεσμένος ένα βράδυ ο υπουργός βιομηχανίας της Αγγλίας και ο γιος του πλουσιότερου ανθρώπου της Νιγηρίας. Τους έφτιαξα λοιπόν έναν ελληνικό μπουφέ με φάβα, τζατζίκι, σουτζουκάκια σμυρνέικα, αρνάκι λεμονάτο, μπακλαβά. Καμιά φορά πατάω στην παράδοση αλλά κάνω κάτι πιο ‘ψαγμένο’, όπως ας πούμε μουσακά καραβίδα. Κάθε φορά δεν ξέρω σε ποιους θα μαγειρέψω, όμως επειδή οι καλεσμένοι έχουν συνηθίσει να τρώνε στα καλύτερα εστιατόρια, ο πήχης είναι πάρα πολύ ψηλά. Ακόμη κι εγώ ο ίδιος, δεν ικανοποιούμαι εύκολα, δεν ευχαριστιέμαι εύκολα με το αποτέλεσμα. Όταν λοιπόν οι άνθρωποι που έχουν φάει στα καλύτερα μου δίνουν συγχαρητήρια, είναι σημαντικό, όμως την επόμενη φορά θα κοιτάξω να το κάνω ακόμη καλύτερο”.

Στην Ελλάδα θέλουν να τους φτιάξεις με μέτρια υλικά το τέλειο αποτέλεσμα. Μάγειρας είμαι, δεν είμαι μάγος, γι’ αυτό και πλέον δεν θέλω να δουλεύω στην Ελλάδα. Θα προτιμούσα να είμαι σερβιτόρος από σεφ ή μάγειρας σε μια κουζίνα εδώ, είναι πολύ σκληρή δουλειά και δεν πληρώνεται πλέον”.

Πέρσι με κάλεσαν και πήγα για τρεις εβδομάδες στο Σαν Φρανσίσκο, σε μια κουζινάρα φανταστική. Σε ένα σπίτι με θέα την Golden Gate Bridge, έκοβα τα κρεμμύδια με θέα τη γέφυρα, στο οποίο είχε φιλοξενηθεί ο Ομπάμα κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας. Το σπίτι ανήκει στην κόρη του ιδιοκτήτη της Oracle και ήταν μια πολύ σωστή οικογένεια. Με γνώριζαν στο τραπέζι, η ιδιοκτήτρια του σπιτιού είχε έρθει μια μέρα και καθάριζε τα μάτια της κουζίνας. Μου φέρονταν με αξιοπρέπεια και σεβασμό, μου έκαναν δώρα και έβαζαν και τα παιδιά τους να κάνουν δουλειές στο σπίτι, να σκουπίσουν το σαλόνι ή να μαζέψουν τα σκουπίδια, παρά την οικονομική τους άνεση, κάτι που δεν το βλέπεις με τα αντίστοιχα παιδιά στην Ελλάδα”.

Στη Μύκονο γνώρισα έναν δισεκατομμυριούχο, ο οποίος με κάλεσε στην Αμερική. Πήγα στο Reno, που είναι κάτι σαν μικρογραφία του Λας Βέγκας και  βρέθηκα και στο ένα από τα δύο ξενοδοχεία του, το οποίο ήταν ο ορισμός της πολυτέλειας, με θέα στη λίμνη Τάχο κι εκεί εκπαίδευσα τους μάγειρες για 12 μέρες στην ελληνική κουζίνα και σε δικές μου συνταγές. Στη συνέχεια, από το Reno πήγα στη Μοντάνα, στο Yellowstone Club. Εκεί είναι το μοναδικό πριβέ σκι κλαμπ στον κόσμο και πρέπει να έχεις είτε σπίτι, είτε να σε φιλοξενήσουν για να πας. Εκεί γνώρισα και την Αμερικανίδα παρουσιάστρια Mary Hart, η οποία ομολογώ ότι δεν ήξερα ποια είναι. Μετά πήγα για μία εβδομάδα και στο Beverly Hills, σ’ ένα σπίτι κοντά στην Playboy Mansion και στο σπίτι του Michael Jackson και μαγείρευα για τους καλεσμένους, γνώρισα και τον Seal, τον μουσικό”.

Ο μαγικός κόσμος των καταδύσεων

Η δημιουργική μαγειρική δεν είναι το μοναδικό πάθος του Γιώργου, ούτε και η μοναδική αφορμή για να ικανοποιεί τη δίψα του για ταξίδια. Από μικρό παιδί, αγαπούσε το βυθό και τη θάλασσα και βρήκε τον τρόπο να κρατήσει και αυτή την αγάπη στη ζωή του.

Τις καταδύσεις τις ξεκίνησα από το 1997 και κάποια στιγμή που είχα θέματα με την κρίση ξεκίνησα να δουλεύω στο χώρο της κατάδυσης. Προτίμησα να αμείβομαι με λιγότερα λεφτά αλλά να κάνω παράλληλα και το χόμπι μου και τα τελευταία 5 χρόνια ασχολούμαι με την εκπαίδευση και μπορείτε να με βρείτε στον Ναυτίλο, στην Ηλιούπολη”.

Η ψυχολογία μου τότε ήταν σε πολύ χαμηλό σημείο, ήταν το 2010 και με τα λεφτά της αποζημίωσης, αποφάσισα να κάνω κάτι για να την τονώσω. Από μικρός μου άρεσε πάρα πολύ ο βυθός, μεγάλωσα με τον Κουστώ, έμπαινα με τη μάσκα και παρατηρούσα τα ψάρια και πάντα είχα το όνειρο να κολυμπήσω και να έρθω σε επαφή με τα δελφίνια. Κυνήγησα το όνειρό μου, προτεραιότητά μου είναι κυνηγάω τα όνειρά μου, τα οποία δεν έχουν να κάνουν με πράγματα που τα πουλάνε στα ράφια και πήγα στη Γαλλική Πολυνησία, στα νησιά Μπόρα-Μπόρα, όπου πάντα ήθελα να πάω και μπορείς να καταδυθείς και με δελφίνια. Έμεινα 20 μέρες, ένα από τα πιο ωραία ταξίδια που έχω κάνει στη ζωή μου”.

Έκανα ταξίδια για μένα και κάποια στιγμή οι φίλοι μου άρχισαν να γκρινιάζουν που δεν τους το έλεγα. Έτσι, φτάσαμε σε σημείο να πηγαίνουμε στην αρχή 2 άτομα, μετά περισσότεροι και πλέον να έχουμε πάει μέχρι και 15 άτομα στην Παπούα. Όταν δεν μαγειρεύω, καταδύομαι κι όταν δεν ταξιδεύω για να μαγειρέψω, ταξιδεύω για κατάδυση. Έχουμε πάει στην Αίγυπτο, Ταϊλάνδη, Μαλαισία, Μπαλί, Μαλδίβες, Πολυνησία”.

Και με τις δύο δουλειές που κάνω, δεν βαριέμαι, κάνω σχέδια, όνειρα, αυτό που ήθελα από μικρός, ενώ συνδυάζονται γιατί με τα ταξίδια που κάνω ξεσηκώνω γεύσεις