ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ο Στέλιος Μάινας δεν χρωστάει ούτε ένα πεντοχίλιαρο

Ο άλλοτε μυθικός Τίμος Σταμάτης μιλά στο Oneman για τον συντηρητισμό, τους ναυτικούς και την ικανότητά του να ηρεμεί στα 25 μέτρα κάτω από τη θάλασσα.

Το μεγάλωμά μας, στηρίζεται σε ένα τσούρμο από ιστορίες. Ο πρώτος μας ύπνος, η πρώτη μας ηρεμία από την γκρίνια, το πρώτο μας σκίρτημα. Τα πάντα μας συνδέονται με μία ιστορία που κάποιος θα μας πει και αρκετά αργότερα, κάποιος θα μας ζητήσει να του αφηγηθούμε.

Καθώς περπατάω προς τη μεγάλη σιδερένια πόρτα του Κηποθέατρου Παπάγου σκέφτομαι πόσο εύκολα δύσκολο μπορεί να είναι να ζητάς από κάποιον να σου πει μία ιστορία. Ποσο ευχάριστο μπορεί να είναι για έναν παραμυθά ή για κάποιον που του αρέσει να μιλάει για τη ζωή του και πόσο δυσάρεστο έως και βίαιο για έναν πιο κλειστό άνθρωπο που δεν μπορεί τις ατάκες που γράφονται ή που μένουν. Ορκίζομαι δεν είχα ιδέα ότι η συνέντευξη θα πήγαινε έτσι ώστε να βιώσω και πρακτικά αυτή μου την απορία. Αυτό το ‘εύκολα δύσκολα’ που στην περίπτωση του Στέλιου Μάινα, ήταν σκέτο δύσκολα.

(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου- Watkinson)

Το “Στο σπίτι μου έχουν ακουστεί πολύ παρόμοιες ναυτικές ιστορίες με αυτές του Καββαδία. Ο πατέρας μου είχε ταξιδέψει μαζί του. Ήταν και αυτός καπετάνιος και είχαν βρεθεί σε ένα μπάρκο” απουσία αλκοόλ ήταν κάτι σαν το πάρτι έκπληξη που έχεις καταλάβει ότι θα σου κάνουν για τα γενέθλιά σου. Σαν fidget spinner άρχισαν να αναπτύσσουν ταχύτητα στην καρδιά μου ξενέρωμα και ενθουσιασμός. Ένα ‘θέλετε να μοιραστείτε έστω μία από αυτές τις ιστορίες μαζί μας;’ πήγε να μου ξεφύγει όταν εκείνος σηκώθηκε με ένα “για μισό λεπτό” και απομακρύνθηκε από το λευκό σιδερένιο τραπεζάκι. Πήρε το κουτί με τα ποπ κορν και το απομάκρυνε από το οπτικό μας πεδίο. “Ξέρετε τι τρανς λιπαρά έχουν αυτά” μου είπε επιστρέφοντας και ξανακάθισε απέναντί μου. “Τι λέγαμε όμως; Α ναι. Για τη σχέση μου με τη θάλασσα“.

Πληθυντικός. Ένας αριθμός πληθωρικός και αποκαρδιωτικός ήρθε και κάθισε παρέα μας και δυστυχώς δεν σηκώθηκε στιγμή από το τραπέζι. Ούτε για να πετάξει στον Καιάδα μερικές φλίδες καλαμποκιού.

(Η ώρα είναι 19.30. Σε μία ώρα περίπου ξεκινάει η παράσταση ‘Ταξίδι στο Σταυρό του Νότου’ που περιοδεύει αυτό το διάστημα σε όλη την Ελλάδα. Απέναντί μου, διαγώνια, λίγο ιδρωμένος αλλά με φρέσκο πρόσωπο λες και μόλις έχει σηκωθεί από τον μεσημεριανό του ύπνο, κάθεται ο Στέλιος Μάινας. Το κόκκινο χρώμα του πουκαμίσου του δεν καταφέρνει με τίποτα να καμουφλάρει το ντροπαλό του βλέμμα, το κάπως απόμακρο.)

Η θάλασσα που δεν είναι μόνο μέσα του

 

Είμαι θαλασσινός. Προέρχομαι από τη Σύρο και από την Αντίπαρο. Επαναλαμβάνει την πληροφορία για το μπάρκο που είχε κάποτε βρεθεί με τον Καββαδία ο πατέρας του και το ισοπεδώνει στο όχι και τόσο σημαντικό με ένα “Εκείνη την εποχή γίνονταν συνεχώς μπάρκα“.

Ο μοναδικός από την ευρύτερη οικογένειά μου που δεν έγινε ναυτικός είμαι εγώ. Δεν μου άρεσε. Η ζωή του ναυτικού είναι στρατιωτική και μοναχική και εγώ δεν ήθελα να την ακολουθήσω.

Ο ηθοποιός είναι ένα καθαρά κοινωνικό επάγγελμα. Βεβαίως είναι και ο κοσμοκαλογερισμός που πρέπει να ακολουθεί ένας ηθοποιός για να μην χάνει το focus του. Παρόλα αυτά, πρέπει να συναλλάσσεται και να ακούει τι γίνεται γύρω του. Ο ναυτικός είναι το ακριβώς αντίθετο. Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος κοιμάται, ξυπνάει, αναπνέει βλέποντας θάλασσα. Το τοπίο είναι το ίδιο. Παραλλάσσεται βεβαίως, λόγω του καιρού. Έχει ωστόσο την ίδια μονοτονία που έχει και η φυλακή“.

Ο πατέρας μου, μου έκανε κάποτε μία κρούση να γίνω ναυτικός και την εγκατέλειψε πάραυτα. Στιγμιαία, τον φαντάζομαι με κοντά παντελονάκια και ψηλά τραβηγμένες τις κάλτσες (δεν έχω ιδέα γιατί) να κάνει σαματά και να φωνάζει ‘εγώ ναυτικός δεν γίνομαι’ και με το ύφος του Τίμου Σταμάτη να κλείνει την ατάκα του κάπως έτσι: “Έλα τώρα ρε κολλητέ, δώσε ένα πεντοχίλιαρο“. Μία φράση που όπως θα μου πει και ο ίδιος λίγο αργότερα, δεν έχει πει ποτέ αλλά την έχει ακούσει δεκάδες φορές.

Σαν να κατάλαβε ότι κάπως τον σχηματίζω στη σφαίρα της φαντασίας μου και έσπευσε να δικαιολογηθεί που δεν ήθελε να ακολουθήσει την παράδοση της οικογένειάς του. “Εξάλλου η ζωή του ναυτικού και οι περιπέτειες του ήταν τις δεκαετίες του ’40, του ’50 και του ’60. Τώρα πια, οι ναυτικοί ζουν πάρα πολύ δύσκολα. Κάποτε οι άντρες γινόντουσαν ναυτικοί για να πηγαίνουν στα λιμάνια. Σκέψου μπορεί να πήγαιναν κάπου και να καθόντουσαν και ένα μήνα. Τώρα, κάθονται έξι ώρες, οχτώ, δώδεκα, δεκαπέντε το πολύ. Οι άνθρωποι είναι μονίμως εν πλω που είναι πολύ άγριο“.

Οι ‘ευλογημένες πουτάνες’ και το ταξίδι στα μυθικά ταξίδια

Μιλώντας για ναυτικούς, άγριες καταστάσεις, φυλακές, ξεγλίστρησε από τα λόγια του ο Νίκος Καββαδίας, η ασπρόμαυρη φιγούρα με το μπλε φόντο και την ξύλινη πίπα χάρη στην οποία δημιουργήθηκε η παράσταση ‘Ταξίδι στο Σταυρό του Νότου’ (η οποία θα ξεκινήσει περίπου μισή ώρα αφότου τελειώσαμε τη συνέντευξη στο γραφικό τραπεζάκι του αναψυκτηρίου στο Κηποθέατρο Παπάγου).

Ο Καββαδίας έγραψε ένα και μοναδικό πεζό κείμενο, τη Βάρδια. Το έργο μας, είναι βασισμένο ακριβώς σε αυτό το πεζό έργο. Τα τραγούδια του είναι η ποίηση του Καββαδία, ωστόσο όλο το υπόλοιπο κομμάτι της πρόζας, το βιωματικό ουσιαστικά κομμάτι που είναι τα ταξίδια του ανά τον κόσμο“.

Υπάρχει μία παρανόηση. Ο κόσμος νομίζει ότι πρόκειται περί συναυλίας. Δεν είναι συναυλία. Ο Θάνος Μικρούτσικος έχει γράψει υπέροχες μουσικές για τους στίχους του Καββαδία. Νομίζω ότι είναι η πιο επιτυχημένη συνταύτιση ποιητή και συνθέτη σε ένα έργο. Τόσο, που πραγματικά δεν ξέρεις αν προηγείται ο ποιητής ή ο συνθέτης“.

 

Η παράσταση είναι ουσιαστικά ένα ταξίδι στα ταξίδια του Καββαδία στον δικό του πνευματικό κόσμο και τις αγάπες του. Ρεαλιστικά, (σ.σ.: η ιστορία) εκτυλίσσεται πάνω σε ένα καράβι“.

Σε εκείνο το σημείο είναι που τον θυμάμαι να ζουλάει την πλάτη του στην πλαστική καρέκλα και να τραμπαλίζει προς το μέρος μου με ένα ύφος πιο σκεπτικό.

Λέει κάποια στιγμή ο ποιητής ‘Όλες οι γυναίκες είναι ευλογημένες, αλλά κυρίως οι πουτάνες’. Η ταύτιση του ποιητή με την παρανομία και τις εκδιδόμενες γυναίκες είναι μοναδική και με εντυπωσιάζει τρομερά“.

Όπως έγραφε και έλεγε και ο ίδιος στους φίλους του, δύο ήταν οι μεγάλες του αγάπες. Η θάλασσα και η γυναίκα. Και τα δύο, είναι γένους θηλυκού“.

Άραγε ποιες είναι οι δικές του δύο μεγάλες αγάπες. Τον ρωτάω. Γελάει και με πονηρό χαμόγελο μου απαντάει “ και εμένα αυτές είναι“. Και κατεβάζει το κεφάλι του σαν μικρό παιδί που παραδέχθηκε ότι έχει κάνει ζημιά. 

Το θηλυκό στοιχείο είναι η δημιουργία. Είναι το στοιχείο που όλοι κουβαλάμε μέσα μας και θέλουμε να βλέπουμε“.

Πιάστηκα από αυτό το ‘θέλουμε να βλέπουμε’ και τον ρώτησα για τον τίτλο του πρώτου του βιβλίου ‘Τα φαινόμενα απατούν’. Με ένα σάλτο βρεθήκαμε και οι δύο στο απέναντι δέντρο ερωτήσεων. Σε αυτό που έχει πάνω του την ταμπέλα ‘παιδική ηλικία’ γραμμένη με μπλε καλλιγραφικά γράμματα (προφανώς και θα ήταν μπλε, τι άλλο).

Ο τίτλος του πρώτου βιβλίου μου δεν ήταν αυτός. Εγώ ήθελα ‘το άρωμα του lux που αγάπησα’“.

Εδώ μία παύση για να τσιρίξω από ενθουσιασμό και να πετάξω το αρχικό ξενέρωμα στα σκουπίδια του Άλσους Παπάγου. Ναι, ήταν έτοιμος να μοιραστεί μαζί μου μία ιστορία από την παιδική του ζωή. Ναι.

Το άρωμα του Lux που αγάπησε

 

Η παιδική μου ηλικία, είναι γεμάτη από θύμησες του πατέρα μου να επιστρέφει από τα ταξίδια του με μία βαλίτσα δώρα. Τον περιμέναμε και με το που έμπαινε του ζητούσαμε να την ανοίξει. Μία φορά, επιστρέφοντας από ένα ταξίδι έφερε ένα σαπούνι που έκανε όλο το σπίτι να μυρίζει. Όταν ήμουν παιδί, το πρώτο και μόνο αρωματικό σαπούνι ήταν το πράσινο σαπούνι. Οπότε ο εντυπωσιασμός μου μόλις το μύρισα ήταν τεράστιος.

Ο πατέρας μου μου είχε φέρει πάρα πολλά δώρα. Παιχνίδια από την Ιαπωνία, μινιατούρες, διάφορα, ωστόσο εκείνο το σαπούνι Λουξ με τη φωτογραφία της Ελίζαμπεθ Τέιλορ στη συσκευασία δεν έχω καταφέρει να το βγάλω από το μυαλό και τη μυρωδιά μου. Μία μυρωδιά που θέλησα λοιπόν να μοιραστώ και στα διηγήματά μου. Αλλά στον εκδοτικό οίκο δεν άρεσε και πολύ αυτή η ιδέα“.

Παρεμπιπτόντως, τα διηγήματα δεν έχουν όλα θαλασσινή μυρωδιά ή μπαμπακίστικη. “Για αρκετά χρόνια έγραφα στο Homme διηγηματάκια. Κάποια στιγμή αποφάσισα να τα εκδόσω όλα μαζί“. Τώρα, γράφει ένα μυθιστόρημα. Το παιδεύει εδώ και καιρό και όπως λέει και ο ίδιος είναι σε καλό δρόμο.  

Μία φρίκη ή μάλλον δύο

Ο θαλασσινός, όπως αυτοαποκαλείται, Στέλιος μεγάλωσε στο Βύρωνα. Έφυγε από την Ερμούπολη της Σύρου στα δύο του και ενάντια στα πιστεύω των ψυχολόγων, δεν θυμάται τίποτα από εκείνα τα χρόνια. “Η παιδική μου ηλικία συνδέεται με ταξίδια με το πλοίο στα νησιά από όπου κατάγομαι“.

Την Σύρο και την Αντίπαρο“, επανέλαβε και το ‘αλήθεια, πώς βλέπει την αλλαγή της Αντιπάρου’ δεν κατάφερα να το συγκρατήσω μέσα στα χείλη μου.

Η αλλαγή της Αντιπάρου με φρικάρει. Δεν είμαι της Cayenne ούτε του ελικοπτέρου. Η Αντίπαρος τα τελευταία χρόνια έχει γίνει μία εναλλακτική Μύκονος

Βεβαίως δεν μπορείς να αποκλείεις από κάποιον να κάνει διακοπές, ωστόσο το να μετατραπεί ένα νησί αποκλειστικά σε εστέτ high class, είναι λίγο κάπως. Θα προτιμούσα να είναι η μίξη των τάξεων, δεν είναι“.

Έχω να πάω πάρα πολλά χρόνια να πάω. Έχω ένα σπίτι εκεί. Σκέφτομαι φέτος να πάω να το φτιάξω. Να δω και αν υπάρχει ακόμα“.

Λίγη ώρα πριν, μία κυρία τον είχε πλησιάσει και με ύφος ‘αχ, ατιμούτσικο’ του είπε ότι της πήρε τη θέση του πάρκινγκ με το Volvo του. Εκείνος ψύχραιμα πειραγμένος της απάντησε ότι αυτός αποκλείεται να είχε Volvo, τον μπερδεύει με κάποιον άλλον. ‘Σίγουρα όχι με τον Τίμο Σταμάτη’ είπα εγώ για να ελαφρύνω κάπως την ατμόσφαιρα που έτεινε προς το φρικαρισμένη. Εκείνος γέλασε.

‘Κολλητέ δώσε ένα πεντοχίλιαρο’ και άσε τις ταμπελίτσες

 

Ο Τίμος Σταμάτης αντιπροσώπευε αυτήν την ευκολία που είχαμε σαν λαός. Το ‘Κολλητέ, δώσε ένα πεντοχίλιαρο’, το μότο του Έλληνα. Η εύκολη ζωή. Αυτό ότι όλα θα γίνουνε. Αυτό το ‘δώσε ρε φίλε ένα δανεικό, θα στο δώσω αύριο, δεν στο δίνω ποτέ’“.

Έχουμε ακόμα αυτό το μότο; “Όοοχι, δυστυχώς, αυτή η αθωότητα έχει χαθεί ανεπιστρεπτί. Έχουν γίνει πολύ γραφικοί πια όσοι στηρίζονται ακόμα σε αυτήν” κατέβασε το βλέμμα του προς τα πατζάκια του παντελονιού του. Μιλάμε σίγουρα εδώ και ένα τέταρτο και δεν με έχει κοιτάξει στα μάτια ούτε τρία συνεχόμενα δευτερόλεπτα.

Μου έχουν ζητήσει επανειλημμένως δανεικά. Εγώ δεν έχω πάρει ποτέ στη ζωή μου, και εύχομαι να μην πάρω

Με μια πρώτη σκέψη, η τελευταία του ατάκα μου φάνηκε απολύτως λογική. Οι ηθοποιοί της τηλεόρασης στη χρυσή εποχή των 90s έχουν αφήσει ουκ ολίγες αφορμές για να τους θεωρούμε αν όχι πλούσιους ευκατάστατους. Με μία δεύτερη, σκέφτηκα ότι το προφίλ του δεν ταιριάζει καθόλου με αυτό ενός ‘τηλεοπτικού ηθοποιού’.

Παρεμπιπτόντως, στο άκουσμα και μόνο της φράσης, πήρε πάλι το ευγενικά πειραγμένο του.

Τηλεοπτικός ηθοποιός δεν ήμουν ποτέ. Μπορεί εσείς να ήσασταν ταυτισμένοι με τον Τίμο Σταμάτη, εγώ δεν ήμουν όμως. Το ευτύχημα είναι ότι δεν έχω παραμείνει στη μνήμη του κόσμου ως ένας τηλεοπτικός ηθοποιός.

Ούτε το ‘αναγνωρίσιμος ηθοποιός’ είναι κάτι ουσιαστικό. Δεν είναι κάτι που μπορείς να χρησιμοποιείς και δεν πρέπει να το χρησιμοποιείς“.

Ο κόσμος της τηλεόρασης ήταν ένας λαμπερός κόσμος αλλά μία εικονική πραγματικότητα. Εάν προέρχεσαι από άλλο χώρο όπως εγώ (σ.σ.: Από το θέατρο) δεν μασάς. Δεν μασάμε. Η δική μου η γενιά τουλάχιστον, δεν μάσησε από αυτό. Ή αν θέλετε, ακόμα και αν μάσησε το έκανε για πολύ λίγο. Το χρήμα μπορεί να σε εξαπατήσει ειδικά αν είσαι σε μία ηλικία μικρή. Αν είσαι μεγαλύτερος από 18-19 χρονών, δεν εξαπατάσαι“.

Καμιά φορά μπαίνω στο IMDB μου και απορώ και εγώ ο ίδιος με το πόσα έχω κάνει στην τηλεόραση

Εμένα δεν με ενδιέφερε καθόλου αυτό άλλωστε. Και δεν το λέω με διάθεση κομπασμού, κάθε άλλο. Το θεωρώ απλώς μία φυσική εξέλιξη. Για εμένα το αφύσικο θα ήταν να έχω παρασυρθεί. Δεν με αφορά για αυτό και αν θέλετε δεν μου κόλλησε και κάποια ταμπελίτσα“.

Καλώς ή κακώς δεν πέρασε από πάνω μου η τηλεόραση. Έχω κάνει και καλά πράγματα σε αυτήν και είμαι υπερήφανος γι αυτήν“.

Ένας κάποιος συντηρητισμός και ο ήρωας που θα σώσει την Ελλάδα

Απέναντί μου έχω έναν από τους ελάχιστους συνεντευξιαζόμενους που δεν με έχει κοιτάξει στα μάτια παρά μετρημένες δύο ή τρεις φευγαλέες φορές. Δεν είχα ιδέα γιατί το κάνει και δεν είχα και το χρόνο να πατήσω το κουμπί εκκίνησης υπερανάλυσης του γεγονότος στο κεφάλι μου. Ωστόσο, ο τρόπος που κάπως ντροπαλά έσερνε κάθε απάντηση του από τα χείλη στέλνοντας τα μάτια του προς κάπου αριστερά, δεξιά, πάνω ή κάτω μου με έκανε να τον ρωτήσω αν συμφωνεί με την άποψη ότι όσο πάμε, ζούμε σε μία ολοένα πιο συντηρητική κοινωνία.

 

Το πρόσωπό του φώτισε. Σαν να ήθελε πολύ να δώσει απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Έπαιξε λίγο με τα χέρια του και μου εξήγησε ότι “Είναι η δεδομένη η τάση μας προς το συντηρητισμό.

Ο συντηρητισμός είναι ένα άμεσο επακόλουθο της ανασφάλειας. Όσο πιο ανασφαλής αισθάνεσαι, τόσο πιο πολύ κλείνεσαι. Είναι μία φυσική αντίδραση των πλασμάτων της φύσης να κλείνονται στις απειλές. Η κοινωνία μας συντηρητικοποιείται γιατί απειλείται από πολλά πράγματα. Είναι λογικό επακόλουθο“.

Σε δύσκολους καιρούς, όπως είναι οι σημερινοί συντηρητικοποιούμαστε και κλείνουμε για να προστατεύσουμε τα ελάχιστα κεκτημένα που έχουμε

Για να ανοίξει μία κοινωνία χρειάζεται εύρος. Δηλαδή πνευματική διαύγεια, ακμή. Δεν είναι τυχαίο ότι ο 5ος αιώνας συνέβη σε μία περίοδο της ιστορίας που η Ελλάδα βρισκόταν στο απόγειό της“.

Μόνο επαγγελματικό Facebook έχω. Είναι και αυτό ένα φαινόμενο των καιρών. Η είσοδος του ψηφιακού κόσμου και η επικοινωνία σε μηδενικούς χρόνους αλλάζει την ιδιοσυστασία των ανθρώπων. Πια, δεν επικοινωνούνται τα πράγματα, τηλεμεταφέρονται. Σε λίγο, θα ανακαλυφθεί και η δική μας τηλεμεταφορά“.

(Αλήθεια, το πίστευε. Αλήθεια, άρχισα να το πιστεύω και εγώ)

Αυτομάτως αναγκαστήκαμε να μπούμε σε μία άλλη πραγματικότητα, την οποία αν δεν την λάβεις υπόψη σου, θα είσαι πολύ πίσω“.

Γρήγορη Ερώτηση: Ποιος από τους ήρωες που έχει υποδυθεί πιστεύει ότι θα ήταν ο ιδανικός για να διοικήσει την Ελλάδα και να την βγάλει από την κρίση της ανασφάλειας;

Θα μοίραζα την εξουσία ανάμεσα στον Οιδίποδα και στον Κρέοντα. Δύο άκρα αντίθετα ουσιαστικά, για να βρούμε τη μέση λύση“.

(Ομολογώ δεν περίμενα καμία από τις δύο απαντήσεις. Το κατάλαβε)

Κάνετε λάθος αν θεωρείτε τον Οιδίποδα ψυχολογικά ασταθή. Δεν ήταν καθόλου ούτε ασταθής ούτε ασθενής“.

Ο Κρέων δεν ήταν τύρρανος, ήταν ένας σοφός ηγεμόνας που προσπαθούσε να επιβάλλει την τάξη σε μία άναρχη κοινωνία“.

Πλατεία Βικτορίας, τέσσερις παρά (περπατιέται;)

Τα χρόνια που σπούδαζα στην Ασοεε, σχεδόν κάθε μήνα είχα ένα συναπάντημα κάπως αλλόκοτο και κάπως γλυκό. Περπατούσα την οδό Κορδικτόνος ή την Δεριγνύ και από τα πλάγια μου περνούσε ένας τύπος ρακένδυτος με το μηχανάκι του που κάποιον μου θύμιζε. Περίπου πέντε χρόνια μετά, ήμουν σε θέση να δώσω λύση στο μυστήριο.

Αυτός ο τύπος, στεκόταν τώρα απέναντί μου με ένα κόκκινο πουκάμισο και ένα ντροπαλό χαμόγελο. Και όπως θα με πληροφορήσει μένει στην πλατεία Βικτορίας τα τελευταία 30 χρόνια. Ξεκίνησε με ένα ‘Μιλήστε μου λίγο για τη γειτονιά σας’ και εκείνος συμπλήρωσε “Τον πάτο της κόλασης.

Η γειτονιά μου λέγεται Καμπούλ, λέγεται Λαχόρη. Όταν πήγα εγώ στην πλατεία Βικτορίας φυσικά, δεν ήταν έτσι. ‘Όταν πρωτοπήγα, ήταν τοπ. Εδώ και 30 χρόνια μένω στην πλατεία που κάποτε, φιλοξενούσε όλη την μέση αστική τάξη, τους ‘νοικοκύρηδες’ ας πούμε. Οι περισσότεροι στη γειτονιά μου τότε ήταν οι ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων αυτών. Ήταν οι κάτοικοι του κέντρου. Πολλοί ήταν ελεύθεροι επαγγελματίες. Σχεδόν όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους“.

 

Με την έλευση των προσφυγικών ροών, η πλατεία Βικτορίας άλλαξε φυσιογνωμία φυσικά. Εγώ παραμένω πάντα εκεί να αγαπώ το κέντρο της Αθήνας και να το θεωρώ ένα πολύ βολικό κομμάτι για την καθημερινότητά μου“.

Δεν την θεωρώ καθόλου επικίνδυνη παρόλο που μου έχουν συμβεί διάφορα. Σε αυτό το σημείο κόμπιασε λίγο. Και δεν άφησε το κλίμα να βαρύνει.

Κοιτάξτε, στην πλατεία κλέβουν συνεχώς. Υπάρχουν σπείρες που είναι στημένες στο μετρό, αυτές όμως υπάρχουν παντού“.

Σκέφτηκε ποτέ να φύγει; Απορήσα. “Το να φύγεις από τον τόπο που μένεις, το θεωρώ μία ήττα. Δεν θέλω να φύγω. Πιστεύω ότι πρέπει να αναβιώσει η παλιά πλατεία Βικτορίας. Δεν ξέρω πότε θα γίνει αυτό αλλά έχω την ελπίδα ότι κάποτε θα γίνει“, μου απάντησε.

Αρκετοί γείτονές μου, παρέμειναν. Ακόμα περισσότεροι επιστρέφουν. Αφήνουν τα βόρεια προάστια λόγω κρίσης και γυρνούν στα πατρικά τους“.

Το είπε δίχως ίχνος μνησικακίας. Τουναντίον, κάπου στη χροιά της φωνής του κρυβόταν μία χαρά. Μία προσμονή.

’25 μέτρα κάτω’

Με κοίταξε με το ύφος του ‘σε λίγο θα χτυπήσει το πρώτο κουδούνι και πρέπει να ετοιμαστώ’. Βούτηξα στον ελεύθερό του χρόνο δίχως πολλές φιοριτούρες. (σ.σ.: Το ‘βούτηξα’ δεν είναι τυχαίο ρήμα)

Δεν έχω ελεύθερο χρόνο. Αλλά προσπαθώ όταν έχω να κάνω 100 χιλιάδες διαφορετικά πράγματα, με κορυφαίο τις καταδύσεις. Είμαι δύτης εδώ και αρκετά χρόνια. Είμαι ο λεγόμενος ‘μπουκαλάκιας’.

Εμένα η ψυχική μου ηρεμία ξεκινάει από τα 25 μέτρα και κάτω“.

Η κατάδυση είναι ένας συνδυασμός γιόγκα, αυτοελέγχου, αντίληψης ότι είσαι ένα τίποτα, εσωτερικής και εξωτερικής ηρεμίας. Είσαι σε ένα περιβάλλον που πραγματικά λίγοι άνθρωποι α) βλέπουν, β) βιώνουν και γ) αντιλαμβάνονται, τρία.

 

Για να σας δώσω ένα παράδειγμα, σκεφτείτε ένα περιβάλλον χωρίς ήχο και φανταστείτε έναν κόσμο που απουσιάζει αυτή η αίσθηση της ακοής. Στο βυθό δεν ακούς. Οι ήχοι έρχονται αλλοιωμένοι και από μακριά. Το ίδιο συμβαίνει πολλές φορές και με την οπτική“.

Οπότε εκείνο που σου μένει είναι η ανάσα σου. Αυτή είναι το σημαντικότερο πράγμα που έχεις. Κάπως έτσι αρχίζεις να συγκεντρώνεσαι. Και να επαναπροσδιορίζεις ποιος είσαι“.

Την πρώτη φορά που βρέθηκα στο βυθό φοβήθηκα. Σκεφτόμουν ‘τι κάνω’. Με έπιασαν όλα τα σύνδρομα. Με έπιασε κλειστοφοβία. Ήμουν μέσα σε μία μάσκα με κλειστό στόμα. Ένιωθα ότι θα σκάσω.

Σιγά σιγά άρχισα να εκτιμώ την απεραντοσύνη του βυθού. Δεν είναι δύσκολο χόμπι. Τα μόνα που απαιτεί είναι αγάπη και κανόνες“.

Ο κινηματογράφος, το θέατρο και οι Τσιγγάνοι

Μέσα στις αγάπες του είναι και ο κινηματογράφος (για τον οποίο εκτενέστερα έχει μιλήσει με τον Θοδωρή). Μέσα στους κανόνες του, το θέατρο. “Αγαπώ πολύ τον κινηματογράφο και αν μπορούσα θα έκανα περισσότερο” μου είπε και έριξε μία ματιά προς την κλίση των καθισμάτων του θεάτρου.

Αλήθεια, γιατί δεν έκανε κινηματογράφο στο εξωτερικό; Τον ρώτησα. Εκείνος γέλασε και μου έριξε και μία κλεφτή ματιά.

Στο εξωτερικό πώς να κάνω κινηματογράφο; Πρέπει να σε ζητήσουν για να κάνεις. Εγώ δεν είχα την τόλμη αν θέλετε να βγω να ψάξω την τύχη μου στο εξωτερικό. Πολλοί συνάδελφοι το έκαναν και επιτυχημένα μάλιστα. Εγώ προτίμησα να μείνω εδώ“.

Στον κινηματογράφο είσαι ένας τσιγγάνος. Έχεις πέντε μέρες γύρισμα εδώ και μετά φεύγεις στην Κροατία και μετά πας στη Σουηδία για δέκα μέρες. Έχω παίξει σε κάποιες ταινίες που έχουν γυριστεί στο εξωτερικό. Μου αρέσει αυτή η επαγγελματική εναλλαγή γιατί σου δίνει τη δυνατότητα να δεις και να ζήσεις τους τόπους από μέσα και όχι σαν τουρίστας“.

 

Σαν τουρίστας έχω ταξιδέψει σε πάρα πολλά μέρη και αυτό που μπορώ με σιγουριά πια να πω είναι ότι δεν είμαι τύπος της εξοχής. Είμαι παιδί της πόλης. Όλες οι μεγάλες πόλεις είναι οι πόλεις μου και οι δύο μεγάλες πόλεις που θα μπορούσα να ζήσω είναι το Παρίσι και η Νέα Υόρκη. Εκεί πραγματικά, νιώθω σαν στο σπίτι μου“.

‘Καλά, δεν τον φρικάρει ο τόσος κόσμος της Νέας Υόρκης;’ η ερώτηση. ‘Ούτε καν’, η απάντηση.

Με απελευθερώνει ο πολύς κόσμος. Είμαι παιδί της πόλης γι αυτό μου αρέσει και ο Woody Allen. Είναι ο αγαπημένος μου σκηνοθέτης, συγγραφέας. Είναι εξαιρετικός“.

Ο ευρωπαϊκός κινηματογράφος για εμένα έχει πολλές εκφάνσεις. Ο Χάνεκε είναι ένας από τους αγαπημένους μου σκηνοθέτες“.

Δεν μου λέει τίποτα το Χόλιγουντ. Το Χόλιγουντ πάντα ζούσε από τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο και από τους Ευρωπαίους που δάνειζαν το μυαλό τους στο Χόλιγουντ“.

Η συζήτηση ξεκίνησε με αφορμή ένα θέατρο, έγινε σε ένα θέατρο, δεν μπορούσε παρά να ολοκληρωθεί με ένα θέατρο.

Το θέατρο έχει προχωρήσει πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια. Έχουμε καλό θέατρο. Έχουν βγει καινούριοι άνθρωποι πολύ ταλαντούχοι, ενημερωμένοι, καλλιεργημένοι, μορφωμένοι και έχουν δώσει ενέσεις δημιουργικότητας, πειραματισμού. Βλέπουμε καινούρια πράγματα, πολύ αξιέπαινα“.

Εάν δεν αποδομήσεις τα πράγματα δεν μπορείς να τα επαναδημιουργήσεις. Αρκεί να μην μείνεις στην αποδόμηση για την αποδόμηση“.

Έκανα ένα σχόλιο για τον Βυσσινόκηπο του Νίκου Καραθάνου και την αγάπη μου προς τις δουλειές του συγκεκριμένου καλλιτέχνη. Συμφώνησε.

Ο Καραθάνος δεν είναι αποδομητής είναι δημιουργός. Επαναδημιουργεί νέα πράγματα. Είναι ένα φαινόμενο δημιουργικό γιατί αντιμετωπίζει το θέατρο με την αθωότητα του βρέφους“.

Πρέπει να ξαναδούμε τα πράγματα από την αρχή“.

Εκείνη την ώρα, κάποιος από τον θίασο τον φώναξε. Ήθελε κάτι να ρωτήσει διαδικαστικό. Έπρεπε να τον αποδεσμεύσω. Αν και ομολογώ ότι δεν ήθελα. Ήθελα πολύ να καθίσουμε εκεί, να παραγγείλουμε κάτι δροσερό και να τηλεμεταφερθούμε σε ένα παρόμοιο τραπεζάκι κοντά στη θάλασσα.

Υ.γ.: Αφήνοντάς τον πίσω μου, όσο και με έτρωγαν οι λόγοι του γιατί μπορεί να μην με κοιτούσε στα μάτια και ερωτήματα όπως το αν το κάνει με όλους ή μόνο με εμένα, πρέπει να παραδεχτώ ότι το μόνο που ουσιαστικά σκεφτόμουν ήταν ότι είχα μόλις μιλήσει με έναν άνθρωπο που όσους τοίχους και αν έχει μάθει να χτίζει, θα παραμένει φωτεινός.