ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Σε συμβουλεύω να μην τσαντίσεις τον Τάσο Κωστή

Με αφορμή τους ρόλους του στην παράσταση 'Η Μαρινέλλα Συναντά τη Βέμπο', το ΟΝΕΜΑΝ μίλησε με τον Φοίβο, τον Δημήτρη 'κύριο Ντιμούτρη' Μαρίκο, τον αστυνόμο Σαϊνη, τον απόλυτο εργάτη της υποκριτικής και υπομονετικό κύριο Τάσο Κωστή.

Η πρώτη φορά που μίλησα μαζί του ήταν πριν καμιά δεκαριά μήνες στο πλαίσιο του oral history για το ‘Ρετιρέ’ που διάβασες στο Cosmo.gr. (Χρυσή στιγμή του θέματος, η αποκάλυψη ότι η πιρουέτα που κάνει στους τίτλους της σειράς με τον δίσκο του καφετζή ήταν έμπνευση δική του που ασπάστηκε ο πάντα by the book Δαλιανίδης). Η συνέντευξη τότε ήταν τηλεφωνική, γιατί ο ηθοποιός έλειπε στη Θεσσαλονίκη για παραστάσεις, αλλά όλα μπήκαν στη θέση τους όταν τον συνάντησα στο Badminton, λίγο πριν την απογευματινή πρόβα του ‘Μαρινέλλα-Βέμπο’, που κάνει πρεμιέρα σήμερα (22/1) σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια.

 

Στο φουαγιέ αυτού που θα χαρακτήριζε λίγο αργότερα ως ‘ιδιωτικό Εθνικό Θέατρο’, ο Τάσος Κωστής (σ.σ. σε κάποια σκηνή της παράστασης υποδύεται και τον Ορέστη Μακρή) θα μου μιλούσε για όλα τα peak της καριέρας του, από τις βιντεοταινίες δίπλα στον Τσάκωνα μέχρι τον θεατρικό ‘Μπακαλόγατο’ του Φιλιππίδη που σημείωνε επί 3 χρόνια θρίαμβο.

 

Πρόκειται για έναν ηθοποιό που έχει δώσει τον καλύτερο του εαυτό σε κάθε ρόλο, χωρίς βεντετιλίκι και χωρίς παράπονο-απωθημένο που έβαλε ελάχιστες φορές τα παπούτσια του πρωταγωνιστή σε 42 χρόνια καριέρας.

Από τη μέση της κουβέντας και μετά, ήταν πραγματικά απολαυστικό να τον ακούς να μιλάει για τους τσαμπουκάδες στους οποίους έμπλεκε μικρός (μπόνους το περιστατικό στο οποίο έστειλε έναν γνωστό του στο νοσοκομείο), για τη θεωρία του για τους υπομονετικούς ανθρώπους και για το γέλιο στα γυρίσματα του ‘Εκείνες κι Εγώ’.

Η παράσταση ‘Μαρινέλλα-Βέμπο’ και η συμμετοχή του

“Το έργο είναι μια τεράστια παραγωγή. Είναι ο Μπεν Χουρ και το Ελ Σιντ μαζί. Είμαστε 50 άτομα πίσω απ’ τη σκηνή, φοράμε πάνω από 300 κοστούμια, έχουμε 6 ενδύτριες που μας βοηθούν να ντυνόμαστε και περιποιούνται τα ρούχα μας, πολλούς τεχνικούς (όσους χρειάζονται δηλαδή) από πίσω. Είναι ένα ιδιωτικό Εθνικό Θέατρο.

Είμαι σε αυτήν την παράσταση γιατί ήθελα να δουλέψω με τη Μαρινέλλα κι επειδή θέλω να κάνω καλές δουλειές και να τις ευχαριστιέμαι.

 

Στη σκηνή συναντιούνται δύο μεγάλες κυρίες και μαθαίνουμε την ιστορία της μίας μέσω της άλλης. Δυστυχώς, από την Ιστορία ξέρουμε ότι η Βέμπο είναι η τραγουδίστρια της νίκης, αλλά δεν ξέρουμε κάτι παραπάνω, τι είχε κάνει, αν ήταν καλή, κακή, αν είχε πει άλλα τραγούδια. Οι Έλληνες δεν ενημερώνονται δυστυχώς. Ε, η παράσταση είναι μια αφορμή να τη μάθει καλύτερα ο κόσμος. Είναι σημαντικός ο τρόπος που το χειρίζεται ο Ζούλιας, είναι πολύ ευφυές παιχνίδι το πώς μπαίνει και βγαίνει από το ρόλο της Βέμπο η Μαρινέλλα”

 

Ο πρώτος ρόλος της ζωής του

“Ο πρώτος και τελευταίος ρόλος που έπαιξα πριν τη δραματική σχολή ήταν στο σχολείο, κι αυτός κατά λάθος. Τότε έπαιρναν τους ρόλους οι καλοί μαθητές. Έτυχε να ξεμείνει ένας αριστούχος από φουστανέλα, έτυχε να έχω εγώ και τελικά έπαιξα τον Καραΐσκάκη στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Και μάλλον τον έπαιξα πολύ καλά γιατί μου είπε κόσμος ότι δάκρυσε. Δεν το πήρα σοβαρά”.

Το πρωί διανομέας, το μεσημέρι πατωματζής, το βράδυ στη δραματική

“Εγώ ήθελα να γίνω πιλότος στην Πολεμική Αεροπορία, αλλά ξέμεινα από μάτια τότε, ψήλωσα και πολύ. Στη Β’ Λυκείου εγκατέλειψα αυτό το όνειρο κι εκεί έχασα τον επαγγελματικό μου προσανατολισμό και άρχισα να παραμελώ τα μαθήματά μου.

Δεν είχα όνειρο να γίνω ηθοποιός.  Απλά όποια δουλειά κι αν έπιανα ποτέ από μικρός, την έκανα σαν κύρια δουλειά και τη μάθαινα. Το θέατρο το αγάπησα για το περιεχόμενο του, όχι για το περιτύλιγμα.

Προηγουμένως ήμουν μάστορας στα ξύλινα πατώματα. Ήμουν 18 και ο βοηθός μου 42. Δεν τη βαριόμουνα τη δουλειά. Τυχαία βρέθηκα σε δραματική σχολή. Ένας φίλος ήθελε να πάει σε μία και μου ζήτησε να τον πάω με τη μηχανή. Τον πήγα και γράφτηκα κι εγώ. Μου άρεσε. Έδωσα εξετάσεις και με πήρανε στη Θεοδοσιάδη.

Για κάμποσο καιρό, μοίραζα το πρωί τη Ναυτεμπορική με το μηχανάκι, μετά καπάκι στα πατώματα και το απόγευμα στη σχολή”.

Η ‘Κλασική Περίπτωση Βλάβης’

 

“Ήταν τελείως ιδιαίτερες οι ταινίες που κάναμε τότε. Με φώναξε ο Τάκης Βουγιουκλάκης για την πρώτη με τον Τσάκωνα, μια κόντρα ταινία σε σχέση με ό,τι είχα κάνει μέχρι τότε για να κάνω τον βοηθό του Τσάκωνα. Εκείνη την εποχή στο θέατρο, έπαιζα έναν γκέι σωματοφύλακα στο ‘Victor Victoria’.

 

Δεν υπήρχε σενάριο σε αυτές τις ταινίες. Υπήρχε κάτι πολύ βασικό, αλλά το τελικό σενάριο το γράφαμε εκείνη την ώρα. Γι’ αυτό είχε τόση πέραση, γιατί ήταν αληθινό”.

Η φωνή και τα βαφτίσια του Αστυνόμου Σαΐνη

 

“Μεγάλη ιστορία ο Σαΐνης. Συνήθως όταν κάνεις τις δουλειές και παλεύεις με τα κύματα, δεν καταλαβαίνεις ακριβώς τι κάνεις. Βλέποντάς τον τρελό όπως ήταν, μου ήρθε να του βάλω αυτή τη φωνή. Τον βάφτισα και Σαΐνη ειρωνικά. Όταν ήρθαν απ’ το εξωτερικό και άκουσαν τη φωνή, ενθουσιάστηκαν. Ο ξένος στην αρχική φωνή με αυτό το ‘Go, Go, Gadget’ ήταν πολύ ψυχρός. Εμείς έχουμε το Διόνυσο μέσα μας, αυτήν την τρέλα. Πλέον έχω κρατήσει μόνο επιλεγμένες φωνές, του Γκούφι και του Κάπτεν Χουκ, για τους οποίους με έχει διαλέξει η Disney”. 

Το πρώτο σουξέ πριν τα σουξέ που ξέρουμε

“Η πρώτη μεγάλη επιτυχία που έκανα ήταν το 1981 στη σειρά ‘Ο Κόσμος κι ο Κοσμάς’. Ήταν βασισμένη στο μυθιστόρημα του Ξενόπουλου, ενώ όταν βγήκε το ΠΑΣΟΚ, αποφάσισε να κόψει τα επεισόδια από 26 σε 13. Κανείς δεν έλεγε τη σειρά με τον τίτλο της. Έλεγαν όλοι ‘Πάμε να δούμε τη Φιορούλα’. Πρωταγωνιστούσαν ο Ρηγόπουλος και η Ατζολετάκη. Εγώ έκανα έναν φαρμακοποιό, τον σπετσέρη, όπου μαζευόταν ο κόσμος, σαν τον χορό στην αρχαία τραγωδία, και σχολίαζε τα τεκταινόμενα. Τους άρεσα και παρότι η ιστορία μεταφέρθηκε στην Αθήνα, ο σπετσέρης Γερολυμάκης συνέχιζε να τα λέει από το φαρμακείο του”

‘Εκείνες κι Εγώ’ και ο Γιάννης Μπέζος

 

“Είχαμε στη σειρά ως βάση το κείμενο του Πρετεντέρη, αλλά του αλλάζαμε τον αδόξαστο. Όλοι είχαμε το ίδιο χιούμορ.

 

Όπως ο Δαλιανίδης στο ‘Ρετιρέ’ είχε κάποιες απαιτήσεις όπως το να είσαι διαβασμένος, έτσι και ο Μπέζος (σ.σ. οι δυο τους είχαν συνεργαστεί αμέσως πριν στης ‘Ελλάδος Τα Παιδιά’) ήθελε για παράδειγμα να είσαι στην ώρα σου. Δεν ήθελε βεντετιλίκια, αλλά εργάτες. Η δουλειά μου ως ηθοποιός είναι να προσαρμόζομαι με τον κάθε άνθρωπο και να κοιτάω να δουλέψω. Εδώ καλαματιανό, εδώ τσάμικο, εδώ βαλς; Όπως είναι ο χορός, θα χορέψω”.

Η θεωρία του ‘εργάτης, αλλιώς σπίτι σου’

“Εργάτης, αλλιώς τι είσαι; Το εγώ σου και το καλάμι σου. Όσο μεγάλη κι αν είναι η πόρτα, το εγώ πολλαπλασιάζεται απότομα και κουτουλάς και δεν μπορείς να περάσεις. Άμα σε ενδιαφέρει η δουλειά και η διάρκεια, δεν κοιτάς το εγώ. Κι όσοι το έκαναν πιο παλιά, πού είναι;

 

Εσύ είσαι ο εργάτης στο θέατρο, δεν δουλεύει κάποιος άλλος για σένα. Αυτό είναι το μυστικό, το να είσαι εργάτης. Για να παραχθεί το προϊόν που βλέπει ο τηλεθεατής, θέλει συναισθηματική και χειρωνακτική εργασία. Να παλεύει το σώμα, η ψυχή και το πνεύμα”.

 

Η μπάλα και το ξύλο και το πολύ ξύλο

“Δεν μπορώ να κάθομαι στην καρέκλα ή στην πολυθρόνα, παρά μόνο όταν έχει αθλητικά. Μ’ αρέσει το ποδόσφαιρο αν κι έχω κόψει το γήπεδο. Είμαι Ολυμπιακός, γεννήθηκα μες στο τηγάνι, αλλά δεν μπορώ πια τη βρωμιά του γηπέδου. Δεν μπορώ να κάθομαι και ο άλλος δίπλα μου να βρίζει μανάδες και πατεράδες. Αυτή την ασχήμια και τη χυδαιότητα δεν την αντέχω από ανθρώπους τυφλούς απ’ το πάθος που δεν ξέρουν από ποδόσφαιρο. Μικρός πήγαινα και στη Φιλαδέλφεια και στη Λεωφόρο, καθόμασταν όλοι δίπλα δίπλα. Δεν λέω ότι δεν γίνονταν ποτέ τσαμπουκάδες και τσακωμοί, αλλά αν το σκεφτείς έτσι ήταν και στις γειτονιές τότε.

Όταν ήμασταν πιτσιρικάδες, πλακωνόμασταν, όχι αστεία. Έπεφταν και πέντε μάπες, πιο αντρίκεια πράγματα, πιο εκφραστικά, πιο συναίσθημα. Είχε μπέσα η εποχή, ήταν πιο σκληρή, αλλά και πιο ίσια. Έχω παίξει ξύλο και πολύ. Ήταν την εποχή που δούλευα στα πατώματα και το δεξί μου χέρι ήταν ατσάλι”.

 

Ο δρόμος της υπομονής

“Ο δικαιότερος συμβιβασμός είναι η καλύτερη δίκη. Βεβαίως και είμαι ειρηνικός, κάνω πάρα πολλή υπομονή, αλλά αν ο άλλος ξεπεράσει τη γραμμή, αλίμονό του. Τον υπομονετικό να φοβάσαι. Όταν  περάσει τη γραμμή, δεν υπάρχει συμβιβασμός, υπάρχει τιμωρία.

Έχω τσακωθεί με 1-2 σκηνοθέτες που νόμιζαν ότι είναι θεοί και έπεσαν πάνω μου. Επειδή με έβλεπαν υπομονετικό, θεώρησαν ότι μπορούν να τα βάλουν μαζί μου. Όπως δεν θέλω να γίνομαι αυλή στο θέατρο, έτσι δεν θέλω και να μου γίνονται αυλή. Είμαι αναρχοαυτόνομος. Κάνω πλάκες στις πρόβες, περνάμε καλά, αλλά υπάρχουν όρια και κανόνες, αυτό που λείπει απ’ τη ζωή μας”.

Και μια σοφία για το τέλος

“Να ξέρεις ότι υπάρχει μεγαλύτερος βλάκας από τον βλάκα. Είναι αυτός που διαφωνεί μαζί του”.

Η παράσταση ‘Η Μαρινέλλα συναντά τη Βέμπο’ κάνει πρεμιέρα στις 22 Ιανουαρίου στο θέατρο Badminton.