Eurokinissi.gr
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Το ‘Μαμά’ είναι το πιο αληθινό τραγούδι που γράφτηκε ποτέ από έναν γιο

Η Ημέρα της Μητέρας και το σχεδόν ομώνυμο τραγούδι ήταν απλά η αφορμή για μία κουβέντα με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τον Οδυσσέα Ιωάννου. Η συζήτηση αυτή, δικαίως, ξεκίνησε όπως ξεκινούν όλα σε αυτή τη ζωή. Από τη "Μαμά".

Μάρτιος 2017. Το θέατρο Καρέζη είναι ασφυκτικά γεμάτο για την τρίτη χρονιά της παράστασης 9:05 (Εννέα και Πέντε). Στην σκηνή, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, μοιάζει λίγο κουρασμένος. Στα χείλη έχει ένα ανεπαίσθητο μειδίαμα λύτρωσης. Μόλις έχει ερμηνεύσει ένα τραγούδι που λέγεται “Μαμά”, σε στίχους του Οδυσσέα Ιωάννου και τη μελωδία του πρωτότυπου τραγουδιού του Charles Aznavour. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που ακούω αυτό το τραγούδι. Στα περίπου 280 δευτερόλεπτα της διάρκειάς του, το βλέμμα μου ταξίδευε από πρόσωπο σε πρόσωπο στο θέατρο. Σε γυναίκες και άνδρες κάθε ηλικίας που πάλευαν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους την ώρα που τα δικά μου έτρεχαν ξεδιάντροπα στο δεξί μου μάγουλο. Η Έλενα στο διπλανό κάθισμα μού έσφιγγε το χέρι με έναν τρόπο που δεν το είχε κάνει την προηγούμενη μιάμιση ώρα της παράστασης. Το “Μαμά” είναι ένας ιδιοφυής ύμνος στη σχέση ενός παιδιού με την μητέρα του. Στίχο προς στίχο είναι ένα λογοτεχνικό κομψοτέχνημα εικόνων και φράσεων. Το μικρό παράπονο στο “α ρε μαμά”, το κρυμμένο χαμόγελο στη “φωνή λαγού”, ο πόνος στο τελευταίο “πού πας”, όλα, σε κάνουν να σπάσεις. Για τη δική σου μαμά.

Γιατί δεν γράφονται τόσα πολλά τραγούδια για τις μαμάδες;

Βασίλης: “Έχουν γραφτεί αρκετά τραγούδια για τις μαμάδες. Ο Καζαντζίδης έχει πει πολλά τραγούδια, η Τσανακλίδου το ‘Γερνάω Μαμά’. Αλλά εκεί αναφέρονται στην μητέρα μέσα από τη δική τους έλλειψη και οπτική. Για τη μαμά, αυτή καθ’ αυτή, έχει γράψει ο Οδυσσέας”.

Οδυσσέας: “Για μένα έχεις δίκιο ότι δεν γράφονται πολλά τραγούδια για τις μαμάδες. Θεωρώ ότι οι δύο πιο δύσκολες, πιο σκοτεινές σχέσεις που μπορούν να δημιουργηθούν μεταξύ ανθρώπων είναι μαμά – κόρη και βασανιστής – βασανιζόμενος. Με δεδομένο ότι 9 στους 10 στιχουργοί είναι άνδρες, τη σχέση μάνας – κόρης αναγκαστικά θα την πιάσουν οι γυναίκες. Γι’ αυτό και μέχρι τώρα – κι ας βγάλουμε το δικό μας τραγούδι απέξω – τα μεγαλύτερα τραγούδια που έχουν γραφτεί για μαμάδες είναι από γυναίκες. Έχει γράψει δύο η Χαρούλα, έχει γράψει η Αφροδίτη Μάνου, η Νικολακοπούλου. Για εμένα είναι άγνωστο τοπίο. Ακόμα και η σχέση γιου με πατέρα δεν έχει τη σκοτεινιά και το πίσω κείμενο που έχει η σχέση της μάνας με την κόρη”.

Eurokinissi.gr

Και με τον γιο; Είναι διαφορετική η σχέση;

Οδυσσεάς: “Η σχέση της μάνας με το γιο είναι πιο καθαρή. Ο γιος δεν προσπαθεί να δικαιώσει τη μάνα στις επιλογές της ζωής της, κερδισμένες ή χαμένες. Η μάνα δεν περιμένει μέσα από το γιο να διακαιωθεί ή να συνεχιστεί η ζωή της. Στην κόρη φορτώνει τη ζωή της. Περιμένει μέσα από την κόρη της να δικαιωθεί εκείνη. Εμείς, την λατρεύουμε, την αγαπάμε αλλά η σχέση είναι πιο καθαρή”.

Βασίλης: “Εντάξει, είναι και η διαιώνιση του είδους. Είναι η σχέση από μήτρα σε μήτρα. Η ύπαρξη της φύσης εξαρτάται από την μάνα. Η μάνα ζει μέσα από το παιδί και το ανάποδο”.

Γιατί γράφτηκε αυτό το τραγούδι;

Οδυσσέας: “Αυτό το τραγούδι γράφτηκε κατ’ αρχάς γιατί το τραγούδι του Αζναβούρ είναι ένα από τα αγαπημένα του Βασίλη. Το λάτρευε αυτό το τραγούδι”.

Βασίλης: “Εγώ μικρός, νόμιζα ότι ο στίχος του τραγουδιού του Αζναβούρ, περιγράφει πάνω κάτω αυτά που είχε πει ο Οδυσσέας. Γιατί όταν μου έφερε τους στίχους του να τους διαβάσω μου έκανε εντύπωση, είναι σαν να ήξερε ακριβώς τι είχα εγώ στο μυαλό μου για αυτό το τραγούδι”.

Οδυσσέας: “Εγώ δεν ήξερα γαλλικά, βάζω μια φίλη να μου εξηγήσει τους στίχους και ο Αζναβούρ λέει άλλα πράγματα τελείως. Μιλά για μια μητέρα της μαφίας που πεθαίνει. Κράτησα μόνο δυο πράγματα από το τραγούδι. Το “la mamma” που το έκανα “α ρε μαμά” και μου άρεσε πολύ και ως ήχος η φράση “‘Αβε Μαρία”. Η μητέρα μου, προφανώς, δεν άκουγε Σούμπερτ. Είναι το μοναδικό σημείο στο τραγούδι, ενώ περιγράφω με ρεαλισμό ό,τι έχω ζήσει, που δεν υπάρχει ρεαλισμός. Μου άρεσε όμως πολύ ως ήχος και μελωδία το πώς τραγουδιέται το Άβε Μαρία”.

 

Για το ‘πού πας’ στο τέλος του τραγουδιού

Οδυσσέας: “Κάτι σημαντικό στο συγκεκριμένο τραγούδι είναι ότι την τελευταία φράση, το “μαμά, πού πας” δεν το έγραψα εγώ. Εγώ έγραψα ένα τραγούδι για μια μητέρα που ζει. Μερικούς μήνες πριν όμως, ο Βασίλης έχασε τη μητέρα του. Μπαίνει στο στούντιο λοιπόν, με τους στίχους χωρίς αυτή τη φράση. Και χωρίς να το πει σε κανέναν, την πρώτη φορά που το τραγούδησε, του βγαίνει το “πού πας”. Το κρατήσαμε φυσικά, με τον τρόπο που το είπε. Ήταν κάτι πολύ αυθόρμητο από τον Βασίλη. Κι άλλαξε επίσης στα live και την έκφραση “εσύ κοιτάς από μακριά” σε “από ψηλά”. Να σου πω την αλήθεια ψιλοπαρεξηγήθηκε η μητέρα μου όταν το άκουσε, μου είπε ότι ζει ακόμα κι εγώ προσπαθούσα να της εξηγήσω ότι υπάρχει μια σύμβαση στην τέχνη αλλά δεν το χάρηκε και πολύ”.

Βασίλης: “Η δική μου πάντως το ευχαριστήθηκε πολύ από εκεί ψηλά”. (γελάει)

Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να ερμηνεύσεις ένα τέτοιο τραγούδι, συναισθηματικά;

Βασίλης: “Δεν μετριέται σε βαθμό ευκολίας ή δυσκολίας. Αυτό το τραγούδι βγήκε μία κι έξω. Θεωρείται εύκολο ή δύσκολο; Βγήκε μία κι έξω γιατί ήταν όλη η ψυχή. Ήταν μαζεμένη όλη η ζωή μου, με τον χαμό της μάνας που ξέρεις τι σημαίνει για έναν άνδρα. Αλλά ήταν πολύ δύσκολο να βρεθείς σε αυτή τη θέση για να σου βγει μια κι έξω. Καταλαβαίνεις; Κάποτε πήγε μια εταιρεία στον Πικάσο να κάνει ένα σκίτσο για την προβολή της εταιρείας. Έκανε ένα πάρα πολύ μικρό σκίτσο και τους ζήτησε πάρα πολλά λεφτά. Όταν τον ρώτησαν γιατί να πληρώσουν τόσα χρήματα για ένα σκίτσο που του πήρε τρία λεπτά τους απάντησε ότι είναι 80 χρόνια και τρία λεπτά, όχι απλά τρία λεπτά. Εξαρτάται λοιπόν με τι είσαι φορτωμένος εκείνη την στιγμή”.

Η αλήθεια είναι ότι όσες φορές σε έχω δει να το ερμηνεύεις μοιάζεις συναισθηματικά φορτισμένος. Κι όταν τελειώνει το τραγούδι μοιάζεις κουρασμένος, σαν να έχει έρθει μια κάποια κάθαρση.

Βασίλης: “Ακριβώς αυτό είναι, είναι κάθαρση. Όπως σου έλεγε και ο Οδυσσέας στην αρχή (σημ: θα το διαβάσεις λίγο αργότερα), εγώ τραγουδάω όλες τις λέξεις και κουβαλάω όλα τα μηνύματά τους. Αυτό μπορεί να συμβαίνει γιατί μπήκα στην ποίηση των άλλων από πολύ μικρός. Στα 14 μου ξεσκόνισα τον Καρυωτάκη. Έχω μυηθεί στην ποίηση και γι’ αυτό την εκφράζω με αυτό τον τρόπο. Δεν έχει σχέση αν είναι ποίηση ή στίχος. Ένας καλός στιχουργός, γράφει ένα ποίημα ως στιχούργημα. Και έχει όλη τη δική μου αλήθεια μέσα. Βλέπω τον εαυτό μου όχι μόνο σε αυτό το τραγούδι αλλά σε όλα μου τα τραγούδια. Γι’ αυτό είναι και εξουθενωτική η παράσταση. Είναι η λύτρωση που είναι εξουθενωτική”.

Πώς ήσασταν σαν παιδιά; Σας κυνηγούσε η μάνα σας;

Βασίλης: “Το καλοκαίρι άσπριζα, μαύριζα τον χειμώνα. Δεν μπορώ να με περιγράψω εύκολα. Πολλοί λένε ότι μιλάω με τα τραγούδια μου και πολλές φορές ισχύει. Τα τραγουδάω γιατί με εκφράζουν. Δεν χρειάστηκε πάντως ποτέ να με κυνηγήσει η μάνα μου”.

Οδυσσέας: “Ούτε εμένα, ήμουν καλό παιδί γενικώς. Αργότερα μόνο, όταν παράτησα το πανεπιστήμιο για να γίνω δημοσιογράφος, μέχρι να γίνω 40 χρονών νόμιζε ότι έκανα την πλάκα μου και ότι θα γυρίσω κάποτε να πάρω το πτυχίο. Ήμουν καλό παιδί, καλός μαθητής. Αυτά που έχω γράψει όμως στους στίχους του τραγουδιού, τα έχω ακούσει όλα. Το “θα πας χαμένος”, αυτά όταν γυρνάς αργά, τα έχω ακούσει όλα, δεν έβγαλα τίποτα από το μυαλό μου. Τις έχουμε ακούσει όλες αυτές τις φράσεις, εγώ και ο αδερφός μου. Είμαι από τους ευλογημένους ανθρώπους γιατί δεν έχω ούτε μία πληγή από την παιδική μου ηλικία. Παρότι έρχομαι από μία πολύ φτωχή οικογένεια, δεν υπάρχει ούτε τραύμα, ούτε απωθημένο”.

Δεν είναι όμως και εύκολο να υπάρχει πληγή από την μάνα. Είναι λίγο ζαβολιά, όπως το λέει το τραγούδι. Δεν γίνεται να κακιώσεις στην μάνα σου.

Βασίλης: “Για να κρατήσεις κακία, θα πρέπει να υπάρχει κακία. Οπότε δεν γίνεται”.

Οδυσσέας: “Έχουμε δει ανθρώπους να μην μιλάνε στην μητέρα τους αλλά αυτές είναι σπάνιες περιπτώσεις. Όταν υπάρχει αγάπη, ο θυμός, τα νεύρα, οι κακίες κρατάνε μία ώρα το πολύ”.

Ο Αζναβούρ, το Youtube και το ‘Στην Υγειά μας’

 

Ξέρουμε αν άρεσε στον Αζναβούρ το τραγούδι;

Οδυσσέας: “Ξέρουμε ότι το άκουσε το τραγούδι ο γιος του Αζναβούρ και ενθουσιάστηκε”.

Βασίλης: “Και ο πατέρας το άκουσε, όχι μόνο ο γιος. Του το έβαλε ο Αλιάγας μαζί με το γιο του να το ακούσουν και βούρκωσε. Ανέβασε μάλιστα ένα μήνυμα στο Facebook να ευχαριστήσει τους Έλληνες”.

Οδυσσέας: “Είμαι σίγουρος ότι αυτό που τους συγκλόνισε, δεν είναι απαραίτητα οι στίχοι, όσο κι αν τους μετέφρασε ο Αλιάγας. Είναι η ερμηνεία του Βασίλη. Ήταν κάταγμα για εμάς στο στούντιο όταν το πρωτακούσαμε. Κι έτσι είναι ακόμα σε κάθε ερμηνεία από τον Βασίλη. Η ερμηνεία ας πούμε σε αυτό το βίντεο από την εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου είναι αξεπέραστη”.

Ομολογώ ότι σε αυτό το βίντεο, που είναι πάρα πολύ συγκινητικό, με ενοχλεί λίγο η εμμονή στην κοπέλα που κλαίει.

Οδυσσέας: “Η αλήθεια είναι ότι η κάμερα επιμένει πάνω στην Νίκη, η οποία είναι μία εξαιρετική μουσικός. Από την άλλη, γιατί δεν θέλω να είμαι άδικος, όσοι ασχολούμαστε με το ελληνικό τραγούδι και όσοι θα ασχοληθούν, χρωστάμε πάρα πολλά σε αυτή την εκπομπή. Είναι μια κιβωτός αυτή η εκπομπή. Έχω ακούσει κι εγώ την κριτική για την ταβέρνα με τα κορίτσια από πίσω. Αλλά έχει τόσες εκτελέσεις, τόσα ντουέτα, τόσο υλικό αυτά τα 13-14 χρόνια. Είναι η μόνη εκπομπή που έχει φέρει 3 φορές τον Μίκη Θεοδωράκη. Κανένα ιδιωτικό κανάλι, αν πάθει κάτι ο Μίκης δεν θα έχει δικό του υλικό από τον Μίκη. Πέθανε ο Παπάζογλου και δεν είχε ούτε ένα ιδιωτικό κανάλι να του έχει μιλήσει ποτέ. Όταν πέθανε ο Δημητράτος και μπήκα να ψάξω υλικό, το μόνο που βρήκα ήταν η εκπομπή του Σπύρου. Αν εξαιρέσεις το γύρω γύρω, αυτό που γίνεται επάνω στην σκηνή είναι η κιβωτός του ελληνικού τραγουδιού”.

Νιώθω ότι αυτό το τραγούδι δεν το ξέρει ο κόσμος όσο άλλα του Βασίλη. Αν και θα έπρεπε.

Οδυσσέας: “Συμβαίνει κάτι παράδοξο. Είναι εντυπωσιακό ότι είναι ένα τραγούδι με πάνω από 7 εκατομμύρια views στα διάφορα βίντεο στο Youtube ενώ δεν το παίζει κανένα ελληνικό ραδιόφωνο. Ο ίδιος δίσκος είχε μέσα επίσης ένα τραγούδι με πολλά εκατομμύρια views, το ντουέτο με τον Δημήτρη Μητροπάνο. Στην Θεσσαλονίκη πήγε πολύ καλά, το έπαιζαν πολύ, στην Αθήνα κανένας σταθμός. Αυτό σημαίνει ότι κάποια τραγούδια έχουν ευτυχώς μια παράλληλη ζωή πέρα από εκείνη στα μέσα ενημέρωσης. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί επιλέγει ο κόσμος να ακούσει αυτά τα τραγούδια. Εκεί φαίνεται η αγάπη του κόσμου. Στο Youtube επιλέγεις τι θα ακούσεις, ενώ στα ραδιόφωνο επιλέγει κάποιος άλλος για εσένα. Δεν αισθάνομαι δικαιωμένος απλά χαίρομαι που βρήκαν μια δίοδο. Δεν γράψαμε και την Αγία Γραφή αλλά το χαίρομαι”.

Βασίλης: “Είναι πολύ σημαντικός ο διαχωρισμός αυτός Οδυσσέα. Του ραδιοφώνου από το Youtube. Γιατί το ένα το διαλέγεις μόνος σου. Εγώ δεν νιώθω κανένα παράπονο για τα τραγούδια μου. Από τότε που βγήκε το διαδίκτυο παίρνω την ικανοποίησή μου μέσα από τις επιλογές του κόσμου. Τα ραδιόφωνα με παίζουν πάρα πολύ αλλά παίζουν παλιά μου τραγούδια, παίζουν μόνο τις “επιτυχίες”. Εντάξει”.

Οδυσσέας: “Ξέρεις όμως τι συμβαίνει; Υπάρχουν παιδιά πιτσιρικάδες που γράφουν παπάδες, πράγματα πολύ καλύτερα από εκείνα που γράφω εγώ. Επειδή η μορφή τους όμως τα κρατά σε ένα βιβλιαράκι, είναι καταδικασμένα να τα διαβάσουν 200 άνθρωποι. Εγώ, μια μέρα που καθόμουν σπίτι μου, σκέφτηκα μια φράση που με έκανε και γέλασα. Η φράση έλεγε “στα είπα όλα, φίλα με τώρα”, την έκανα τραγούδι, 15 εκατομμύρια views, θα μνημονεύεται το όνομά μου για άλλα 20 χρόνια, για μια φράση που την σκέφτηκα για πλάκα. Θα αισθανθώ αδικημένος που δεν αγαπήθηκαν τα τραγούδια μου αρκετά, όταν παιδιά που γράφουν παπάδες, από τη φύση του κώδικα με τον οποίο ασχολούνται, θα τα μάθουν 200 άνθρωποι; Εγώ ευτύχησα να γράφω για τον μαζικότερο κώδικα της τέχνης, το τραγούδι. Με πέντε τραγούδια από τα 200 που έχω γράφει, έφτασα πολύ παραπέρα απ’ ό,τι θα μπορούσα να έχω ονειρευτεί”.

Βασίλη, ζηλεύεις κάποια από τα άλλα τραγούδια του Οδυσσέα; Εκείνα που δεν έχεις πει εσύ;

Βασίλης: “Κοίταξε, έχω δισκογραφήσει πιο πολύ απ’ όλους τους άλλους συναδέλφους τον Οδυσσέα. Και δεν τελειώσαμε εδώ”.

Εσύ, Οδυσσέα; Ζηλεύεις άλλα τραγούδια του Βασίλη;

Οδυσσέας: “Αστειεύεσαι; Ζηλέυω πολλά τραγούδια του Βασίλη που δεν τα έγραψα εγώ. Τους δύο πρώτους δίσκους, πολλά τραγούδια από το “Όλα στο χέρι χαμένα”, το “Φυσάει” ολόκληρο γιατί λατρεύω τον Λειβαδίτη. Ειδικά αυτός είναι ένας δίσκος κόσμημα. Τι να μην ζηλέψεις; Τον Λοΐζο; Αλλά τη δουλειά αυτή δεν μπορείς να την κάνεις αν δεν ζηλεύεις; Στο ραδιόφωνο χρωστάω το ότι δεν είμαι μικρόψυχος. Αν ήμουν μόνο στιχουργός θα  αγαπούσα πολύ λιγότερα τραγούδια γιατί θα ένιωθα μεγαλύτερο ανταγωνισμό. Στο ραδιόφωνο αναγκάστηκα να αγαπήσω πολύ παραπάνω τα πράγματα, γιατί τους έπαιζα όλους και τους έμαθα όλους”.

Βασίλης: “Θα ήσουν πιο μίζερος αν δεν ήσουν στο ραδιόφωνο”.

Βασίλης και Οδυσσέας, η κοινή πορεία

Πότε συνεργαστήκατε για πρώτη φορά;

Οδυσσέας: “Το πρώτο τραγούδι είναι το 94-95 το “Παράπονο στην Λίνα” του Χριστόφορου Κροκίδη και το “Όνειρα γλυκά” του Μίνου Μάτσα. Και μετά κάναμε έναν ολόκληρο δίσκο μαζί, τον πρώτο μου μεγάλο δίσκο, με τον Θάνο Μικρούτσικο, το “Θάλασσα στη σκάλα”. Έχουμε κάνει συνολικά 55 τραγούδια μαζί και 4 δίσκους ολόκληρους”.

 

Γιατί τον Οδυσσέα;

Βασίλης: “Κοίταξε να δεις. Πάνω κάτω έχουμε κοινά ενδιαφέροντα, κοινές πορείες, κοινά οράματα. Εν τω μεταξύ καταφέρνει να είναι πολύ σύγχρονος, πολύ μεστός και συγχρόνως κατανοητός. Μπορεί να είναι και λαϊκός χωρίς να είναι λαϊκιστής. Τα έχει όλα αυτά τα στοιχεία και ταιριάζουμε και αισθητικά μαζί. Πέρα και από τους δίσκους είναι και το 9 και 5 που έχει μπει στις ζωές μας και δεν λέει να ξεκολλήσει. Λέμε να κάνουμε και άλλη παράσταση μαζί”.

Γιατί τον Βασίλη, Οδυσσέα;

Οδυσσέας: “Ε, δεν τον διάλεξα εγώ. Δεν θα μπορούσα να διαλέξω εγώ κάποιον στα 29 μου. Ήταν το απόλυτο όνειρο για εμένα. Τα πρώτα τραγούδια ήταν εντελώς τυχαία. Συχνάζαμε και οι δύο στο “Πάρτυ”, ένα μαγαζί πίσω από το Καλλιμάρμαρο. Κάναμε τα 2 τραγούδια παρέα και όταν έγραψα ολόκληρο τον δίσκο εγώ με τον Θάνο και άκουσε κάποια τραγούδια, μας είπε ότι θέλει να τον πει όλο εκείνος. Βρέθηκα πιτσιρικάς στο στούντιο με δύο θηρία. Ένιωσα σαν να είμαι ένας μικρός που του έχεις γεμίσει τις χούφτες με κέρματα σε ένα λούνα παρκ και του λες “παίξε ό,τι γουστάρεις”. Μπήκα στο στούντιο μαζί τους για 2 μήνες κι ένιωσα έναν απίστευτο σεβασμό από τη μεριά τους”.

Τι σε κάνει να τραγουδάς ακόμα; Θα μπορούσες να τα γράψεις όλα στ’ αρχίδια σου και να πας να ζήσεις σε ένα νησί, να ηρεμήσεις.

Βασίλης: “Δεν θα το έκανα ποτέ αυτό. Δεν ξέρω ακριβώς τι είναι. Είναι νομίζω ο τρόπος ζωής μου. Με αυτό θα πεθάνω. Με το να ψάχνω τραγούδια, να φτιάχνω τραγούδια, να ασχολούμαι. Ξέρεις έχω κάνει πολλές παραγωγές άλλων παιδιών”.

Οδυσσέας: “Και είναι και το στούντιο πέρα από τα live. Δεν νομίζω ότι υπάρχει άλλος να έχει κάνει τόσους δίσκους. Έχει ηχογραφήσει περίπου 900 τραγούδια. Και θα σου πω κάτι ακόμα για τον Βασίλη. Είναι ένας από τους ελάχιστους τραγουδιστές που σέβονται και τραγουδούν τα σύμφωνα. Όλοι πατάνε στα φωνήεντα γιατί πιστεύουν ότι εκεί θα φανεί η φωνάρα τους. Δεν σέβονται τη λέξη και την έκφραση. Ο Βασίλης λατρεύει και ξέρει πάρα πολύ καλά την ελληνική γλώσσα. Τραγουδάει και σέβεται ολόκληρη την λέξη, όπως της αρμόζει. Δεν είναι θέμα άρθρωσης, είναι θέμα σεβασμού στη γλώσσα. Επίσης δεν θα τραγουδήσει ποτέ κάτι που το θεωρεί ασύντακτο ή λάθος γραμματικά”.

Για το πολιτικό τραγούδι

Eurokinissi.gr

Ακούς μουσική, Βασίλη;

Βασίλης: “Θα έλεγα όχι. Έχω χρόνια να κάτσω να ακούσω. Και να σου πω και κάτι, δεν μου λείπει. Όταν έχω περίπου 200 εμφανίσεις τον χρόνο, ακούω ερευνητικά πια, όχι για τη δική μου ευχαρίστηση. Έχω μπουχτήσει από ευχαρίστηση και το λέω με την καλή έννοια. Όταν ακούω πλέον κάτι, θα σκεφτώ αν έπρεπε να έχω κάνει κι εγώ ένα τέτοιο. Ή θα σκεφτώ τι αηδία είναι κάτι και καλά που δεν έχω κάνει κάτι τέτοιο. Έχω ακούσει βέβαια και τα άντερά μου”.

Διάβαζα διάφορα για εσένα πριν έρθω να μιλήσουμε. Και ομολογώ ότι στα διάφορα κείμενα μοιράζουν τη ζωή σου σε κομμάτια, σε περιόδους. Σε εκείνη του ροκά, εκείνη που σε ενδιέφεραν τα κοινά. Κάνουν καλά;

Βασίλης: “Δεν ξέρω αν κάνουν καλά που το κάνουν. Σαφώς με ενδιαφέρουν πάντα τα κοινά. Βρίσκομαι πάντα εκεί που νομίζω ότι είμαι χρήσιμος”.

Απογοητεύεσαι;

Βασίλης: “Ναι αλλά όχι με πεσιμισμό. πεισμώνω και ξαναρχίζω. Η απογοήτευση είναι κατά κάποιο τρόπο ένας θάνατος. Αν απογοητευτώ και γίνω μοιρολάτρης, μετά τι θα γίνει; Θα τα παρατήσω και θα πω ότι αποτύχαμε όλοι στη ζωή μας;”

Οδυσσέα, έχει η κοινωνία τα ίδια ερεθίσματα με παλαιότερα για να γράψεις τραγούδια;

Οδυσσέας: “8 στα 10 τραγούδια παγκοσμίως έχουν γραφτεί για 5 – 6 αιτίες. Έρωτας, μοναξιά, φόβος, θάνατος και μερικές ακόμα. Ερεθίσματα φυσικά και υπάρχουν. Η κάθε εποχή έχει ανάγκη ίσως από άλλο τραγούδι. Η κάθε εποχή γέννησε τις φωνές και τα τραγούδια που έχει ανάγκη. Συχνά τα τελευταία χρόνια ακούμε τη μομφή ότι οι σύγχρονοι δημιουργοί δεν γράφουν πολιτικό τραγούδι και δεν μιλούν για την κρίση. Τη θεωρώ πολύ πρόχειρη κριτική”.

Γιατί πρόχειρη;

Οδυσσέας: “Κάποιοι εννοούν πολιτικό ένα τραγούδι που θα έχει μέσα τον στίχο “να καεί να καεί το μπουρδέλο η Βουλή”. Αυτό δεν είναι πολιτικό τραγούδι, είναι ένα κακό τραγούδι. Με το πολιτικό τραγούδι μεγάλωσα και το λατρεύω. Αλλά να σου πω και κάτι; Ξέρεις πόσα ερωτικά τραγούδια γράφτηκαν στην κατοχή; Ο κόσμος πεινούσε, οι Γερμανοί εκτελούσαν ανθρώπους κι εκείνοι κλείνονταν στα σπίτια κι έγραφαν ερωτικά τραγούδια. Γιατί; Ήταν δοσίλογοι ή γερμανοτσολιάδες; Δεν έκαναν ρεπορτάζ οι άνθρωποι, τραγούδια έγραφαν. Το τραγούδι και η τέχνη έχουν άλλη λειτουργία. Πολλές φορές δεν έχει σημασία η δική σου πρόθεση στο τραγούδι, όσο τι σου αποδίδει ο κόσμος και ποια είναι η χρήση του τραγουδιού από τον κόσμο”.

Δώσε μου ένα παράδειγμα.

Οδυσσέας: “Το τραγούδι που θα μας συσπειρώσει κάποια στιγμή όλους, γύρω από μια κοινή φωλιά και θα μας αθροίσει σε ένα ποτάμι που κατεβαίνει προς τα κάτω, είναι πάρα πολύ πιθανό να είναι ερωτικό. Στο Πολυτεχνείο, τα  soundtrack του Πολυτεχνείου, δεν ήταν τα ακλόνητα ρεφρέν του Μίκη. Ήταν δύο ριζίτικα τραγούδια, γραμμένα έναν αιώνα πριν. “Αγρίμια κια αγριμάκια μου” και “πότε θα κάνει ξαστεριά”. Το ένα λέγεται ότι ήταν γραμμένο για υπόθεση ζωοκλοπής. Κι αυτά τα δύο τραγούδια ήταν το soundtrack της εξέγερσης. Τα τραγούδια δεν παραγγέλνονται. Ο κόσμος είναι που το χρησιμοποιεί όπως θέλει”.

Βασίλη, από τον έρωτα, τον φόβο, την μοναξιά, τον θάνατο, τι είναι πιο δημιουργικό;

Βασίλης: “Όλα αυτά. Είναι όμως μόνο αυτές οι αιτίες που γράφονται τα τραγούδια, έχει δίκιο ο Οδυσσέας. Ένα τραγούδι δημοτικό που μιλάει για την Ιτιά, κρύβει μια μοναξιά”.

Οδυσσέας: “Θα σου πω ένα παράδειγμα. Το “1η Μαΐου” του Λοΐζου. Είναι ένα κομμάτι που μες στο κουπλέ μιλάει για τον Μάη του 68. Ενώ πηγαίνει έτσι το κομμάτι και μιλά για την εξέγερση, φτάνει στο ρεφρέν. Τι περιμένεις να ακούσεις στο ρεφρέν; Ότι θα τα χώσει χοντρά, ότι θα σκάσει ο πολιτικός στίχος που θα γκρεμίσει τη Βαστίλη. Και τι λέει ο στίχος; “Τρέχω στους δρόμους- ψάχνω στο πλήθος- πού ν´το κορίτσι που αγαπώ”. Και σου σηκώνεται η πέτσα. Μέσα στην εξέγερση, σκέφτεσαι ένα κορίτσι που ζαχάρωνες; Είναι ένα εγκόλπιο, ένα υπόδειγμα πολιτικού τραγουδιού αυτό. Κι είναι ο Βασίλης. Κοίτα πώς μπλέκονται όλα μεταξύ τους”.

Βασίλης: “Και το φινάλε του. ‘Κλείσε το τζάμι μην κρυώσει το παιδί”.

Οδυσσέας: “Είναι ένα υπόδειγμα του πώς συνδυάζονται όλα. Δεν μπορείς να το διαχωρίσεις αν είναι πολιτικό ή ερωτικό. Είναι αίσθημα”.

 

Τι φοβόσουν πιο πολύ στη ζωή σου;

Βασίλης: “Τον εαυτό μου. Κι ακόμα τον φοβάμαι. Το μυαλό μου να είναι στη θέση του”.

Οδυσσέας: “Η λέξη φόβος για εμένα αποκτά νόημα όταν κάνεις παιδιά. Όσο δεν έχεις παιδιά, είναι μια λέξη συνώνυμη της πολυτέλειας. Δεν υπάρχει πιο απόλυτος φόβος από την υγεία των παιδιών σου”.

Βασίλης: “Και γενικά μπορείς να πεις αυτό το σοφό που έχω τραγουδήσει. Το “φοβάμαι όλα αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα”, χωρίς τη θέλησή μου, χωρίς τη συμμετοχή μου. Είναι ένας καθημερινός φόβος των ανθρώπων, το “τι θα μου συμβεί αύριο”. Τώρα τελευταία λένε και “τι θα μου συμβεί σήμερα”.

Ο Τσε, ο Διονυσίου και τα μπουζούκια

Eurokinissi.gr

Τους συμπαθείς τους άλλους τραγουδιστές;

Βασίλης: “Και βέβαια τους συμπαθώ. Τους αληθινούς τους αγαπάω κιόλας. Τους αγαπάω πραγματικά γιατί τους πονάω, γιατί ξέρω ότι κι αυτοί πονάνε”.

Το σκέφτεσαι ποτέ ότι ο κόσμος σε ξέρει με το μικρό σου όνομα; Ότι δεν υπάρχει άλλος Βασίλης;

Βασίλης: “Το επώνυμο είναι και 16 γράμματα, είναι μεγάλο”.

Οδυσσέας: “Ο Βασίλης πρόλαβε την εποχή που χτίζονταν οι μύθοι. Πλέον δεν γίνεται αυτό. Στην Ελλάδα έχουμε συνηθίσει να μυθοποιούμε μόνο τους νεκρούς. Γιατί ένας νεκρός δεν μπορεί ποτέ να σε απογοητεύσει. Η διαδρομή του νεκρού δικαιώνει τις δικές σου ιδεολογικές επιλογές γιατί δεν πρόκειται ποτέ να πει κάτι για να σε διαψεύσει. Ο Βασίλης είναι ένας άνθρωπος που είναι 40 χρόνια στην πρώτη γραμμή, στη φθορά της καθημερινότητας. Το να καταφέρεις να έχεις μύθο μέσα σε αυτή τη φθορά, δεν είναι εύκολο. Νομίζω είναι ο τελευταίος”.

Πώς θες να σε έχει στο μυαλό του ο κόσμος; Κάποιοι στο γραφείο μού είπαν τη λέξη επαναστάτης.

Βασίλης: “Θα ήθελα να με έχει όπως με έχει ο πολύς ο κόσμος. Όλα τα υπόλοιπα είναι υπερβολές. Επαναστάτης ήταν ο Τσε. Θα ήθελα να με έχει σαν έναν άνθρωπο που του αρέσει η μουσική και η ποίηση και ψάχνεται πολύ σε αυτό”.

Οδυσσέας: “Αν κάνουμε πάντως ένα πείραμα και βάλουμε μπροστά από όλους τους Έλληνες ένα χαρτί και τους πούμε να γράψουν τις 20 κορυφαίες φωνές που πέρασαν από την Ελλάδα ποτέ, θα γράψουν όλοι οι Έλληνες 19 λαϊκές φωνές και τον Βασίλη. Έχει φτιάξει μια παράδοση στην Ελλάδα εντελώς μόνος του με έναν ήχο που δεν υπήρχε. Είναιο μοναδικός μη λαϊκός τραγουδιστής, που τον αγαπούν γιαγιά μάνα κόρη. Αυτό το πέτυχε γιατί αν μιλήσουμε καθαρά τεχνικά, είναι μια παγκόσμια φωνή”.

Γιατί έρχεσαι σε αυτό το μπαρ; (σημ. η συνέντευξη έγινε σε ένα μπαρ που συχνάζει)

Βασίλης: “Γιατί ξενυχτάει. Και βάζει και ελληνική μουσική. Από λαϊκά μέχρι σύγχρονα”.

Ο Οδυσσέας Ιωάννου θα πήγαινε ποτέ στα μπουζούκια;

Οδυσσέας: “Όχι. Αλλά όχι για λόγους ιδεολογικούς. Δεν περνάω καλά με τις ενορχηστρώσεις, με τις μελωδίες. Υπάρχουν βέβαια τραγούδια διαμάντια που τα έχω ζηλέψει πολύ. Θα ήθελα πολύ να έχω γράψει το “πού να πάω” του Θέμη Αδαμαντίδη. Υπάρχουν πάρα πολύ καλά τραγούδια. Υπάρχουν τεράστια τραγούδια που έχει πει ο Μητροπάνος. Απλά είναι ένας άλλος κώδικας τραγουδιού που δεν μου είναι οικείος. Ως κώδικας. Αν σε αυτό τον κώδικα προσθέσεις και το γεγονός ότι δεν μου αρέσει η αισθητική, θα καταλάβεις γιατί δεν θα περάσω καλά αν πάω”.

Εσύ, Βασίλη; Πηγαίνεις στα μπουζούκια;

Βασίλης: “Εγώ καμιά φορά πηγαίνω σε ταπεινά λαϊκά σκυλάδικα που πάνε οι νταλικέρηδες. Αλλά και εκεί, ξέρεις, στους μεγάλους ερωτικούς νταλκάδες που είχε πιτσιρικάς, πέρναγα ωραία. Αλλά τώρα, σε αυτή τη διαδικασία επίδειξης του πλούτου, όσο έχουν ακόμα, αισθητικά δεν μου πάει πιο πολύ ο κόσμος, απ’ ό,τι το πάλκο το ίδιο”.

Οδυσσέας: “Πρέπει βέβαια από κάποιο σημείο και ύστερα, να διαχωρίζουμε το προσωπικό μας γούστο από κάποιες αντικειμενικές αξίες. Έχω στο μυαλό μου ας πούμε έναν τραγουδιστή ο οποίος δεν με συγκίνησε ποτέ αλλά είναι τεράστιος τραγουδιστής. Ο Στράτος Διονυσίου. Όποιος πει ότι ο Διονυσίου δεν είναι τεράστιος λαϊκός τραγουδιστής είναι μικρόψυχος. Απλά ο κώδικας του λαϊκού τραγουδιού που τραγούδησε, δεν με έπιασε ποτέ”.

Βασίλης: “Έχει τραγούδια όμως που σε συγκινούν. Το “μυστικέ μου έρωτα”, το “Βρέχει φωτιά στη στράτα μου”.

Για να κλείσουμε με κάτι και πάλι σχετικό με το τραγούδι που με έφερε εδώ. Από τα δικά σου τραγούδια, υπάρχει άλλο που να σε πιάνει σαν το Μαμά;

Βασίλης: “Όλα με πιάνουν. Σου είπα, δεν έχω τραγουδήσει τίποτα που να μην το θέλω”.

Οδυσσέας: “Έχει τραγουδήσει ρε συ το “1η Μαΐου”. Τι να πούμε τώρα;”

Το ημερολόγιο που είχαν φτιάξει με το “1η Μαΐου”, το είχες πάρει χαμπάρι;

Βασίλης: “Ναι, ναι, γέλασα πάρα πολύ”.

Οδυσσέας: “Όταν το άκουσα πρώτη φορά νόμιζα ότι διακωμωδεί τον εαυτό του. Μετά κατάλαβα ότι δεν ήταν δικό του”.

Βασίλης: “Το ωραίο είναι όταν μπαίνει και στον Ιούνιο”.

Δεν ξέρω αν μπορείς να φέρεις στο μυαλό σου το χαμόγελο του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Αυτό το τόσο αυθόρμητο, παιδικό αλλά συνάμα και τόσο ζεστό χαμόγελο ενός ανθρώπου για τον οποίο ο καθένας έχει τη δική του εικόνα, τη δική του ιστορία. Αυτός ο άνθρωπος ήταν εκείνος που στεκόταν στην σκηνή στην πρώτη συναυλία της ζωής μου τον Ιούλιο του 1995, εκείνος που έκανε τη γιαγιά μου μερικά χρόνια αργότερα να μου λέει να μην ακούω “αυτά τα παλιοτράγουδα που βρίζουν”, εκείνος που βρέθηκε πρώτα σε κασέτα κι ύστερα σε CD στο ντουλάπι του αυτοκινήτου μου, εκείνος που με κάνει να βουρκώνω σαν μικρό παιδί κάθε φορά με τη φωνή του.

Με κάποιο τρόπο, όλοι μεγαλώσαμε με τον Βασίλη. Με τη διαφορά ότι εκείνος δεν μεγάλωσε ποτέ.

(Φωτογραφίες: Eurokinissi.gr)