ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Χάντερ Σ. Τόμσον, ένας τρελός που δεν πέθανε ποτέ​

Ένας απρόκλητος ύμνος στον παντρεμένο με την παράνοια μπαμπά της gonzo δημοσιογραφίας.

‘ΜΠΑΜ’. Ο Χάντερ Σ. Τόμσον πέθανε. Το ξεκίνημα του κειμένου μοιάζει με την πρώτη φράση του ‘Ξένου’. Αυτός που θα ήταν περήφανος για την τελευταία πράξη του Τόμσον όμως θα ήταν ο Χέμινγουεϊ και όχι ο Καμύ. Ο Τόμσον βέβαια χρησιμοποίησε ένα 45άρι (κάλιμπερ) για να δώσει τέλος στη ζωή του, ο Χέμινγουεϊ μια καραμπίνα. Ο πρώτος βαρέθηκε, πίστεψε πως είχε ολοκληρώσει το μύθο του, ο δεύτερος τρελάθηκε, ίσως δεν κατάλαβε ποτέ τη σημασία της ύπαρξής του σε αυτόν τον κόσμο.

(κεντρική φωτογραφία: AP Photos/Ed Andrieski)

Κάθε του βήμα άφηνε πίσω μια μυρωδιά από πυρίτιδα. Κάθε του χτύπημα στη γραφομηχανή ήταν ένα ακόμα χτύπημα στο στομάχι της Αμερικής και των ιδεών που είχαν συμπηχθεί με τον καιρό, χτίζοντας και γιγαντώνοντας το ‘αμερικανικό όνειρο’. Εκείνος, χτυπώντας το σαν μανιακό κτήνος για να το καταστρέψει, ξεκίνησε από τα γρανάζια και έφτασε στην κύρια μηχανή παραγωγής αυτού. Στην κορυφή, στον ίδιο τον πρόεδρο της Αμερικής. Τα κείμενά του έμοιαζαν με πυραυλικές μομφές απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας, ιδιαίτερα αυτής του Νίξον. Ενός εχθρού που λάτρευε να τιμωρεί με τις λέξεις του. Ήταν ένας ναρκωμένος και κωμικός γραφιάς, μπολιασμένος με μια ιερόσυλη οργή που παραδόξως έβλεπε γύρω του κρυστάλλινα, καταγράφοντας χωρίς να το ξέρει την πορεία του ως δημοσιογράφος, συγγραφέας και άνθρωπος αλλά και τις απαιτήσεις που είχε από τον ίδιο του τον εαυτό, κάτι που, όπως αποδείχθηκε, του αφαίρεσε τη ζωή.

​Πριν ακουστεί το προτελευταίο μπαμ στη ζωή του Τόμσον το 2005, ο αντισυμβατικός χαρακτήρας του είχε αγοράσει ένα εισιτήριο διαρκείας με την τρέλα. Κάθε κούρσα μαζί της έκανε τη σχέση τους πιο δυνατή και αυτό γιατί ο Τόμσον αποφάσισε εξαρχής να την έχει δίπλα του ως σύντροφο και όχι εγκλωβισμένη στο μυαλό του. Με ένα τσιγάρο στο στόμα, πολλές φορές σπασμένο στη μέση, ο ‘gonzo’ τύπος της δημοσιογραφίας έπλαθε ιστορίες που βρίσκονταν μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, ιστορίες καθαρτηρίου μεταξύ κόλασης και παραδείσου.

​(gonzo journalism: δημοσιογραφία στην οποία ο δημοσιογράφος είναι το κύριο πρόσωπο της ιστορίας)

“Ας πιούμε στην υγειά των τρελών, των απροσάρμοστων, των επαναστατών, των ταραχοποιών”. Ίσως οι λέξεις αυτές, γραμμένες από τον Τζακ Κέρουακ, έβγαιναν από το στόμα του Τόμσον κάθε φορά που έπινε μία από τις πολλές μαργαρίτες που ακολουθούσαν, ή όταν γέμιζε το ποτήρι του με το ξεχασμένο από το προηγούμενο βράδυ Σίβας που βρισκόταν πάνω στο γραφείο του. Ήταν ένας απροσάρμοστος που τόλμησε να ρισκάρει, χρησιμοποιώντας την ελευθερία πριν αυτή πεθάνει στα χέρια του. Ένας σκληροπυρηνικός δαμαστής της παράνοιας λίγο πριν αυτή γίνει καθημερινότητα και δηλώσει κάπως αμήχανα πως “the myth is taking over”, την ώρα που ένα φιαλίδιο με κοκαΐνη έπεφτε στο έδαφος.

Στα κείμενά του όλα παίρνουν μορφή, χρώματα και ταχύτητα. Μια απόλυτη φυσικότητα πηγάζει ακόμα και στις σελίδες που γράφουν για νυχτερίδες μέσα στον σκληρό ήλιο του μεσημεριού σε μια απέραντη έρημο. Σαν από ταινία πριν γίνει ταινία, ο Τόμσον δίδαξε σε πολλούς -κυρίως δημοσιογράφους- πως για να πετύχεις ή να γράψεις κάτι, πρέπει πρώτα να το ζήσεις. Καμία ιδέα, καμία πρόταση δεν φαίνεται να βγήκε από το μπερδεμένο του κεφάλι με αναγκαστική καισαρική τομή. Όλα βγήκαν φυσικά, χωρίς πίεση και την κατάλληλη στιγμή.

Φόβος και Παράνοια σε έναν κόσμο που το μελάνι του Ραλφ Στέντμαν μοιάζει απαρηγόρητο και ανίκανο να αποτυπώσει σε ένα χαρτί το χαώδες τοπίο που εμφανίζεται σαν καθρέφτης στα μάτια του Τόμσον κάθε φορά που αντικρίζει την ανθρωπότητα. Αλλοιωμένα πρόσωπα, νυχτερίδες, ποτά, ναρκωτικά και στο βάθος, κάτω από μια μικροσκοπική πέτρα χωμένη στην άμμο της Νεβάδα να φυτρώνει σαν άνθος το ‘αμερικανικό όνειρο’. Εκείνος είναι σκυφτός, με το καπέλο ψαρέματος να καλύπτει τα θλιμμένα του μάτια, το τσιγάρο του στο τασάκι και το μυαλό του παίζει σε επανάληψη τη νίκη του Νίξον στις εκλογές.

(“He Was a Crook’: ένα από τα πιο γνωστά κείμενα του Τόμσον στο περιοδικό Rolling Stone για τον πρόεδρο Νίξον, AP Photos/Harvey George)

“Ένας ήρωας δεν είναι ποτέ ίδιος με τον συγγραφέα που τον δημιούργησε”, είχε γράψει κάπως επιπόλαια ο Καμύ, χωρίς να γνωρίζει βέβαια πως θα γεννηθεί ο Χάντερ Στόκτον Τόμσον. Ο Πολ Κεμπ από το ‘The Rum Diary’, ο Ραούλ Ντιούκ από το ‘Fear and Loathing in Las Vegas’, ακόμα και οι φίλοι και οι συνεργάτες που επέλεξε ο Τόμσον να τον συντροφεύσουν στα 67 χρόνια συνεχούς και εξαντλητικής έντασης, ήταν ο ίδιος του ο εαυτός.

Το αυτοκαταστροφικό πνεύμα που γεννήθηκε για να εκνευρίζει, ένωσε 20ο και 21ο αιώνα με λέξεις που ντρόπιαζαν οτιδήποτε κίβδηλο έβρισκαν απέναντί τους. Απεριόριστο θράσος, μάλιστα από αυτό αποκόμισε σπασμένα πλευρά γιατί επί δύο χρόνια κατέγραφε τα πεπραγμένα των Hell’s Angels, μιας συμμορίας μοτοσικλετιστών. Παθιασμένος με τα όπλα, θα ήταν ειρωνεία για τον ίδιο αν δεν κατέφευγε στο θάνατο ζητώντας λύτρωση από αυτά. Οπλοκατοχή μπορεί να θεωρηθεί και η γραφομηχανή του. Αν ήταν εν ζωή, ο Νίξον θα το επιβεβαίωνε. Ο Τζωρτζ Μπους το βίωσε, ο Ντόναλντ Τραμπ τη γλίτωσε.

(​’The crazy never die’, AP Photos/Dave Alloca)

“Όχι άλλα παιχνίδια. Όχι άλλες βόμβες. Όχι άλλο περπάτημα. Όχι άλλη πλάκα. Όχι άλλο κολύμπι. Εξήντα επτά. Αυτά είναι δεκαεπτά χρόνια μετά τα πενήντα. Δεκαεπτά χρόνια από όσα ήθελα ή χρειαζόμουν. Είναι βαρετά. Γκρινιάζω συνέχεια. Δεν έχει πλάκα, για κανέναν. Εξήντα επτά. Γίνεσαι άπληστος. Πράξε ανάλογα με την ηλικία σου. Ηρέμησε. Δεν θα πονέσει”.

​’ΜΠΑΜ’. Αυτό ήταν το τελευταίο. Οι στάχτες του Χάντερ Στόκτον Τόμσον βρίσκονται στον αέρα. Μια γροθιά με δύο αντίχειρες ελευθέρωσαν το βάνδαλο πνεύμα του στον μαύρο ουρανό του Κολοράντο. Έφυγε κάνοντας θόρυβο, όπως πάντα.

(o Τόμσον εξηγεί από νεαρή ηλικία το πλάνο της κηδείας του, στο 2:10 πραγματοποιείται η έκρηξη)