SHUTTERSTOCK
LONGREADS

Η τελευταία εκτέλεση θανατοποινίτη στην Ελλάδα

Ο Μένιος Σακελλαρόπουλος ανοίγει τα κιτάπια του και ασχολείται με την ιστορία του Βασίλη Λυμπέρη τον Αύγουστο του 1972.

Εκείνα τα παλιά χρόνια στα θρανία της Νομικής, τότε που κουβεντιάζαμε συχνά για αποτρόπαια εγκλήματα, μπορεί να κάναμε τρομερές πλάκες στα μαθήματα που δεν μας κέντριζαν το ενδιαφέρον (ποιος έδινε σημασία στο Ρωμαϊκό ή το Διοικητικό Δίκαιο), αλλά κάθε φορά που μπαίναμε στο αμφιθέατρο για να παρακολουθήσουμε Ποινικό Δίκαιο, επικρατούσε μια ασυνήθιστη ησυχία. Το ίδιο συνέβαινε και στα μαθήματα της Εγκληματολογίας και της Ανακριτικής, αφού πολλοί τα θεωρούσαν ιεροτελεστία, το απαύγασμα (!) της νομικής επιστήμης.

Το μάθημα που θυμάμαι σαν τώρα στο Ποινικό, ήταν εκείνο που αφορούσε τη θανατική ποινή, με τον καθηγητή να κάνει μια πληρέστατη αναφορά στις εκτελέσεις στην Ελλάδα. Το άρθρο 50 ΠΚ -υπογραμμισμένο από τότε στον Κώδικα- ανέφερε χαρακτηριστικά ότι “Η θανατική ποινή εκτελείται επί παρουσία μόνον των επιτετραμμένων την εκτέλεσιν αρχών“.

Ο κύριος καθηγητής λοιπόν εξηγούσε ότι το άρθρο παραμένει σε ισχύ, παρότι είχε περάσει μια δεκαετία από την τελευταία εκτέλεση. Σ’ αυτήν στάθηκε για ιστορικούς λόγους κι ήταν μια ανατριχιαστική περιγραφή του τελευταίου θανατοποινίτη που εκτελέστηκε στη χώρα μας, του Βασίλη Λυμπέρη, στις 25 Αυγούστου 1972, στην περιοχή Τρία Αοράκια στην Κρήτη.

Δεν θα πρέπει να ζούσε εκείνος ο ηλικιωμένος σοφός άνθρωπος όταν στις 16 Δεκεμβρίου 1993 η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου με το νόμο 2172 κατήργησε τη θανατική ποινή, που ίσχυε από τον τελευταίο νόμο του 1929! “Ήταν μια καθαρά ανθρωπιστική πράξη” όπως έλεγαν οι αναλυτές εκείνης της εποχής, αλλά στην πορεία των χρόνων πολλοί άνθρωποι, μπροστά σε ανατριχιαστικά εγκλήματα θεωρούσαν ότι για κάποια ανθρωπόμορφα κτήνη- βιαστές και δολοφόνοι ανηλίκων για παράδειγμα- έπρεπε κατ’ εξαίρεση να υπάρχει θανατική ποινή.

Αλλά τίποτα δεν είναι απλό όταν κάποιοι καλούνται να εκτελέσουν έναν άνθρωπο, ακόμα και δολοφόνο. Κι έχουν να το λένε όσοι βρέθηκαν σ’ εκείνη την τελευταία εκτέλεση του Βασίλη Λυμπέρη.

Το φρικτό έγκλημα

Πάμε λοιπόν να ξετυλίγουμε το κουβάρι για να θυμηθούμε εκείνο το χάραμα στο μακρινό 1972, τότε που ο 27χρονος δολοφόνος των δύο παιδιών του, της γυναίκας του και της πεθεράς του είδε τον ήλιο για τελευταία φορά. Ναι, τον ήλιο, γιατί σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο, τον 3861/1929 ‘περί εκτελέσεως της θανατικής ποινής’, οριζόταν ως ώρα της εκτέλεσης η στιγμή που χαράζει, ώστε ο μελλοθάνατος να αντικρίσει για τελευταία φορά τον ήλιο. Ίσως ο νομοθέτης να φοβόταν το σκοτάδι. Γιατί τι τον νοιάζει τον μελλοθάνατο ο ήλιος, όταν εκείνη τη στιγμή τρέμει ολόκληρος;

Ο Λυμπέρης λοιπόν, που είχε γνωρίσει τη γυναίκα του Βασιλική σε θάλαμο νοσοκομείου, όπου και οι δύο είχαν νοσηλευόμενο τον πατέρα τους, θεωρούσε ότι η αιτία του μετέπειτα χωρισμού με τη σύζυγό του ήταν η πεθερά του “που της έβαζε λόγια, της μιλούσε άσχημα για μένα, την επηρέασε και τελικά απομάκρυνε τη γυναίκα μου“.

Έτσι, κι αφού είχαν προηγηθεί τρομερές προστριβές, αποφάσισε να τους τιμωρήσει. Ήταν 4 Ιανουαρίου 1972 -πέντε μέρες πριν την εκδίκαση του διαζυγίου- όταν με τρεις συνεργούς του πήγε στο σπίτι της πεθεράς του στο Χαλάνδρι. Στην κρύα χειμωνιάτικη νύχτα όλοι είχαν πέσει να κοιμηθούν από νωρίς. Μπήκε με προσεκτικές κινήσεις στο σπίτι, άδειασε τρία μπιτόνια με βενζίνη και πέταξε ένα σπίρτο. Τα πάντα στις φλόγες, παρανάλωμα, κόλαση. Κυριολεκτικά πλέον.

Η πεθερά του Αντιγόνη, 55 ετών, και τα δύο μωρά παιδιά, η Παναγιώτα δυόμιση ετών και ο Γιώργος δώδεκα μηνών, πέθαναν ακαριαία με έναν φρικτό τρόπο. Η σύζυγός του Βασιλική, 24 ετών, έζησε για λίγες ώρες κι εκείνη αποκάλυψε στο νοσοκομείο το τρομακτικό έγκλημα σε μία θεία της καλόγρια, που πήγε αμέσως στη Χωροφυλακή κι έτσι συνελήφθη ο Λυμπέρης. Τον βρήκαν με ίχνη καψίματος στο πρόσωπο και είπε ότι ήταν από το γκαζάκι του καφέ. Η υπόθεση συγκλόνισε το πανελλήνιο, που διψούσε για λεπτομέρειες. Το αίμα ήταν πάντα μαγνήτης.

Η αδιανόητη αυτή ιστορία έφτασε στο Πενταμελές Κακουργιοδικείο της Αθήνας πολύ γρήγορα, στις 6 Μαΐου 1972, με τον εικοσιεπτάχρονο δράστη να ισχυρίζεται ότι δεν γνώριζε ότι στο σπίτι ήταν τα παιδιά του. Όμως οι συνεργοί του ομολόγησαν ότι γνώριζε τα πάντα κι ότι θα τους αγόραζε από μία λιμουζίνα (!), παίρνοντας την περιουσία της πεθεράς του. Οι λεπτομέρειες στο Κακουργιοδικείο ήταν συγκλονιστικές, με τον Λυμπέρη να ακούει ανέκφραστος την ποινή μετά το τέλος της ακροαματικής διαδικασίας: τετράκις εις θάνατον, από μία φορά για καθένα από τα θύματα ξεχωριστά. Αλλά δεν είχε τέσσερις ζωές.

Ίδια ποινή επιβλήθηκε και στον ένα από τους συνεργούς του, τον 18χρονο Παύλο Αγγελόπουλο, καθώς θεωρήθηκε ότι ήταν ο άμεσος βοηθός στην πράξη του.

Το πικρό γράμμα

Την παραμονή της εκτέλεσής του, προγραμματισμένη για το χάραμα της 25 ης Αυγούστου, ο Λυμπέρης, που ένιωσε ότι η ζωή του έφτασε στο τέλος της, ζήτησε από έναν δεσμοφύλακα μολύβι και χαρτί για να γράψει ένα γράμμα αποχαιρετισμού προς τη μητέρα του. Ήταν το τελευταίο κείμενο της ζωής του, με τρεμάμενο χέρι.

Αγαπημένη μου μητέρα, σε πίκρανα και σε γέμισα πόνο και θλίψη, καθώς και τον πατέρα, τα αδέλφια μου, τον Γιάννη, τη Σοφία, το Φλωράκι και τη νονά. Μητέρα, θα πρέπει να ξέρεις πως βρισκόμαστε στην κοιλιά της Κλαυθμώνος. Κλαυθμυρισμός είναι η πρώτη φωνή την οποία εκβάλλει ο άνθρωπος, όταν αφήνει τα μητρικά σπλάχνα και ως ύπαρξις ιδιαιτέρα καταλαμβάνει θέσιν εις τον κόσμον αυτόν. Η πείρα της καθημερινής ζωής και η ιστορία της ανθρωπότητος τι άλλο μαρτυρούν παρά το ότι ο πόνος και η θλίψις είναι ο αχώριστος σύντροφος του ανθρώπου επί της γης. Κουράγιο μητέρα και στήριξε την ελπίδα σου στον παρήγορον Ιησούν Χριστόν, όπως την στηρίζω και εγώ. Προσευχήσου όπως προσεύχομαι και εγώ και θυμήσου ότι η Παναγία διήλθε την ψυχικήν ρομφαία, όταν αντίκρισε εις τον Σταυρόν νεκρόν τον Μονογενή Υιόν της. Ευχαριστώ και αναγνωρίζω τον αγώνα που δώσατε όλοι για την δικαίωσίν μου. Μην τρομάζετε με τα λόγια των κριτών μου, γιατί και αυτοί θα κριθούν. Υπεράνω όλων βρίσκεται ο Θεός και Θεού θέλοντος τελείται κάθε απόφαση. Ευχαριστώ και τον υπέροχο κύριο Θεοδώρου, τον συνήγορό μου, που έδωσε πραγματική μάχη για μένα και τον θεωρώ νικητή και όχι ηττημένο. Και μην ξεχνάς μητέρα, ότι ο Θεός επιτρέπει τον πόνο και την θλίψιν, χαρίζει όμως και υπόσχεται την ελπίδα και υπομονή. Υπομονή, λοιπόν, μητέρα και θα δοξάσουμε όλοι τον Θεό μια μέρα. Βασίλειος Λυμπέρης“.

Άφησε το γράμμα στο κρεβάτι του και ζήτησε τον ιερέα της ενορίας Κωνσταντίνο Ασπετάκη για να τον κοινωνήσει. Με δάκρυα στα μάτια τον παρακάλεσε να τον συγχωρέσουν ο Θεός και οι άνθρωποι για τη φρικτή πράξη του.

Οι τελευταίες ώρες

Δεν κατάφερε να κλείσει μάτι στο κελί του, ξέροντας ότι είναι οι τελευταίες ώρες της ζωής του. Κάθε δευτερόλεπτο δεν θα επέστρεφε ποτέ και αυτό το συναίσθημα είναι συγκλονιστικό. Ακριβώς στις 4.20, αξημέρωτα ακόμα, μπήκε στο κελί του ο αρχιφύλακας Γιάννης Καβαλιεράκης ο οποίος, συγκλονισμένος κι αυτός, τον οδήγησε στο γραφείο του διευθυντή των φυλακών. Εκεί βρίσκονταν ο αντιεισαγγελέας Πρωτοδικών Ηρακλείου Α. Νικολόπουλος, ο γραμματέας της Εισαγγελίας, ο Διοικητής Χωροφυλακής και ο νεαρός ιερέας Εμμανουήλ Ανδριανάκης.

Του ανακοινώθηκε η απόφαση της εκτέλεσης και η ακριβής ώρα. Κοίταξε το ρολόι που έτρεχε δαιμονισμένα. Τα δευτερόλεπτα κάλπαζαν. Η μαρτυρία του ιερέα ήταν συγκλονιστική: “Μόλις άκουσε τις λεπτομέρειες κατέρρευσε και σωριάστηκε σε μία καρέκλα, έχοντας παραλύσει τελείως. Ήταν τόσο αδύναμος, ώστε δεν μπορούσε να ανάψει το τσιγάρο που κρατούσε στο χέρι του και το άφησε πάνω στο γραφείο“.

Παρέμεινε εκεί λίγη ώρα ακόμα και ακριβώς στις 5.15΄ άνοιξε η πόρτα του γραφείου. Έσερνε τα βήματά του δίπλα στους δύο χωροφύλακες που τον συνόδευαν και τον έβαλαν σε ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο που τον μετέφερε στον τόπο της εκτέλεσης, το πεδίο βολής της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού στην περιοχή ‘Δύο Αοράκια’. Είχε ιδρώσει ο ίδιος, το λευκό του πουκάμισο και το μαύρο παντελόνι του, ενώ έτριβε τα αξύριστα γένια του. Είχε παραλύσει.

Ήδη από την παραμονή ο διοικητής είχε καλέσει όλους τους στρατιώτες του λόχου για να βρει τους εθελοντές του εκτελεστικού αποσπάσματος. Ο λόγος του ήταν σκληρός, αφού περιέγραψε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τα εγκλήματα του Λυμπέρη και τη φρικτή δολοφονία τεσσάρων ανθρώπων

Σ’ αυτόν τον τρομερό εγκληματία αξίζει παραδειγματική τιμωρία“, ήταν η τελευταία φράση του. Υπήρξε και κάτι συγκλονιστικό, εκεί που και η ψυχιατρική δυσκολεύεται να απαντήσει. Τριάντα στρατιώτες προθυμοποιήθηκαν να πάρουν μέρος στην εκτέλεση, για να επιλεγούν τελικά δώδεκα. Εθελοντές εκτελεστές. Πίσω από την πομπή των τριών αυτοκινήτων της χωροφυλακής που μετέφερε τον θανατοποινίτη Λυμπέρη και όσους θα παραβρίσκονταν στην εκτέλεση, ακολουθούσε ένα ταξί, στο οποίο βρίσκονταν ο τότε δικαστικός συντάκτης της εφημερίδας ‘Τα Σημερινά’ Νίκος Γερακάρης (που είχε την αποκλειστική πληροφορία για την εκτέλεση από φίλο του εισαγγελέα) και ο φωτορεπόρτερ Βασίλης Καραμανώλης. Είχαν σηκωθεί στις 3 το πρωί αλλά πιθανότατα δεν είχαν κλείσει μάτι. Θα παρακολουθούσαν την πρώτη (και τελευταία) εκτέλεση στη ζωή τους, με το στομάχι τους δεμένο κόμπο.

Όταν ο Λυμπέρης έφθασε στον τόπο της εκτέλεσης, τον πλησίασε ο γιατρός για να τον εξετάσει, αφού σύμφωνα με τον κανονισμό ο μελλοθάνατος θα έπρεπε να είναι υγιής κατά τη στιγμή της εκτέλεσής του. Σε διαφορετική περίπτωση η διαδικασία αναβαλλόταν. Κι αφού όλα πήγαιναν σύμφωνα με το πρόγραμμα, ο αντιεισαγγελέας πλησίασε τον Λυμπέρη και τον ρώτησε αν έχει κάποια τελευταία επιθυμία. Εκείνος, ένα φάντασμα στην πραγματικότητα, δεν είχε τη δύναμη ούτε να καπνίσει.

Αλλά πριν ξεκινήσει η διαδικασία, οι τρομερές στιγμές τον λύγισαν και ζήτησε να του δέσουν τα μάτια. Ο επικεφαλής του αποσπάσματος του κάλυψε το πρόσωπο με ένα λευκό μαντήλι .Πριν του δέσουν τα μάτια είχε δει απέναντί του δώδεκα τυφέκια, αλλά μόνο τα έξι είχαν σφαίρες. Όμως αυτό απασχολούσε τους στρατιώτες, όχι τον ίδιο.

Η εκτέλεση

Οι λέξεις έφεραν ανατριχίλα σε όλους. “Οπλίσατε, επί σκοπόν“. Ο ιερέας Εμμανουήλ Ανδριανάκης δεν θα ξεχάσει ποτέ όσο ζει εκείνες τις στιγμές: “Όταν άρχισαν τα παραγγέλματα κάποιοι κρύφτηκαν πίσω από το στρατιωτικό όχημα για να μην βλέπουν. Τα όπλα, τύπου Μ- 1, ‘χόρευαν’ στα χέρια των αντρών του εκτελεστικού αποσπάσματος. Εγώ έψελνα την προσευχή και τα μάτια μου ήταν στραμμένα σ’ αυτόν τον άνθρωπο. Δεν αντέδρασε, δεν πανικοβλήθηκε, δεν φώναξε. Παραδόθηκε στη μοίρα του“.

Η τρομακτική λέξη ‘πυρ’ εξαφανίστηκε μέσα στην φρικαλέα ομοβροντία των πυροβολισμών. Κι οι λέξεις του ιερέα, σφαίρες κι αυτές: “Οι σφαίρες γάζωσαν το σώμα του, έπεσε στο έδαφος σφαδάζοντας. Πως είναι ένα κοτόπουλο που του κόβεις το λαιμό και χτυπιέται κάτω, έτσι ήταν το σώμα του Λυμπέρη“. Ακούστηκε μια σπαρακτική φωνή που έκανε τους πάντες να ανατριχιάσουν: “Βασίλη μου!“.

Ήταν η μητέρα του Λυμπέρη, παρούσα στο κορυφαίο δράμα της ζωής της, να νιώθει την καρδιά της να θρυμματίζεται και να χύνεται και το δικό της αίμα μπροστά στο νεκρό παιδί της. Αλλά το μαρτύριο δεν τελείωσε εκεί. Έπρεπε, σύμφωνα με το νόμο, να δοθεί και η χαριστική βολή. Ο έφεδρος υπολοχαγός που έπρεπε να ολοκληρώσει αυτή τη φρικτή διαδικασία λύγισε και διέταξε τον επιλοχία να το κάνει. Ο τόπος μύριζε μπαρούτι και θάνατο. Όμως κι ο επιλοχίας έτρεμε ολόκληρος. Άφησε το περίστροφο που κρατούσε και πήρε ένα αυτόματο όπλο, στρέφοντας το βλέμμα του αλλού και όχι στον ήδη νεκρό Λυμπέρη. Έφυγαν από το τρέμουλό του τρεις σφαίρες, παραμορφώνοντας το κρανίο του νεκρού. Η ταραχή του ήταν τόσο έντονη, ώστε για πολλούς μήνες μετά ήταν σε κατάσταση σοκ, αδυνατώντας να κοιμηθεί, με αποτέλεσμα να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του για διάστημα έξι μηνών.

Το πτώμα μεταφέρθηκε στο νεκροταφείο της Νέας Αλικαρνασσού, όπου ήταν ήδη η μητέρα του κι ο αδελφός του με τη γυναίκα του. Τότε ξέσπασε ξανά η Σοφία Λυμπέρη: ‘Βασίλη μου, πού είσαι; Τι σου κάνανε;

Αργότερα, τα οστά του τοποθετήθηκαν στο οστεοφυλάκιο του νεκροταφείου, σε ένα κιβώτιο με τη φωτογραφία του. Εκείνη την ημέρα στη φυλακή ουδείς κρατούμενος πήγε στο συσσίτιο, τα μεγάφωνα της φυλακής σταμάτησαν να παίζουν μουσική ενώ κατά τον προαυλισμό όλοι στέκονταν ακίνητοι. Την ίδια μέρα και ώρα επρόκειτο να εκτελεστεί στην Κέρκυρα και ο συνεργός του Λυμπέρη, ο Παύλος Αγγελόπουλος, που είχε την ίδια ποινή. Είχε κατατεθεί και για εκείνον αίτηση προς το Συμβούλιο Χαρίτων, η οποία επίσης απορρίφθηκε, όπως και του Λυμπέρη, με ψήφους 4 προς 3. Τη γνωμοδότηση του συμβουλίου είχε υπογράψει ο υπουργός Δικαιοσύνης Άγγελος Τσουκαλάς, αλλά δεν την επικύρωσε ο αντιβασιλέας, δικτάτορας Παπαδόπουλος, επειδή δεν είχε συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του κατά τη στιγμή της τέλεσης του εγκλήματος κι έτσι η εκτέλεση ανεστάλη. Τρία χρόνια αργότερα, το 1975, η θανατική ποινή μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 του απονεμήθηκε χάρη και αποφυλακίστηκε, έχοντας μείνει πάνω από 20 χρόνια στη φυλακή.

Αυτή ήταν η συγκλονιστική ιστορία του Λυμπέρη, που όταν στεκόταν μπροστά στο απόσπασμα δεν γνώριζε ότι θα είναι ο τελευταίος δράστης που εκτελείται. Από τότε πέρασαν 46 ολόκληρα χρόνια. Οι άνθρωποι συνέχισαν να σκοτώνουν, το Εγκληματολογικό να έχει απίστευτο όγκο δουλειάς (!) κι οι δικαστές να γνωρίζουν ότι ακόμα κι αν επιβάλλουν σε κάποιον τη θανατική ποινή, αυτή θα μετατραπεί. Άλλωστε έχουν αποφυλακιστεί ακραίοι δολοφόνοι μετά από κάποια χρόνια, επιστρέφοντας στη ζωή τους. Έκαναν οικογένειες, παιδιά, είναι πια ανάμεσά μας.

Πολλοί πάντως έχουν σκεφτεί κατά καιρούς το πόσο φτηνή έγινε η ζωή. Φόνος για το τίποτα, έγκλημα για δέκα ευρώ ή για μια κουβέντα του απέναντι. Να έπαιξε το ρόλο της η κατάργηση της θανατικής ποινής και η βεβαιότητα ότι όποιο κι αν είναι το έγκλημα, ο δράστης θα είναι ελεύθερος σε μερικά χρόνια; Ας το βρουν οι νομοθέτες…