LONGREADS

Μπήκαμε στα άδυτα του περιοδικού ‘Κυνηγεσία και Κυνοφιλία’

Το θρυλικό έντυπο για κάθε κυνηγό που μετράει 57 χρόνια ιστορίας και αντέχει στα δύσκολα, μας άνοιξε τις πόρτες του.

Όπως όλα τα παιδιά που υπήρξαν εθισμένα με τα αθλητικά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘90, έτσι κι εγώ, μεγάλωσα γνωρίζοντας απ’ έξω το πρόγραμμα της ΕΡΑ ΣΠΟΡ.

Τις Κυριακές που η οικογένεια τις περνούσε στην ταβέρνα, με τον αδερφό μου τρώγαμε βιαστικά και κλεινόμασταν στο αυτοκίνητο για να πιάσουμε την συχνότητα του κρατικού ραδιοφώνου, περιμένοντας να ακούσουμε τις μαγικές λέξεις: “Γκολ στο Καραϊσκάκη”.

Τίποτα δεν μπορούσε να μας αποσπάσει την προσοχή από τον αγώνα και τις εικόνες που φτιάχναμε γι’ αυτόν. Ή μάλλον,σχεδόν τίποτα. Όταν έπαιζαν οι διαφημίσεις, υπήρχε ένα συγκεκριμένο σποτάκι που πάντα κατάφερνε να μας κερδίσει για λίγο απ’ το χορτάρι και τους ήρωες που κλωτσούσαν τη μπάλα πάνω του.

Ήταν η προαναγγελία του νέου τεύχους του περιοδικού ‘Κυνηγεσία και Κυνοφιλία’, το οποίο μάλιστα είχε -και εξακολουθεί να έχει- τη δική του θέση στο πρόγραμμα του σταθμού.

Από τότε, το περιοδικό είχε στα μάτια μου τις διαστάσεις του θρύλου. Προσπαθούσα να κατασκευάσω στο μυαλό μου την εικόνα των ανθρώπων που γράφουν εκεί, των αναγνωστών, των ακροατών που καλούν τα ξημερώματα για να συζητήσουν για το κυνήγι, αλλά και των ίδιων των κυνηγών που μαθαίνουν όλα τα νέα για μπεκατσόσκυλα.

Τα χρόνια πέρασαν, περιοδικά άνοιξαν και έκλεισαν, όμως η ‘Κυνηγεσία και Κυνοφιλία’ παραμένει εδώ, δυνατή και σταθερή, μαζί με αρκετές από τις παιδικές μου απορίες σχετικά με το σύμπαν που περιβάλλει το ιστορικό έντυπο.

Ποιος έχει τις τύχες του περιοδικού; Ποιοι το διαβάζουν; Πώς έχει αντέξει τόσες δεκαετίες; Πόσος κόσμος κυνηγάει τελικά στην Ελλάδα και ποιες είναι οι ανησυχίες των κυνηγών; Γίνεται να είσαι και κυνηγός και φιλόζωος;  Υπάρχουν και κακοί κυνηγοί;

(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)

Περισσότερα από 20 χρόνια από τότε που άκουσα για πρώτη φορά τη φράση “Μη χάσετε αυτό το μήνα στο τεύχος της ‘Κυνηγεσίας και Κυνοφιλίας’”, βρέθηκα στα γραφεία της ‘Α-Ω εκδόσεις΄, η οποία έχει τις τύχες του περιοδικού από το 1995 κι έπειτα, για να απαντήσει σε όλες μου τις ερωτήσεις ο καταλληλότερος άνθρωπος: ο εκδότης του περιοδικού και φυσικά φανατικός κυνηγός, Νίκος Λελούδας.

Η ιστορία του περιοδικού: 57 χρόνια πριν

Ο κ. Λελούδας

Η ‘Κυνηγεσία και Κυνοφιλία’ δεν είναι απλά ένας ιστορικός τίτλος στο χώρο των ελληνικών μέσων. Είναι ο ιστορικότερος, με περισσότερο από μισό αιώνα στις πλάτες του. Με τη βοήθεια του κ. Λελούδα, ξετυλίξαμε το νήμα απ’ την αρχή του.

Το περιοδικό κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1960, έχει συμπληρώσει 57 χρόνια συνεχούς παρουσίας και είναι ο αρχαιότερος τίτλος που υπάρχει και προσφέρεται στα περίπτερα όλης της χώρας σαν έντυπο

Το περιοδικό ήρθε στα χέρια μου το 1995. Το είχε ξεκινήσει ένας κτηνίατρος, πολύ αξιόλογος άνθρωπος, ο Σταύρος Μπασουράκος, ένας απ’ τους πρώτους κτηνιάτρους που υπήρξαν στην Ελλάδα. Προσπάθησε να προωθήσει την έννοια της κυνοφιλίας, που ήταν στα σπάργανα ακόμα, και να κάνει και κάποιες εκθέσεις σκύλων. Όταν ξεκίνησε να εκδίδεται το περιοδικό μάλιστα, λεγόταν απλά ‘Κυνοφιλία’. Όταν διοργάνωσε όμως την πρώτη έκθεση, το 80 με 90% των σκύλων που προσήλθαν ήταν κυνηγετικές φυλές. Ήταν μονόδρομος λοιπόν να ονομάσει το περιοδικό ‘Κυνηγεσία και Κυνοφιλία’ και να ασχοληθεί και με τα κοινά του κυνηγίου, παράλληλα με την έννοια της κυνοφιλίας”.

Ο Σταύρος Μπασουράκος, είχε τις τύχες του περιοδικού από το 1960 μέχρι και το 1995, όταν και πια έκανε τον κύκλο του και δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στις ραγδαίες εξελίξεις στον χώρο των εντύπων. Είχε φτάσει και σε μια ηλικία, δεν είχε πια το κουράγιο και την όρεξη και έλαβε την απόφαση να το πουλήσει. Τον Σταύρο Μπασουράκο τον γνώριζα μόνο εξ αποστάσεως, επειδή είχα κάποιο σκυλί τότε, είχαμε μια σχέση όπως είχε και με χιλιάδες άλλους. Όταν έμαθα ότι πουλάει το περιοδικό προσέτρεξα άμεσα και του είπα πως ήταν κάτι που με ενδιέφερε πολύ”.

Δεν είχα κάποια εκδοτική εμπειρία πριν το περιοδικό. Ήμουν ένας ανήσυχος άνθρωπος, ο οποίος είχε κάνει πάρα πολλά πράγματα παρά το νεαρό της ηλικίας μου. Έκανα για χρόνια εισαγωγές τροφίμων και λευκών ειδών και ασχολήθηκα και με το εμπόριο των τεχνητών φυτών και ανθέων”.

Στα τέλη του 1995 πήρα τον τίτλο, σε μια μορφή η οποία δεν συμβάδιζε με την τεχνολογία της εποχής. Ήταν ένα ξεπερασμένο περιοδικό, ο άνθρωπος όμως αυτό μπορούσε να κάνει, ήταν παλαιάς κοπής, μιας άλλης φιλοσοφίας. Διέκρινα ότι το περιοδικό αυτό είχε μια ιστορία, είχε από πίσω του ένα κοινό, ένας τίτλος με τεράστια παρουσία όλα αυτά τα χρόνια και πίστευα ότι είχε και πολλά περιθώρια εξέλιξης”.

Στις αρχές του 1996 βγήκε το πρώτο τεύχος από τις ‘Α-Ω Εκδόσεις’. Το αναβαθμίσαμε εικαστικά αλλά και με καινούριους συνεργάτες και διπλασιάσαμε τις πωλήσεις από το πρώτο κιόλας τεύχος”.

Χτίζοντας γύρω απ’ το περιοδικό: Εφημερίδα, εκπομπή και έκθεση

Έχοντας ως βάση το περιοδικό, οι εκδόσεις άρχισαν σιγά-σιγά να χτίζουν το μέλλον τους γύρω του, εκδίδοντας κι άλλους τίτλους κι επεκτείνοντας τις δραστηριότητές τους ακόμη και εκτός των εντύπων.

Όλα αυτά τα χρόνια το περιοδικό το έχω σαν κάτι παραπάνω από παιδί μου, ήξερα το αντικείμενο πάρα πολύ καλά, ήμουν μέσα στις εξελίξεις συνεχώς και με γνώμονα τον απόλυτο σεβασμό, σε ακραίο βαθμό, στον αναγνώστη, ξεκινήσαμε μαζί με τους συνεργάτες μου να του παρέχουμε μια πληροφόρηση η οποία παρ’ ότι το αντικείμενο δεν είναι ευρύ, αποφεύγει τα τετριμμένα θέματα και προσπαθεί να πει κάτι φρέσκο, κάτι καινούριο”.

Επειδή υπερ-αγαπούσα το αντικείμενο και αγάπησα και τις εκδόσεις στην πορεία, με το που πήρα το περιοδικό ένιωσα έναν έρωτα και προσπάθησα και το ανέπτυξα όσο μπόρεσα

Εκτός από την ‘Κυνηγεσία και Κυνοφιλία’, εκδίδουμε σε εβδομαδιαία βάση και την εφημερίδα ‘Κυνηγετικά Νέα’, που είναι ακόμη πιο παλιός τίτλος, πρώτη φορά κυκλοφόρησε το 1929. Σταμάτησαν όμως για κάποιο διάστημα, γιατί ο κύριος Πυρουνάκης που τα εξέδιδε δυστυχώς απεβίωσε κι έμειναν κλειστά για μερικά χρόνια. Υπήρξε μια προσπάθεια να γίνει ξανά κάτι υπό τη μορφή περιοδικού, έκλεισε και αυτό και θεώρησα ότι επειδή είχα ήδη έναν ιστορικό τίτλο στα χέρια μου, ταίριαζε να πάρω και αυτόν τον τίτλο που ήταν σε αδράνεια και να βγάλω την εφημερίδα που κυκλοφορεί κάθε Τετάρτη, με τελείως διαφορετική φιλοσοφία σε σχέση με το περιοδικό”.

Με τον γιο του, Γιώργο (αριστερά) και τον αρχισυντάκτη του περιοδικού, Σοφοκλή Κοσκινά

Το περιοδικό σαν έκδοση απευθύνεται στους κυνηγούς με μια τελείως διαφορετική θεματολογία η οποία έχει να κάνει με διαχρονικά ζητήματα τα οποία αναπτύσσονται περισσότερο, ενώ τα ‘Κυνηγετικά Νέα’ υπηρετούν την έννοια της εφημερίδας, με συνεργάτες και ανταποκριτές σε όλη την Ελλάδα, κυνηγώντας τη φρέσκια είδηση και τις τελευταίες εξελίξεις που ενδιαφέρουν τον αναγνώστη μας. Όχι μόνο κυνηγετικά αλλά και περιβαλλοντολογικά, ταξιδιωτικά και πολλά άλλα πράγματα που συνδέονται με τη φύση και το περιβάλλον”.

Παράλληλα, κάνουμε και εκδόσεις στο χώρο των κατοικιδίων, με κάποια επαγγελματικά έντυπα, που απευθύνονται στους ιδιοκτήτες των ζώων, τα οποία είναι και free press, καθώς κι ένα έντυπο που αφορά τους κτηνιάτρους.

Με το ηλεκτρονικό κομμάτι ασχολούνται ο γιος μου και η κόρη μου. Η κόρη μου, Αλέξια Λελούδα, είναι ένας άξιος συμπαραστάτης τα τελευταία 5 χρόνια που βρίσκεται μαζί μου στην εταιρεία. Είναι στο χώρο των κατοικιδίων, εκδίδει ένα περιοδικό και δύο εφημερίδες σχετικές με το θέμα. Της αξίζουν συγχαρητήρια γιατί έχει δώσει μια νέα πνοή, τόσο εκδοτικά, όσο και στο μάρκετινγκ της εταιρείας. Τον τελευταίο καιρό έχει ενταχθεί και ο γιος μου στην ομάδα και θα συμμετάσχει σε κάποια νέα πρότζεκτ που θέλουμε να ξεκινήσουμε”.          

Τελευταίο εγχείρημά μας, πριν από λίγους μήνες, ήταν η διοργάνωση της έκθεσης ‘Κυνηγεσία 2017’ στο MEC Παιανίας. Μια έκθεση η οποία είχε 120 περίπτερα και 32.000 επισκέπτες. Έγινε το αδιαχώρητο, πρώτον διότι είχαμε τα μέσα να επικοινωνήσουμε το καινούριο μας προϊόν, αλλά και επειδή όπως σας είπα έχουμε χτίσει μια σχέση εμπιστοσύνης με τους αναγνώστες μας και με τους επαγγελματίες. Μάλιστα, στην έκθεση ήταν και πολλοί επαγγελματίες εκτός του κυνηγετικού χώρου και εκπροσωπήθηκαν 5 περιφέρειες. Ήταν μια έκθεση ποιοτική, η οποία έβγαζε μια νότα αισιοδοξίας από τη συμμετοχή και τη διάθεση όλων των συμμετεχόντων”.

Η ραδιοφωνική μας εκπομπή με τον Μηνά Ιορδάνογλου και τον Σοφοκλή Κοσκινά στα μικρόφωνα, έχει κλείσει 16 χρόνια ζωής και έχει κατακτήσει τη θέση της, αποκτώντας πιστό κοινό. Βέβαια, τον τελευταίο χρόνο, λόγω κάποιων δυσκολιών που προέκυψαν με τη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε στην ΕΡΤ, έχουμε σταματήσει. ΄Όμως, πιστεύω ότι με τη νέα κυνηγετική σεζόν, από τις 20 Αυγούστου και μετά, η εκπομπή θα επιστρέψει. Μια εκπομπή που μεταδίδεται κάθε Σαββατοκύριακο, 5 με 8 το πρωί, ζωντανά. Μια μεγάλη παρέα, με τεράστιο κοινό απ’ τον Έβρο μέχρι και την Κρήτη, η πρώτη εκπομπή στη συχνότητα της ΕΡΑ σε ακροαματικότητα. Κι αυτό το αποδεικνύουν και οι τηλεφωνικές επικοινωνίες και τα εκατοντάδες μηνύματα που κατακλύζουν τον υπολογιστή της ΕΡΑ”.

Την εκπομπή μας δεν την ακούει μόνο ο κυνηγός και ο κυνόφιλος, αλλά και ο εργαζόμενος τη νύχτα, αυτός που γυρίζει σπίτι του από τη διασκέδαση, ζαχαροπλάστες, φουρνάρηδες, ταξιτζήδες και πολλούς άλλους. Φτιάχνουμε μια παρέα με ευχάριστη θεματολογία, η οποία μπορεί να ξεφύγει από το κυνήγι και να φτάσει μέχρι και σε ατυχήματα που χρήζουν βοήθειας και αμέσως η εκπομπή παίζει το ρόλο της, δείχνοντας και το κοινωνικό της πρόσωπο”.

Εκτός απ’ όλα τα παραπάνω, η εταιρεία κάνει και μικρές διαφημιστικές παραγωγές για διάφορους πελάτες, εκτός του χώρου του κυνηγιού, προσπαθώντας να επεκτείνει και σε ακόμη έναν τομέα τις δραστηριότητές της. Μικρές βίντεο παραγωγές για πελάτες όπως η Wind, τα Public, η Prince Oliver και πολλούς ακόμη, από κτήματα γάμων μέχρι λαϊκές τραγουδίστριες”.

Αντέχοντας σε πείσμα των καιρών

Δεν χρειάζεται να κινείσαι στο χώρο των ΜΜΕ για να γνωρίζεις ότι τα περιοδικά δεν διανύουν τις καλύτερες ημέρες τους. Παρ’ όλες τις δυσκολίες, κι ενώ ολόκληροι εκδοτικοί όμιλοι με τεράστιους τίτλους έβαλαν λουκέτο, η ‘Κυνηγεσία και Κυνοφιλία’ αντέχει και οι ‘Α-Ω εκδόσεις’ επεκτείνονται, απασχολώντας αυτή τη στιγμή 23 εργαζομένους. Ποιο είναι το μυστικό και πόσο έχει επηρεαστεί το περιοδικό απ’ την κρίση; 

Σίγουρα, η εφημερίδα δημιουργήθηκε και για έναν ακόμη λόγο. Μέχρι το 2005, όταν και μεσουρανούσαν τα περιοδικά, δεν υπήρχε λόγος να πλαισιωθεί ο εκδοτικός μας χώρος από άλλα έντυπα. Είχαμε ένα μηνιαίο περιοδικό που είχε φτάσει να βγαίνει στις 264 σελίδες, με αρκετή διαφήμιση κι ένα πολύ μεγάλο επιτελείο αρκετό για να βγει όλη αυτή η ύλη. Μετά όμως, άρχισε κι αυτό να πέφτει όπως όλα τα έντυπα. Παρά την πτώση, με τις προσπάθειες που κάναμε μαζί με τους συνεργάτες μου, καταφέραμε να κρατήσουμε το περιοδικό υγιές, βιώσιμο και δόξα τω Θεώ επιβιώνει μέχρι και σήμερα. Και επιβιώνει γιατί όλα αυτά τα χρόνια είχαμε καταφέρει να χτίσουμε μια σχέση εμπιστοσύνης με τους αναγνώστες μας κι ενώ εγκατέλειπαν άλλα έντυπα τα οποία είχαν προσεγγίσει τους αναγνώστες με έναν πολύ πιο πρόχειρο τρόπο, εμάς συνέχισαν να μας στηρίζουν. Βέβαια όχι στο μέγεθος που θα θέλαμε, αλλά κακά τα ψέμματα, όταν υπάρχει κρίση στην αγορά όλοι έχουν τις απώλειές τους”.

Ένα έντυπο δεν μπορούσε να κρατήσει τότε τον μηχανισμό της επιχείρησης αυτής. Έπρεπε λοιπόν ή να συρρικνωθούμε και να πούμε ότι απλά θα βγάζουμε ένα περιοδικό που επιβιώνει και τίποτα άλλο, ή να το πλαισιώσουμε με κάποια ακόμη έντυπα. Πριν από 4 χρόνια, με άξιο συμπαραστάτη τον Δημήτρη Στριλάκο και στην συνέχεια τον Δημήτρη Δοντά, ξεκινήσαμε με την εβδομαδιαία εφημερίδα η οποία έχει την ίδια φιλοσοφία με το περιοδικό, που είναι ότι κάνουμε τη δουλειά μας τέλεια και το τέλειο δεν έχει οροφή. Πάντα κυνηγάμε την εξέλιξη και το πώς θα είμαστε πρωτοπόροι στο χώρο μας. Αυτή είναι η φιλοσοφία όλων των συνεργατών μας. Αυτή τη στιγμή η εφημερίδα είναι μέσα στην τριάδα των πωλήσεων στις εβδομαδιαίες εφημερίδες. Οφείλω βέβαια να πω ότι έχουμε μια κυνηγετική περίοδο που διαρκεί από τον Αύγουστο μέχρι τον Φλεβάρη, που εκεί το ενδιαφέρον κορυφώνεται”. 

Πλαισιώθηκα με πολύ αξιόλογους ανθρώπους και συνεργάτες γύρω μου και γι’ αυτό το λόγο, ενώ κατέρρευσαν έντυπα -κάποτε ήμασταν 12-13 και σήμερα έχουν μείνει 2-3-, εμείς αντέξαμε

Ο χώρος των περιοδικών είναι αλήθεια ότι είχε ξεφύγει, όπως πάρα πολλά πράγματα σε αυτή τη χώρα. Δεν ήταν λογικό να έχουμε τόσους τίτλους, οι οποίοι ήταν αδύνατον να αντέξουν σε μια υγιή κατάσταση. Λόγω της κρίσης, ο εκδοτικός χώρος θα συρρικνωθεί και θα μείνουν τα απαραίτητα, ίσως και λιγότερα απ’ τα απαραίτητα. Όσα έχουν πραγματική πληροφόρηση θα διατηρηθούν και μάλιστα ίσως είμαστε σε μια καμπή όπου το περιοδικό και ιδιαίτερα ο ειδικός τύπος θα αρχίσει να ανακάμπτει, διότι και το Facebook και αρκετές ιστοσελίδες αναπαράγουν ειδήσεις, ενώ εμείς παράγουμε. Αν λοιπόν έχεις να προσφέρεις 30-40 πρωτογενή θέματα, είσαι αληθινός, μοναδικός και είναι δική σου δουλειά, την έχεις παράγει εσύ, θα ξεχωρίσεις. Αυτό θα αναγνωριστεί και  το έντυπο θα ανακάμψει, όχι βέβαια στο βαθμό που ήταν, άλλα σε ένα βαθμό αξιοπρεπή ώστε να κρατηθεί στη ζωή”.   

Ανταγωνισμός υπάρχει κι είναι καλό να υπάρχει γιατί σε εξελίσσει και σε κρατάει σε εγρήγορση, προσπαθείς κι εσύ να βελτιώνεις το προϊόν σου. Δυστυχώς, το τελευταίο έντυπο που είχε απομείνει ως ανταγωνιστικό της εφημερίδας, το ‘Έθνος Κυνήγι’, που έβγαινε κι αυτό κάθε Τετάρτη, δεν κυκλοφορεί πια λόγω των προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο Πήγασος. Καλό θα είναι να ξανανοίξει γιατί ένας χώρος πρέπει να είναι δυνατός και να εκφράζεται. Όσον αφορά τους μηνιαίους τίτλους, υπάρχουν 2-3 περιοδικά ακόμα και κρατούν το κυνήγι στο χώρο των εκδόσεων ψηλά”.   

Ο κόσμος του κυνηγού

Όπως μας αποκάλυψε από την πρώτη στιγμή, ο κ. Λελούδας μπήκε στο χώρο των εκδόσεων εξαιτίας της μεγάλης του αγάπης για το κυνήγι αλλά και για τα κυνηγετικά σκυλιά. Όλα τα γραφεία άλλωστε, εκτός από εξώφυλλα παλαιότερων τευχών, είναι διακοσμημένα και με φωτογραφίες κυνηγών και κυνηγόσκυλων, ενώ για 15 χρόνια πραγματοποιούσε μαζί με τους συνεργάτες του σεμινάρια σε κυνηγετικούς συλλόγους όλης της χώρας. Πώς μπήκε στον κόσμο του κυνηγιού όμως;  

Συνήθως το κυνήγι το μαθαίνεις από κάποιον πολύ κοντινό σου άνθρωπο που σε βάζει σε αυτά τα μονοπάτια, είτε είναι ο πατέρας, είτε ο παππούς, είτε κάποιος άλλος στενός συγγενής σου. Στη δική μου περίπτωση, το κυνήγι το έμαθα από τον θείο μου, τον αδερφό της μητέρας μου, ο οποίος ήταν φανατικός κυνηγός αλλά άξιος, με αρχές και σεβασμό προς το περιβάλλον και τα θηράματα. Δίπλα του έκανα τα πρώτα βήματα στα Μεσόγεια κι έμαθα τι πρέπει να κάνω”.

Είχα κι έναν ξάδερφο που δραστηριοποιείται μέχρι και σήμερα στο χώρο των ξηρών τροφών για σκύλους και γάτες, επίσης κυνηγός, ο οποίος με έβαλε στα μονοπάτια της κυνοφιλίας. Είχε μεγάλη αγάπη για τον σκύλο και με έμαθε τι σημαίνει κυνηγετικός σκύλος και τι χρειάζεται για να έχεις κυνηγόσκυλα. Απ’ το 1982 είχα πάντα κυνηγόσκυλα, πέρασαν όλες οι κυνηγετικές φυλές από τα χέρια μου και κατέληξα στα αγγλικά σέττερ, όπου σήμερα έχω 3 θηλυκά”.   

Φωτογραφίες από την εποχή που οι κυνηγοί συμμετείχαν στις παρελάσεις

Ήμουν και είμαι κυνηγός. Κυνηγάω πουλιά. Στο χώρο μας υπάρχουν οι κυνηγοί των πουλιών κι οι κυνηγοί των τριχωτών. Ένα από τα βασικά τριχωτά θηράματα που θηρεύονται στην Ελλάδα είναι ο αγριόχοιρος, που υπάρχει μάλιστα έξαρση πληθυσμού αυτή την εποχή και προκαλούν τεράστιες ζημιές στις καλλιέργειες και τους αγρότες, είναι κι αυτό ένα κομμάτι που βοηθάνε οι κυνηγοί. Τα ζώα που μπορεί να φιλοξενήσει μια περιοχή είναι συγκεκριμένα κι αν ξεπεραστεί ο αριθμός των ζώων που μπορεί να φιλοξενήσει και να θρέψει, τότε αυτά αναγκαστικά επισκέπτονται καλλιέργειες και οικισμούς προκαλώντας ζημιές. Ένα δεύτερο θέμα είναι οι λύκοι, οι οποίοι δημιουργούν απίστευτα προβλήματα. Εκτός απ’ το ότι επιτίθενται σε στάνες με παραγωγικά ζώα, πάνω από 2.000 κυνηγόσκυλα κάθε χρόνο σκοτώνονται απ’ τους λύκους. Ο λαγός είναι το δεύτερο τριχωτό μικρό θήραμα που κυνηγιέται”.

Μετά έχουμε τα πουλιά, κάποια ενδημικά και κάποια αποδημητικά. Τα ενδημικά θηράματα στην Ελλάδα είναι οι πέρδικες, η γκρέκα που τη συναντάμε στην Ηπειρωτική Ελλάδα και η τσούκαρ, που είναι η νησιωτική πέρδικα. Τα αποδημητικά είναι η τσίχλα, η μπεκάτσα, η φάσσα, τα παπιά και αρκετά ακόμη. Εγώ κυνηγάω τα πουλιά που κυνηγάς με σκύλο, πέρδικα, μπεκάτσα και ορτύκι”.

Το κυνήγι στην Ελλάδα και οι αντιδράσεις

Κακά τα ψέμματα, το να είσαι κυνηγός στην Ελλάδα, εκτός από μια αίσθηση μυστηρίου, φέρνει μαζί του και κάποιες όχι και τόσο ψύχραιμες αντιδράσεις από φιλόζωους, περιβαλλοντολόγους και γενικότερα όσους δεν έχουν αναζητήσει ποτέ το τι ακριβώς συμβαίνει στο χώρο. Ζητήσαμε από τον κ. Λελούδα να αποσαφηνίσει μερικά βασικά πράγματα, ξεκινώντας απ’ το πόσοι είναι οι κυνηγοί στη χώρα μας και φτάνοντας μέχρι τις δράσεις τους αλλά και τα όσα τους καταλογίζουν.

Αυτή τη στιγμή, εκδίδονται 180.000 κυνηγετικές άδειες στην Ελλάδα. Πριν την κρίση, οι κυνηγοί ήταν 300.000, όμως η οικονομική δυσπραγία έφερε αυτή την μείωση. Οι κυνηγοί αυτοί είναι υπαρκτοί και σήμερα, όμως οι οικονομικές συγκυρίες δεν τους επιτρέπουν να εξασκήσουν την κυνηγετική δραστηριότητα”.

Είναι ένα πολύ μεγάλο κοινό, η δεύτερη συνδικαλιστική δύναμη στην Ελλάδα μετά τη ΓΣΕΕ. Εξάλλου το κυνήγι συνδικαλιστικά στέκει πάρα πολύ καλά, έχει μια συνομοσπονδία, επτά ομοσπονδίες ανά την Ελλάδα και 252 κυνηγετικούς συλλόγους. Αυτή η δομή δεν υπάρχει σε κανέναν άλλο συνδικαλιστικό φορέα. Είναι σημαντικό που έχουμε αυτή την ηγεσία, η οποία στηρίζει το κυνήγι και ξεπερνάει τους ύφαλους και τα προβλήματα και καταφέρνουμε πάντα να μας λαμβάνουν σοβαρά υπόψιν τους  όλοι οι θεσμοί και όλοι οι Υπουργοί που έχουν περάσει απ’ τα Υπουργεία. Αντιμετωπίσαμε κάποια προβλήματα επί υπουργίας του κυρίου Τσιρώνη, ο οποίος προέρχεται απ’ τους Οικολόγους Πράσινους. Εμείς με τους οικολόγους δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτα, αυτό που θέλουμε είναι να προσφέρουμε ουσιαστικά στο περιβάλλον, στα θηράματα και γενικότερα στη φύση. Αν αυτό το θέλουν κι οι άλλοι, μπορούμε να κάτσουμε σ’ ένα τραπέζι και να βρούμε έναν κοινό τόπο, διότι οι αφορισμοί κι οι αποκλεισμοί δεν οδήγησαν ποτέ πουθενά”.

Το κυνήγι στην επαρχία είναι πολύ διαφορετικό σε σχέση με την Αθήνα, είναι ένας τρόπος ζωής. Οι κυνηγετικοί σύλλογοι επιτελούν τεράστιο έργο, είναι οι πρώτοι που συνδράμουν ουσιαστικά για οτιδήποτε, από φιλοθηραματικά έργα και βελτιώσεις βιοτόπων μέχρι να προστρέξουν να βοηθήσουν σε μία φωτιά γιατί ξέρουν τους δρόμους και τα μονοπάτια όσο κανείς πυροσβέστης. Η πρόσβαση για να φτάσεις έγκαιρα σε μία φωτιά αλλά και να μπορείς να ξεφύγεις χωρίς να εγκλωβιστείς, είναι ιδιαίτερης σημασίας. Όλα αυτά τα γνωρίζουν οι κυνηγοί και βάζουν τη ζωή τους και το κορμί τους μπροστά γιατί η συντριπτική πλειοψηφία είναι υγιείς άνθρωποι που πιστεύουν ότι η φύση είναι το δεύτερό μας σπίτι κι αυτό το αποδεικνύουμε συνεχώς και με πράξεις”.

Έχουν δημιουργηθεί πρότυπα εκτροφεία από τις οργανώσεις, ώστε να καλύπτεται όποια απώλεια πληθυσμού παρατηρηθεί στα ενδημικά θηράματα. Έχουμε φροντίσει να καταμετρούμε τα θηράματα και να αναπληρώνουμε τον πληθυσμό που χάνεται για οποιαδήποτε αιτία

Βοηθάμε επίσης τις φτωχές κοινωνικές ομάδες, προσφέροντας από χρήματα, μέχρι φαγώσιμα και συνδράμοντας στις αιμοδοσίες. Όπως όλες οι κοινότητες, έχουμε κι εμείς το κακό μας κομμάτι, όμως δεν πρέπει να ομαδοποιούμε καταστάσεις και να βάζουμε όλους τους ανθρώπους σε ένα σακί. Υπάρχουν οι υγιώς σκεπτόμενοι, υπάρχει και το μικρό αρνητικό κομμάτι που στιγματίζει τους υπόλοιπους και δεν είναι αποδεκτό απ’ την κοινότητα των κυνηγών. Θέλουμε να φύγει αυτό το απόστημα από πάνω μας, όσοι δηλώνουν κυνηγοί αλλά δεν είναι. Για το σκοπό αυτό, έχουμε δημιουργήσει την ομοσπονδιακή θηροφυλακή, ένα σώμα που δημιουργήθηκε απ’ τους ίδιους τους κυνηγούς και απαριθμεί 300 περίπου θηροφύλακες. Τους πληρώνουν οι ίδιοι οι κυνηγοί, είναι εξοπλισμένοι με αυτοκίνητα και τρέχουν απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ στη φύση για να δουν τα κακώς κείμενα και τις παρανομίες, όπως είναι η λαθροθηρία”.

Οι λαθροθήρες δεν ανήκουν σε εμάς, είναι ξένο σώμα, τους κυνηγάμε, τους τιμωρούμε. Από την ίδρυση της ομοσπονδιακής θηροφυλακής μέχρι σήμερα, έχουν ήδη γίνει 1.200.000 έλεγχοι, καμία άλλη υπηρεσία δεν έχει κάνει τόσους και μάλιστα όχι μέσα σε αστικά κέντρα αλλά στη φύση, κάτω από αντίξοες συνθήκες και με κίνδυνο της ζωής τους. Οι άνθρωποι αυτοί κοστίζουν 8-9 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο, τα οποία τα πληρώνουν οι κυνηγοί από την τσέπη τους για να αποτελούν το μάτι και αυτί του νόμου στη φύση. Κυνηγάνε από λαθροϋλοτόμους, λαθραλιείς και παράνομους συλλέκτες φυτών και βοτάνων, μέχρι εμπόρους ναρκωτικών και φυσικά συνεργάζονται και με την Πυροσβεστική σε περίπτωση πυρκαγιάς”.   

Υπάρχει μια προκατάληψη, η οποία έχει καλλιεργηθεί. Στο βωμό της οικολογίας, έχουν επενδυθεί εκατομμύρια ευρώ. Πολλοί λοιπόν βρήκαν στην έννοια του κυνηγίου έναν κίνδυνο, έναν κακό, ώστε να εμφανιστούν μετά ως οι καλοί που ήρθαν για να φέρουν την βελτίωση. Την βελτίωση όμως πρέπει να τη δείχνεις με έργα, με πράξεις. Εμείς σαν κυνηγοί προτιμάμε τις πράξεις. Αν ρωτήσετε τους οικολόγους πού έχουν πάει όλα αυτά τα χρήματα από το κράτος και την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν θα μπορέσουν να σας απαντήσουν”.

Στην Ελλάδα αγαπάμε τα ζώα. Η αγάπη των ζώων είναι επιβεβλημένο να υπάρχει σε κάθε λαό που θέλει να λέγεται προηγμένος. Απ’ την άλλη μεριά όμως, πρέπει να αντιλαμβάνεται ο καθένας τα όρια αυτής της αγάπης. Δεν μπορούμε να αγαπάμε τα ζώα και να μισούμε τον άνθρωπο. Δεν συνάδουν αυτά τα δύο. Δεν είναι δυνατόν να ευχόμαστε ένας κυνηγός να πεθάνει ή να σκοτωθεί. Υπάρχουν τέτοιοι ακραίοι, εντός εισαγωγικών φιλόζωοι, οι οποίοι εύχονται στους κυνηγούς με μηνύματά τους στο Facebook ή στα διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να πεθάνουν, ή μετά από κυνηγετικά ατυχήματα να στέλνουν μηνύματα χαράς”.

Ό,τι κι αν λέμε, πρέπει να έχουμε ενημερωθεί σε βάθος, η ρηχή πληροφορία και υιοθέτηση πραγμάτων χωρίς να εμβαθύνεις και να ψάξεις, σε οδηγεί σε λανθασμένα μονοπάτια. Πρέπει να βλέπεις πίσω απ’ την κουρτίνα, απ’ αυτό που ηθελημένα προβάλλεται από κάποιους. Πολλές φορές, αυτό που προβάλλεται δεν είναι το αληθινό και το ουσιαστικό. Δεν είναι λίγοι αυτοί που πέφτουν σ’ αυτή την παγίδα και πάνε σε ακραίες λογικές, κάτι που συμβαίνει και στο χώρο της φιλοζωίας. Υπεραγαπώ τα ζώα. Το θήραμα είναι μια τροφή για τον κυνηγό, πρέπει να μην ξεπερνάει τα όρια, να παίρνει τον τόκο κι όχι το κεφάλαιο απ’ τη φύση και να φροντίζει τη φύση με πράξεις. Καλές οι μεγαλοστομίες, αλλά πρέπει να τρέχουμε και στις δενδροφυτεύσεις, στις φωτιές, να ταΐζουμε τα θηράματα το χειμώνα όταν αυτά πεθαίνουν από ασιτία. Τα λόγια είναι εύκολα και ο χώρος μας ποτέ δεν τα υιοθέτησε”.