OPINIONS

Είσαι σίγουρος ότι δεν μ’ έχεις παρενοχλήσει σεξουαλικά;

Μία δημοσιογράφος αναρωτιέται: κατά πόσο είσαι σίγουρος πως δεν ευθύνεσαι εσύ για κάποιο από τα #metoo που κυκλοφορούν εκεί έξω;

Behind the scenes: Πριν ενάμιση χρόνο, με αφορμή την ημέρα της γυναίκας είχα γράψει για το Oneman ένα άρθρο με τον ειρωνικό τίτλο ‘Μα αφού έχουμε ισότητα’. Τα σχόλια που έλαβα θα ήταν ένας καλός λόγος για να αναζητήσω μία διαφορετική στέγη, ίσως από αυτές με το αποκαλούμενο ως ‘γυναικείο περιεχόμενο’ για τις σημερινές μου σκέψεις. Από την άλλη, ακριβώς αυτά τα σχόλια με κάνουν να πιστεύω πως το αγαπημένο μου site είναι το ιδανικότερο για να με φιλοξενήσει και σήμερα.

Το στόρι των ημερών λίγο πολύ το γνωρίζεις: η αποκάλυψη πως ο μεγαλοπαραγωγός του Hollywood, Harvey Weinstein, παρενοχλούσε σεξουαλικά γυναίκες ηθοποιούς πήρε μορφή χιονοστιβάδας, με δεκάδες πρωτοκλασάτα ονόματα να προστίθενται καθημερινά στη λίστα των θυμάτων του. Σχεδόν παράλληλα δημιουργήθηκε από την ηθοποιό Alyssa Milano το παγκόσμιο κίνημα #metoo, το οποίο υιοθετήθηκε και από γυναίκες της χώρας μας, καθώς μέσω των social media είτε μοιράζονται τις δικές τους καθημερινές ιστορίες σεξουαλικής παρενόχλησης ή κακοποίησης, είτε απλά δηλώνουν πως έχουν υπάρξει και οι ίδιες θύματα.

Ειδησεογραφικά, η είδηση για σένα τελειώνει κάπου εδώ. Η σεξουαλική κακοποίηση είναι Χ: αδιαπραγμάτευτα καταδικαστέα, δεν χρειάζεται συζήτηση, τέλος, δεν σε αφορά και δεν θέλεις να σε αφορά. Είναι όμως τόσο απλό; Ακόμα και αν ξεφύγουμε από τις συζητήσεις καφενείου “έλα μωρέ, και όλες αυτές πήγαιναν γυρεύοντας για έναν ρόλο, τόσο καιρό γιατί δεν μίλησαν;”, ακόμα και αν γλιτώσουμε από τη μάστιγα των ίσων αποστάσεων, η σεξουαλική και συναισθηματική παρενόχληση και κακοποίηση μοιάζει με ένα βαρέλι χωρίς πάτο –και ναι, μιλάμε ακόμα για τον δικό μας δυτικό και ανεπτυγμένο κόσμο.

Αν λοιπόν η κακοποίηση έχει ξεκάθαρα χαρακτηριστικά με πρώτο και κυριότερο τη βία και την επιβολή σωματικής υπεροχής, τα όρια της παρενόχλησης στην πράξη παραμένουν θολά: Από το καθημερινό κάφρικο αστείο στη ‘μικρή’ του γραφείου που σίγουρα το απολαμβάνει (σίγουρα;), από το “σταμάτα!” που δεν σου ακούστηκε και τόσο πειστικό, από τη μεθυσμένη στο μπαρ που δεν προέβαλε αντίσταση και από το αθώο (αθώο;) άγγιγμα σε μία γυναίκα με την οποία έχετε ουδέτερες ή επαγγελματικές σχέσεις,  όλα αυτά είναι καθημερινά σενάρια στα οποία κάποιοι πρωταγωνιστούν και ορισμένες φορές αυτοί οι ‘κάποιοι’ είναι απλούστατα εσύ -και ο κάθε ‘εσύ’.

Μία δημοσιογράφος στο site του περιοδικού The Atlantic περιγράφει πως πριν κάποια χρόνια παρακολουθούσε ένα κατά τ’ άλλα βαρετό σεμινάριο. Κάποια στιγμή ο εισηγητής ζήτησε από τους περίπου 200 συμμετέχοντες να σηκώσουν το χέρι τους όσες και όσοι έχουν δεχτεί σεξουαλική ή σωματική βία. Περίπου 7 χέρια σηκώθηκαν στην αίθουσα. Τότε ο εισηγητής τους ζήτησε να κλείσουν τα μάτια τους και έθεσε ξανά το ερώτημα. Έπειτα τους ζήτησε να τα ανοίξουν και τότε η δημοσιογράφος διαπίστωσε πως σχεδόν όλοι στην αίθουσα είχαν υψώσει το χέρι τους.

Κάπως έτσι αισθάνομαι και εγώ αυτές τις μέρες: σαν κάποιον να άνοιξε το φως στο δωμάτιο. Όλες οι συζητήσεις που έχουν γίνει με γνωστές, συναδέλφους και φίλες σχετικά χαμηλόφωνα, εμπιστευτικά ή με τη βοήθεια του αλκοόλ, ξαφνικά βλέπουν το φως της μέρας, ή έστω του timeline μου. Η πιο συχνή λεζάντα που συναντάω αναφέρει “δεν ξέρω αν υπάρχει έστω και μία γυναίκα που δεν μπορεί να πει #metoo”.

Αν όλο αυτό σου ακούγεται ακραίο, μία απλή ερώτηση που μπορείς να κάνεις στον εαυτό σου είναι:

Έχω δημιουργήσει ποτέ σε κάποια κοπέλα το αίσθημα του φόβου;  Είμαι σίγουρος πως όχι; Είμαι σίγουρος πως δεν έχω επιβληθεί σε μια γυναίκα σωματικά; Πως ποτέ καμία δεν ένιωσε εξαιτίας μου ανασφάλεια, άβολα ή απειλή;

Οι γραμμές πολλές φορές είναι λεπτές.

Πότε το φλερτ γίνεται παρενόχληση; Πότε το σχόλιο στο δρόμο δεν αποτελεί κομπλιμέντο αλλά γίνεται προσβολή; Πότε το “ας το αφήσουμε καλύτερα για σήμερα” δεν απαιτεί περισσότερη προσπάθεια από σένα, αλλά σημαίνει ξεκάθαρα όχι;

Οι γραμμές είναι μεν λεπτές, αλλά ξεκάθαρες και κατά βάθος γνωρίζεις τις απαντήσεις σε όλα τα παραπάνω, ακόμα και αν ορισμένες φορές προτιμάς να μην τις δεις. Είναι όμως εκεί.

Ο αντίλογος, αν θεωρήσουμε πως πρέπει να γίνει συζήτηση στο αυτονόητο, καταλήγει σε ένα “γιατί οι γυναίκες δεν αντιδρούν; Γιατί περίμεναν το #metoo για να μιλήσουν;”

Αν και συμφωνώ με την αντίληψη πως όλες λίγο ή πολύ έχουμε υπάρξει θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης, φοβάμαι πως πολλές το επισημαίνουν στα status τους για να αισθανθούν πως η δήλωσή τους δεν έχει πια και τόσο βαρύτητα, πως δεν είναι κάτι τόσο σημαντικό αυτό που συνέβη στις ίδιες προσωπικά και πως δεν εκθέτουν ένα κομμάτι της ψυχής τους, πονεμένο, ενοχικό και παραβιασμένο. Γιατί ακριβώς αυτό είναι που έχουμε μάθει: να μην μιλάμε για τον πόνο, τις ενοχές και τα παραβιασμένα όρια.

Για παράδειγμα η ‘μικρή’ του γραφείου, πιθανότατα σε θεωρεί γλίτσα, αλλά αφενός δεν μπορεί να στο πει ή να στο δείξει λόγω πρακτικών θεμάτων (επαγγελματικού χώρου, ανασφάλειας ή ιεραρχίας) και σε δεύτερο, βαθύτερο και σημαντικότερο επίπεδο έχει εκπαιδευτεί να το ανέχεται. Η παθητική ανοχή που αναπτύσσουμε οι γυναίκες απέναντι σε αυτές τις συμπεριφορές μπορεί να έρθει σε αναλογία με όλα αυτά που έχουν περαστεί στο υποσυνείδητο κάθε άντρα περί δύναμης, απαγόρευσης κλάματος και λοιπών δαιμονίων. Παράλληλα όμως με την ανοχή συνυπάρχει και το αίσθημα της ιδιωτικής ντροπής: πως ξέρω ότι δεν είναι σωστό αυτό που συμβαίνει, γιατί με κάνει να αισθάνομαι άβολα, ή ακόμα και πως απειλούμαι, αλλά προφανώς φέρω μερίδιο ευθύνης γιατί δεν το αντιμετώπισα / αντιμετωπίζω αποτελεσματικά, άρα είμαι κοινωνός αυτού. Οπότε ας το κάνω γαργάρα.  Και αυτό είναι το σενάριο της καλύτερη περίπτωση, που η γυναίκα δεν θεωρεί πως αυτή το προκάλεσε.

Η τομή λοιπόν που δημιουργεί το κίνημα #metoo είναι πως σπάει το ταμπού της σιωπής και εξωτερικεύει όλες αυτές τις εμπειρίες, μας τις τρίβει στα μούτρα και μας ρωτάει τι σκοπεύουμε να κάνουμε.

Γιατί όλα αυτά τα #metoo κάποιος τα δημιούργησε και μάλλον είναι η ώρα να αρχίσουμε να ψαχνόμαστε.