OPINIONS

Οι εκπομπές μαγειρικής είναι το όπιο του λαού

Ένας δημοσιογράφος περιγράφει τα συναισθήματα πλήρωσης που βιώνει κάθε φορά που ο Jamie Oliver ολοκληρώνει ένα γεύμα μέσα σε 30 λεπτά.

Μ’ αρέσει να μαγειρεύω. Τις ελάχιστες φορές που το κάνω μέσα στον ίδιο χρόνο χρόνο (όχι πάνω από είκοσι αλλά σίγουρα πάνω από δέκα), περνάω πολύ καλά, παρότι το πιο δύσκολο που κάνω είναι να περιμένω να βράσει το νερό για πετάξω τα μακαρόνια στην κατσαρόλα. Τέλος πάντων, η μαγειρική σού δίνει την ψευδαίσθηση ότι κάνεις κάτι σημαντικό και όλοι θέλουμε να νιώθουμε ότι κάνουμε κάτι σημαντικό.

Εκτός αν βγαίνεις με τον Τριαντάφυλλο για μπέργκερ, οπότε δεν υπάρχει καμία ψευδαίσθηση γενικότερα, παρότι κι εδώ νιώθεις ότι κάνεις κάτι σημαντικό.

Αυτό που δε συγκρίνεται με τίποτα, αν με ρωτάς, είναι το συναίσθημα που σου γεννάται όταν βλέπεις κάποιον να μαγειρεύει στην τηλεόραση. Περήφανες οι στιγμές που ινσταγκραμάρεις τις χωριάτικες χυλοπίτες λίγο πριν υποδεχτούν τον κόκορα, αλλά πάντα, ΠΑΝΤΑ, μια λεπτομέρεια θα σου κοστίσει το δέκα με τόνο. Κάτι θα αρπάξει, κάτι δεν θα ψήθηκε αρκετά, κάτι είναι ακόμα ωμό ή ακόμη κι αν όλα τα κομμάτια του μαγειρικού σκέλους του πιάτου σου εκτελούνται άρτια, κάπου θα χάνει το έπος εμφανισιακά. Πολύ λογικό, καθότι δε σε λένε Jamie Oliver ή Άκη Πετρετζίκη.

Η αθόρυβη δουλειά του Κάτι Ψήνεται

Έχω ομολογήσει τη σκοτεινή περίοδο της ζωής μου που γέμιζα τα απογεύματα με Κάτι Ψήνεται και Οικογενειακές Ιστορίες. Εντάξει, δεν ήμουν ο πιο χρήσιμος άνθρωπος στον κόσμο τα χρόνια εκείνα, αλλά κάτι με καθήλωνε. Αναγνωρίζω ότι οι Οικογενειακές Ιστορίες ήταν ένα μεταμοντέρνο έπος που η ελληνική κοινωνία δεν ήταν έτοιμη να υποδεχτεί/αποδεχτεί, αλλά οι ερμηνείες των συντελεστών έχουν περάσει στο πάνθεον και μια μέρα θα τους ψάχνουμε για να ζητήσουμε συγγνώμη. Και ένα αυτόγραφο για τα παιδιά μας.

Από την άλλη, το Κάτι Ψήνεται, αυτή η τέλεια μετάθεση των προβλημάτων μιας κοινής πολυκατοικίας  στην τηλεόραση, σερβιρισμένη με πέντε πιάτα και θριαμβικά μαύρα σχόλια κατά τη βαθμολόγηση, δεν ήταν άλλη μια νάρκη στο χωράφι του καλτ.

 

Πόσο χειρότερα θα μπορούσα να τα πάω; Αν μπορεί αυτός, γιατί να μην μπορώ εγώ; Το Κάτι Ψήνεται έβαλε τη μαγειρική στο μυαλό μου. Ως κάτι μακρινό, δε λέω, αλλά την έβαλε.

 

Το περίεργο είναι πως με τον καιρό συλλάμβανα τον εαυτό μου να ανυπομονεί για την εκτέλεση και το κομμάτι της μαγειρικής παρά για το φτυάρι που έβγαινε στη βαθμολόγηση. Μου άρεσε αυτή η διαδικασία. Μου άρεσε το ‘βάζουμε κάτω ένα πλάνο, ονομάζουμε τα πιάτα μας με ονόματα που συνήθως δεν βγάζουν νόημα ή είναι κακά λογοπαίγνια, και ξεκινάμε την προσπάθεια να τα φτιάξουμε’. Μαγευόμουν. Δεν με ένοιαζε αν το παστίτσιο έμοιαζε με κρεμμυδόσουπα ή αν το αλάτι έπεσε πολύ.

Με ένοιαζε το ταξίδι. Τα ψιλοκόμματα, το βράσιμο, το μαγείρεμα, το ρύζι μέσα σε φόρμες για καλό σερβίρισμα, η άποψη του καθενός στο πώς πρέπει να πέφτει το αλατοπίπερο στο φαγητό. Ένα μωσαϊκό μεγάλων μικρών στιγμών.

(Μιλάμε για κλάμα)

Το MasterChef, ο Jamie και ο Gordon

Μια γυαλισμένη εκδοχή του Κάτι Ψήνεται ήταν το MasterChef που ήρθε δύο χρόνια μετά το Κάτι Ψήνεται με τους Σκαρμούτσο, Λαζάρου και Λουκάκο να δημιουργούν/διδάσκουν πιάτα που δεν είχαμε ξαναδεί Έλληνα να δημιουργεί/διδάσκει. Εκεί κόλλησα. Εκεί τα ‘χασα. Εκεί είδα ανθρώπους της διπλανής πόρτας όπως ο Πετρετζίκης ή ο Ιερεμίας να φτιάχνουν πιάτα που ‘μοιαζαν να ‘χουν βγει από τον Πάπυρο-Λαρούς-Μπριτάνικα των πιάτων που δεν έχεις ξανακούσει στη ζωή σου.

Το στόμα μου έχασκε, τα σάλια μου έτρεχαν. Κι εγώ που νόμιζα ότι η καλύτερη μαγείρισσα που μιλάει ελληνικά είναι η μητέρα μου…

 

Μαχαίρια που κόβουν το αγγούρι με ακρίβεια χιλιοστού του χιλιοστού (αυτό κάπως λέγεται, βοηθήστε οι μαθηματικοί). Πιάτα φτιαγμένα από υλικά που ήξερα και από υλικά που δεν είχα ξανακούσει ποτέ, όπως το γλυκολέμονο. Πιάτα που είναι τόσο τέλεια που πιστεύεις ότι δεν τρώγονται, όπως κάτι απίστευτα πλαστικά αχλάδια που είχε στη φρουτιέρα της η γιαγιά μου και έκαναν τα τριγύρω, πραγματικά φρούτα να μοιάζουν θελκτικά όσο και ένα σάπιο σύκο, πατημένο από ποδοσφαιρικό παπούτσι. Σάλτσες που είναι όσο ρευστές πρέπει, κουζίνα που γυαλίζει μονίμως και γεύματα βγαλμένα από ηλεκτρονικό υπολογιστή.

(Απάνθρωπο)

(Unrealistic)

(Υπερβολή)

Ξέρεις ποια είναι η απόλυτη νίκη του γρήγορου Jamie και του αυστηρού Gordon; Ξέρεις πώς αποδεικνύεται ότι οι εκπομπές μαγειρικής, από το πιο πρόχειρο σόου μέχρι το πιο απαιτητικό ριάλιτι, έγιναν πια το όπιο του λαού, στη θέση του ποδοσφαίρου; Το γεγονός ότι μπορείς να ζήσεις και να ενθουσιαστείς ξέροντας ότι δε θα φας ποτέ κορδέλες πατάτας με συκώτι κοτόπουλου και άγρια μανιτάρια. Αυτή η νίκη εις βάρος του ρεαλισμού.

(Αφρός)

(Λέγε)

(Δεν έχω ιδέα τι είναι τα παραπάνω πιάτα, αλλά τα βρήκα ψάχνοντας για δημιουργίες του Gordon Ramsay. Χρειάζεται να ξέρεις τι είναι; Πες αλήθεια)

Ναρκώνεσαι από την τέχνη, από τις λεπτομέρειες, από τα καθαρά πιάτα, από την τέλεια εκτέλεση. Και επειδή η μαγειρική είναι σχεδόν το ίδιο ανεξερεύνητη με τις μισές θάλασσες της γης, θες κι άλλο. Κι άλλο. Κι άλλο. Και να οι τρεις ώρες που έκλεισες στον καναπέ χωρίς να το καταλάβεις.

Σαν την παπαρούνα μοιάζεις, όλο χρώματα αλλάζεις

Το φαγητό πουλάει. Δεν ξέρω πώς θα τα πήγαινε μια εκπομπή με εργένηδες που προσπαθούν να μαγειρέψουν, ενώ στον ελεύθερο χρόνο τους μπερδεύουν το κοντρόλ της τηλεόρασης μ’ αυτό του ερκοντίσιον ή μπορούν να κλειδωθούν έξω από το σπίτι τους. Δεν ξέρω πώς θα πήγαινε μια εκπομπή με δέκα τύπους που καίνε το φαγητό τους, θέλω να πω. Ξέρω ότι οτιδήποτε άλλο που δείχνει ένα βασικό σέβας προς τα πιάτα και την εμφάνισή τους πουλάει.

Όχι γιατί δεν έχουμε να φάμε (ποτέ μη λες ποτέ), αλλά γιατί η μαγειρική με τα απαραίτητα στάνταρ δημιουργικότητας των σεφ, τις τάσεις λιγούρας των θεατών και την ψευδαίσθηση ότι κάποτε θα τα φτιάξουμε έτσι κι εμείς, είναι όπιο. Είναι ιστός αράχνης.

Είναι κάτι που θα μας καθηλώνει στους καναπέδες ακόμη κι αν επί μια βδομάδα βλέπουμε συνταγές για κατεψυγμένο καρχαρία ή φασολάκια (μάλλον). Αν θες τη γνώμη μου, είναι ένα όπιο σαφώς πιο εθιστικό από το ποδόσφαιρο του χασμουρητού τις 9 στις 10 φορές.

Συνταγές για καρχαρία > 4-5-1 με τρία αμυντικά χαφ.