OPINIONS

Παραδέξου το: σου έχουν λείψει οι διακοπές με τους γονείς σου

Μια βουτιά στην εποχή που έκανες βουτιές και η μαμά σου φώναζε "Όχι στα βαθιά!".

Η γενιά μας έχει την τύχη να έχει τις ωραιότερες αναμνήσεις από καλοκαιρινές διακοπές με τους γονείς. Με όποιον κι αν συζητήσω, δεν υπάρχει άτομο της γενιάς μας που τα καλοκαίρια να μην περνούσε φανταστικά ακόμα κι αν την έβγαζε στο χωριό της γιαγιάς του.

Ήταν πιο ανέμελες οι εποχές και μας άφηναν οι γονείς μας και οι παππούδες μας να αλωνίζουμε χωρίς να δίνουμε λογαριασμό για το πού πάμε; Ναι. Είχαν οι ίδιοι περισσότερη όρεξη να ασχοληθούν μαζί μας καθώς έγιναν γονείς σε νεαρή ηλικία; Επίσης ναι. Όποιοι κι αν είναι οι λόγοι, αυτό δεν αλλάζει την ουσία. Τα καλοκαίρια μας, οι σημερινοί 30άρηδες περνούσαμε ονειρεμένα και ούτε  ένα σαββατοκύριακο δικό μας δεν μπορεί να συγκριθεί με όλο το καλοκαίρι των παιδιών του σήμερα.

Καθένας από εμάς έχει να θυμάται τη διαδικασία προετοιμασίας για διακοπές. Όσοι υπήρξαν και παιδιά δημοσίων υπαλλήλων με τις μεγάλες άδειες, θα θυμούνται σίγουρα διακοπές δεκαπενθήμερες όπου η μητέρα μετακόμιζε σχεδόν όλο το σπίτι στο παραθαλάσσιο μέρος.

Εγώ θυμάμαι να στοιβαζόμαστε ευτυχισμένοι στο Νissan Sunny Datsun, ένα αυτοκίνητο χρώματος λαχανί που «φοριόταν» πολύ εκείνη  την εποχή και ήταν επιλογή πολλών οικογενειών. Στη σχάρα ήταν τα ποδήλατά μας. Στο πορτ- μπαγκάζ  η μητέρα μου κουβαλούσε όλο το νοικοκυριό καθώς τα τα δωμάτια στο φανταστικό Δεβελίκι Χαλκιδικής δεν ήταν τόσο οργανωμένα. Ακόμα και ράντζο κουβαλούσαμε, κατσαρόλες, πιάτα.  Το ίδιο και τα ξαδέρφια μου που κάναμε μαζί διακοπές.

 

Κατά τη διάρκεια των διακοπών μας η ζωή κυλούσε απλά και ήρεμα με την ρουτίνα να ξεκινά με το κορνάρισμα του κινητού φορτηγακίου φούρνου που πρωί πρωί περνούσε και πουλούσε ψωμιά. Θα ήταν το ψωμί για το πρωινό μας και για όλη τη μέρα. Οι μάνες μας έπαιρναν μικρά ψωμάκια για σάντουιτς γιατί κατά τη διάρκεια της μέρας στην παραλία προβλεπόταν μεγάλη πείνα. Ψωμί με φέτα, ντομάτα, ελιές και zwan. Όλοι έχουμε λατρέψει με κάποιο τρόπο το zwan. Eγώ το λάτρεψα από τα καλοκαίρια.  Τα μεσημέρια μαζευόμασταν για ύπνο, ή θα έψηναν οι πατεράδες μας ή θα είχαν μαγειρέψει οι μανάδες. Όλα κυλούσαν σαν να ήμασταν σπίτι, θα τρώγαμε και φασολάκια αν το είχε το μενού. Δεν θα ξημεροβραδιαζόμασταν σε ταβέρνες και εστιατόρια. Το απόγευμα, πάλι θάλασσα, μέχρι αργά, μέχρι να δύσει ο ήλιος. Όχι φυσικά σε beach bar, αμφιβάλλω αν υπήρχαν από αυτά τότε, χύμα, ανοργάνωτοι τελείως. Καμιά φορά, μετά τη δύση, ανάβαμε φωτιά και μας έπαιρνε ο ύπνος στην αγκαλιά των γονιών μας.

Τα ποδήλατά μας πάθαιναν συνέχεια φούιτ, λάστιχο για όσους δεν καταλαβαίνουν. Ο πατέρας μου τα διόρθωνε μόνος του. Κάθε μέρα κι άλλο φούιτ από τα αγκάθια και τα τριβόλια και κάθε μέρα κι άλλη συγκόλληση. Ένα καλοκαίρι, για δύο μέρες βγήκε ένα ωραίο μαλακό αεράκι. Μας έκανε χαρταετό και τον πετούσαμε στην παραλία. Δεν τον αγόρασε, τον έφτιαξε, πάντα μας έφτιαχνε χαρταετό ο πατέρας μου, δεν είχε αγοράσει ποτέ.

Όταν αρχίσαμε να μεγαλώνουμε λίγο μας έκανε δική μας καλύβα με ξύλα και καλάμια μέσα στην αυλή των ενοικιαζόμενων δωματίων, για να νιώθουμε ότι έχουμε τον προσωπικό μας χώρο. Μας έκανε δική μας καλύβα…

Και έρχομαι απότομα στο σήμερα. Στην εποχή των beach bar, των εστιατορίων, των κλαμπ σάντουιτς στην παραλία και των λουκουμάδων με τη ζάχαρη. Τα βλέπω τα σημερινά παιδιά, στις διπλανές ξαπλώστρες από εμένα, να προσπαθούν να περάσουν την ώρα τους με τα άπειρα παιχνίδια παραλίας που τους έχουν πάρει οι γονείς τους από γνωστό παιχνιδάδικο. Συχνά βαριούνται μόνα και στρέφονται στους γονείς, «Μαμά, μπαμπά, ελάτε να κολυμπήσουμε μαζί», για να έρθει η απάντηση «παίξε λίγο τώρα με τον αδερφό σου, γιατί πίνω τον καφέ μου».

 

Aν ρωτούσες σήμερα ένα παιδί ποια εκδοχή διακοπών θέλει, θα σου έλεγε σίγουρα την πρώτη, αλλά δεν την ξέρει, δεν την έζησε και ούτε πρόκειται. Πάει εκεί που διάλεξαν οι γονείς για τους εαυτούς τους, στην άνεσή τους, όπου δεν θα χρειαστεί ούτε πολλά πράγματα να προετοιμάσουν, ούτε πολλά να κουβαλήσουν. Όταν πεινάσουν, θα φάνε κλαμπ από το bar ή χοτ ντογκ ή λουκουμά από τον λουκουματζή που περνά με τους μπαγιάτικους συνήθως λουκουμάδες που τους πουλά και 2,5 ευρώ. Θα φάνε τον λουκουμά που είναι μες τη ζάχαρη και θα πιουν τη γρανίτα, αυτή που είναι παγωμένη ζάχαρη αλεσμένη και ενωμένη με ένα σιρόπι με γεύση.  Θα φάνε στην ταβέρνα αργότερα με τους γονείς και κάπως έτσι θα κυλήσει η μέρα τους.  Στην επιστροφή θα αισθανθούν ότι μάλλον πέρασαν καλά. 

 

Οι γονείς που βλέπεις τριγύρω στα beach bar είναι κουρασμένοι. Πολύ κουρασμένοι. Από την δουλειά, από το άγχος, ναι, είναι πολύ διαφορετικές εποχές. Δεν έχουν καμία ενέργεια και διάθεση να ασχοληθούν ουσιαστικά με το παιδί στην παραλία, θέλουν απλώς να το παρκάρουν με τα κουβαδάκια του και αυτοί να πίνουν τον καφέ τους και να κάνουν το τσιγάρο τους. Παρόλο που οι σημερινοί γονείς είναι αυτοί που πέρασαν τις ωραίες αυτές διακοπές με τους γονείς τους, δεν υπάρχει καμία διάθεση όλες αυτές οι αναμνήσεις να περαστούν και στα παιδιά τους.

 

Φυσικά και υπάρχουν οι εξαιρέσεις. Και αυτούς τους βλέπεις και τους καταλαβαίνεις αμέσως. Είναι οι γονείς που άφησαν πίσω την άνεσή τους και επέλεξαν τον κάμπινγκ για τις ολιγοήμερες διακοπές τους, προκειμένου να ευχαριστηθούν τα παιδιά. Είναι οι γονείς που συναντάς σε ανοργάνωτες παραλίες με το ψυγειάκι. Είναι οι γονείς που θα κολυμπήσουν για ώρες μαζί με τα παιδιά, θα εξερευνήσουν τα βυθό, θα μάθουν στα παιδιά τους όλα όσα ξέρουν για τα ψάρια. Λίγες περιπτώσεις δυστυχώς, αλλά κάτι είναι και αυτό. Θέλει πολλή προσπάθεια να πετύχουν οι σημερινοί γονείς τις όμορφες διακοπές που αβίαστα οι δικοί μας οργάνωναν.