SOOC
OPINIONS

Πώς είναι να κάνεις ένα επάγγελμα που όλοι μισούν

Ο Μένιος Σακελλαρόπουλος πιστεύει ότι καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή. Κάποιες όμως είναι καταδικασμένες να μας χαλάνε τη διάθεση.

Μου το έλεγε συνέχεια η μακαρίτισσα η μάνα μου, και φαντάζομαι το ίδιο έκαναν όλες οι μανάδες, οι γιαγιάδες και οι παππούδες, ιδίως του παλιού καιρού. Ότι καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή. Ε, κάποιες δουλειές τις έβρισκαν ντροπιαστικές οι γιαγιάδες, αλλά τέλος πάντων, από μικροί εμπεδώσαμε ότι η τίμια δουλειά δεν είναι ντροπή.

Εντάξει, αλλά μήπως υπάρχουν δουλειές που κάνουν τους άλλους να σιχτιρίζουν, δουλειές που χαλάνε τη μέρα των υπόλοιπων; Το σκεφτόμουν ένα βράδυ που έβγαζα βόλτα τη Λούνα, η οποία, λόγω ράτσας (Ακίτα) κάνει του κεφαλιού της και θα πάει εκεί που θέλει αυτή κι όχι εκεί που την κατευθύνεις. Εκείνο το βράδυ λοιπόν με τράβηξε προς την αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτή που πηγαίνουμε συνήθως. Και μ’ έπιασε πανικός όταν σταμάτησε για την ανάγκη της μπροστά σε ένα γραφείο τελετών, στο οποίο η ίδια φυσικά δεν έδωσε καμία σημασία.

Ο ιδιοκτήτης δεν μας έδωσε κι αυτός καμία σημασία. Όταν πρόσεξα λίγο καλύτερα, είδα ότι έπαιζε ηλεκτρονικό τάβλι σε κάποια σελίδα του διαδικτύου και ήταν πωρωμένος με την εξέλιξη του παιχνιδιού, γιατί έκανε συνεχώς γκριμάτσες. Εντάξει, τι να κάνει; Σκοτώνει την ώρα του, χωρίς μάλιστα να χρειάζεται να την κηδέψει.

Την επόμενη μέρα η Λούνα τράβηξε την ίδια διαδρομή. Κι ο φίλος μας ήταν πάλι εκεί, πάλι σκότωνε την ώρα. Και δεν σήκωσε το κεφάλι του ούτε όταν το σκυλί άρχισε να γαβγίζει ασταμάτητα, για άγνωστους λόγους. Ο άνθρωπος ήταν εκεί πολλές ώρες κάθε μέρα, αφού τον έβλεπα και τα πρωινά, όταν έφευγα για τη δουλειά. Το σκεφτόμουν έντονα κάποια μέρα. Ότι κάθεται εκεί βαριεστημένα, περιμένοντας να πεθάνει κάποιος άνθρωπος για να αναλάβει δράση (και λεφτά) Ο θάνατος κάποιου είναι η δική του ζωή. Γιατί κάποτε τελειώνει και η ζωή, και το χε πει ο Καζαντζίδης: Η ζωή εδώ τελειώνει, σβήνει το καντήλι μου.

Όταν ξαναπεράσαμε, τον βρήκα να σκοτώνει την ώρα -τη γνωστή άθαφτη- έξω στο πεζοδρόμιο. Κι όταν με καλησπέρισε, ήθελα να φτύσω τον κόρφο μου, κούφια η ώρα που τ’ ακούει. Είχε όρεξη για κουβέντα. Με ρώτησε για το πρωτάθλημα, για το κύπελλο, για τη διάλυση του Παναθηναϊκού, όλα γύρω από το ποδόσφαιρο. Κι αφού απάντησα σ’ αυτά που ρώτησε, τον ρώτησα κι εγώ.

SOOC

-Αδελφέ πώς αντέχεις εδώ;

-Ε, μια δουλειά είναι κι αυτή, κάποιος πρέπει να την κάνει. Την κληρονόμησα από τον πατέρα μου, τη συνεχίζω, και λέω δόξα τω Θεώ.

-Βρε δόξα, αλλά εννοώ -με το συμπάθιο κιόλας- ότι για να χαρείς εσύ πρέπει να πεθάνει κάποιος…

-Μα σου είπα, κάποιος πρέπει να κάνει κι αυτή τη δουλειά, καθόλου εύκολη, να το ξέρεις. Και να ξέρεις επίσης ότι από μένα τρώνε πολλοί ψωμί. Αυτοί που κάνουν ένα σωρό δουλειές γύρω από το νεκρό. Που τον ντύνουν, που…

-Μη, μη. Και δεν είπα ότι είναι εύκολη δουλειά. Λέω ότι για να χαρείς εσύ, πρέπει να πεθάνει κάποιος άνθρωπος.

-Μην το βλέπεις σαν χαρά αλλά σαν επαγγελματική κίνηση. Όποιος δουλεύει -οπουδήποτε- πληρώνεται. Εγώ έτσι το βλέπω. Τι ήθελες δηλαδή; Να το κάνω τζάμπα; Δίνει κανείς κάτι τζάμπα; Όχι να το ξέρω, να πάω να πάρω κρέας και ρούχα κι άλλα πολλά που χρειάζομαι. Δεν ζούμε σε μια εποχή που κάνουμε ‘ανταλλαγή’. Ο καθένας κάνει τη δουλειά του. Και δεν χαίρομαι, μια δουλειά κάνω.

-Δεν μπορεί να μη χαίρεσαι λίγο όταν χτυπάει το τηλέφωνο.

-Μπα. Όλα είναι μια συνήθεια. Με το πέρασμα του χρόνου γίνεται ρουτίνα, όπως συμβαίνει σε όλες τις δουλειές.

Τότε χτύπησε το τηλέφωνο του γραφείου! Με χαιρέτησε βιαστικά για να μπει μέσα. “Να περνάς να τα λέμε“, μου είπε. Αχρείαστος να είσαι αδελφέ! (όμως τότε δεν θα χαμογελάει ποτέ).  Αλλά πώς χαμογελάει ο άντρας της τροχαίας, αυτός που ξυπνάει το πρωί για να κόψει κλήσεις; Σηκώνεται από το ζεστό του κρεβατάκι, βάζει τη στολή και βγαίνει στο κρύο για να γράψει οδηγούς και να αφήσει κλήσεις σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Και δεν είπε κανείς να παραβλέψει τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας -γιατί ναι, κυκλοφορούν ‘δολοφόνοι’- αλλά ρε αδερφέ, να βάζεις κλήση σε ένα αυτοκίνητο επειδή έχει παρκάρει σε μια γωνία ας πούμε; Έχει αναρωτηθεί ποτέ τροχονόμος -προφανώς και οι δημοτικοί υπάλληλοι της ίδιας αρμοδιότητας- τι μαχαιριά είναι για κάθε οικογένεια μία κλήση και τι ζημιά επιφέρει στο σπίτι; Προσοχή, για να μην παρεξηγηθώ. Δεν μιλάω για τις σοβαρές παραβάσεις αλλά για κάποιες ανώδυνες περιπτώσεις, όπως ένα παρκάρισμα.

Προφανώς υπάρχουν αυτοί που έχουν ευαισθησίες, αλλά υπάρχουν κι οι άλλοι. Κι ανάμεσά τους και κάποιοι φανατικοί! Κι εννοώ μόνο αυτούς με τον υπερβάλλοντα ζήλο. Αν το βράδυ που πάνε για ύπνο είναι χαρούμενοι (οι του υπερβάλλοντος ζήλου), τότε πάσο. Ναι, “ένα επάγγελμα είναι“, όπως είπε κι ο φίλος μας από το γραφείο τελετών. “Και κάποιος πρέπει να το κάνει“. Αλλά δεν σπάει η καρδιά εκείνου του υπαλλήλου που πάει και κόβει το ρεύμα σε ένα σπίτι; Θεωρώ ότι σπάει. Όπως και των ελεγκτών στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς (με τα πρόστιμα να είναι βαρύτατα), των χειριστών μηχανημάτων που πάνε να κατεδαφίσουν ένα αυθαίρετο (μεγάλος πόνος εκεί), όλων αυτών που κάνουν κάτι εξαιρετικά δύσκολο.

SOOC

Δεν θέλω να σκέφτομαι καθόλου τι θα γίνει με τις λεγόμενες ‘κατασχέσεις σπιτιών’. Ούτε να το σκέφτομαι. Κι επειδή, όπως έλεγε και η γιαγιά, “καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή“, γιατί ρε γιαγιά παίρνουν τηλέφωνο από τις οκτώ το πρωί για να σου προσφέρουν “ένα νέο πολύ συμφέρον πακέτο κινητής τηλεφωνίας”; Στις οκτώ το πρωί; Πάμε καλά; Είμαστε με τα καλά μας; Και τι μας το λες ότι “για λόγους ασφαλείας η κλήση μας καταγράφεται“; Για να μη σε διαλοστείλει κάποιος στις οκτώ το πρωί; Ποιος θέλει να αλλάξει εταιρεία στις οκτώ το πρωί;

Υπάρχουν πολλά. Αλλά όσοι είναι στις λεγόμενες ‘ενοχλητικές δουλειές’, ας είναι τουλάχιστον πιο διακριτικοί κι ας σκέφτονται κάπου-κάπου ότι υπάρχουν και τρόποι να γίνουν λιγότερο ενοχλητικοί. Είπαμε ότι καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή; Είπαμε.

Φωτογραφίες: SOOC