ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Ένα γράμμα στην παντοτινά μικρή μου αδερφή

Ένας μεγάλος αδελφός γράφει χίλιες λέξεις γεμάτες συναισθήματα, χαρτζιλίκια, τσαμπουκάδες, τατουάζ και πολλά μπολ με φαγητά, για την αδερφή του που κλείνει σήμερα τα 31.

Ποτέ μου δεν κατάλαβα το λόγο ύπαρξης των Παγκόσμιων Ημερών, αλλά ακόμα κι όταν νόμιζα πως κάτι καταλαβαίνω, το συμπέρασμα ήταν κάπως απογοητευτικό. Φαίνεται πως η ζωή μας έχει γίνει τόσο γρήγορη, απρόσωπη και αγχωτική, που μοιάζει με τρέξιμο στον διάδρομο ενός υπερσύγχρονου γυμναστηρίου. Ξεκινά με αργά βήματα, συνεχίζει με αύξηση ταχύτητας και ύψους,  φτάνει στους πιο δυνατούς ρυθμούς και καταλήγει πάλι με αργά βήματα προς το τέλος.

Το παράδοξο σ’ όλη την ιστορία, είναι πως οι ίδιοι που πατάνε συνεχώς το κουμπί της αύξησης στην ταχύτητα και δοκιμάζουν τις δυνάμεις και τις αντοχές μας χωρίς δισταγμό, έχουν παράλληλα εφεύρει τις συναισθηματικές Παγκόσμιες Ημέρες. Γιατί με τη ζωή στο fast forward, είναι λογικό να ξεχνάς τις μέρες, τις ώρες, τους φίλους, τους πρόσφυγες, τα παιδιά που αντιμετωπίζουν πρόβλημα υγείας, τα παιδιά που πεθαίνουν από νερό ή φαγητό, την μητέρα σου, τον πατέρα σου και τον ίδιο σου τον εαυτό.

Σ’ όλο αυτόν τον καθημερινό καταιγισμό, όσο στερεότυπο κι αν είναι, όσο σύνηθες κι αν μοιάζει, πρέπει να παραμένεις άνθρωπος και να αγαπάς όσα ‘δώρα’ έχεις δίπλα σου κάθε στιγμή. Είτε έχουν Παγκόσμια Ημέρα, είτε όχι. Ένα από τα πιο σπουδαία και σημαντικά δώρα της δικής μου ζωής, δεν έχει Παγκόσμια Ημέρα και μου το έκαναν οι γονείς μου πριν από 31 χρόνια. Τέτοια μέρα, τέτοια ώρα. Ένα δώρο που δεν ζήτησα, ίσως το πρώτο δώρο έκπληξη που δέχτηκα στη ζωή μου και το οποίο δεν θα κρύψω πως αντιμετώπισα αρχικά με αμφιβολία και περιέργεια. Δεν ήταν σε κουτί, δεν είχε κόκκινη κορδέλα, αλλά είχε ροζ ποδαράκια, φουσκωτά μάγουλα και το μόνο που έκανε ήταν να τρώει (αρκετά), να κοιμάται (πολύ) και να κλαίει (ελάχιστα).

Προτού καν έρθει στο σπίτι μας, οι γονείς μου και δη ο πατέρας μου (που δεν φημίζεται για τις καλές του συμβουλές), μου είχε εξηγήσει πως όταν με το καλό γίνουμε τέσσερις, το δικό μου καθήκον ως μεγάλος αδερφός, θα είναι να την προσέχω και να την προστατεύω. Την αγάπη, δεν χρειάστηκε να μου τη ζητήσει, ήξερε πως θα έρθει μετά από λίγες μέρες. Δεν ξέρω αν το έκανα από φόβο (γιατί ο πατέρας μου δεν ήταν απ’ αυτούς που του άρεσαν οι παραβιάσεις των κανόνων του) ή από καλοσύνη, αλλά από την πρώτη κιόλας μέρα που ήρθε στο σπίτι, θυμάμαι να έχω τις περισσότερες ώρες της ημέρας τα μάτια μου πάνω της. Για να είμαι ειλικρινής δεν πολυθυμάμαι, ωστόσο στα οικογενειακά τραπέζια, όταν ικανές ποσότητες αλκόολ περνούν στον οργανισμό των συγγενών μας, πάντα μνημονεύεται η αδυναμία που είχα στην αδερφή μου από μικρός και πως καθόμουν πάνω από την κούνια της και έβλεπα αν ήταν καλά.

Έπειτα ήρθε η συμβίωσή μας στο ίδιο δωμάτιο, αλλά και η κοινή και ταυτόχρονα παράλληλη ζωή μας στον παιδικό σταθμό. Έστω κι αν έχουν περάσει τόσα χρόνια και οι θύμησες έχουν ξεφτίσει σαν σημαία κρεμασμένη σ έρημο φάρο, ακόμα νιώθω αυτό το συναίσθημα ευθύνης και αγάπης που είχα τις πρώτες μέρες του παιδικού σταθμού. Ήταν φορές που ακόμα κι αν έπαιζα με παιδιά της ηλικίας μου, πάντα είχα το μυαλό μου στο αν είναι καλά ή χρειάζεται κάτι η μικρή μου αδερφή. Η πρώτη μάλιστα παρατήρηση που έκαναν για μένα στη μητέρα μου οι δασκάλες (προτού σκάσει η μπόρα απελπισίας των καθηγητών στο Λύκειο) ήταν πως ήμουν υπερπροστατευτικός με την αδερφή μου στον παιδικό σταθμό και πως αυτή η ευθύνη ήταν βαρύτερη απ’ όσο αρμόζει σ’ ένα παιδί της ηλικίας μου.

Έτσι κύλησαν και τα υπόλοιπα 12 χρόνια σε Δημοτικό, Γυμνάσιο και Λύκειο, με τη βασική διαφορά πως ο καθένας είχε τις παρέες του, είχε αποκτήσει και χτίσει το δικό του περιβάλλον. Όσο μεγάλη κι αν ήταν η αγάπη και το δέσιμο μεταξύ μας, μ’ έναν άγραφο κανόνα που είχαμε βάλει ο ένας στον άλλο, ποτέ δεν μπλέχτηκαν οι παρέες μας και ποτέ κανείς δεν μπήκε στα λημέρια του άλλου. Πάντα όμως, ο ένας ήταν δίπλα στον άλλον όποτε το χρειάστηκε. Πολλές φορές μάλιστα ακόμα κι όταν δεν το χρειάστηκε ή δεν το ήθελε.

Όπως στα 15 της, που ερωτεύτηκε έναν 18χρονο φίλο μου και όταν το έμαθα με 2-3 άμεσες και άκομψες κινήσεις τους το έκοψα μια για πάντα και εκείνη μου έκοψε την “καλημέρα” για αρκετούς μήνες. Τώρα σκέφτομαι πως δεν έπρεπε να ανακατευτώ έτσι, τώρα πιστεύει πως καλά έκανα και ανακατεύτηκα. Μα έτσι είναι η αγάπη. Σε βάζει να κάνεις πράγματα που μετά από χρόνια τα σκέφτεσαι και γελάς. Όπως τώρα σκέφτομαι τη στιγμή που είχα σταθεί απέναντι σ έναν δίμετρο συμμαθητή της που την είχε πειράξει στο Λύκειο και την ίδια στιγμή που τον έβριζα και τον προειδοποιούσα, σκεφτόμουν πως μάλλον θα φάω περισσότερες απ’ όσες θα δώσω. Για την ιστορία, εκείνη τη μέρα επικράτησε ευτυχώς όχι η βία, αλλά ο λόγος (μου).

Κι αν εγώ ήμουν ο ‘δυνατός’ της υπόθεσης, ο μεγάλος, ο προστάτης, ο φωνακλάς και ο τραμπούκος, εκείνη είχε και έχει έναν πιο γλυκό τρόπο να μου δείχνει συνεχώς την αγάπη της

Από τα χαρτζιλίκια των παππούδων μας που πάντα έπαιρνα το μεγαλύτερο μερίδιο και τα δανεικά, μέχρι το τατουάζ που έκανε για μένα, και από τη γκρίνια μου που ανέχεται για τον πιο ηλίθιο λόγο, μέχρι τα αμέτρητα φαγητά που μου ‘χει μαγειρέψει, η αγάπη της αδερφής μου, συγκρίνεται μόνο με την μητρική. Μοιάζει τόσο ανιδιοτελής, που πράγματι μόνο με “δώρο” μπορώ να την παρομοιάσω. Κι αυτό δεν το ξεχνώ ακόμα και τη στιγμή που θα τσακωθούμε, θα με κάνει έξαλλο και θα επέμβει η μητέρα μας και μ’ ένα “είστε αδέρφια και πρέπει να είστε αγαπημένα, γιατί όταν φύγουμε εμείς, θα έχετε ο ένας τον άλλον” θα τα λύσει όλα.

Μετά από 31 χρόνια συμβίωσης, κουβαλάει πια τόσα γαλόνια υπομονής, που της έφτασαν για να αντέξει τη συνύπαρξή μας τα τελευταία 7 έτη στην ίδια επαγγελματική στέγη. Και χαίρομαι και την καμαρώνω κάθε φορά που κάποιος θα πει για το ταλέντο της στη δουλειά και τον μοναδικό της χαρακτήρα και βράζω από μέσα μου, όταν κάποιος πετάξει κάποια σπόντα για ένα λάθος που της ξέφυγε. Μα πιο πολύ απ’ όλα, “φουσκώνω” γιατί πλέον μεγάλωσε ηλικιακά και επαγγελματικά, έγινε ολόκληρη γυναίκα και από το τίτλο που της φόραγαν άδικα στο σχολείο “η αδερφή του Γρηγόρη” φτάσαμε στο “ο αδερφός της Μαριλένας”.

Κι όταν ακόμα και τώρα σε χαλαρές φιλικές συζητήσεις με ρωτούν αν θα προτιμούσα να είχα αδερφό, τους απαντώ πως προτιμούσα, μέχρι να έρθει στη ζωή η μικρή μου αδερφή.  Γιατί και τώρα που έγινε 31 και για πάντα θα την φωνάζω ‘Λουλού’ και θα είναι η μικρή μου αδερφή.