ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Καμία πλάκα: αποφάσισα να σπουδάσω στα 40

Σε ηλικία 39 ετών και 9 μηνών, ένας δημοσιογράφος και πατέρας δύο παιδιών θα περάσει το κατώφλι του πανεπιστημίου. Αυτές είναι οι σκέψεις του.

Οι μέρες κατά τις οποίες έβγαιναν στα σχολεία τα αποτελέσματα των πανελληνίων εξετάσεων ήταν βασανιστικές για μένα. Κανονικά δεν θα έπρεπε. Όταν δεν έχεις καταβάλει καμία σοβαρή προσπάθεια να περάσεις, να ‘στρώσεις τον κώλο σου’ που έλεγε η συγχωρεμένη η μάνα μου, δεν δικαιούσαι να έχεις απαιτήσεις για επίδοση, πόσω μάλλον για είσοδο στο πανεπιστήμιο.

Χρειάστηκε να περάσουν κάμποσα χρονάκια (και ενώ όλοι σχεδόν οι κολλητοί είχαν περάσει) για να διαπιστώσω ότι μία βόλτα (έστω μία βόλτα βρε αδερφέ) από το πανεπιστήμιο μου έλειπε. Τι μου έλειπε; Εδώ σε θέλω μάστορα! Μάλλον τα πάντα. Η πανεπιστημιακή ατμόσφαιρα, η αύρα της πανεπιστημιακής ζωής (ακόμη και στην Αθήνα δεν θα με ‘χάλαγε’) τα πάρτι, όλη αυτή η ιστορία του να είσαι φοιτητής στην Ελλάδα.

Με τα χρόνια διαπίστωσα, πέρα από την πλάκα, ότι είχα και κενά σοβαρά στην όποια δημοσιογραφική-επαγγελματική συγκρότησή μου. Έπιασα να διαβάζω μανιωδώς για να καλύψω τα κενά αλλά χωρίς καθοδήγηση μάγκα μου, κακά τα ψέματα, μόνο πασαλείμματα κάνεις. Χρειαζόταν κάτι άλλο, πιο ‘επαναστατικό’ και περισσότερο αποτελεσματικό.

Αφού λοιπόν αποδείχθηκα ανίκανος να περάσω σε ελληνικό πανεπιστήμιο με εξετάσεις (δεν το είχα καθόλου-είναι η αλήθεια-με το καταναγκαστικό διάβασμα, μού έβγαζε αντίδραση και τρομερή βαρεμάρα), αποφάσισα να πληρώσω γι’ αυτό. Μην πάει το μυαλό σας στο πονηρό, δεν αλώθηκαν τα πάντα σ’ αυτή τη χώρα, απλά προτίμησα το δρόμο του ελληνικού ανοιχτού πανεπιστημίου. Στα γεράματα, λίγο πριν γίνω 40 και με δύο παιδιά 7 ετών στις φτερούγες μου.

Είχα αμφιβολίες. Για το διαθέσιμο χρόνο για διάβασμα (κρύος ιδρώτας μ’ έπιασε για την ακρίβεια), το timing της απόφασης, την ηλικία. “Πού πας τώρα στα 40”, σκεφτόμουν μέσα μου, “είναι πράγματα αυτά”. Όλα τα μικροαστικά κόμπλεξ αναθάρρησαν γενικώς.

Αποφάσισα, με τη βοήθεια πολύ κοντινών μου ανθρώπων, να τα γράψω εκεί που δεν πιάνει το… πληκτρολόγιο. Και παρά το γεγονός ότι δυσκολεύτηκα αφάνταστα στην κατάθεση της αίτησης, έκανα το μεγάλο βήμα. Ναι, μη γελάτε, ήταν μεγάλο βήμα. Και όταν στις 27 Απριλίου έμαθα ότι έγινα δεκτός (τυπικό ήταν το ζήτημα γιατί υπήρχαν θέσεις) κάτι σκίρτησε στην καρδιά μου.

Δεν ήταν ικανοποίηση αλλά ίσως μία υποψία χαράς που 22 χρόνια από την τελευταία φορά που έδωσα πανελλήνιες, ένα ελληνικό πανεπιστήμιο άνοιξε, όπως τις άνοιξε, τις πόρτες στην αφεντιά μου

Τον Σεπτέμβριο λοιπόν, 39 ετών και 9 μηνών, θα είμαι πρωτάκι! Με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αγωνία και το άγχος. Παρακαλώ τους εσωτερικούς δαίμονες της βαρεμάρας, που συχνά-πυκνά με καταδιώκουν από παιδί, να παραμείνουν κοιμισμένοι για να διατηρήσω την όρεξή μου σε υψηλά επίπεδα.

Πήρα επίσης και καλό feed back από οικογένεια και φίλους που έμαθαν για την απόφασή και για την ‘επιτυχία’ μου. Ενα ‘μπράβο’ στο Facebook μπορεί να εξελιχθεί σε μεγάλη υπόθεση για κάποιον που νόμιζε μέχρι και πριν από μερικά χρόνια ότι είναι μετρίως μέτριος σε όλα (με αποτέλεσμα να καταλήξει στο ντιβάνι της ψυχοθεραπείας αφού τον κατασπάραξε η κατάθλιψη).

Ήταν και αυτή μία μικρή νίκη από τις πολλές που χρειάζεται κάποιος για να νικήσει αυτό το τέρας. Και ήταν νίκη γιατί ξεπεράστηκαν μια σειρά από φόβοι και δισταγμοί! Στην τελική σκέφτεσαι το εξής: αξίζει να απολαύσεις αυτό το δώρο της ζωής μέχρι το μεδούλι και οι προκλήσεις που υπάρχουν καθημερινά γι’ αυτό είναι πάντα πολλές δίπλα σου, αρκεί να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά.

Είμαι όρθιος, είμαι καλά, οπότε γιατί όχι; Αλίμονο στα απωθημένα που νικούν το χρόνο και τις περιστάσεις και κατσικώνονται πίσω από την ψυχή σου. Γι’ αυτά που μπορείς να ξεριζώσεις και να πετάξεις στο κάλαθο των αχρήστων της προσωπικής σου ιστορίας, αξίζει τον κόπο!

Ραντεβού στα (διαδικτυακά) αμφιθέατρα. Έστω και αν πλέον οι λίγες τρίχες που έχουν μείνει στο κεφάλι είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία κάτασπρες!