ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Πώς είναι να είσαι γιος ναυτικού

Πέντε χαρακτηριστικές ιστορίες από τη ζωή ενός ανθρώπου που ο πατέρας του δουλεύει στα καράβια.

Κανονικά αυτό το κείμενο θα έπρεπε να δημοσιευτεί στις 18/6, ανήμερα της γιορτής του πατέρα. Όταν, όμως, είσαι γιος ναυτικού, όπως εγώ, έχεις συνηθίσει να γιορτάζεις γενέθλια, γιορτές και επετείους ακόμα και με πολύμηνη καθυστέρηση.

~~~

Παραμονές Χριστουγέννων, 2000

Μένουν έξι μήνες για τις Πανελλήνιες, αλλά έχω ήδη κουραστεί από το διάβασμα. Είναι Παρασκευή βράδυ και όπως κάθε Παρασκευή βράδυ αυτής της σεζόν, μετά το δίωρο φροντιστήριο στα μαθηματικά γενικής παιδείας, πίνω μπίρες με τον Θανάση, τον κολλητό μου από το νηπιαγωγείο, στον Μύθο, στο Γουδί. Οι ‘D-Devils’ βρίσκονται στα ντουζένια τους και ο Θανάσης ζητάει από τον DJ να παίξει για 3η φορά μέσα σε δύο ώρες το ‘Dance with the Devil’. Έχω κλήση στο κινητό από άγνωστο αριθμό. Βγαίνω από το μαγαζί για να μπορέσω να μιλήσω, ενώ έχει αρχίσει να ψιλοβρέχει. Απαντάω την κλήση με ‘παρακαλώ’ και στο ‘-λω’ ακούω ξανά τη φωνή μου να λέει ‘παρακαλώ’. Το δεύτερο ‘παρακαλώ’ που λέω και το τέταρτο που ακούω, ακολουθεί η φωνή του πατέρα μου. ”Έλα, Γιώργο με ακούς; //Ναι, μπαμπά, σε ακούω //Πού είσαι; Πίνω μπίρες με το Θανάση// Πώς πάει το σχολείο;// Καλά// Τι κάνει η μάνα σου;// Καλά ρε μπαμπά, τα γνωστά. Εσύ πού είσαι;// Στο Μέχικο. Ρε Γιώργο (…)είναι(…) Χριστούγεννα (…)Χρόνια πολλά,(…) σας αγαπώ(…).” Κλαίει. Έχει πιει πολύ και τον έχει πάρει το παράπονο. Κάθε φορά που πίνει πολύ τον πιάνει το παράπονο. ”Κι εγώ σ’ αγαπώ ρε μπαμπά”, του λέω και κλείνουμε. Τα μάγουλα μου είναι υγρά. Δεν ξέρω αν είναι από το κλάμα ή τη βροχή.

~~~

Γενάρης, 1995

Είμαι ξαπλωμένος ανάσκελα, κάθετα στο κρεβάτι. Ξαπλωμένος; Τρόπος του λέγειν. Η μέση μου αιωρείται, την ώρα που οι γοφοί μου ακουμπούν στον τοίχο και οι πατούσες από τα τεντωμένα μου πόδια βρίσκονται παράλληλα προς το ταβάνι. Η συγκεκριμένη στάση είναι ο αγαπημένος μου τρόπος για να δείξω στην μάνα μου πως δεν μπορώ να διαβάσω άλλο. ”Πες το άλλη μία φορά και σ’ αφήνω’‘, μου λέει εκείνη και αρχίζω να της λέω παπαγαλία το μάθημα της Γεωγραφίας της επομένης. Ο πατέρας μου έχει μόλις γυρίσει από Πειραιά, από το γραφείο της ναυτιλιακής από την οποία ξεμπάρκαρε πριν λίγες μέρες και κάνει ύποπτη ησυχία στο σαλόνι. ”Για ελάτε λίγο”, φωνάζει γελώντας, ένα λεπτό αφότου έχω αρχίσει να λέω απέξω το μάθημα, και πριν προλάβω να περάσω το κούφωμά της πόρτας που χωρίζει το δωμάτιό μου από το σαλόνι, πετάει δύο χούφτες γεμάτες πεντοχίλιαρα στον αέρα. Πριν το τελευταίο πεντοχίλιαρο ακουμπήσει στο χαλί του σαλονιού, έχει γεμίσει πάλι τα χέρια του με χαρτονομίσματα και τα πετάει ξανά στον αέρα. Κοιτάει τα λεφτά και γελάει πιο αθώα από όσο εγώ στα (τότε) 11 μου. Τα μαζεύω με μεγαλύτερη προσοχή από όση εκείνος στα (τότε) 42 του.

~~~

Νοέμβρης, 1993

Πατάω και τα δύο μου πόδια σε κάθε σκαλί πριν προχωρήσω στο επόμενο. Έχει μόλις χτυπήσει το τελευταίο κουδούνι της απογευματινής βάρδιας του 155ου Δημοτικού σχολείου Αμπελοκήπων και οι συμμαθητές μου κατεβαίνουν σαν αφιονισμένοι τις σκάλες από τον πρώτο όροφο προς το ισόγειο. Οποιαδήποτε άλλη μέρα θα έκανα το ίδιο και εγώ, αλλά σήμερα έχει έρθει για να με πάρει από το σχολείο ο πατέρας μου. Προσποιούμαι στους συμμαθητές μου πως χτύπησα το δεξί μου γόνατο στο τελευταίο διάλειμμα, όσο παίζαμε ποδόσφαιρο, για να αργήσω όσο περισσότερο μπορώ να τον συναντήσω. Δεν έχω κάτι μαζί του, αλλά έχω να τον δω 8 μήνες και σχεδόν δεν τον θυμάμαι. Έχω ένα έντονο σφίξιμο στο στομάχι. Τον βλέπω στην είσοδο του σχολείου. Φοράει ένα μπλε τζιν και ένα άσπρο πουκάμισο, με ανοιχτά τα κουμπιά μέχρι εκεί που ξεκινά η καμπύλη της φουσκωτής κοιλιάς του. Με πλησιάζει, με αγκαλιάζει σφιχτά και με φιλάει. Βιώνω την σκηνή σαν εξωσωματική εμπειρία. Βλέπω έναν άγνωστο κύριο που μοιάζει με τον πατέρα μου στις φωτογραφίες να με αγκαλιάζει κι εμένα να έχω τα χέρια μου κολλημένα στο σώμα μου. Τον νιώθω τόσο μακρυά μου όσο τον θείο Χρήστο από το χωριό που τον βλέπω μία φορά κάθε τέσσερα χρόνια.

~~~

Μάης 2009

Διασχίζω με δύο φίλους την Μαλεκόν, την παραλιακή λεωφόρο της Αβάνας. Ξαφνικά, μας σταματάει ένας 55άρης που άκουσε ότι μιλούσαμε ελληνικά και σε σπαστά αγγλικά, ισπανικά και ελληνικά μας εξηγεί πως είναι γιος Έλληνα ναυτικού και μιας Κουβανής. Μας συστήνεται ως Γιώργος, ορθοπεδικός σ’ ένα ιδιωτικό νοσοκομείο για τουρίστες στην Κούβα. Του προτείνουμε να έρθει μαζί μας για να τον κεράσουμε μια μπίρα. Στο επόμενο δίωρο, στην μπάρα ενός μαγαζιού στην παλιά Αβάνα, μας αναλύει το πόσο θερμές γυναίκες είναι οι Κουβανές στο κρεβάτι και το πόσο τυχεροί είμαστε εμείς που λόγω ηλικίας έχουμε στύσεις κάθε μέρα, ενώ εκείνος μία φορά την εβδομάδα. Παρακολουθούμε αποχαυνωμένοι όσα μας λέει, προσπαθώντας να θυμόμαστε όσο το δυνατόν περισσότερο προκειμένου να τα διηγηθούμε στους φίλους μας όταν γυρίσουμε στην Ελλάδα. Βρισκόμαστε στην άλλη άκρη του πλανήτη με έναν Ελληνοκουβανό και μιλάμε στα ελληνοϊσπανοαγγλικά για τις στύσεις μας. Σε ποιον να το πεις και να σε πιστέψει; Βγάζουμε φωτογραφίες για να κρατήσουμε τη στιγμή και τις επόμενες μέρες ο Γιώργος γίνεται ο προσωπικός μας ξεναγός, ο οποίος στη διάρκεια των εξορμήσεών μας, προσπαθεί να μας πουλήσει πούρα και γυναίκες, ενώ τρώει και πίνει τον άμπακο χωρίς να βάζει ποτέ το χέρι στην τσέπη.

Δέκα μέρες αργότερα, κάθομαι στο γραφείο μου, στο διαμέρισμα στους Αμπελόκηπους και περνάω στον υπολογιστή τις φωτογραφίες από το ταξίδι στην Κούβα. Στο δωμάτιο βρίσκεται και ο πατέρας μου. Μόλις βλέπει τη φωτογραφία μας από το μπαρ που είμαστε αγκαλιά με τον Γιώργο κάνει: ”Ωπ! Ο Γιώργος”. Έχω μείνει αποσβολωμένος να κοιτάω τον πατέρα μου, ο οποίος συνεχίζει χαμογελαστός: ”Ρε το λαμόγιο. Κάθε φορά που δέναμε στην Αβάνα, έμπαινε στο πλοίο με καμιά 15αρια πουτάνες τις οποίες μας τις παρουσίαζε σαν γιατρούς και νοσοκόμες”.

~~~

Οκτώβρης 1997

Εδώ κι ένα μήνα μιλάω κάθε απόγευμα με μια συμμαθήτριά μου στο σταθερό τηλέφωνο. Μάλλον φλερτάρουμε, αλλά δεν είμαι σε ηλικία για να το καταλάβω και κυρίως για να το παραδεχτώ. Οι συζητήσεις μας κάθε φορά ξεπερνούν την μία ώρα, αφού ο ΟΤΕ χρεώνει με την κλήση και όχι με το λεπτό και κινούνται από το γιατί ο μαθηματικός έχει την Δήμητρα, την απουσιολόγο, στα όπα όπα μέχρι τα SOS της Οδύσσειας για το πρώτο διαγώνισμα της χρονιάς. Μιλάμε εδώ και μιάμιση ώρα έχοντας εξαντλήσει κάθε θέμα που αφορά το σχολείο, ώσπου ακολουθεί μια παρατεταμένη σιωπή. Το μόνο που ακούγεται είναι το καλώδιο του σταθερού τηλεφώνου, το οποίο κρατάω -μαζί με το ακουστικό- τεντωμένο με το αριστερό μου χέρι και ανά 2-3 δευτερόλεπτα το τραβάω με τον δείκτη του δεξιού μου χεριού σαν να είναι η χορδή ενός τόξου και το αφήνω να ταλαντώνεται. ”Πού πήγες διακοπές το καλοκαίρι;” με ρώτησε εκείνη, μόνο και μόνο για να παρατείνουμε την κλήση μας.”Στην Εύβοια”, της απάντησα, στοχεύοντας με το τελευταίο μου φανταστικό βέλος τον κουμπαρά σε σχήμα γουρουνιού που είχα αφήσει πάνω στο σύνθετο του σαλονιού. ”Με ποιον πήγες;”, συνέχισε κάνοντας τεχνητές αναπνοές στην εδώ και λίγα δευτερόλεπτα ετοιμοθάνατη κουβέντα μας. ”Με την μητέρα μου”, αποκρίθηκα μη θέλοντας ούτε εγώ να σταματήσουμε να μιλάμε. ”Και ο πατέρας σου;”, ρώτησε εκείνη ξανά. ”Δεν έχω πάει ποτέ διακοπές με τον πατέρα μου”, της απάντησα. Στην προφορική τελεία της τελευταίας μου πρότασής, συνειδητοποίησα για πρώτη φορά στη ζωή μου την αλήθεια της.