ΚΑΡΙΕΡΑ

Επιχείρηση Λαχαναγορά: Γέλασαν και τα μπρόκολα

Πέρα από ρεζίλι γίναμε και γνώστες του πώς λειτουργεί η αγορά του Ρέντη.

Κατέβηκα από τον ηλεκτρικό στο σταθμό του Μοσχάτου με προορισμό τη Λαχαναγορά του Ρέντη. Το μόνο που είχα στο μυαλό μου για τη συγκεκριμένη αγορά ήταν ότι επρόκειτο για μια πολύ μεγάλη λαϊκή. Πόσο ποιο δύσκολη μπορεί να ήταν η αποστολή μου για χάρη του Oneman να πουλήσω ζαρζαβατικά στη Λαχαναγορά σε σχέση μ’ έναν πάγκο λαϊκής όπως αυτή στη Λουίζης Ριανκούρ των Αμπελοκήπων κάθε Σάββατο; Όχι πως είχα πουλήσει ποτέ μου εκεί μαρούλια, απλώς νόμιζα ότι είχα το know how, γιατί μεγάλωσα ένα στενό πιο πάνω. Μετά από δεκαπέντε λεπτά περπάτημα, έφτασα στην κεντρική πύλη της Λαχαναγοράς με στόχο να βρω το Ε42.

Το πρόβλημα ήταν πως δεν ήξερα να διαβάζω συντεταγμένες. Ευτυχώς η Έφη, η οποία μαζί με τον αδερφό της Νίκο διατηρούν το κατάστημα στο Ε42, μου εξήγησε πως δεν θα χρειαζόμουν ραντάρ για να το βρω. Το κεντρικό κομμάτι της Λαχαναγοράς αποτελείται από πέντε παράλληλους δρόμους που δεξιά κι αριστερά τους έχουν τα καταστήματα. Κάθε δρόμος χωρίζεται σε δύο συγκροτήματα και σε κάθε συγκρότημα αντιστοιχεί ένα γράμμα. Τα καταστήματα στα συγκροτήματα είναι αριθμημένα όπως οι δρόμοι. Από την μία πλευρά τα μονά και απέναντί τους τα ζυγά. Αν και τώρα που το ξαναδιαβάζω μοιάζει πολύπλοκο, έφτασα στο Ε42, στις 12:00 πιο εύκολα από όσο νόμιζα.

(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)

Η ώρα που έφτασα ήταν κομβικής σημασίας, αφού όπως μου είπε ο Νίκος, οι παραλαβές γίνονται νωρίς το πρωί και περιλαμβάνουν μπόλικο φόρτωμα και ξεφόρτωμα. Οι παραγωγοί είτε πουλάνε τα προϊόντα τους στους καταστηματάρχες της αγοράς είτε τους τ’ αφήνουν με την προοπτική να πάρουν ποσοστό από τις μετέπειτα πωλήσεις τους. Όπως και να έχει, η διαδικασία περιλαμβάνει μπόλικο κουβάλημα, το οποίο, κατά λάθος και ευτυχώς, γλίτωσα. Παρόλα αυτά, αφού ο Νίκος με ξενάγησε στο κατάστημα του ζήτησα να με βάλει να κάνω καμιά δουλειά. Ανταποκρίθηκε στο αίτημά μου ζητώντας μου ν’ ανεβάσω πέντε τελάρα με φρέσκα κρεμμύδια από το υπόγειο στο κατάστημα.

(Στο ασανσέρ με κουνουπίδια στην πρόβα)

Νωρίτερα, είχαμε κατέβει με το ασανσέρ-πλατφόρμα στο υπόγειο όπου χρησιμοποιείται ως αποθηκευτικός χώρος, ενώ διαθέτει κι ένα ψυγείο. Το ψυγείο έχει το μέγεθος ενός υπνοδωματίου και βοηθά στη συντήρηση των λαχανικών. Το χειμώνα λειτουργεί στους 6-7° C, ενώ το καλοκαίρι τόσο λόγω της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος όσο και της ευπάθειας των φρούτων και λαχανικών της εποχής, ρίχνουν τη θερμοκρασία στους 2-3° C. Φόρτωσα τα κρεμμύδια στο καρότσι, τα έβαλα στο ασανσέρ και πάτησα το κουμπί για ν’ ανέβω. Αν και ο Νίκος μου είχε δείξει νωρίτερα τη σωστή κλίση που έπρεπε να έχει το καρότσι, ώστε να μην έχουμε ατυχήματα, έχασα μερικά κρεμμύδια στη διαδρομή. Όταν ανέβηκα στο ισόγειο του ζήτησα συγγνώμη για τα κρεμμύδια που μου είχαν πέσει. Εκείνος σήκωσε το δεξί φρύδι, με κοίταξε με απορία και μου είπε:

Εεε, Γιώργο αυτά δεν είναι φρέσκα κρεμμύδια, είναι πράσα

Η ‘βάρδια’ μου είχε ξεκινήσει με λούφα (βλ. καθυστερημένη άφιξη με αποτέλεσμα να χάσω το ξεφόρτωμα των προϊόντων) και με μια μεγάλη γκάφα που θα χαρακτήριζα ‘πατάτα’ αν δεν φοβόμουν πως λόγω περιβάλλοντος μπορεί να δημιουργηθούν παρεξηγήσεις. Άφησα λίγο την πράξη στην άκρη και ζήτησα από τα παιδιά να μου εξηγήσουν λίγο τα της θεωρίας σχετικά με τη Λαχαναγορά. Από τη Λαχαναγορά ψωνίζουν χοντρέμποροι. Στη συντριπτική τους  πλειοψηφία είναι πωλητές σε λαϊκές, ενώ από το Ρέντη αγοράζουν κάποια σούπερ μάρκετ, εστιατόρια και ταβέρνες, ήταν οι πρώτες πληροφορίες που αποκόμισα.

Αυτό είναι το φρέσκο κρεμμύδι:

 

Μπροστά από το Ε42 πέρασε ένα φορτηγό που είχε στη διαπασών το ‘θα πουλήσω το ρολόι και θα πάρω κομπολόι’, ενώ μύριζε τσίκνα από τα σουβλάκια που ψήνονταν σε μια ψησταριά που βρίσκεται μέσα στη Λαχαναγορά, μιας και δεν υπάρχει λόγος να είναι vegan όσοι δουλεύουν εκεί. ”Τα τελευταία χρόνια έχει εξευγενιστεί η αγορά. Παλιά δεν ήταν χώρος για γυναίκες”, μου είπε ο Νίκος, εξηγώντας μου πως δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που η αγορά ήταν ανοιχτή μετά τα μεσάνυχτα. Με ενημέρωσε, επίσης, πως τον τελευταίο καιρό συζητιέται τη χειμερινή περίοδο η αγορά ν’ ανοίγει το πρωί και την καλοκαιρινή το βράδυ, ώστε να μην έρχονται σε επαφή με πολύ υψηλές θερμοκρασίες τα ευπαθή καλοκαιρινά φρούτα.

(Λένε πως αν κοιτάξεις λάγνα επί ένα λεπτό τα λεμόνια, πηγαίνουν και ζυγίζονται μόνα τους)

Μιας και στην κουβέντα αναφέρθηκαν και οι γυναίκες στην αγορά, πήγα στο μικρό γραφείο που βρίσκεται μέσα στο κατάστημα, στο οποίο περνάει η Έφη τις περισσότερες εργάσιμες ώρες κόβοντας τιμολόγια. Το γραφείο πέρα από το pc και ένα ρολόι τοίχου που αντί για αριθμούς έχει φρούτα, διαθέτει κάμερα κι ένα μηχάνημα που ελέγχει αν είναι πλαστά τα χαρτονομίσματα. Το δεύτερο δεν μου φάνηκε παράξενο, αλλά το πρώτο το βρήκα λίγο υπερβολικό. ”Έχει τύχει παραγωγός να επιμένει ότι με έχει πληρώσει και μέσω του βίντεο να αποδειχθεί το αντίθετο”, μου είπε η Έφη εξηγώντας μου τη χρησιμότητα της κάμερας. Αν κρίνω και από τα ποσά που αναγράφονταν σε post-it που βρίσκονταν κολλημένα στην οθόνη του υπολογιστή της, κανείς δεν θα ήθελε να γίνω κάποιο λάθος στις καθημερινές του συναλλαγές.

Η κουβέντα με τον Νίκο και την Έφη με έκανε να ξεχάσω την γκάφα με τα πράσα και είπα να το ρίξω ξανά στη δουλειά. Κάθε κατάστημα διαθέτει μια μεγάλη ζυγαριά ακριβείας. Αφότου προφανώς τσέκαρα το δικό μου βάρος, ρώτησα το Νίκο τι θα μπορούσα να ζυγίσω για να τον βοηθήσω. ”Πάρε αυτές τις πιπεριές” μου είπε, δείχνοντας μου ένα τελάρο με κίτρινες πιπεριές. ”Πέντε κιλά είναι”, συνέχισε πριν προλάβω να το ακουμπήσω στη βάση της ζυγαριάς, ρίχνοντας την αυτοπεποίθηση μου, σχετικά με το πόσο χρήσιμος μπορούσα να του φανώ, στα τάρταρα.

(Τα παιδιά)

Η Έφη αντιλήφθηκε την κατάστασή μου και μου πρότεινε να πάω στο γραφείο και να κόψω κανένα τιμολόγιο. Βρισκόμουν, πλέον σε κατάσταση που θα μπορούσα να κάνω αβίαστα λάθος που δεν θα το έσωνε καμία κάμερα. Αρνήθηκα ευγενικά, ευχαρίστησα εκείνη και τον αδερφό της για τη φιλοξενία και περπάτησα προς την έξοδο της αγοράς κοιτώντας ένα πράσο, που ζήτησα από τα παιδιά και πήρα μαζί μου, με απορία για το αν ήταν κρεμμύδι που το έπαιζε πράσο ή το αντίστροφο.

Ευχαριστούμε την Έφη και τον Νίκο Μπαρδούνια για τη φιλοξενία στο Ε42 της Λαχαναγοράς του Ρέντη.