FATHERHOOD

Όταν κουμάντο κάνει το παιδί (και το ξέρει)

Το ΟΝΕΜΑΝ αποφάσισε να βάλει τους πατέρες στο παιχνίδι και, μέσα από τη στήλη Onedad, να τελειώσει το παραμύθι του “μάνα είναι μόνο μία”.

Δεν είναι εύκολο να μεγαλώνεις παιδιά. Ειδικά από τη στιγμή και μετά που παύεις να είσαι ο αλάνθαστος θεός τους και αρχίζεις να είσαι ο ‘αντίπαλος’. Κάτι που περίμενα να συμβεί. Αλλά όχι πριν καν κλείσει τα 4 της.

Ποτέ δεν ξεχνάς την πρώτη σφαλιάρα. Την πρώτη φορά που το ‘αγγελούδι’ σου σηκώσει το χέρι του και σε χτυπήσει. Την πρώτη φορά που προσπαθήσει να εκτοξεύσει ότι κρατάει στο χέρι του, κούκλα, μπισκότο, πιπίλα, προς το μέρος σου. Όχι, ο πόνος δεν είναι αβάσταχτος, καλέ μου. Αυτό που είναι αβάσταχτο είναι η συνειδητοποίηση ότι ο ‘μήνας του μέλιτος’ ανάμεσά σας έχει τελειώσει.

Ότι αυτή είναι η πρώτη επανάσταση από τις πολλές που θα ακολουθήσουν.

Ότι πλέον, τα επόμενα χρόνια, όσο καλά και αν τα πηγαίνετε, αυτό που θα υποβόσκει είναι ο αγώνας για την κυριαρχία.

Ότι εσύ, πλέον, αντιπροσωπεύεις την εξουσία. Η οποία, νομοτελειακά, είναι μισητή. Λιγότερο ή περισσότερο, δεν έχει σημασία.

Τι άλλο συνειδητοποιείς; Ότι εσύ όχι μόνο θέτεις τους κανόνες, αλλά βάζεις και τις τιμωρίες. Όπως π.χ. το να την στείλεις στο δωμάτιό της. Κάτι που μόνο χθες χρειάστηκε να κάνω 3 φορές.

Τι εννοείς δεν σου έχει συμβεί η σφαλιάρα που λέγαμε; Εννοείς δεν σου έχει συμβεί ακόμη. Ή εννοείς ότι δεν σου έχει συμβεί κυριολεκτικά; Πάντως, μην ανησυχείς, έρχεται. Στο δρόμο είναι. Σταμάτησε απλά στο περίπτερο να πάρει τσιγάρα και μια σοκοφρέτα για τη λιγούρα.

Και εννοείται ότι, όπως θα σου πει και η δασκάλα της στον παιδικό σταθμό, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για αυτό. Είναι μια επανάσταση την οποία οφείλεις να αντιμετωπίσεις ταυτόχρονα με αυστηρότητα και κατανόηση.

Για να είμαι ειλικρινής, για τα δικά μου χάλια, μάλλον φταίω εγώ που της τραγουδάω από τότε που είναι μικρή το -δικής μου έμπνευσης- ‘Ποιος κάνει κουμάντο εδώ; O/Η…insert kid’s name’. Ένα διαχρονικό ‘σουξέ’ βγαλμένο από τη ζωή κάθε γονιού και, ιδιαίτερα, κάθε πατέρα. Σόρι, χαζο-μπαμπά εννοούσα. Του μοναδικού δηλαδή είδους που υπάρχει.

Γιατί όντως το παιδί, από την πρώτη στιγμή που μπει στο σπίτι, καπάκι μετά το μαιευτήριο, κάνει κουμάντο. Απλώς στην αρχή, τα πρώτα χρόνια, το ίδιο δεν το καταλαβαίνει.

Τα χειρότερα έρχονται ακριβώς όταν το καταλάβει ότι έχει το πάνω χέρι. Ότι με ένα γερό κλάμα, με μια υστερία ή, πιο απλά, με ένα ‘είσαι ο καλύτερος μπαμπούλης του κόσμου’ είσαι εσύ που κατουριέσαι κανονικά πάνω σου και είσαι πρόθυμος να του δώσεις -μαζί με την καρδιά σου- το πορτοφόλι σου, τα κλειδιά του αμαξιού και εκείνο το δυαράκι στις Τζιτζιφιές που σου έχει αφήσει κληρονομιά η μάνα σου.

Υποθέτω ότι υπάρχουν κάποιοι εκεί έξω που κουνούν αυτή τη στιγμή αποδοκιμαστικά το κεφάλι τους. Κάποιοι που έχουν μεγαλώσει διαφορετικά και αντέχουν να είναι σκληροί πατερφαμιλιάδες.

Το είδος που θέτει αυστηρούς και απαράβατους κανόνες, μαζεύει την οικογένεια κάθε μεσημέρι για να φάει γύρω από το τραπέζι της κουζίνας, κόβει τα κλάματα με ένα του αμείλικτο βλέμμα και -μου έχει τύχει και αυτό- ζητάει από τα παιδιά να του μιλούν στο πληθυντικό.

Εν μέρει (αν εξαιρέσεις τον πληθυντικό) τους θαυμάζω αυτούς τους ανθρώπους. Και κατανοώ ότι είναι και αυτός ένας τρόπος να μεγαλώνεις τα παιδιά σου. Ίσως ο πιο ενδεδειγμένος.

Όμως εγώ έχω υπάρξει μοναχοπαίδι. Άρα εκ προοιμίου φουλ κακομαθημένος. Και το ίδιο, μοναχοπαίδι, είναι και η κόρη μου. Οπότε, υπό μια έννοια, συνεχίζω την οικογενειακή παράδοση του να προσφέρεις τα πάντα χωρίς να απαιτείς τίποτα. Όπως ακριβώς έκανε ο δικός μου πατέρας για μένα.

Επίσης δέχομαι ως δεδομένο ότι, τα επόμενα 18 χρόνια της ζωής μου, αφεντικό είναι η κόρη μου. Όσο ‘βαρύ’ χέρι και αν έχει.