ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ο Μπάμπης Στόκας εξηγεί γιατί οι Πυξ Λαξ θα κάνουν για πάντα reunion

Και γιατί πήγε στο X-Factor. Και πώς έχει καταφέρει (χωρίς να το προσπαθήσει) να παντρέψει μέσα του το ροκ με το λαϊκό. Και πόσο θαυμάζει τον Θανάση Παπακωνσταντίνου.

Λίγο πριν τη μεγάλη του συναυλία στην Τεχνόπολη (Παρασκευή 30/6), ο Μπάμπης Στόκας ήρθε στο στούντιο του Ραδιοφώνου 247 και στην εκπομπή Rec όσο βαρύς και κουλ είναι, αλλά και όσο γλυκός (είναι, αλλά δεν φαίνεται). Από τον Άκη Πάνου και τον Ρόρι Γκάλαχερ μέχρι τον Θανάση Παπακωνσταντίνου και τους αδερφούς Κατσιμίχα και από τις μεγάλες στιγμές με τους Πυξ Λαξ στις μικρότερες (αλλά το ίδιο σημαντικές) της σόλο καριέρας, ο Μπάμπης ήταν απολαυστικός.

(φωτογραφία: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)

Ναι, φυσικά μίλησε και για X-Factor και τηλεοράσεις. Αλλά και για το Μενίδι. Και γι’ αυτό, η κουβέντα δεν είχε κανένα αστείο.

Μερικά από τα καλύτερα σημεία της συνέντευξης:

“Πάντα επιστρέφω στο Μενίδι, πάντα είμαι εκεί γύρω. Είναι ένας τόπος ξεχασμένος απ’ το Θεό, αυτό φάνηκε και τώρα τελευταία που (σ.σ. τα media) ανακαλύψανε την Αμερική. Έπρεπε να γίνει αυτό το τραγικό γεγονός για να θυμηθούμε ξαφνικά αυτό το τεράστιο πρόβλημα που υπάρχει εκεί. Μια υποβαθμισμένη λαϊκή γειτονιά με τα καλά της και τα κακά της. Έχω πολλούς φίλους εκεί, είναι η οικογένειά μου εκεί, οπότε είμαι πάρα πολύ συνδεδεμένος”.

“Στην εφηβεία, παραήμουν σκληρός, αναγκαστικά, για να μπορέσω να επιβιώσω εκεί. Μετά, η μουσική και οι τέχνες νομίζω ότι με ηρέμησαν. Είναι δύσκολο να μεγαλώνεις σ’ αυτές τις γειτονιές. Και να μη θέλεις να μπλέξεις, θα μπλέξεις. Και βέβαια έχω μπλέξει”.

“Στα 16 δεν είχα μυαλό. Έψαχνα μέσα μου να δω τι θα κάνω, πώς θα φύγω, πώς θα προχωρήσω μπροστά. Οι περισσότεροι φίλοι μου από τότε, φαντάσου, δε ζούνε ή είναι στις φυλακές, η παρέα η εφηβική. Οι τυχεροί είναι στις φυλακές, οι άλλοι δεν τη γλιτώσανε και κάποιοι λίγοι ξεφύγανε απ’ όλο αυτό”.

“Καθόλου δεν νιώθω ότι τους έχω προδώσει. Νομίζω ότι αυτοί προδώσανε εμένα γιατί δεν ακούγανε ότι δεν είναι έτσι η ζωή. η ζωή είναι να προσπαθείς να βρεις το καλό”.

“Μεγάλωσα με τον Άκη Πάνου αγκαλιά, με τον Ντίλαν και τον Ρόρι Γκάλαχερ και τον Βαν Μόρισον, και με τον Στέλιο Καζαντζίδη και τον Στράτο Διονυσίου. Δηλαδή, είχα και τη λαϊκή μου πλευρά που ήταν πάρα πολύ ισχυρή, γιατί ουσιαστικά εκεί έμαθα να τραγουδάω. Τραγούδαγα για την οικογένειά μου κάνοντας το κασετοφωνάκι στο αυτοκίνητο, γιατί δεν υπήρχανε ψιλά”.

“Μου αρέσει τα τραγούδια μου να μυρίζουνε θυμάρι. Μπορεί να μην έχουν ντε και καλά τον σκοπό, αλλά όλα θα ‘χουν μέσα μια μικρή μελωδία ή ένα μικρό κομματάκι που θέλω να υπάρχει, επειδή μου αρέσει πολύ η παράδοση. Μου αρέσει να παντρεύω και δικά μας όργανα. Μπορεί άνετα να γραφτεί ένα πολύ ροκ τραγούδι με κανονάκι”.

“Πάντα πίστευα ότι δεν έχει κανένα ενδιαφέρον για τον ξένο να ακούσει ένα ροκ τραγούδι από σένα. Το παίζουν αυτοί καλύτερα. Έχει ενδιαφέρον να ακούσουν ένα πειραγμένο ροκ τραγούδι από σένα, αλλά να μυρίζει Ελλάδα. Αυτό με εξιτάρει πάρα πολύ”.

“Εγώ με την τηλεόραση δεν τα πάω καλά. Έτσι κι αλλιώς, βλέπω πολύ λίγα πράγματα, τη χρησιμοποιώ, δεν με χρησιμοποιεί. Όσον αφορά το X-Factor (…), ήμουν αρνητικός στην αρχή. Με πλησίασαν, μου είπαν ότι θέλουν να είμαι ο εαυτός μου, να πω αυτό που βλέπω εγώ για τα πράγματα στη μουσική και αυτό κάνω. Με έχουν βγάλει τον πιο αυστηρό. Νομίζω ότι είμαι πολύ κουλ, αυτό είναι το πιο λίγο σκληρός που μπορώ να γίνω. Έχω να κάνω με παιδιά και δεν υπάρχει λόγος να είμαι σκληρός. Θέλω να τους λέω την αλήθεια”.

“Έτσι κι αλλιώς, οι Πυξ Λαξ είναι μέσα μου, όπως και να ‘ναι. Ξεχνάω τα μεγάλα πράγματα από τους Πυξ Λαξ. Μια χαρά είναι οι σχέσεις μας πια. Από μακριά κι αγαπημένοι. Μην ξεχνάς ότι με τον Φίλιππο ζήσαμε περισσότερο απ’ όσο ένα ζευγάρι. 300 μέρες το χρόνο μαζί. Νομίζω πως ούτε του λείπω ούτε μου λείπει σε αυτό το επίπεδο”.

“Θα ξανακάνουμε συναυλία του χρόνου γιατί είμαστε τρελοί, σε φάση γιορτής όμως πια. Γιατί το live στο ΟΑΚΑ δεν το γιορτάσαμε τότε. Είχε φύγει ο Μάνος… Ωραία ήτανε, πάρα πολύς ο κόσμος, αλλά είχε τελειώσει το live και κοιταζόμασταν με τον Φίλιππα και του ‘λεγα, το φχαριστήθηκες; Και μου ‘λεγε, δεν κατάλαβα τίποτα”.

“Γι’ αυτό είπαμε κάθε 8-10 χρόνια αν ζούμε, θα κάνουμε πέντε μεγάλες συναυλίες με φτηνό εισιτήριο (μία στην Κύπρο και τέσσερις στην Ελλάδα) για να γνωρίζει ο κόσμος πάλι τα τραγούδια και για να μη βαριόμαστε να βλεπόμαστε και να το ευχαριστηθούμε. Να το κάνουμε επιτέλους γιορτή”.