ΒΙΒΛΙΟ

Στο καφενείο της Βουλής λένε ότι ο Κουβέλης ήταν μεγάλο δεκάρι στα νιάτα του

Μπήκαμε undercover στα άδυτα της Βουλής λίγο πριν την προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση για θέματα Δικαιοσύνης και Διαφθοράς για να μάθουμε τι συμβαίνει πια σ' αυτό το διάσημο καφενείο.

Μπήκα στη Βουλή λίγο μετά τις έξι το απόγευμα και βγήκα λίγο πριν τις εννιά το βράδυ. Ο πρωθυπουργός θα ανέβαινε στο βήμα στις επτά ακριβώς. Ανέβηκε με είκοσι λεπτά καθυστέρηση.

Αν δεν υπήρχε, αν ήταν απλά ένα αποκύημα της φαντασίας, το καφενείο της Βουλής και όσα φοβερά -ή όχι και τόσο φοβερά- έχουν διαδραματιστεί εντός του, θα ήταν ένας ωραιότατος αστικός μύθος. Ένας αστικός μύθος ακριβώς στην καρδιά της Αθήνας. Ποιος δεν έχει ακούσει εξάλλου αυτά τα ξερόλικα “Έλα μωρέ, όλοι φιλαράκια είναι, πίνουν τα ουισκάκια τους στο καφενείο και μετά κάνουν ότι τσακώνονται στην τηλεόραση”…

Ήταν εν μέρει λογικό, μπαίνοντας στο κτίριο της Βουλής και κατευθυνόμενος προς το καφενείο να περιμένω να δω ανάμικτες, πες τες και διακομματικές, αγκαλιές στους διαδρόμους. Ήταν επόμενο, αν βασιστεί κανείς στη σπέκουλα των απέξω που πάντα ξέρουν καλύτερα τι γίνεται μέσα -όχι μόνο στη Βουλή, αλλά και γενικότερα- ότι μπαίνοντας στο καφενείο θα δω ποτήρια να τσουγκρίζουν στον αέρα. Μπορεί να φταίει η φορά που πήγα, αλλά τα πράγματα ήταν σαφώς κάποιους τόνους πιο κάτω.

Ο μοναδικός χώρος που δεν ήμουν εξουσιοδοτημένος να μπω ήταν η αίθουσα της Ολομέλειας. Περνώντας έξω απ’ τις μισάνοιχτες εισόδους της, έριχνα κλεφτές ματιές μέσα. Στην τελευταία, είδα το τεράστιο ρολόι πάνω από τον πρόεδρο της Βουλής, το οποίο δεν είχα δει ποτέ στην τηλεόραση.

Δεν ξεχώρισα τον Δημήτρη Διαμαντίδη στα θεωρεία, αλλά η μίξη δέους και τουριστικής περιέργειας στην εικόνα της αίθουσας που φανέρωναν οι μισάνοιχτες πόρτες έμοιαζε πολύ με τις φορές που περνάς έξω απ’ το ποδοσφαιρικό ΟΑΚΑ και βλέπεις λίγο χορτάρι και λίγες κερκίδες.  Μπορεί να φταίει ότι δεν μας πήγαν ποτέ με το σχολείο στη Βουλή.

Το σημείο της τελευταίας κλεφτής ματιάς ήταν είκοσι βήματα από το καφενείο. Βαδίζοντας προς τα κει, σχεδόν τράκαρα με τον Κώστα Καραμανλή που κατευθυνόταν βλοσυρός και φουριόζος προς την αίθουσα της ολομέλειας. Λίγο νωρίτερα, έξω από την αίθουσα των κοινοβουλευτικών συντακτών, βορειοδυτικά από το σημείο συνάντησης με τον Καραμανλή, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έμπαινε στη Βουλή με το entourage του, σαφώς πιο χαμογελαστός και ορεξάτος. Θα συγκρατούσα ένα αστειάκι που έκανε με τον αριθμό πέντε, αν δεν είχα ενθουσιαστεί με το κάλλος της αίθουσας των κοινοβουλευτικών συντακτών. Παλιά ξύλινα γραφεία, παράθυρα, πράσινο έξω απ’ τα παράθυρα, απόλυτη γαλήνη. Για μια στιγμή, ήθελα να είμαι κοινοβουλευτικός συντάκτης. Μου πέρασε γρήγορα.

Το καφενείο δεν ήταν καθόλου όπως το περίμενα, δηλαδή λίγο λούμπεν, λίγο κλειστοφοβικό και λίγο παμπάλαιο. Δεν ξέρω γιατί το περίμενα έτσι. Ήταν χωρισμένο σε δύο αίθουσες. Στη μεγάλη, αυτή των μη καπνιστών, στην οποία υπάρχει το μπαρ και το ταμείο, και στη μικρή, αυτή των καπνιστών, που στο πλάι της έχει φυτρώσει ένα μικροσκοπικό αίθριο. Άνθρωποι κάπνιζαν αρειμανίως και στις δύο αίθουσες.

Κάθισα στο μοναδικό άδειο τραπέζι της μεγάλης αίθουσας, κάτω από μια οθόνη που έπαιζε το κανάλι της Βουλής. Στην άλλη γωνία απέναντι, μια ίδια οθόνη έπαιζε MEGA. Αν πρόσεξα καλά, έδειχνε το ‘Παρά 5’. Τα τραπέζια δεν είναι τραπέζια παραδοσιακού καφενείου, πώς θα μπορούσαν να είναι άλλωστε; Όλος ο εξοπλισμός είναι λουστραρισμένος. Δεν είναι τα τραπέζια και οι καρέκλες που θα έβαζες στο σαλόνι σου, αλλά αν τα έβρισκες καταχωνιασμένα στο πατρικό της γιαγιάς, θα τα βάφτιζες βίντατζ και θα έψαχνες μεταφορική για παν ενδεχόμενο (χτύπα ξύλο!).

(ε τι ζούμε)

Στο διπλανό τραπέζι καθόταν η Σοφία Βούλτεψη με τους επιστημονικούς συνεργάτες της. Να, κάτι χρήσιμο για τη φορά που θα βρεθείς στο καφενείο της Βουλής. Υπάρχουν επιστημονικοί συνεργάτες παντού. Αν κάποιος στο καφενείο δεν είναι γκαρσόνι ή βουλευτής ή υπάλληλος της Βουλής (θα δεις ελάχιστους από αυτούς να κάθονται σε τραπέζι, οι περισσότεροι παίρνουν τον καφέ στο χέρι και επιστρέφουν στο γραφείο), είναι επιστημονικός συνεργάτης. Τους ξεχωρίζεις εύκολα, είναι πολύ διαφορετικοί. Πιο νέοι, πιο κάζουαλ ντυμένοι, πιο αγχωμένοι από τους βουλευτές.

Μη σας κοροϊδέψω. Δεν ξέρω πράγματα που δεν ξέρετε. Δεν ξέρω ποια είναι η ακριβής δουλειά τους, αλλά είναι σίγουρα απασχολημένοι. Εξ όσων είδα λίγο πριν ξεκινήσει η συνεδρίαση, οι συνεργάτες ήταν χωμένοι στα λάπτοπ τους. Όχι όλοι, αλλά οι περισσότεροι.

Το πρώτο δεκάλεπτο στο καφενείο δεν ήταν το πιο βολικό της ζωής μου. Αναγνώριζα ελάχιστες φάτσες, τις πιο τηλεοπτικές. Χρειάστηκα καθοδήγηση από το ‘σύνδεσμό’ μου στη Βουλή για να μάθω ποιος είναι ποιος. Ψώνισα μια κόκα κόλα και γύρισα στη θέση μου. Το καφενείο ανήκει σε ιδιώτη, άρα τίποτα δεν διανέμεται δωρεάν. Επιπλέον, οι τιμές είναι περισσότερο τιμές καφετέριας παρά τιμές στρατού. Ένα κουτάκι κόκα κόλα έκανε 1,20€.

Το κολονάτο ποτήρι της κόκα κόλα με την καψερή φέτα λεμόνι και τον γενναίο πάγο μεταφέρθηκε στη μικρή αίθουσα του καφενείου. Στην αίθουσα των νομότυπα πια καπνιστών. Πίσω από το χέρι που κρατάει το ποτήρι, εγώ. Οι φωνές εδώ ήταν πιο δυνατές. Ο ‘σύνδεσμος’ με ενημέρωσε ότι άπαντες τριγύρω είναι βουλευτές και το επιβεβαίωσα ερχόμενος μούρη με μούρη με τον Πάνο Σκουρολιάκο. Είχα να τον δω απ’ το ‘Εμείς κι Εμείς’.

(κανένας Σκουρολιάκος εδώ)

Το πρώτο τραπέζι δεξιά με το που μπαίνεις στη μικρότερη αίθουσα έχει τον τιμητικό τίτλο ‘το γραφείο της κυρίας Ρούλας’. Η κυρία Ρούλα είναι μόνιμη υπάλληλος της Βουλής και δουλεύει στο καφενείο αισίως 25 χρόνια. Η Βουλή είναι το δεύτερο σπίτι της. Της μεταφέρω τις γενικεύσεις για βουλευτές που μέσα τσακώνονται και έξω κάνουν πλάκα, δεν τις απορρίπτει, αλλά στηρίζει αυτό που παρατηρώ τόση ώρα. Τα ‘μπερδέματα’ είναι ελάχιστα. Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ είναι με τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, οι της ΝΔ με της ΝΔ και ούτω καθεξής. Στη δική μου επίσκεψη στο καφενείο, δεν είδα πουθενά βουλευτές της Χρυσής Αυγής.

Η κυρία Ρούλα είναι μια γυναίκα που δεν έχει κακό λόγο για τη δουλειά της. Και ας χρειάστηκε το καλοκαίρι του 2015 να δουλέψει ένα σωρό φορές μέχρι τις πέντε το πρωί. Και ας τρέχει όλη την ώρα να πάρει παραγγελίες, να σερβίρει και να εξυπηρετήσει. Και ας αναπνέει πολύ περισσότερο καπνό απ’ όσο θα ήταν το φυσιολογικό. Έριδες και τσακωμούς δεν έχει (όρεξη) να μου μεταφέρει.

“Φυσικά έχουν υπάρξει έντονοι διάλογοι και αντιπαραθέσεις στο καφενείο, αλλά τίποτα χοντρό ή εκτός ελέγχου”. Στα συμβατικά καφενεία, θα μαλώνουν πιο πολύ. Σχολιάζοντας, τον μετά Χρυσής Αυγής καιρό στη Βουλή, μου λέει κουνώντας το κεφάλι σαν να βγαίνει από ένα σύννεφο καπνού (μπορεί και να έβγαινε), ότι δεν έχει αλλάξει τίποτα στο βαθμό ή τη συχνότητα των εντάσεων.

(η μικρή σάλα)

Στους τοίχους της μικρής σάλας υπάρχουν παντού γελοιογραφίες του Νέου Αριστοφάνη. Ο Νέος Αριστοφάνης, η διάδοχη κατάσταση της εφημερίδας Αριστοφάνης ήταν μια πολιτικοσατιρική εφημερίδα που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1885 από τον Παναγιώτη Πηγαδιώτη. Κρατώντας σθεναρά μέχρι το οριστικό λουκέτο του 1900, ο Νέος Αριστοφάνης ήταν το πρώτο έντυπο της χώρας με έγχρωμες εικόνες (λιθογραφίες). Η εφημερίδα έμεινε στην ιστορία για την ανηλεή σάτιρα στο έργο ‘Ιστορία του Ελληνικού Έθνους’.

Πολλές λοιπόν από αυτές τις εικόνες, σίγουρα πάνω από είκοσι, βρίσκονται αναρτημένες στους τοίχους του καφενείου. Αν αυτή είναι μια διακριτική υπενθύμιση ότι το αυτο-τρολάρισμα βοηθάει, μπράβο, +1 στην ελληνική Βουλή από μας.

(Δύο καλές στιγμές του Νέου Αριστοφάνη. Στην πρώτη βλέπουμε μάλλον κάποιον πρόγονο του Κοντονή)

Πάνω από το τραπέζι στο οποίο καθόταν ο εκ Κοζάνης βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρης Δημητριάδης με τους συνεργάτες του, ο εκ Λαρίσης συνάδελφός του, Νίκος Παπαδόπουλος, αστειευόταν(;), “πολύ καπνίζετε εσείς οι βορειοελλαδίτες ρε παιδάκι μου”. Εκεί που καθόμασταν, κάπνιζαν όλοι πολύ. Ως εκ τούτου, ή ο κύριος Παπαδόπουλος είχε άδικο ή όλοι στην αίθουσα ήταν βορειοελλαδίτες.

Ενώ πλησίαζε η ώρα που ο Αλέξης Τσίπρας θα ανέβαινε στο βήμα της Βουλής και το καφενείο θα άδειαζε από βουλευτές (αλλά όχι από κόσμο), σηκώθηκα για μια τελευταία βόλτα, πρακτικά παντού. Μπροστά από το ταμείο του καφενείου, τράβηξα φρένο και φωτογράφισα το τελευταίο πράγμα που θα φανταζόταν κάποιος ότι υπάρχει ‘μπροστά από το ταμείο του καφενείου’. Αυτό:

 

Νομίζω πως ένας βαλσαμωμένος καρχαρίας θα ήταν ένα πιθανότερο θέαμα στο καφενείο της Βουλής.

Προς τρομερή μου συγκίνηση, ένας διαδρομάκος μετά τη μεγάλη σάλα του καφενείου ήταν αφιερωμένος στην αγαπημένη κατηγορία φαγητού: ‘σκατολοΐδια’. Ενθουσιασμένος, πήγα πιο κει και έβγαλα φωτογραφία. Μετά το άβολο πρώτο δεκάλεπτο, είχα ξεθαρρέψει, όχι επειδή είμαι μάγκας, αλλά επειδή κανείς δεν σε εμποδίζει να ξεθαρρέψεις, και όργωνα το χώρο κατά βούληση.

Αν ήθελα να σταματήσω και να βγάλω φωτογραφίες, σταματούσα και έβγαζα φωτογραφίες. Δημοκρατία δεν έχουμε;

(χρυσές δουλειές)

Ακολούθησα τους βουλευτές που άφηναν τα τραπέζια για να μπουν στην Ολομέλεια και στη συνέχεια ανέβηκα στον ακριβώς από πάνω όροφο. Η Βουλή είναι ένα κτίριο πανέμορφο, καθαρό και με πολύ συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό ρυθμό. Ακόμη και το ασανσέρ -ειδικά το ασανσέρ- είναι ιδιαίτερο. Τα ρολόγια στους τοίχους μοιάζουν με ρολόγια σιδηροδρομικού σταθμού, ενώ έξω από κάθε αίθουσα υπάρχει ένα διακριτικό ταμπελάκι με το όνομά της.

Στον δεύτερο όροφο της Βουλής, έκαναν έναν περίπατο έξω από τα γραφεία των κομμάτων. Βουλευτές είδα ελάχιστους καθότι είχαν πάρει τις θέσεις του ακριβώς από κάτω. Πέτυχα τον Μπαρμπαρούση της Χρυσής Αυγής να ακουμπάει στον τοίχο και να γράφει κάτι στο κινητό.

Λίγο πριν, είχα μπει στην αίθουσα-δεύτερο σπίτι της Ζωής Κωνσταντοπούλου για το καλοκαίρι 2015 και είχα σταθεί μπροστά στον πίνακα του Τρικούπη. Επίσης, δύο-τρεις αίθουσες παραδίπλα, βγήκα στο μπαλκονάκι που βλέπει στη Βασιλίσσης Σοφίας και στο κουβούκλιο του ελέγχου εισόδου. Αυτά ήταν στο αριστερό μου χέρι. Στο δεξί σχηματιζόταν αυτή η ουρά από πολίτες που είχαν κάνει αίτηση να παρακολουθήσουν τη συνεδρίαση από το θεωρείο.

(οι πολίτες)

Με συνεπήρε η ιδέα ότι η μητέρα μου μπορεί να αφήσει ένα απόγευμα το σπίτι και να πάει μέχρι τη Βουλή για να το ζήσει από κοντά. Δεν τη μοιράστηκα μαζί της, γιατί θα μου ‘λεγε “τι δουλειά έχω παιδάκι μου εκεί μ’ αυτούς” και θα ‘χε δίκιο.

Γνωρίζοντας την ελεγχόμενη σοβαρότητα όσων διαμηνύονται στο εσωτερικό της Ολομέλειας κατά καιρούς, αλλά και τη σηπτική διαφθορά που τρώει τους τοίχους της, υπάρχει κάτι κάνει μεγάλη και κάτι που δεν κάνει καθόλου εντύπωση στον τυχαίο επισκέπτη:

Αυτό που δεν κάνει εντύπωση είναι το τρακάρισμα με γνωστούς τηλεορασάτους δημοσιογράφους σε πηγαδάκια με πολιτικούς ακριβώς έξω απ’ την Ολομέλεια. Και δεν εννοώ χαλαρά πηγαδάκια τύπου “τι κάνατε το ΣΚ; Πήγατε τελικά στην Αιδηψό για τα λουτρά που μου λέγατε;”, αλλά πηγαδάκια τύπου “κάτσε να στα πω να πας να τα πεις όπως πρέπει”. Μπορεί να κάνω λάθος, αλλά δεν νομίζω.

Αυτό που κάνει εντύπωση είναι η κατάλυση της αυθαίρετης εικόνας ότι η Βουλή, σαν κτίριο και όχι σαν θεσμός, είναι ένα ξέφραγο αμπέλι. Τίποτα στους διαδρόμους, τα αμέτρητα γραφεία, το καφενείο ή τους ανθρώπους στους χώρους της Βουλής δεν έχει προδιάθεση χαβαλέ.

Όλοι είναι απασχολημένοι, κουμπωμένοι, λιγομίλητοι, πολυκαπνίζοντες και σοβαροί. Όπως ακριβώς θα έπρεπε να είναι. (Εντάξει, το ‘πολυκαπνίζοντες’ θα μπορούσε να είναι αλλιώς, θα ήταν προτιμότερο να είναι αλλιώς. Και το σοβαροί είναι μάλλον ‘σοβαροφανείς’ εδώ που τα λέμε, αν κρίνουμε απ’ το πώς -δεν- δουλεύει το σύστημα, πρακτικά από πάντα).

Όταν ξαναβρέθηκα στη μικρή σάλα του καφενείου για να μαζέψω τα μπαγκάζια μου, άπαντες οι επιστημονικοί συνεργάτες ήταν στραμμένοι προς τις οθόνες. Ο Αλέξης Τσίπρας ήταν στο βήμα της Βουλής. Στα χειροκροτήματα των συντρόφων του ή στην γκρίνια της αντιπολίτευσης, έφευγα απ’ την οθόνη για να καταλάβω αν ο θόρυβος ακούγεται απευθείας από την αίθουσα. Δεν ακουγόταν τίποτα.

Στο φεύγα, χαιρέτησα για δυο λεπτά ένα τραπέζι με δύο δημοσιογράφους, έναν πρώην βουλευτή και έναν νυν. Πίνοντας τα ουισκάκια τους, ανέλυαν την ΑΕΚ των 70s, έκαναν ανηλεές namedropping αθλητών και μιλούσαν για τη φοβερή μπάλα που έπαιζε ο Φώτης Κουβέλης στα νιάτα του.

“Έχεις δει τα πόδια του; Σαν του Ριβάλντο είναι, θεόστραβα”, έλεγε και έλαμπε ο βουλευτής. Στο καφενείο της Βουλής, λένε ότι ο Κουβέλης έπαιζε δεκάρι στα Τρίκαλα.