ΦΑΓΗΤΟ

Όταν λες φαγητό, εννοείς Πετράλωνα

Ένας συντάκτης γράφει για εκείνη τη γειτονιά της Αθήνας που δεν κερδίζει σκούφους αλλά έχει συγκεντρώσει ό,τι καλύτερο στο θέμα φαγητού.

Τα Πετράλωνα έχουν πολλά καλά, με πρώτο και σημαντικότερο ότι βρίσκονται κοντά στο Κουκάκι. Μπορεί να πει κανείς πολλά, ότι παραπέμπουν ακόμη σε ότι λογίζεται ως “παλιά γειτονιά”, ότι φιλοξενούν άκρως ενδιαφέροντα μέρη για να βγεις, ότι διατηρούν μια ιδιαίτερη αισθητική σήμα-κατατεθέν, οτιδήποτε… Για μένα, όμως τα Πετράλωνα τα τελευταία χρόνια έχουν ταυτιστεί με κάτι συγκεκριμένο: το καλό φαγητό.

Έτσι κάπως η ερώτηση “πάμε για φαγητό;” αλλάζει σημείο στίξης και φωνή και γίνεται “πάμε Πετράλωνα” και εκεί κάπου αρχίζει η γνωστή χρονοβόρα και ψυχοφθόρα επιλογή της καταλληλότερης επιλογής για την περίσταση, απόδειξη της πληθώρας των μαγαζιών, αλλά και της αναποφασιστικότητας που μας διακρίνει.

Εντάξει, για να μην υπερβολικός τα Πετράλωνα δεν είναι μόνο φαγητό. Δεν λέει κανείς κάτι τέτοιο. Απλά στο δικό μου μυαλό (που λογικά αν ανοιχτεί από χειρούργο θα έχει σχήμα παστίτσιου) η άνοδος των Πετραλώνων, συνδέεται με τα νέα μαγαζιά, που έφεραν (νέο) κόσμο και ανέδειξαν τις παλιές κλασσικές επιτυχίες των προηγούμενων ετών.

Υπήρχε ζωή στα Πετράλωνα και παλιά.

 

Υπήρχε ο Ζέφυρος, το θερινό σινεμά που εξακολουθεί να βάζει μόνο παλιές ταινίες (τύπου αν η ταινία είναι έγχρωμη ψιλοξενερώνουν), υπήρχε ο Λουσιέν, υπήρχαν τα παλιά καφενεία και όλες εκείνες οι παραπομπές στην αισθητική της γειτονιάς του μπαρμπουτιού, της πρέφας και του ένα ουζάκι με μια ντομάτα στα τέσσερα. Με χοντρό αλάτι.

Και μετά άνοιξαν μικρά μαγαζιά για καφέ/ποτό όπως ο Μπάμπουρας, το Κλουβί για να ακολουθήσουν τους τελευταίους μήνες κι άλλα, με τελευταία άφιξη τον κύριο Χου (να πιείτε αυτό με το αγγούρι και αν ποτέ δείτε στον κατάλογο κοκτέιλ με όνομα “Κάπτεν Χου” – εκ του Κάπτεν Χουκ- να ξέρετε ότι ήταν ιδέα του Oneman).

 

Ξεφύγαμε, όμως και μου ήρθε μια μικρή λιγουρίτσα, οπότε ας επιστρέψουμε στο θέμα “φαγητό”.

Για τον Λουσιέν τα ‘παμε; Δεν τα ‘παμε. Μικρό γαλλικό εστιατόριο (Chez Lucien, δηλαδή το σπίτι του Λουσιέν) με την αυθεντική έννοια του όρου. Η διακόσμηση παραπέμπει σε ονείρωξη του Γούντι Άλεν, ο σεφ εκτός από το να προτείνει ένα πιάτο την ημέρα, κάνει βόλτες στα τραπέζια και ρωτάει πως ήταν το φαγητό και χτυπάει ένα ενοχλητικό κουδούνι και είναι σίγουρο ότι μόνο εδώ θα βρεις ξεχωριστά πιάτα (σε λογικές τιμές) και ένα στρωμένο τραπέζι καρφωμένο στο ταβάνι.

 

Η Γαλλία απέχει από την Ελλάδα μερικά μόνο μέτρα. Στη γωνία δηλαδή της Τρώων υπάρχει ένα μαγαζί που φτιάχνει αυθεντικές ελληνικές συνταγές. As Greek as it gets. Ο λόγος για τον Οικονόμου που σερβίρει τα πιάτα του μαμαδίσια. Και στη γεύση και στην ποσότητα. Μπάμιες και λοιπές δυνάμεις, μακαρόνια με κρέας και στιφάδο. Μόνο τηγανητές πατάτες μην περιμένεις.

 

Λίγο πιο πάνω στην Κυδαντιδών είναι το προσωπικό αγαπημένο μου: το Θεραπευτήριο. Στέκι αθλητικό, που ρίχνει τρία γκολ στον κανόνα που θέλει τα μαγαζιά με μεγάλη ποικιλία να μην έχουν ποιότητα. Το θεραπευτήριο δεν κατεβαίνει μόνο στο πρωτάθλημα της καλύτερης εξυπηρέτησης, αλλά παίζει Ευρώπη στον τομέα “παγωμένη μπύρα” και κατακτά το νταμπλ στη γεύση.

Είτε μιλάμε για κρέας (λεμονάτο για δάκρυα και εκπληκτικά μπιφτέκια), είτε μιλάμε για μαγειρευτά (γίγαντες που σκοτώνουν), είτε μιλάμε για της θαλασσινές επιλογές. Φρέσκο ψάρι, γαρίδες, μεζέδες ότι μπορεί να φανταστεί κάποιος που παίζει σε αυτή τη λίγκα (στα θαλασσινά έχω υποβιβαστεί εδώ και χρόνια). Η κλασσική περίπτωση του ότι και να πάρεις είναι καλό, πράγμα σπάνιο στις μέρες εδώ που τα λέμε.

Τα παραπάνω εμπίπτουν στην κατηγορία “κλασσικά”. Σε ότι αφορά τις νέες αφίξεις την παράσταση έχει κλέψει το Αστέρ, που σε ταξιδεύει απευθείας στην εποχή που τα έβαλαν τα Πετράλωνα στον χάρτη, έχοντας μια ρετρό αισθητική: μωσαϊκό στο πάτωμα, vintage αντικείμενα βγαλμένα (από παλιά μπακάλικα) και καρέκλες με λουλουδάκια.

 

Άσε που νομίζω ότι έχουν διαρρήξει το σπίτι της θείας μου της Μαίρης και έχουν κλέψει τα σερβίτσια της. Ακόμη και ο δίσκος που χρησιμοποιείται είναι αυτός των παλιών καφετζήδων. Σε σημείο που νομίζεις ότι στην κουζίνα δεν έχουν ψυγείο, αλλά κομμάτια πάγου. Το μενού περιέχει αρκετές μεζεζοεπιλογές (οφτή πατάτα, απάκι, ξιδάτο λουκάνικο κτλ) και αρκετές επίσης αναφορές στη λέξη αστέρ (άσχετο, απλά το αναφέρω) όπως οι αστεροπατάτες και τα αστεροπιτάκια με τη ξινομυζήθρα, η οποία από τη μεριά της παίζει παντού και σε όλες τις θέσεις, σαν τον Φάνη Χριστοδούλου ένα πράγμα.

Τα Πετράλωνα φωνάζουν επί της ουσίας αυτή τη φάση της ρακής και του μεζέ, που είναι τόσο καλή, όσο και η παρέα που θα πας, αλλά από την άλλη δεν ενδείκνυται για ανθρώπους… πως να το πω… πως να το θέσω… ξέρεις τώρα… καταλαβαίνεις… που τρώνε σαν και μένα. Όπως για παράδειγμα ο Σαλός Λαγός που είναι σέντρα πάνω στην Τρώων.

 

Αλλά και το πιο απόμακρο Γάνεμα με τους σεριφιώτικους μεζέδες (μαραθοτηγανήτες για παράδειγμα), τα εκπληκτικά τυριά και το εξαιρετικό σέρβις.

 

Ή το Ραντεβού που βρίσκεται στην πλατεία (Μερκούρη) και σερβίρει από συκώτι και αυγά με στάκα, κοπανιστή Τήνου, λιβανέζικη τυροσαλάτα, χούμους, φαλάφελ και πιάσε και δύο μπύρες.

 

Εκεί κοντά για κάτι εντελώς διαφορετικό βρίσκεται και η Κάππαρη. Πιο ταβέρνα, πιο γκουρμέ, πιο ακριβή. Σε μια παλιά μονοκατοικία, με τα τραπέζια ουσιαστικά βρίσκονται σε μια παλιά αυλή, που σε παραπέμπει σε παλιά ελληνική ταινία και Ντινο Ηλιόπουλο. Περίπτωση που επίσης δεν συστήνεται στους αναποφάσιστους, με μεγάλο κατάλογο και αρκετές ενδιαφέρουσες προτάσεις, που θα σε κάνουν να ρωτάς “τι είναι αυτό” στην καλύτερη ή να ξύνεις το κεφάλι σου σαν Α(υ)στραλοπιθηκος στη χειρότερη.

 

Εκτός από τις πιο παραδοσιακές ταβερνιακές επιλογές όπως οι ρεβυθοκεφτέδες και η πολύ δυνατή σπανακόπιτα, θα βρεις ριζότο, καπνιστό ψαρονέφρι,  λουκάνικο αγριογούρουνου, ντονέρ και περίεργες σάλτες να συνδυάζονται με περίεργα ελληνικά υλικά που δεν έχεις ακούσει (ή γευτεί) ξανά.

Επειδή ξεφεύγει από τα στενά όρια των Πετραλώνων (Χαμοστέρνας φτάσαμε) δεν θα αναφέρω στο καλοκαιρινό Colibri (σε έναν πολύ ωραίο χώρο), ή το καινούργιο Ταϋλανδέζικο, Blue Bamboo γιατί είμαι σε δίαιτα και δεν έχω φάει ακόμα.

Φαντάζομαι ότι θα υπάρχουν κι άλλα καλά (μπορεί και καλύτερα μαγαζιά) στην τελευταία παλιά γειτονιά της Αθήνας, αλλά όσο και να προσπαθώ να φάω όλον τον κόσμο, ένας είμαι. Που καταλήγουμε; Στην έκφραση του Αντρέ Μπρετόν: “όποια κι αν είναι η ερώτηση για φαγητό, Πετράλωνα είναι η απάντηση”.