OPINIONS

Λυπάμαι, αλλά δεν γίνεται να φταίει πάντα ο διαιτητής

Ο Κωνσταντίνος Αμπατζής καταλαβαίνει απόλυτα τη γκρίνια για τη διαιτησία, αναρωτιέται όμως, μέχρι πότε θα χρησιμοποιείται ως η αποκλειστική δικαιολογία;

Δεν χρειάζεται να είσαι ειδικός του ποδοσφαίρου (ή έστω, να τον παριστάνεις, γιατί δεν έχω συναντήσει και πολλούς αληθινούς τέτοιους στη ζωή μου) για να καταλάβεις το αυτονόητο:

Ο Ολυμπιακός έχει την εύνοια της διαιτησίας. Πώς να το κάνουμε ρε παιδί μου, τη δύσκολη στιγμή θα πάρει ένα πέναλτι που είναι τραβηγμένο, ο επόπτης θα κλείσει τα μάτια σε μια φάση που ένας παίκτης του είναι φανερά εκτεθειμένος ή θα βιαστεί να σηκώσει το σημαιάκι όταν ο αντίπαλος επιτιθέμενος βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση για γκολ.

Δεν μου αρέσει, δεν αισθάνομαι περήφανος γι’αυτό, όμως δεν μπορώ να κλείσω τα μάτια, ούτε να παριστάνω τον τρελό. Συμβαίνει και αποτελεί και βασικό λόγο για τον οποίο δεν παρακολουθώ πια τους αγώνες της αγαπημένης μου ομάδας στο ελληνικό πρωτάθλημα.

Δεν σκοπεύω να αναλύσω τους λόγους για τους οποίους το βλέπουμε αυτό το φαινόμενο. Δεν είναι δική μου δουλειά, ούτε έχω καμία όρεξη να μπλεχτώ σε τέτοιες παρασκηνιακές παραφιλολογίες. Ποτέ δεν μου άρεσε άλλωστε η παρασκηνιακή κουβέντα περί αθλητισμού.

Από μικρός, το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να βλέπω αγώνες, φάσεις, γκολ, καρφώματα, δραματικά φινάλε, θριάμβους και τραγωδίες, μέσα στο γήπεδο. Σιχαίνομαι τις αμφισβητούμενες φάσεις, τους αθλητικούς δικαστές, τις εφέσεις, τους “κύκλους της ΕΠΟ”, τα κυκλώματα και όλο αυτό που στην Ελλάδα θεωρούμε αθλητικό ρεπορτάζ, στην πραγματικότητα όμως δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την ουσία του αθλητισμού. Περί αυτού άλλωστε, τα έχει γράψει εξαιρετικά κι ο Ηλίας.

 

 

Παραδέχτηκα ήδη ότι η ομάδα μου, ο Ολυμπιακός, αντιμετωπίζεται με μια εύνοια από τη διαιτησία και τα αρμόδια ποδοσφαιρικά όργανα, σε αντίθεση με τους μεγάλους του αντιπάλους. Πριν από τον Ολυμπιακό, εύνοια μπορεί να συναντούσαν οι αντίπαλοί του. Ρόδα είναι και γυρίζει.

Σέβομαι τις αντιδράσεις που μπορεί να προκαλέσει μια αδικία, στους αθλητές, τους φιλάθλους και στη διοίκηση μιας ομάδας, μέχρι ένα βαθμό. Ακόμα και στο ερασιτεχνικό επίπεδο στο οποίο έχω αθληθεί στη ζωή μου, όταν έβλεπα έναν διαιτητή να σφυρίζει κάτι ανάποδα, εκνευριζόμουν. Αν τα λάθη ήταν συνεχόμενα, θόλωνα, το αίμα μου έβραζε και μου ξέφευγε και μια κουβέντα παραπάνω. Ως φίλαθλος, επίσης έχω αντιδράσει σε λάθη κατά της ομάδας μου, επανειλημμένα.

 

Επομένως, δεν πρόκειται να κρίνω, ούτε έναν αθλητή που αντιδρά μπροστά σε μια λάθος απόφαση (αρκεί να το κάνει φυσικά κόσμια) ούτε ένα φίλαθλο που βαρέθηκε να βλέπει την ομάδα του να αδικείται. Θα κρίνω όμως μια διοίκηση, η οποία χρησιμοποιεί τα λάθη της διαιτησίας, για να δικαιολογήσει μια αγωνιστική διαφορά η οποία είναι αντικειμενικά τεράστια και ταυτόχρονα να δηλητηριάσει το κλίμα.

 

Δεν έχω την παραμικρή τέτοια διάθεση. Γι’ αυτό και θα σε γυρίσω μερικά χρόνια πίσω.  Στην εποχή της μπασκετικής παντοκρατορίας του Παναθηναϊκού. Τότε που οι πράσινοι είχαν επίσης την εύνοια της διαιτησίας και του συστήματος και ο Ολυμπιακός προσπαθούσε να του κλέψει την πρωτοκαθεδρία.

Πρόσεξε, δεν βγάζω έξω τη ζυγαριά, για να συγκρίνω αν η διαιτησία ευνοεί περισσότερο τον Ολυμπιακό στο ποδόσφαιρο, απ’ ότι ευνοούσε τον Παναθηναϊκό στο μπάσκετ. Βαριέμαι και δεν είναι αυτή η ουσία του κειμένου.

Η διοίκηση του Ολυμπιακού λοιπόν, είχε κηρύξει τότε δημόσια τον πόλεμο στον Παναθηναϊκό, βγάζοντας μπλουζάκια, ανακοινώσεις και βίντεο, για να αναδείξει την αδικία σε βάρος των παικτών της. Αν είχε δίκιο; Σε ένα βαθμό, σίγουρα. Αν έκανε καλά; Σίγουρα όχι. Παίκτες, προπονητές, κόσμος και ο Τύπος της ομάδας, πολύ γρήγορα μπήκαν σε ένα τριπάκι, όπου για κάθε άσχημο αποτέλεσμα, έφταιγε η διαιτησία.

 

Έζησα αυτή τη δηλητηριασμένη ατμόσφαιρα, ως κάτοχος διαρκείας του ΣΕΦ, από πολύ κοντά. Κάθε στραβό σφύριγμα, κάθε υποψία αδικίας, προκαλούσε έκρηξη στις εξέδρες, η οποία πολύ γρήγορα μεταφερόταν στον πάγκο και φυσικά στους παίκτες. Τα νεύρα πλημμύριζαν τις φλέβες των παικτών, η ομάδα φυσικά έχανε και την επόμενη ημέρα το πόρισμα είχε βγει στα αθλητικά (οπαδικά φυσικά) εξώφυλλα: “ΣΦΑΓΗ”.

 

Όταν οι ιδιοκτήτες της ομάδας αποφάσισαν να χαμηλώσουν τους τόνους, να αλλάξουν φιλοσοφία και να αφήσουν την ομάδα να δουλέψει ήρεμα, ήρθαν και οι τίτλοι. Όταν η αδικία είναι η πρώτη και η πιο εύκολη δικαιολογία για κάθε σου στραβοπάτημα, τότε είσαι καταδικασμένος να αποτύχεις. Τουλάχιστον θα έχεις έτοιμη τη δικαιολογία.

Κάτι ανάλογο ζούμε και τα τελευταία χρόνια στο ποδόσφαιρο με τους αντιπάλους του Ολυμπιακού. Αδικούνται; Προφανώς. Έχουν δίκιο να φωνάζουν; Έχουν. Ας μην περιορίζονται όμως στις φωνές και ας μην είναι αυτή η μοναδική τους δικαιολογία. Και κυρίως, ας μην περιορίζονται σε δημόσιες καταγγελίες.

Θα είναι πολύ πιο ουσιαστικό, να προσπαθήσουν να αλλάξουν την κατάσταση με συντονισμένες, αθόρυβες κινήσεις, μακριά από εντυπωσιασμούς και δημόσια κατηγορώ. Δεν είναι δυνατόν οι πρόεδροι των ομάδων να μιλάνε μονίμως για δικαστήρια και αδικίες και να μην αναλαμβάνουν ούτε ίχνος ευθύνης για την κακή κατάσταση της ομάδας τους.

Με τον τρόπο αυτό, το μόνο που καταφέρνουν είναι να κλείνουν τα μάτια τους στις ευθύνες τους και να δημιουργούν ένα άρρωστο κλίμα, όπου το πρώτο ανάποδο πλάγιο προκαλεί εκρήξεις και γεννάει άλλοθι.

 

Τι έχω να προτείνω; Απλά να κάνει ο καθένας σωστά τη δουλειά του. Μέχρι η διαιτησία να μάθει να λειτουργεί σωστά, χωρίς να ευνοεί κανέναν, σε κανένα άθλημα, οι διοικήσεις μπορούν να δρουν αθόρυβα, προσπαθώντας να αποκαταστήσουν την τάξη και τις ισορροπίες, χωρίς να χρησιμοποιούν ως μόνιμη δικαιολογία την υφιστάμενη αδικία, κάθε φορά που της δίνεται δημόσιο βήμα.

Επαναλαμβάνω, προφανώς και είναι εκνευριστικό να σε αδικούν. Καταλαβαίνω λοιπόν τη γκρίνια και τη δικαιολογώ. Όταν όμως αυτή η γκρίνια σε τυφλώνει και δεν σου επιτρέπει να δεις κι όλα αυτά τα οποία πάνε στραβά στην ομάδα σου, τότε υπάρχει πρόβλημα.

 

Τα έζησα στον μπασκετικό Ολυμπιακό και βλέπω να τα ζουν σήμερα και οι ποδοσφαιρικοί αντίπαλοι των “ερυθρόλευκων”. Ο περιορισμός της δημόσιας και της μόνιμης γκρίνιας, δεν μπορεί ποτέ προφανώς να λύσει τα προβλήματα μιας ομάδας. Μπορεί όμως να αποτελέσει μια εξαιρετική ευκαιρία για μια νέα, καλύτερη αρχή.

Ώστε όταν έρθει πια η μέρα που θα δεν θα αδικείσαι, να μην χάνεις με μικρότερα σκορ, αλλά να έχει φτάσει η σειρά σου να κερδίσεις.