ΑΘΛΗΤΙΚΑ

Παναγιώτης Γιαννάκης, ένας γνήσιος ελληνικός μύθος

Θα πρέπει να περιμένει για την καθολική αναγνώριση ο 'Δράκος', που για την Ελλάδα είναι από το μπάσκετ πολλά περισσότερα.

Από το 1828, που ανέλαβε ο Ιωάννης Καποδίστριας, και έπειτα, η ‘αντιπολίτευση’, με επικεφαλής τους Υδραίους εφοπλιστές και μερικούς Μανιάτες, αποφάσισε να τονώσει το εθνικό αίσθημα αποθαρρύνοντας τον κυβερνήτη (που ονομαζόταν έτσι κατά παράκλησή του), κάνοντας λόγο για γνήσια ελληνικότητα. Το επιχείρημα ήταν catchy, με τον ίδιο τρόπο που και στις μέρες μας ψαρώνουν οι φανατικοί ή καθίστανται κάποιοι φανατικοί με τέτοια επιχειρήματα.

Δεν είχε σημασία που στην ανατολική Μεσόγειο γινόταν για αιώνες ο κακός χαμός, περνούσαν στρατοί και στόλοι που προφανώς η λίμπιντό τους δεν ήταν μειωμένη σε σύγκριση με τις μέρες μας, που οι Τούρκοι είχαν μείνει στην Ελλάδα, που ανήκε στο Βυζάντιο, το οποίο ανήκε στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία από τότε που ο Μεγάλος Κωνσταντίνος αποφάσισε να πάει την Κωνσταντινούπολη εκεί. Στην Ελλάδα που ήταν εν δυνάμει ανεξάρτητο κράτος η γνήσια ελληνικότητα είχε αρχίσει να υπάρχει έντονα και όστις είχε τη σωφροσύνη να την αμφισβητεί μιλούσε εις ώτα μην ακουόντων.

Ούτως ή άλλως, η σωφροσύνη εξ ορισμού δε σου επιτρέπει να υψώνεις τον τόνο της φωνής όταν μιλάς για πραγματικά σημαντικά ζητήματα.

Αν, πάντως, ρωτούσε κάποιος ποιος θα μπορούσε να είναι γνήσιος Έλληνας, όχι απαραιτήτως απόγονος των αρχαίων αλλά πρότυπο ελληνικότητας όπως αυτή θα έπρεπε να είναι, θα έτεινα το δάχτυλο και θα του έδειχνα τον ουρανό. Δε θα εννοούσα κάτι άλλο πέρα από το ελάχιστα σαφές: Ότι η Θεσσαλονίκη είναι 504 χιλιόμετρα βόρεια της Αθήνας και εκεί διαμένει πια, έστω και ως ένοικος, πάντως σίγουρα ως ιδιοκτήτης ένδοξων κεφαλαίων της πολιτιστικής ιστορίας του τόπου, ο Παναγιώτης Γιαννάκης. Ο οποίος είναι μύθος.

Ακόμα και να μην είναι γνήσιος Έλληνας, είναι γνήσιος ελληνικός μύθος. Ο άλλος, που θα του υποδείκνυα, είναι, ασφαλώς, το αισθητικό ισοδύναμο του Γιαννάκη στο ποδόσφαιρο: ο Γιώργος Καραγκούνης.

Σε άγγιζε συναισθηματικά η θωριά του στον πάγκο του Άρη, κατά τη διάρκεια του προημιτελικού Κυπέλλου με τον ΠΑΟΚ. Σε άγγιζε για λόγους που δεν έχουν να κάνουν με το μπάσκετ στο πρακτικό επίπεδό του, παρά περισσότερο στο ουσιαστικό. Οι άνθρωποι που φτάνουν στο βάθος του παιχνιδιού, εξάλλου, δεν απορρίπτουν συστήματα και θεωρίες έτσι, παρά χρήμα και αυθωρεί. Ο καθένας στο υλικό που του ταιριάζει βλέπει την πιθανή εξέλιξη και στηρίζει τη σκέψη του σε ορισμένους κανόνες με βάση τις ικανότητες.

Ο Παναγιώτης Γιαννάκης, ανεξαρτήτως αν είναι καλός προπονητής και κόουτς, είναι αυτός ο άνθρωπος, που συνεχώς μέσα του ερίζουν οι θεωρίες και προελαύνουν, με την καθεμία ξεχωριστά να προσπαθεί να βρει το δρόμο της για την πραγματικότητα

Η επιστροφή του στους πάγκους, ειδικά στον πάγκο του Άρη, είναι δρώμενο που πρωτίστως απασχολεί την πολιτιστική διάθεση του τόπου και όχι μόνο την αθλητική. Πρόκειται για ένα παράδειγμα του πώς η κοινωνική συνοχή απομακρύνει το στοιχείο που θα μπορούσε να δημιουργήσει την πρέπουσα εργασιακή ηθική και το άδολο πάθος αγόγγυστα, χωρίς να πρέπει να προπαγανδίζει για αυτό. Ως παίκτης, άλλωστε, δεν ορρωδούσε προ κανενός και ήταν ατρόμητος σχεδόν έμφυτα: δεν προετοιμαζόταν για να μη φοβάται, ο φόβος είχε φύγει από τη μέρα που γεννήθηκε, όπως είπε και ο Σαούλ Κανέλο Άλβαρες όταν υποδέχθηκε στο ρινγκ τον Γκενάντι Γκολόφκιν για να κλείσουν τον αγώνα της χρονιάς, που έγινε στις 16 Σεπτεμβρίου, πριν δηλαδή ο Βασίλ Λοματσένκο και ο Γκιγέρμο Ρίγκοντο κλείσουν τον αγώνα της δεκαετίας τουλάχιστον, που θα γίνει στις 9 Δεκεμβρίου.

Υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία, με την αγκωνιά του Τκατσένκο στον τελικό του Ευρωμπάσκετ να είναι μία από τις πιο εμβληματικές αθλητικές σκηνές Έλληνα. Ένα τοπ 5, μια και το έφερε η κουβέντα:

-Το ράλι του Γιαννιώτη στα 10 χλμ. ανοικτής θάλασσας στους Ολυμπιακούς του Ρίο το 2016.

-Το γκολ του Δεληκάρη με τους Γερμανούς, στους προκριματικούς για το Ευρωπαϊκό του 1976.

-Το σπάσιμο του Γκάλη ανάμεσα σε τρεις Σοβιετικούς στο ίδιο παιχνίδι.

-Το γύρισμα του κεφαλιού του Πύρρου στην Ατλάντα και το χαμόγελό του, όταν σήκωνε τα κιλά.

Ακόμα και να μην είναι αυτή η πρώτη πεντάδα για κάποιον, η αγκωνιά που σώριασε τον Γιαννάκη, αλλά και ο τρόπος που επέστρεψε σε εκείνο το ιστορικό παιχνίδι-κειμήλιο για τον ελληνικό αθλητισμό, είναι σίγουρα στην πρώτη πεντάδα. Ο σπουδαίος γκαρντ του ελληνικού μπάσκετ άνοιξε το δρόμο για μία μνημειώδη καριέρα μέσα από τον πόνο, έναν πόνο που δεν αποχωρίστηκε μέχρι και σήμερα, κι ας είναι και πνευματικός.

 

Η άποψη ότι το μπάσκετ τον έχει ξεπεράσει σε ό,τι αφορά τις πρακτικές που χρησιμοποιούνται για τον τρόπο που παίζεται ακόμα και βάση να έχει είναι σχετικά αδιάφορη σε ό,τι έχει να κάνει με το διαμέτρημα της προσωπικότητας, τη φυσιογνωμία, τον καλοκάγαθο φιλόσοφο, ο οποίος αν μη τι άλλο μπορεί να μεταλαμπαδεύσει σε εκείνους που έχουν μάτια και αυτιά ανοικτά αξίες που θα ήταν δυνατόν να δημιουργήσουν ένα νέο είδος αθλητή, όχι σαν και εκείνον, βέβαια, που έμαθε στις ΗΠΑ, όταν οι Μπόστον Σέλτικς του ξηγήθηκαν ότι έχει κομμένους χιαστούς και καλό θα ήταν να κόψει το μπάσκετ, διότι αν δεν το έκοβε μπορεί να κατέστρεφε τα πόδια του και επέστρεψε κρατώντας το μυστικό επτασφράγιστο και έπαιξε μπάσκετ για άλλα 14 χρόνια. Και πάλι, αυτό, τόσο υποτιμημένο κάθε φορά που αναφέρεται, δεν αναδεικνύει παρά ελάχιστα τι είναι ο Παναγιώτης Γιαννάκης.

Η πιο μπακαλίστικη προσέγγιση είναι ότι δεν τα έχει καταφέρει σε σύλλογο, παρά μόνο στην εθνική ομάδα. Και οι μπακαλίστικες προσεγγίσεις έχουν την αλήθεια τους, ιδιαίτερα όταν αυτή συμβαδίζει με την πραγματικότητα, άλλωστε για αυτό είναι μπακαλίστικες: βασίζονται μόνο σε ό,τι έχει ήδη γίνει, χωρίς να τους νοιάζει να δώσουν απάντηση σε ερωτήματα.

Ο Γιαννάκης ήταν προπονητής του Ολυμπιακού από τον Φεβρουάριο του 2008, αναλαμβάνοντας μία ομάδα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης αλλά με δύο φιλόδοξους προέδρους, οι οποίοι γέμισαν το ρόστερ με παίκτες εγνωσμένης αξίας και τον άφησαν να τα βγάλει πέρα μόνος του. Ακούγεται οξύμωρο αυτό και ίσως να φέρνει μειδίαμα, αλλά τώρα πια, με πάνω από επτά χρόνια να έχουν παρέλθει από τον τελικό στο Παρίσι με την Μπαρτσελόνα, η αναγνώριση ότι οι περισσότεροι παίκτες βρίσκονταν στην πιο εγωιστική κατάστασή τους είναι μία αλήθεια που ουδείς μπορεί να αρνηθεί. Όλη η διαφορά που δημιουργήθηκε είναι επειδή βρίσκονταν σε διαφορετικό μήκος κύματος. Το απαιτητό ήταν το τώρα, ενώ ο προπονητής του Ολυμπιακού τότε ήξερε ότι πάντα θα υπήρχε λίγο περισσότερος χρόνος. Ενώ έφτασε να διεκδικεί τους μεγάλους τίτλους, αυτονόητα, ήταν οι αθλητές που στις κρίσιμες στιγμές δεν πίστεψαν αυτόν το χρόνο, διότι δεν τον έβλεπαν. Άπαξ και δεν τον έβλεπαν, ήταν πολύ λογικό να φταίει εκείνος που τον έβλεπε.

Συνήθως οι ομάδες που καταφέρνουν να δημιουργήσουν ένα ιστορικό κατάκτησης τροπαίων ξεκινούν με τους διεκπεραιωτές να μην αντιλαμβάνονται ακριβώς τι γίνεται. Δεν επρόκειτο να κάνει πίσω σε αυτό, όπως δεν έκανε ποτέ στην καριέρα του. Για να είμαι ακριβής, πιθανολογώ ότι μία ή δύο φορές μπορεί να προσέθεσε δύο τρεις σταγονίτσες νερό στον ήδη κεκαρμένο οίνο του, ωστόσο υπάρχουν μόνο για να υπενθυμίζουν πόσο σταθερός ήταν και την αίσθηση που είχε με το χρόνο. Μία αίσθηση που πέρασε στα χρόνια του στην εθνική ομάδα, η οποία σκάρωνε θαύματα με την πεποίθηση ότι πάντα υπήρχε λίγος χρόνος ακόμα για να μείνει ζωντανή, τη στιγμή που οι αντίπαλοί της θεωρούσαν ότι είχαν επικυρώσει ένα θρίαμβο.

Από το 2004 έως το 2008, με δύο Ολυμπιακούς Αγώνες, δύο Ευρωμπάσκετ, ένα Παγκόσμιο Πρωτάθλημα μπάσκετ και δύο μετάλλια, το χρυσό στο Ευρωμπάσκετ του 2005 και το ασημένιο στο Μουντομπάσκετ το 2006 και ασφαλώς την πιο σημαντική νίκη που πέτυχε ποτέ εθνική ομάδα, με τους Αμερικανούς στον ημιτελικό. Η κορυφαία εθνική ομάδα, μακράν, για την ουσία του μπάσκετ που έπαιζε, τους τέσσερις κορυφαίους γκαρντ του τελευταίου τετάρτου του αιώνα μαζί και τη συναρπαστική, στα όρια της ονείρωξης, επιθετική άμυνα που λανσάρισε, η οποία θα έκανε τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη να κοκκινίσουν ανεπαίσθητα.

Αλλά περισσότερο από τα κατορθώματα και τις διακρίσεις του είναι αυτή η φιλοσοφία, στην οποία παραμένει σταθερός ακόμα και τώρα, που αποτελεί το πιο σπουδαίο μάθημα ζωής που θα μπορούσες να πάρεις. Ο Γιαννάκης παραμένει, στα 58 χρόνια του, το δέντρο που είναι φτιαγμένο από χίλια χέρια, που είπε και ο Παπαγιώργης, εκείνο που οι επιρροές δεν άλλαξαν τη σκέψη του αλλά τη διάνθισαν. Σε όλη την πορεία του ως παίκτη είχε να επιδείξει αυτό το αγαστό πάθος, το οποίο, για να είμαστε ειλικρινείς, προέκυπτε από τους πόρους του σώματός του, ήταν μία φλογερή κατάσταση την οποία δεν μπορούσε, ακόμα και να ήθελε, να αποφύγει και το ελάχιστο ήταν το αποτέλεσμα, το περισσότερο ήταν να μην υπάρχουν ερωτήματα και ενοχές, κάτι που συνέβαινε πηγαία. Αυτό το πάθος θα μπορούσε να προπαγανδίσει άπαξ και κρέμασε τα παπούτσια του, τον Αύγουστο του 1996, παίζοντας για τελευταία φορά με την εθνική ομάδα στους Ολυμπιακούς της Ατλάντας, σπάνιο στον επαγγελματικό κόσμο, που οι αθλητές κρατούν συνήθως μία πισινή για δύο ή και παραπάνω χρόνια στο σύλλογό τους, αλλά στον πάγκο υπήρξε σεμνός και ταπεινός όσο ο Αβραάμ με τη θυσία.

Δεν διεκδίκησε το αξίωμα του δασκάλου και παρά τον απολύτως εκπαιδευτικό ρόλο του, που επίσης δεν προερχόταν από μία επιτηδευμένη κατάσταση παρά από εκείνη την αίσθηση που σου άφηνε, φερ’ ειπείν, ο μακαρίτης ο Ρόμπιν Ουίλιαμς στον ‘Κύκλο των Χαμένων Ποιητών’, δε σήκωσε το δάχτυλο.

Ή, τουλάχιστον, έτσι μου αρέσει να σκέφτομαι.

Μετά το Μαρούσι, στο οποίο έμεινε τέσσερα χρόνια, από το 2002 έως το 2006, και έγινε ο μόνος μη Σέρβος προπονητής που σμίλεψε έναν παίκτη ο οποίος επρόκειτο να γίνει αληθινά σπουδαίος, τον Βασίλη Σπανούλη, μετά το στενό του Αγίου Θωμά, που τα πρώτα 8-9 χρόνια του Μιλένιουμ όποιος Έλληνας προπονητής και αν καθόταν στον πάγκο της συγκεκριμένης ομάδας έμοιαζε ένα κλικ καλύτερος -ή, αν καθόταν στον πάγκο μίας άλλης ομάδας έμοιαζε ένα κλικ χειρότερος- ο Άρης είναι η κορυφαία δουλειά διασυλλογικά στην καριέρα του.

Αρχιπυροσβέστης, με παίκτες έτοιμους να μάθουν, ο Γιαννάκης πια ξέρει ότι όσο εύκολα μπορεί να γίνει ζημιά στο παρκέ, άλλο τόσο μπορεί να καταστρέψουν, μέσα από την απληστία τους ή την… εμπορική διορατικότητά τους, οι σύμβουλοι ενός φιλόδοξου αλλά αφελούς παράγοντα ένα σύλλογο μέσα σε ένα βράδυ. Όπως και να έχει, πρόκειται για την πιο σημαντική επιστροφή στην μπασκετική πραγματικότητά μας και ήδη το Αλεξάνδρειο ενέπνευσε ένα νοσταλγικό άρωμα, μίας εποχής άλλης, που όμως το παρόν ίσως και να μην έχει να ζηλέψει τίποτα από εκείνη.

Η σύμπνοια, όποτε συμβαίνει, αξίζει της προσοχής μας, μίας πιο ρομαντικής ματιάς, με το ένα χέρι στο μάγουλο, της επιείκειας μας και της υπομονής μας, που ο Γιαννάκης με το κοστούμι την έχει άπλετη, σε αντίθεση με εκείνο τον τύπο που ήταν συνεχώς έτοιμος να κλάψει με το σορτσάκι και τη φανέλα.