EUROKINISSI
ΑΘΛΗΤΙΚΑ

Πώς έζησα την τάπα του Διαμαντίδη στον Άκερ ανάμεσα σε 18.000 αντιπάλους

Εκείνο το βράδυ, δεν έφυγαν όλοι οι φίλοι του μπάσκετ χαρούμενοι από το ΟΑΚΑ.

Οι περισσότεροι από εμάς, όταν ήμασταν μικρότεροι και το αίμα μας έβραζε, δεν κολλούσαμε ιδιαίτερα να δοκιμάσουμε τρελά πράγματα, τα οποία όταν το μυαλό μας έπηξε δεν μπαίναμε καν στη διαδικασία να τα συζητήσουμε. Άλλοι πήγαιναν στη δουλειά σερί από ξενύχτια, κάποιοι δοκίμασαν ναρκωτικά και πειραματίστηκαν, μερικοί έκαναν απερισκεψίες στο δρόμο ρισκάροντας τη ζωή τους.

Εγώ πάλι, γούσταρα να βλέπω τον Ολυμπιακό στα εκτός έδρας ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό, καθισμένος ανάμεσα στους οπαδούς των γηπεδούχων. Το έκανα πρώτα σε αρκετά ποδοσφαιρικά παιχνίδια (με αποκορύφωμα το μυθικό 2-4 στο ΟΑΚΑ) και όταν το τμήμα μπάσκετ πήρε ξανά τα πάνω του, άρχισα να επισκέπτομαι και το κλειστό των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων.

Καταπιεζόμουν λίγο που δεν μπορούσα να πανηγυρίσω τα καλάθια της ομάδας μου, υπήρχαν στιγμές που οι φωνές και τα πανηγύρια των αντιπάλων με ενοχλούσαν, όμως στο τέλος της ημέρας, κατά κάποιο μαγικό τρόπο περνούσα καλά με την όλη ψυχολογική δοκιμασία στην οποία υπέβαλα τον εαυτό μου. Μάλλον ήμουν πιο ρομαντικός, είχα μεγαλύτερες πνευματικές αντοχές και όλο αυτό το έβλεπα σαν ένα καλό τεστ χαρακτήρα. Το μόνο για το οποίο ποτέ δεν ανησύχησα, ήταν μην εκδηλωθώ και με πάρουν χαμπάρι. Είπαμε μικρός ήμουν, όχι ηλίθιος.

EUROKINISSI

Κάπως έτσι, βρέθηκα με τον επίσης Ολυμπιακό και κολλητό μου φίλο Βασίλη και 2-3 Παναθηναϊκούς φίλους μας ακόμα, να περνάμε τις πόρτες του κλειστού του ΟΑΚΑ στις 13 Ιουνίου του 2007, για να παρακολουθήσουμε τον τρίτο τελικό της Α1. Το σκορ ανάμεσα στις δύο ομάδες ήταν 1-1, ο πρωταθλητής Ευρώπης Παναθηναϊκός του Ομπράντοβιτς (ήμουν μέσα και σε εκείνο το F4 στο ίδιο γήπεδο) ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος εκείνα τα χρόνια και ο Ολυμπιακός προσπαθούσε σιγά-σιγά να επιστρέψει στην κορυφή, με τον Πίνι Γκέρσον στον πάγκο (και βοηθό τον Γιάννη Σφαιρόπουλο) και παίκτες όπως ο Μασιγιάουσκας, ο Μπουρούσης, ο Βασιλόπουλος, ο Ντόμερκαντ, ο Πεν και φυσικά ο πρωταγωνιστής της βραδιάς, Άλεξ Άκερ. Ήταν τα χρόνια που οι Αγγελόπουλοι ξόδευαν χρήματα χωρίς την παραμικρή σκέψη και η δεύτερη συνεχόμενη σεζόν που στους τελικούς αντάμωναν οι ‘αιώνιοι’. Την προηγούμενη σεζόν, το σχεδόν διαδικαστικό και ξεκούραστο 3-0 του Παναθηναϊκού έμοιαζε απόλυτα αναμενόμενο και λογικό, όμως εκείνη τη χρονιά τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Μερικούς μήνες πριν άλλωστε, ο Ολυμπιακός είχε περάσει από το ΟΑΚΑ με 89-84 και το διπλό δεν φάνταζε πια ούτε μακρινό, ούτε καταραμένο.

Περίπου μισή ώρα πριν το τζάμπολ, πήραμε με το Βασίλη και τους υπόλοιπους φίλους μας τις θέσεις μας, σε μία από τις θύρες του ΟΑΚΑ που βρίσκονται πλάι στις κεντρικές, περίπου στο ύψος του τριπόντου, εκεί όπου ευτυχώς δεν κάθονται ιδιαίτερα φωνακλάδες οπαδοί, αλλά περισσότερο μπαμπάδες με παιδάκια, φιλήσυχες παρέες και ζευγάρια. Ανάμεσα σ’ όλους τους παραπάνω κι εμείς, καθισμένοι στα δύο τελευταία καθίσματα πριν τις σκάλες του διαδρόμου. Παρακολουθούσαμε το ζέσταμα ήρεμοι, κάνοντας πλάκα χωρίς να δίνουμε δικαιώματα και παραδεχόμασταν ότι είμαστε συγκρατημένα αισιόδοξοι, αφού η εικόνα των δύο πρώτων τελικών δεν μαρτυρούσε κάποια ιδιαίτερη υπεροχή του Παναθηναϊκού.

 

Με το που διεκδίκησαν την πρώτη μπάλα ο Μπουρούσης με τον Μπατίστ, ένιωσα και την πρώτη σουβλιά άγχους στο στομάχι. Το κακό ήταν πως, σε αντίθεση με μερικές ημέρες πριν στο ΣΕΦ, αυτή τη φορά δεν μπορούσα να κάνω κάτι για να το εκτονώσω. Η μόνη αντίδραση που μπορούσα να έχω, ήταν να κοιτάω όλο νόημα τον Βασίλη σε κάποιο από τα σημαντικά καλάθια του Ολυμπιακού. Και στο ΟΑΚΑ η αλήθεια είναι ότι όλα τα καλάθια μοιάζουν σημαντικά, αφού το σενάριο του να βρεθείς πίσω στο σκορ και να κυνηγάς, σπάνια έχει καλή εξέλιξη.

Κάθε φορά που οι παίκτες του ΠΑΟ σκόραραν, έκανα υπομονή για να περάσει το ωστικό κύμα φωνών ενθουσιασμού, ενώ είχαμε και τους Παναθηναϊκούς φίλους μας, οι οποίοι μας σκουντούσαν και μας αγκάλιαζαν για να μας πειράξουν, ξέροντας ότι δεν μπορούμε να αντιδράσουμε. Όλο αυτό όμως άξιζε, γιατί η αίσθηση που σου δημιουργείται όταν βάζει καλάθι η ομάδα σου και όλο το γήπεδο βρίζει και σιωπά, δεν ξεπληρώνεται με τίποτα.

Η πρώτη περίοδος κυλούσε με τις δύο ομάδες κοντά στο σκορ, σενάριο που έμοιαζε ιδανικό. Είπαμε, το βασικό ήταν να μην ξεφύγουν οι γηπεδούχοι. Για κάθε τρίποντο του Τσαρτσαρή, υπήρχε μια απάντηση από τον Πεν και το 17-20 μας έκανε να χαμογελάμε. Κι ας ξέραμε μόνο εγώ κι ο Βασίλης γιατί χαμογελούσαμε, δεν είχε ιδιαίτερη σημασία. Όπως και τις προηγούμενες φορές στο ΟΑΚΑ, κάθε φορά που ο Ολυμπιακός ξέφευγε, έστω και λίγο, ακούγονταν γκρίνιες από τους φιλάθλους που κάθονταν γύρω μου και σχόλια τύπου “κοιμούνται μωρέ, τι κάνουν”. Κάτι που με έκανε έξαλλο, αφού μιλούσαμε για την ομάδα που ήταν εν ενεργεία πρωταθλήτρια Ευρώπης και κυρίαρχη του ελληνικού μπάσκετ. Ήθελα να ουρλιάξω “τι γκρινιάζετε μωρέ, εμείς τι να πούμε” αλλά για το καλό μου κρατήθηκα.

Ακόμα πιο έξαλλο όμως με έκαναν οι γκρίνιες για τη διαιτησία, σχεδόν σε κάθε φάση, ακόμα κι από φίλο μας, ο οποίος ζήτησε μπρος-πίσω σε επαναφορά κάτω από τη μπασκέτα(!), με αποτέλεσμα να του κλωτσήσω διακριτικά το πόδι. Μέσα σε αυτό το ωραίο κλίμα, το 17-20 έγινε με ένα σερί 15-0 32-20, στις εξέδρες όλοι ούρλιαζαν και με τον Βασίλη κοιταζόμασταν κάνοντας γκριμάτσες απόγνωσης. Πηγαίναμε για ένα δύσκολο βράδυ.

Κάπου εκεί όμως, ανέλαβε να μας ξελασπώσει και να μας κάνει να ανασηκωθούμε λίγο από τα καθίσματά μας, στα οποία είχαμε προηγουμένως χυθεί, ο αγαπημένος μου παίκτης εκείνης της ομάδας και ένας εκ των μεγαλύτερων γκαντέμηδων του αθλήματος, ο Άρβιντας Μασιγιάουσκας. Με απανωτά τρίποντα και ωραίο μπάσκετ, το ματς γυρίζει, το ΟΑΚΑ παγώνει κι ο Ολυμπιακός περνάει μπροστά με 35-41. Μέσα μου γίνεται πάρτι, παλεύω να μην το δείξω και απλά απολαμβάνω τη σιωπή και τα βρισίδια. Το 40-42 του ημιχρόνου μοιάζει ονειρεμένο και μια βόλτα στην καντίνα για χοτ ντογκ ό,τι πρέπει για να μην πεθάνουμε από το άγχος. Τώρα θα άρχιζε το πραγματικά δύσκολο.

Το τρίτο δεκάλεπτο κυλάει χωρίς καμία από τις δύο ομάδες να μπορεί να ξεφύγει στο σκορ, κάτι που βόλευε τους φιλοξενούμενους, αφού όσο ο χρόνος περνούσε, η πίεση θα βάραινε τους γηπεδούχους. Κάτι που φαινόταν και στις εξέδρες αλλά κυρίως στην γκρίνια του φίλου μας του Γιώργου προς παίκτες και διαιτητές. Το σενάριο αυτό βέβαια, δεν βόλευε ιδιαίτερα το άγχος μου, αφού όλα έδειχναν ντέρμπι μέχρι το τέλος. Κάτι που σήμαινε ότι δεν θα μπορούσα να εκδηλωθώ κι αν κάτι στράβωνε, θα έπρεπε να υπομείνω τα πανηγύρια, όσο θα μένω σιωπηλός μέσα στην απογοήτευση. Το ξεκίνημα της τελευταίας περιόδου βρήκε εμένα και τον Βασίλη χωμένους μέσα στις καρέκλες μας, να συζητάμε ψιθυριστά τι θα γίνει στο ΣΕΦ σε μερικές ημέρες έτσι και το αποψινό παιχνίδι τελείωνε με διπλό.

Κάθε καλάθι του Ολυμπιακού έφερνε έντονα βλέμματα όλο νόημα και σπρωξιές με τον Βασίλη, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να εκτονωθούμε. Τα μεγάλα καλάθια του Παναθηναϊκού πάλι, τα υποδεχόμουν με ένα διπλωματικό, απόλυτα κενό βλέμμα. Όλο το γήπεδο όρθιο κι εμείς καθιστοί, αμήχανοι, ακούνητοι, αγέλαστοι. Αλλά πραγματικά, με το παιχνίδι στο όριο, κανένας δεν θα πρόσεχε εμάς κι έτσι κι αλλιώς καθόμασταν σε ασφαλές σημείο. Με το σκορ ισόπαλο και 2 λεπτά να απομένουν για τη λήξη, οι χτύποι της καρδιάς μου πρέπει να έπιασαν ιστορικό ρεκόρ. Στο σημείο εκείνο είχα αρχίσει ήδη να σκέφτομαι πώς θα αντιδράσω μόλις φτάσω σε ασφαλές σημείο σε περίπτωση νίκης. Το ανάποδο σενάριο δεν ήθελα καν να το εξετάσω, παρά το γεγονός πως το 63-69 με το τρίποντο του Μάτσας, είχε γίνει πολύ γρήγορα 71-71.

EUROKINISSI

Και ξαφνικά, 77-73 με ένα λεπτό να απομένει και τον Ολυμπιακό να κάνει λάθος στην επαναφορά. Το γήπεδο φλέγεται, το “πρωτάθλημα μες το Παλέ” κοντεύει να μας τρυπήσει τα αυτιά, ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί, μια τεράστια ευκαιρία για διπλό πρωταθλήματος έδειχνε να χάνεται και ζούσα τον πράσινο ενθουσιασμό από όσο πιο μέσα γινόταν. Πού να ήξερα. Οι γηπεδούχοι χάνουν την επίθεση, ο Άκερ με τρίποντο στον αιφνιδιασμό μειώνει σε 77-76 και με το Βασίλη ανασκουμπωνόμαστε. Όλα γίνονται. Ο Άκερ έχει βαλθεί να ντυθεί ήρωας, κάνει ένα απίστευτο κλέψιμο από τον Σισκάουσκας και φεύγει στον αιφνιδιασμό. Όλο το γήπεδο κοιτάζει παγωμένο, ο χρόνος μοιάζει να σταματάει κι εγώ περιμένω να καρφώσει,  όσο το στομάχι μου κάνει τούμπες από την αγωνία και τον ενθουσιασμό. Και κάπου εκεί, Διαμαντίδης. Μία από τις πιο ιστορικές τάπες συμβαίνει εκεί, μπροστά μας, προκαλώντας παράνοια. Εμείς σιωπηλοί παρακολουθούμε, δεν μπορούμε να πιστέψουμε τι έχει συμβεί.

Θυμάμαι απλά να ψελλίζω ένα “γιατί δεν κάρφωσε ρε” στον Βασίλη και να μοιάζουμε απελπισμένοι. Κι όμως, το παιχνίδι δεν χάθηκε εκεί.1 στις 2  βολές από τον Μπετσίροβιτς, 2 στις 2 από τον Πεν και παράταση. Όλα θα ζηστούν εκείνο το βράδυ, θα αδειάσουν οι ψυχές μας

Την παράταση την είδαμε με τον Βασίλη όρθιοι στα σκαλάκια, σχεδόν αγκαλιά. Δεν μιλούσαμε, δεν αντιδρούσαμε, δεν χρειαζόταν. Ξέραμε ακριβώς τι θέλαμε να πούμε και είχαμε ο ένας τον άλλο για συμπαράσταση. Καλάθια έμπαιναν έτσι κι αλλιώς με το σταγονόμετρο κι όλα έδειχναν ότι πάμε για δεύτερο μαρτυρικό φινάλε αγωνίας. Ήμασταν και 21 χρονών παιδιά, όλα τα ζούσαμε πολύ πιο έντονα και με πολύ λιγότερη ψυχραιμία σε σχέση με σήμερα.

50 δευτερόλεπτα πριν το φινάλε, ο Ντόμερκαντ κάνει το 81-84. Οι φίλοι μας παγωμένοι, το γήπεδο σιωπηλό, εγώ με τον Βασίλη όρθιοι, σχεδόν τον σπρώχνω, είμαι στα όρια του να πανηγυρίσω. Μπατίστ τρίποντο, μέσα, πανικός, ρίχνω μια μπουνιά στο χέρι του Βασίλη. Η τάπα του Διαμαντίδη μοιάζει ήδη μακρινό παρελθόν, έχει περάσει ένας μπασκετικός αιώνας από τότε. Φάουλ στον Πεν, βάζει τη μία, τελευταία επίθεση στον Παναθηναϊκό, όλα ή τίποτα, η ένταση έχει φτάσει μέχρι τον Πειραιά, ποιον Πειραιά, μέχρι το διάστημα, στο τάιμ άουτ απλά κοιτάζω σαν χαζός και πλάθω σενάρια. Αυτό που ακολούθησε πάντως, δεν άντεχα να το σκαρφιστώ.

Καλή άμυνα, κακό σουτ Τσαρτσαρή, ριμπάουντ Διαμαντίδη, καλάθι και 86-85. Όλοι ουρλιάζουν, εγώ θέλω να κλάψω. Την τελευταία επίθεση δεν την θυμάμαι, απλά βρίζω από μέσα μου. Το πεντακάθαρο φάουλ του Διαμαντίδη στον Πεν (που θα έκανε τον 3D από ήρωα, μοιραίο) δεν το πρόσεξα καν, το είδα αργότερα το ίδιο βράδυ στο σπίτι. Για το μόνο που ήμουν σίγουρος εκείνο το δευτερόλεπτο, ήταν πως αυτή ήταν η τελευταία φορά που έβλεπα αγώνα του Ολυμπιακού μέσα στο ΟΑΚΑ, αφού η καταπίεση που αισθάνθηκα τρύπησε το ταβάνι.

Για την ιστορία, να πω απλά πως όσο εντυπωσιακή κι αν ήταν η τάπα του Διαμαντίδη, δεν ήταν εκείνη που έκρινε τη νίκη, αφού μεσολάβησαν αμέτρητες φάσεις και ένα καλάθι του Άκερ απλά θα έβαζε τον Ολυμπιακό στο +1. Αντίθετα, το ριμπάουντ και το καλάθι του στο τέλος της παράτασης, το έκριναν, ήταν απείρως πιο σημαντικά, όπως φυσικά και το περιβόητο ‘non call’ (γελάμε) στον Πεν. Στην ιστορία έμεινε όμως η τάπα και το καταλαβαίνω απόλυτα, αφού ήταν μια εντυπωσιακή φάση, πολύ πιο εμπορική από ένα ριμπάουντ κι ένα λέι απ. Μια φάση και μια μπασκετική ιστορία που γέννησε θρύλους, επηρέασε καριέρες και θα την αναφέρουμε για χρόνια. Μια φάση που είχα την ευχή να τη ζήσω από κοντά και την κατάρα να τη ζήσω από την λάθος πλευρά.

Φωτογραφίες: Eurokinissi