PUBLI

Καλοκαίρι στην Αθήνα με τον Φώτη Σεργουλόπουλο

Ένα κείμενο αφιερωμένο σε όλους εμάς που είμαστε ακόμα εδώ.

Μπορεί να ακούγεται κάπως σαν αστείο ή τέλος πάντων περισσότερο παρηγορητικό για κάποιον που αισθάνεται ότι έχει μείνει ξωπίσω και βλέπει την πόλη του να αδειάζει. Κι όμως πολλές φορές έχω καθίσει στην Αθήνα απολαμβάνοντας τις κρυφές της δροσιές, ανακαλύπτοντας τις παραλίες του Σαρωνικού, ζώντας τις νύχτες της με τη χαλαρή διάθεση ότι δε χρειάζεται και τίποτα το συναρπαστικό να συμβεί και επιμηκύνοντας τα νυσταγμένα πρωινά γυρίζοντας πλευρό ξανά και ξανά χαμογελώντας στο μαξιλάρι ότι τάχα κάποιον έχεις ξεγελάσει.

Από την άλλη, η καλοκαιρινή Αθήνα έχει εκπλήξεις ευχάριστες. Όλο και κάποιος φίλος αγαπημένος που ζει χρόνια στο εξωτερικό ή κάποιος που γνώρισες σε κάποιο ταξίδι, θα περάσει σχεδόν απρόσκλητος κάνοντας μία στάση πριν συνεχίσει στα πολυπόθητα νησιά και σχεδόν θα σου χτυπήσει το κουδούνι. Έτσι κι έγινε.

Το κινητό έδειχνε κωδικό εξωτερικού και η φωνή γνώριμη. Τα νέα άρχισαν να πέφτουν καταιγιστικά και άκουγα αχόρταγα για το τι κάνει ο τάδε, πότε χώρισε η δείνα, αν γέννησε εκείνη που όλοι προσέχαμε, αν είναι πάλι μόνος ο μαγκούφης της παρέας. Ξαφνικά το είπα αυθόρμητα και με χαρά. “Δεν περνάς το βράδυ να τα πούμε από κοντά;” “Μα είμαστε τέσσερις”, “Δεν πάει να είστε και δεκατέσσερις! Όσο περισσότεροι τόσο καλύτερα” Η επόμενη ερώτηση έπεσε σαν φυσική ακολουθία: “Θα μας κάνεις εκείνη την μακαρονάδα που μου θυμίζει την πρώτη φορά που ήρθα στην Ελλάδα;”

Έκπληξη! Το ψυγείο άδειο και τα ντουλάπια είχαν αντίλαλο. Μέσα σε αυτή τη χαλαρότητα της καλοκαιρινής τεμπελιάς το τελευταίο που σκεπτόμουν ήταν να βγω για ψώνια. Ότι υπήρχε έχει καταναλωθεί και η σχεδόν καθημερινή έξοδος για φαγητό άφησε μία κουζίνα έρημη και εγκαταλελειμμένη. Δύο ωραία μεγάλα κρεμμύδια με κοίταζαν όπως πάντα κλαμένα, έτοιμα να συνεργαστούν με οτιδήποτε. Κάναμε μία πολύ καλή αρχή. Η διάσημη μακαρονάδα μου, γνωστή στα πέρατα της γης είναι ότι πιο απλό και πιο φτηνό πιάτο που μπορεί να υπάρχει. Εκτός από τα κρεμμύδια χρειάζομαι: λίγο ελαιόλαδο, λιαστή ντομάτα, κάπαρη, Μαυροδάφνη, ρίγανη, φέτα και φυσικά λιγκουίνι. Η διάθεσή μου να βγω να ψωνίσω δεν έχει αλλάξει, προτιμώ να βάλω την αγαπημένη μου μουσική και να μείνω στη δροσιά του σπιτιού μου.

Το laptop ήταν ήδη ανοιχτό σαν αναπόσπαστο μέλος μιας παρέας. Πληκτρολόγησα e-fresh.gr, έκανα κλικ, κλικ, κλικ, και …κάτι περισσότερα κλικ για αυτά που μου γυάλισαν στο μάτι, επέλεξα και την ώρα που ήθελα να έρθουν για να έχω προλάβει να οργανωθώ και σαν να περίμενα ραντεβού, το κουδούνι χτύπησε και εμφανίστηκαν μπροστά μου τα γνωστά μπλε κιβώτια με ότι είχα παραγγείλει τακτοποιημένα, ολόφρεσκα και χωρισμένα ανά είδος έτοιμα πάρουν τη θέση τους.

Ρίχτηκα στην κουζίνα. Πήρα το μεγαλύτερο τηγάνι που υπάρχει έβαλα στο ελαιόλαδο τα λεπτοκομμένα κρεμμύδια να καραμελώσουν σιγά σιγά, έριξα τις ψιλοκομμένες λιαστές ντομάτες για κανένα πεντάλεπτο, την κάπαρη, και έσβησα με ένα ποτήρι μαυροδάφνη. Άρχισε να μοσχοβολάει το σπίτι και μόλις φάνηκε τ’ όλο να δένει μία λαχταριστή δόση από ρίγανη του έδωσε αυτό τον αέρα που όλοι αναγνωρίζουμε. Έριξα και τα λιγκουίνι που έβραζαν σε μία διπλανή κατσαρόλα με λίγο από το θολό νερό τους και άρχισα να ανακατεύω την πιο λαχταριστή πάστα που μπορεί κανείς να γευτεί. Στο τέλος λίγα κομμάτια φέτα που μαλακώνουν σε κάθε ανακάτεμα.

Τι άλλο να θες για να πεις “άλλο ένα καλοκαιρινό βράδυ ήταν υπέροχο”; Καλούς φίλους γύρω από ένα πιάτο που έγινε με αγάπη ένα μπουκάλι δροσερό λευκό κρασί και κουβέντα μέχρι το πρωί.

Καλό καλοκαίρι!