ENTERTAINMENT

Με τι κολλήσαμε αυτή την εβδομάδα

Κουλτούρα, πίτσα και Vikings. Για περάστε.

Κάθε βδομάδα το πλήρωμα του PopCode θα μοιράζεται τα πιο πρόσφατα κολλήματά του. Μπορεί να είναι τραγούδια, βιντεάκια, ταινίες, εκθέσεις, tweets, ή οτιδήποτε άλλο οποιουδήποτε pop culture που τους έχει φάει ένα αξιοσέβαστο κομμάτι χρόνου και εμμονής.

Για να παίρνεις ιδέες.

Με την pizza της Nonna Edda, ο Γιώργος Μυλωνάς

Έχουν περάσει πολλές πίτσες από το στομάχι μου. Με αφράτη ζύμη, με λεπτή, με ζύμη με τυρί philadelphia. Με ανανά, με αντζούγιες, με γύρο. Δεν έχω παράπονο. Νομίζω ότι τις έχω γευτεί όλες. Με την σοφία που μου έχουν δώσει οι γαστρονομικές εμπειρίες μου, κάθε φορά που σηκώνω πλέον το τηλέφωνο προκειμένου να παραγγείλω pizza, παραγγέλνω από την Nonna Edda. Την πιτσαρία που με έκανε ν’ αναρωτιέμαι γιατί η αγκινάρα δεν αποτελεί συστατικό της πιο basic πίτσας. Γιατί δηλαδή κάθε φορά που δεν ξέρουμε τι να παραγγείλουμε δεν ζητάμε απλώς μια ζαμπόν-μπέικον-μανιτάρια-αγκινάρα. Η ζύμη της είναι πάντα λεπτή και τα συστατικά της είναι πάντα τόσο ελαφριά που ακόμα κι αν τρως μπέικον και λουκάνικο, νομίζεις ότι πρόκειται για pizza vegan. Θα την βρεις στο 62 της Εθνικής Αντιστάσεως στην Καισαριανή. Το μόνο της ελάττωμα ότι είναι κλειστή κάθε Δευτέρα.

Με τo Μ. Ρ. (μετά τον Ράγκναρ) Vikings, Πάνος Κοκκίνης

Δεν το περίμενα με τίποτα ότι θα υπήρχε μέλλον για τη συγκεκριμένη σειρά μετά την ‘αποχώρηση’ από το προσκήνιο του αξιότιμου κου Λόθμπροκ. Αλλά αυτό ήταν απλά ένδειξη του μεγέθους της δικής μου τερατώδους ιστορικής άγνοιας, αφού αν διαβάσεις το original υλικό, πάνω στον οποίο στηρίζεται η σειρά, θα δεις ότι οι γιοί κατάφεραν να ξεπεράσουν σε αξία τον μπαμπά τους. Και αυτούς, με την σειρά τους, τους έσβησε από το χάρτη ο θείος τους ο Ρόλο (και οι απόγονοί του). Αλλά αυτό, φαντάζομαι, είναι μια ιστορία που θα δούμε, αν ο Θεός μας έχει καλά, σε 2-3 περίπου σεζόν από τώρα.

Με το ‘Κάτι θα γίνει, θα δεις’ του Χρήστου Οικονόμου, ο Κωνσταντίνος Αμπατζής

Κλέβω λίγη από τη δόξα του Γιώργου Μυλωνά, αλλά από εκείνον και την ωραιότατη συνέντευξη που πήρε απ’ τον συγγραφέα εμπνεύστηκα και αποφάσισα να αγοράσω το βιβλίο, οπότε όλα καλά. Το ‘Κάτι θα γίνει, θα δεις’, αφορά 16 υπέροχα -και σπαρακτικά όπως σωστά τα περιέγραψε ο Γιώργης- διηγήματα του Χρήστου Οικονόμου για την Ελλάδα της κρίσης. 16 τρομερά καλλογραμμένες ιστορίες, που περιγράφουν με τον πιο συγκλονιστικό τρόπο όλα τα άγχη, τις αγωνίες, τις στεναχώριες, τις διαταραχές που έφερε στη ζωή μας η τελευταία δεκαετία, ανατρέποντας βίαια την προηγούμενη πραγματικότητα. Ιστορίες που σε αφήνουν μουδιασμένο και στο τέλος τους σε κάνουν να εκτιμάς λίγο παραπάνω όσα σου έχουν απομείνει.

Με την Οικία Τέλλογλου, ο Ευθύμιος Σαββάκης

Αν και 13 χρόνια στη Θεσσαλονίκη έχω ακόμα μερικά μέρη που δεν αξιώθηκα να επισκεφτώ ποτέ. Από τη λίστα αφαιρέθηκε προχθές η Οικία Τέλλογλου, ένα πραγματικό διαμάντι στο κέντρο της πόλης, το οποίο η Αλίκη και ο Νέστορας Τέλλογλου διακόσμησαν με σπουδαία έργα τεράστιας ιστορικής σημασίας/αξίας. Η Οικία τον τελευταίο χρόνο, μάλιστα, μετά την αποκατάστασή της, άνοιξε για το κοινό, το οποίο κάνει sold out κάθε ξενάγηση. Δικαίως.

​Με ένα βιβλιοφαγικό γράφημα, ο Γιάννης Σαχανίδης

Εκτιμώ την προσπάθεια των ανθρώπων της Αθήνα Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου 2018 να δημιουργήσουν original content στα social της διοργάνωσης, ακόμη κι αν αυτό είναι απλά αντιγραφή ξένων βιβλιοmemes, αλλά αυτό εδώ το γράφημα με προβλημάτισε πολύ τις προηγούμενες μέρες. Όταν κάποιος σου μαρτυράει το τέλος του βιβλίου που διαβάζεις η διάθεσή σου καλυτερεύει; Ή μήπως χειροτερεύει και το βλέπουμε ανάποδα; Και γιατί δεν είναι ευθεία γραμμή αυτή; Υπάρχουν στιγμές κατά τη διάρκεια των σπόιλερς που η διάθεσή σου παραμένει η ίδια; Τι είναι αυτό που προκαλεί τις απότομες εκρήξεις καλής διάθεσης; Μήπως πρέπει να κοιτάξεις αυτές τις συναισθηματικές διαταραχές; Γιατί υπάρχουν εισαγωγικά στο μαρτυράει; Δε στο μαρτυράει τελικά το τέλος; Είναι όλα μια πλάνη, ένα πέπλο καπνού; Έχω τόσες πολλές ερωτήσεις.

Με τις ιστορίες φαντασμάτων από την Ιαπωνία, ο Αντώνης Τζαβάρας

Υπάρχει κάτι φοβερά ανησυχητικό και την ίδια στιγμή απόλυτα καθησυχαστικό στη θεμελιώδη άποψη του Σίντο (η παραδοσιακή Ιαπωνική θρησκεία) για τον θάνατο: Όλοι θα πεθάνουμε, αλλά κανείς δεν θα φύγει για τόπους χλοερούς. Θα παραμείνουμε όλοι εδώ και μετά τον θάνατό μας, ανάμεσα στους ζωντανούς, ως φαντάσματα. Αναλόγως με το πώς ζήσαμε και το πώς πεθάναμε, θα γίνουμε καλά πνεύματα ή πικρόχολα και εκδικητικά εκτοπλάσματα. Αυτή η πολύ ψύχραιμη διαπίστωση ότι ζούμε ανάμεσα στους νεκρούς, ότι μας επηρεάζουν και τους επηρεάζουμε ανά πάσα στιγμή, προσδίδει μια πολύ παράξενη γοητεία στους Ιαπωνικούς μύθους που κατέγραψε ο Λευκάδιος Χερν. Οι ιστορίες του είναι πιο κοντά στη λαογραφία παρά στον τρόμο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν σ’ αφήνουν και ήσυχο. Έχουν κάτι από τη σκοτεινιά του Πόε και την υγρασία των Βικτωριανών, αλλά τελικά κυριαρχούνται από τη διαύγεια, την υπαινικτική σαφήνεια και τον εκλεπτυσμένο φετιχισμό της Ιαπωνικής παράδοσης.

Απ’ όλα τα παράξενα πλάσματα που καταγράφονται στην ανθολογία των εκδόσεων Ars Nocturna, προσωπικά ενθουσιάστηκα με εκείνα τα παρεξηγημένα φαντάσματα που ζουν ανάμεσά μας χωρίς ούτε ίδια να ξέρουν ότι είναι φαντάσματα. Τις νύχτες, ο λαιμός τους μακραίνει κι ένα πρωί ξυπνούν κι έχοντας μια αχνή εντύπωση ότι το προηγούμενο βράδυ παρακολουθούσαν το σώμα τους από κάπου ψηλά. Αυτή η ανάμνηση τους βάζει την υποψία ότι ίσως είναι φαντάσματα. Όταν πλέον βεβαιώνονται, σοκάρονται τόσο ώστε να περάσουν σε μια κατάσταση καταστροφικού, κανιβαλικού αμόκ.

Με το ‘Darkest Hour’, ο Κώστας Μανιάτης

Αν και βαθιά προκατειλημένος με τις βιογραφικές ταινίες -σε σημείο που αρνούμαι πεισματικά να δω κάποιες ακόμα και απ’ τις πιο ‘διάσημες’ του είδους- αυτή η ταινία είχε καρφωθεί στο μυαλό μου εδώ και μήνες και μια φωνούλα μέσα μου μου έλεγε “ξεκόλλα. Αυτή ΠΡΕΠΕΙ να τη δεις”. Δεν ξέρω αν ήταν φωνούλα ή η αδιανόητα πετυχημένη εικόνα του θεού Gary Oldman μεταμορφωμένου στον Churchill, πάντως τη Δευτέρα το βράδυ πήγα ως το σινεμά και χώθηκα στο σκοτάδι του. Και όλα καλά, παιδιά, η ταινία έιναι φοβερή. Όσοι μάλιστα είδατε και το Dunkirk πρόσφατα, ίσως να την ευχαριστηθείτε ακόμη περισσότερο, καθώς απεικονίζει σχεδόν την ίδια περίοδο της ιστορίας, αλλά μέσα απ’ τα μάτια των πολιτικών, τραβώντας την κουρτίνα των παρασκηνίων και όχι των στρατιωτών. Αυτό βέβαια είναι και ρίσκο, κάποιες στιγμέ μπορεί να νιώσεις ότι την έχεις ξαναδεί. Περί ορέξεως… Ωστόσο, η ερμηνεία του Oldman σε πιάνει από τον λαιμό και δεν σε αφήνει να βαρεθείς ούτε λεπτό. Μακάρι Όσκαρ, ειλικρινά.