ENTERTAINMENT

Με τι κολλήσαμε αυτή την εβδομάδα

Από Rihanna μέχρι Kusturica. Για περάστε.

Κάθε βδομάδα το πλήρωμα του PopCode θα μοιράζεται τα πιο πρόσφατα κολλήματά του. Μπορεί να είναι τραγούδια, βιντεάκια, ταινίες, εκθέσεις, tweets, ή οτιδήποτε άλλο οποιουδήποτε pop culture που τους έχει φάει ένα αξιοσέβαστο κομμάτι χρόνου και εμμονής.

Για να παίρνεις ιδέες.

Η Rihanna, η Νάνσυ Κωστακοπούλου

Σε περίπτωση που δεν έχεις δει ένα από τα δεκάδες promo της ταινίας ”Valerian και μπλα μπλα αναίτια μεγάλος τίτλος”, να σου πω ότι βγαίνει στις αίθουσες τέλος Αυγούστου και η Riri μας, το κορίτσι μας, το ΚΑΜΑΡΙ ΜΑΣ που συναντά τον πρόεδρο της Γαλλίας για να μιλήσουν για θέματα παιδείας, εμφανίζεται ως εξωγήινη με το όνομα Bubble. Το κόλλημά μου όμως δεν είναι η συμμετοχή της στην ταινία, όχι, αλλά οι εμφανίσεις της στο κόκκινο χαλί. Τι εννοείς ότι δεν είναι pop culture κόλλημα οι εμφανίσεις στο κόκκινο χαλί; Προφανώς και είναι. Πάμε λίγο να τις δούμε.

1. Φόρεσε το απόλυτο millenial pink φόρεμα

#BUBBLE @valerianmovie premiere

A post shared by badgalriri (@badgalriri) on

2. Αλλά και το κλασσικό εσουναμπόμπα κόκκινο γιατί δεν την σκιάζει ο κανόνας ”όχι κόκκινο φόρεμα σε κόκκινο χαλί”

"eyes up here"

A post shared by badgalriri (@badgalriri) on

3. Και τίμησε τα φλαμίνγκο με αυτό το Prada outfit

#VALERIAN premiere in Paris!!!@caradelevingne

A post shared by badgalriri (@badgalriri) on

Δεν μας αξίζει η Rihanna σας λέω. ΔΕΝ ΜΑΣ ΑΞΙΖΕΙ.

*κάνει ματάκια στην οθόνη*

when you see the future of education getting bright

A post shared by badgalriri (@badgalriri) on

Με μία φωτογραφία στα Λαγκαδίκια, ο Ευθύμιος Σαββάκης

Πριν από λίγες επισκέφτηκα το Καμπ των Προσφύγων στα Λαγκαδίκια, φιλοξενώντας εκ μέρους της ΑΡΣΙΣ μία ομάδα ξένων δημοσιογράφων. Σε μία στροφή ανάμεσα στα κτίρια ξεπρόβαλε αυτός ο τοίχος. Είναι από ένα εγκαταλελλειμένο κτίριο. Τον ανέλαβαν οι πρόσφυγες και με πινέλα και μπογιές τον μετέτρεψαν σε ένα έργο τέχνης. Ίσως αυτό το σπίτι καταφέρει τελικά να πετάξει. Για όπου χτυπά η καρδιά του καθενός.

Μία εικόνα 1000 λέξεις (λένε). Εδώ μιλάμε για περισσότερες. Πολύ.

Με το ‘The 100’, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος

Αποφάσισα ένα σκοτωμένο Σάββατο βράδυ να βάλω να χαζέψω στο Netflix κάποια από αυτές τις ‘να περνάει η ώρα αλλά να μην είναι και μπούρδα’ σειρές που πραγματικά τις χρειάζομαι στη ζωή μου, οπότε πάτησα play στο ‘The 100’, μια από αυτές τις ΥΑ δυστοπικές αφηγήσεις για hot εφήβους σε ένα μέλλον που ειλικρινά μοιάζει όλο και πιο κοντινό, σε κάποιες περιπτώσεις οριακά υπαρκτό κιόλας. Στο μέλλον η Γη δεν είναι κατοικήσιμη ύστερα από πυρηνική καταστροφή, η ανθρωπότητα έχει διαφύγει σε μια Κιβωτό στο διάστημα, αλλά τα καύσιμα τελειώνουν κι έτσι η κυβερνησάρα στέλνει πίσω την επιφάνει του πλανήτη 100 εφήβους εγκληματίες ώστε να διαπιστώσουν αν η Γη είναι ξανά κατοικήσιμη. Περίμενα το ‘Hunger Games’ με μια εσάνς νεανικής σαπουνόπερας (τέλειο δηλαδή έτσι κι αλλιώς) αλλά σύντομα η σειρά ξεπερνά τα αρχικά tropes του είδους και γίνεται κάτι πολύ ευρύτερο.

Οι 100 βρίσκουν στη Γη άλλες φυλές ανθρώπων, με διαφορετικές προκαταλήψεις, δοξασίες, τεχνολογία και ηθική, κι η σειρά απλώνει μαγευτικά  τον χάρτη της καθώς στέλνει αντίπαλες φράξιες σε πόλεμο χωρίς ευκολίες και αφηγηματικές δειλίες. Σε διαφορετικά του σημεία το ‘The 100’ μου θύμιζε ‘Lost’ (στο άπλωμα του κόσμου και του μυστηρίου), ‘Game of Thrones’ (στο πώς ο κόσμος κατοικείται από διαφορετικές φυλές σε έναν διαρκή πόλεμο) και ‘Battlestar Galactica’ στις πιο πολιτικές του στιγμές (η 2η σεζόν της σειράς ειδικά είναι ένα κέντημα αντικρουόμενων πεποιθήσεων, ηθικών αδιεξόδων και της βίας ως διαφυγή). Μέτρα και τους πολύ δυνατούς χαρακτήρες που κουβαλάνε την ιστορία ακόμα και στις κοιλιές ή στα εξόφθαλμα φάουλ (μια απότομη αφηγηματική στροφή στα μέσα της 3ης σεζόν με άφησε απορημένο και κάπως αμήχανο), μέτρα και το πώς η κατασκευή κόσμου και φυλών περνά μέσα από ένα εξαιρετικό επίπεδο παραγωγής (σε κουστούμια, μακιγιάζ και τοποθεσίες) που κάνουν τη σειρά να μοιάζει ακριβότερη από ό,τι είναι, και κάπως έτσι έχεις τους λόγους που με έκαναν να δω 2 σεζόν μέσα σε 24 ώρες (Κυριακούλα γλυκιά) και την 3η σεζόν στη διάρκεια των επόμενων 4 καθημερινών.

Με τα audio book της Εθνικής, ο Πάνος Κοκκίνης

Οι 2 1/2 ώρες που μου παίρνει η διαδρομή Άλιμος-Ναύπακτος, κάθε Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι, είναι οι πιο βαρετές στη ζωή μου. Η μικρή επιμένει να ακούει despacito στο repeat, η γυναίκα μου με κράζει για κάτι λάθος που έκανα πάλι (και συνήθως έχει δίκαιο), η πεθερά μου λέει ιστορίες από τα παλιά (όταν ακόμη δεν υπήρχε η γέφυρα του Ριο) και εγώ προσπαθώ (επειδή συνήθως φεύγουμε μετά τη δουλειά) να μείνω ξύπνιος στο τιμόνι. Αυτή τη φορά, όμως, τα πάντα ήταν διαφορετικά. Ενώ όλα τα παραπάνω λάμβαναν ξανά χώρα, εγώ φορούσα τα ακουστικά μου και άκουγα από το κινητό τα τελευταία 10 κεφάλαια από το New York 2140 του Kim Stanley Robinson. Άλλη φάση, το audio book, σου λέω. Αισθάνεσαι ότι κάνεις κάτι για τον εαυτό σου, ακόμη και αν αυτό αποτελεί φουλ ψευδαίσθηση. Όπως και να’χει, πλέον περιμένω πως και πως την επιστροφή.

Με την τελευταία σεζόν του ‘American Dad’, η Ναστάζια Καπέλλα

 

Το μεγάλο κόλλημα με το ‘American Dad’ το είχα περάσει το καλοκαίρι του 15, που το είχα δει ολόκληρο. Είχα ξεκινήσει Ιούνη από το τελευταίο τότε επεισόδιο να δω τι παίζει και το βλέπα προς τα πίσω μέχρι που έφτασα στη μέση και είπα να το ξεκινήσω από την αρχή. Έτσι πέρασα ένα καλοκαίρι που έβλεπα καθημερινά από ένα έως πέντε επεισόδια (ή από μηδέν έως δέκα -ξέρετε πως πάνε αυτά) και ήμουν ταυτόχρονα πωρωμένη αλλά και αηδιασμένη, γιατί από ένα σημείο και μετά δεν έβλεπα ούτε διάβαζα τίποτα άλλο για να το τελειώσω. Όταν λοιπόν επέστρεψε με καινούρια σεζόν τον Ιανουάριο του 16, είδα το πρώτο επεισόδιό της και αποφάσισα ότι η σχέση μας δεν μπορούσε να προχωρήσει άλλο, ήταν ακόμη πολύ νωρίς για να το δεχτώ πίσω. Όταν ήρθε ξανά καινούρια σεζόν τον Νοέμβριο του 16, ούτε που το πήρα χαμπάρι. Και κάτι τώρα το καλοκαίρι μου έκανε, θυμήθηκα τα παλιά και έβαλα το πιο πρόσφατο επεισόδιο ‘The Life and Times of Stan Smith’, μετά το ακριβώς προηγούμενο το ‘Julia Rogerts’ και ξέρετε πως είναι αυτά το ένα έφερε το άλλο και είμαστε πάλι μαζί.

ΥΓ. Στο επεισόδιο ‘The Witches of Langley’ o Steve βρίσκει ένα βιβλίο μαγείας και τα ξόρκια είναι γραμμένα με ελληνικούς χαρακτήρες. Στην αρχή νομίζεις ότι είναι ό,τι να ναι, μετά κάνοντας pause καταλαβαίνεις ότι είναι Αγγλικά γραμμένα στα ελληνικά πχ το ‘return’ είναι ‘ρετυρν’ και άλλα πιο δύσκολα πχ το “dance” είναι “δανχε” (όπως είχα μάθει από το ‘Logicomix’ στα Αγγλικά με ελληνικούς χαρακτήρες έγραφε και ο φιλόσοφος και μαθηματικός Bertrand Russel στο ημερολόγιό του ως παιδί για να μην μπορούν να το διαβάσουν οι κηδεμόνες του). Γενικά όμως τα κείμενα δεν έχουν καμία σχέση με τα ξόρκια που διαβάζουν τα παιδιά. Ένας χρήστης του Reddit το μελέτησε το θέμα.

 

Με το ‘Πεθαμένο Λικέρ’ του Γιάννη Ξανθούλη, ο Γιώργος Μυλωνάς

Ο ‘Μεγάλος Θανατικός’ του Γιάννη Ξανθούλη είναι το βιβλίο που με έχει κάνει να γελάσω πιο πολύ στη ζωή μου και το πρώτο βιβλίο του συγκεκριμένου συγγραφέα που διάβασα. Οσο το διάβαζα στο δωμάτιό μου, γελούσα τόσο δυνατά, που φοβόμουν ότι θα μου έκανε παρατήρηση η γειτόνισσα. Παρόλα αυτά, το αγαπημένο μου βιβλίο από Ξανθούλη και ένα από τα ελάχιστα που έχω διαβάσει δεύτερη φορά είναι το ‘Πεθαμένο Λικέρ’ που αν εξαιρέσεις το πικρό χιούμορ του συγγραφέα δεν έχει καμία άλλη ομοιότητα με το ‘Μεγάλος Θανατικός’. Στην μεταπολεμική Ελλάδα τρία αδέρφια (δύο δίδυμα αγόρια και ένα κορίτσι) αρχίζουν να μαθαίνουν τον έρωτα πειραματιζόμενα το ένα στο σώμα του άλλου, μέσα σε ένα δωμάτιο που πριν μερικές γεννιές παρασκευαζόταν ένα λικέρ. Στην πορεία των σελίδων τα παιδιά μεγαλώνουν και αλλάζουν, όπως και οι μεταξύ τους σχέσεις, αλλά και η μετεμφυλιακή Αθήνα στο φόντο. Σύντομο, ερωτικό, καλοκαρινό. Σαν ένα ποτήρι λικέρ.

Με τα διηγήματα του Emir Kusturica, ο Αντώνης Τζαβάρας

Το ‘Ξένος μες στον γάμο’ είναι μια συλλογή έξι διηγημάτων που εκτυλίσσονται στην παλιά Γιουγκοσλαβία. Σε μια χώρα που δεν υπάρχει πια και που πιθανότατα δεν υπήρξε ποτέ έτσι όπως τη θυμάται και την αφηγείται ο Kusturica. Μια χώρα με σιωπηλούς αλλά ευήκοες κυπρίνους που φιλοξενούνται σε μπανιέρες, με κουρασμένους υπολοχαγούς που δεν πολέμησαν ποτέ, με παιδιά που ερωτεύονται για πάντα και το εννοούν, με ενήλικες που όταν ήταν παιδιά βούτηξαν στην κολυμπήθρα του αυτοσαρκασμού και της αυτολύπησης και δεν ξεπλύθηκαν ποτέ, οπότε – μοιραία – κάποια στιγμή έστησαν την ίδια φανταστική κολυμπήθρα της βαλκάνιας δισυπόστασης μπροστά στα δικά τους παιδιά.

Δεν είμαι πολύ σίγουρος ότι υπάρχει λέξη ‘δισυπόσταση’. Ξέρω σίγουρα ότι πρέπει να επινοήσουμε μια λέξη που να περιγράφει αυτήν την παράξενη νοσταλγία που αισθάνεσαι για ένα μέρος στο οποίο δεν έχεις βρεθεί ποτέ, αλλά κάτι σε συνδέει μαζί του. Όταν τη βρούμε, θα μπορούμε να περιγράψουμε και την τέχνη του Kusturica. Την παλιά του τέχνη, τουλάχιστον. Αυτή που ξαναπιάνουν τα διηγήματά του.