ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Δεν θα ‘θελες να γνωρίσεις τον Arquímedes Puccio

Η ιστορία μιας familia normal που άφησε άφωνη την Αργεντινή λίγο πριν την πτώση της ζοφερής δικτατορίας. Ο Γιάννης Φιλέρης είδε την ταινία και γράφει τις σκέψεις του.

Σπάνια βλέπεις μια λατινοαμερικάνικη ταινία και δεν σου κάνει κάτι. Έχουν μια μοναδική ικανότητα να σε βάζουν σε δεύτερες και τρίτες σκέψεις, ή αναπαριστούν μαεστρικά το πρόσφατο παρελθόν τους. Το ‘Νο’ από τη Χιλή ήταν ένα μικρό αριστούργημα και μια κινηματογραφική κατάθεση για τη σύγχρονη αριστερά, τις αγκυλώσεις των παραδοσιακών κομμάτων, το λαϊκισμό και την άμεση σχέση του με την πολιτική και τους πολιτικούς.

Είναι εξάλλου τόσο “γεμάτη” η σύγχρονη ιστορία των Νοτιοαμερικανών που έχουν να φτιάξουν και να δώσουν στον κόσμο πολλές ιστορίες. Η “πραγματικότητα ξεπερνάει τη φαντασία” είναι το κλισέ που χρησιμοποιεί στη διαφημιστική της αφίσα η ταινία ‘El Clan’, που στα ελληνικά μεταφέρθηκε ως ‘Η Φαμίλια’. Σημαίνει ‘Η Φυλή’, αλλά και ο ελληνικός τίτλος, μια χαρά ταιριάζει.

Δεν θα σου δώσει μια γροθιά στο στομάχι, αν και έχει δυνατές σκηνές, όπως ο μανιασμένος τρόπος που κάνει έρωτα μέσα στο αμάξι, ο γιος του πρωταγωνιστή και η όμορφη κοπέλα του, την ώρα που ο πατέρας και οι συνεργάτες του σκοτώνουν το δεύτερο θύμα τους. Είναι η ιστορία, άλλωστε, αυτή που συγκλονίζει. Η ιστορία της οικογένειας Puccio, που εξακολουθεί να ξύνει τις βαθιές πληγές της Αργεντινής.

Είναι ίσως και ο καταπληκτικός Guillermo Francella, ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους ηθοποιούς (λόγω τηλεόρασης) στην πατρίδα του, που από κωμικός, μετατρέπεται σε ένα πατέρα-αφέντη, ψυχρό δολοφόνο και εξουσιαστή.

Είναι και η λιτή σκηνοθεσία του Pablo Trapero, του 45χρονου σκηνοθέτη που βραβεύτηκε με το αργυρό λιοντάρι στις Κάννες, το 2015, που σε κρατάει καθηλωμένο στην καρέκλα.

Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι η ιστορία που πραγματεύεται το φιλμ που στην Αργεντινή έχει τεράστια εισπρακτική επιτυχία με περισσότερους από 1.5 εκατομμύριο θεατές και μια διεθνή καριέρα, που φέτος είχε σταθμό και την Ελλάδα στα ωραία και μη ανταλλάξιμα θερινά της σινεμά.

Ο βρώμικος πόλεμος μιας ζοφερής χούντας

Θυμόμουν την περίφημη φωτογραφία του senior Puccio στα γεράματα. Λίγο πριν αφήσει τα εγκόσμια με το παγωμένο βλέμμα και τα δημοσιεύματα, που τον ήθελαν να έχει οργανώσει απαγωγές και να σκοτώσει τα θύματά του, παρότι οι οικογένειές τους είχαν καταβάλει τα χρηματικά ποσά που ζητούσε. Δεν ήξερα τις λεπτομέρειες, τις οποίες η ταινία τις παρουσιάζει με εξαιρετικό τρόπο.

Πάμε τριάντα τόσα χρόνια πίσω. Στο τέλος της δικτατορίας της Αργεντινής, μια από τις χειρότερες που εμφανίστηκαν στον πλανήτη. Από το 1976 ως το 1983, η χώρα στέναξε κάτω από την μπότα των στρατηγών,  με στρατόπεδα συγκέντρωσης που θα ζήλευαν ακόμη και οι Ναζί πολλοί εκ των οποίων, μετά τον β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, βρήκαν καταφύγιο στην Αργεντινή.

Ο “βρώμικος πόλεμος” όπως έμεινε στην ιστορία (αν και στην Αργεντινή δεν δέχονται αυτό τον χαρακτηρισμό, προτιμώντας το “κρατική τρομοκρατία γενοκτονίας”) που είχε σαν στόχο όλο το εύρος της αριστεράς, ακόμη και τους Περονιστές και σαν αποτελέσματα χιλιάδες εκτοπίσεις, βασανισμούς και κυρίως εξαφανίσεις. Ο ακριβής αριθμός των ανθρώπων που χάθηκαν, δεν έχει ακόμη οριστικοποιηθεί. Εικάζεται ότι είναι περίπου 13.000 σύμφωνα με τους μετριοπαθέστερους υπολογισμούς, που έχει κάνει η εθνική επιτροπή των εξαφανισθέντων ατόμων. Η χούντα της Αργεντινής, που χρησιμοποίησε εκτός των άλλων και το ποδόσφαιρο (καμία έκπληξη, βέβαια) για να τύχει διεθνούς αναγνώρισης.

Το Μουντιάλ του 1978 ο Χόρχε Βιντέλα, ηγέτης της χούντας εκείνη την εποχή, ήταν μια μοναδική ευκαιρία να “εξαγνίσει” την πατρίδα του, που βασάνιζε, εκτελούσε και εξαφάνιζε πολίτες, άνδρες, γυναίκες ακόμη και παιδιά. Φυσικά το Παγκόσμιο Κύπελλο έπρεπε πάση θυσία να το πάρει η Αργεντινή. Ακόμη κι αν χρειαζόταν να βάλει πάνω από τέσσερα γκολ στο Περού, για να αφήσει εκτός τελικού τη Βραζιλία. Λέγεται ότι πριν από τον αγώνα ένας συνταγματάρχης μπήκε στα αποδυτήρια του Περού και εξήγησε στους παίκτες και τον προπονητή του ότι έπρεπε να φάνε οπωσδήποτε πάνω από τέσσερα γκολ, αν ήθελαν να φύγουν σώοι από την Αργεντινή. Με τέτοια πράγματα δεν παίζεις και ο Ραμόν Κιρόγα, που είχε γεννηθεί στο Ροζάριο της Αργεντινής, έφαγε έξι γκολάκια και είχε το κεφάλι του ήσυχο.

Η Αργεντινή πήρε το Παγκόσμιο Κύπελο, κερδίζοντας την Ολλανδία στην παράταση με 3-1, χάρη στις γκολάρες του Μάριο Κέμπες κι αφού πρώτα στο 90, οι “οράνιε” είχαν μοναδική ευκαιρία να πάρουν αυτοί τη νίκη. Το δοκάρι έσωσε την “μπιανκοσελέστε” και ο Λουίς Σέζαρ Μενότι, ο αριστερός προπονητής της, πανηγύριζε με τους παίκτες του τη νίκη. Λίγο πριν ξεκινήσει ο αγώνας είχε μαζέψει την ομάδα και τους είπε: “Εμείς είμαστε ο λαός, εμείς είμαστε τα θύματα και εκπροσωπούμε το μοναδικό νόμιμο σε αυτή τη χώρα, το ποδόσφαιρο. Δεν παίζουμε για τις κερκίδες που είναι γεμάτες από στρατιωτικούς, αλλά για τον κόσμο. Εμείς δεν υπερασπιζόμαστε την δικτατορία, αλλά την ελευθερία”.

Ένας Κυπατζής γίνεται δολοφόνος

Η χούντα και ο Βιντέλα είχαν κάνει τη δουλειά τους, όμως. Η Αργεντινή και κυβέρνησή της που είχε την στήριξη του περιβόητου Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ (εμπνευστής όλων των δικτατοριών στη Ν.Αμερική και όχι μόνο) και την ανοχή της Σοβιετικής Ένωσης (λόγω εμπορικών σχέσεων) παρουσιαζόταν προς τα έξω σαν κανονική χώρα.

Δεν ήταν.

Οι αριστεροί, οι συγγενείς τους, ακόμη και εκείνοι που δεν συμμετείχαν ενεργά σε κάποια κινήματα, ήταν στο στόχαστρο. Κινδύνευαν ανά πάσα στιγμή να εξαφανιστούν από προσώπου γης. Σαράντα χρόνια μετά οι μανάδες της Plaza de Mayo (της Πλατείας του Μαΐου) αναζητούν τα παιδιά που χάθηκαν. Κάποιοι (119 για την ακρίβεια) ήταν τυχεροί και επανενώθηκαν με τις οικογένειές τους. Σε αυτό το πλαίσιο, μια ζοφερής όσο και απάνθρωπης δικτατορίας, η οικογένεια Puccio ζούσε αρμονικά σε ένα πλούσιο προάστιο του Μπουένος Άιρες, το Σαν Ισιντόρο. Η Epifania Calvo-Puccio, εκπαιδευτικός στο επάγγελμα, είχε φέρει στον κόσμο τέσσερα παιδιά: Alejandro, Silvia, Daniel, Guillermo και Adriana. Η τελευταία ήταν η μικρότερη, ο Αλεχάντρο ο πιο γνωστός, καθώς ήταν και ένας πολύ δημοφιλής παίκτης ράγκμπι στην ομάδα “Pumas”. Η Σίλβια ήταν δασκάλα καλλιτεχνικών, ο Ντάνιελ είχε εξαφανιστεί για ένα διάστημα στη Νέα Ζηλανδία, ο Γκιγιέρμο αποφάσισε να το σκάσει (σε ένα ταξίδι του σχολείο του) όταν ενηλικιώθηκε.

Ο Αρχιμήδης, ο πατέρας της οικογένειας, πιστεύεται ότι ήταν μέλος της κεντρικής πληροφορίας υπηρεσιών και μετείχε ενεργά στον “βρώμικο πόλεμο” εξασκώντας την… τέχνη της απαγωγής και συμμετέχοντας στις συγκεντρώσεις των χουντικών και των ημετέρων στο Υπουργείο Εσωτερικών. Η ταινία ξεκινάει με μια τέτοια συγκέντρωση, που δείχνει τον “μοίραρχο” (τον διευθυντή της αστυνομίας, δηλαδή) να δίνει συγχαρητήρια σε όλους πίνοντας σαμπάνιες.

Ο Puccio όμως διαισθάνεται ότι έρχεται το τέλος της δικτατορίας. Διαπιστώνει ότι σύντομα η ισχύς των στρατιωτικών δεν θα είναι ίδια, ακούει στις ειδήσεις ότι “ο πληθωρισμός τον επόμενο μήνα, θα ανέβει κατά 5%” και αυτονομείται. Αντί να κάνει απαγωγές ανθρώπων για την Υπηρεσία Πληροφοριών, διαλέγει θύματα με οικονομική επιφάνεια προκειμένου να αποσπάσει λύτρα, για λογαριασμό του. Δίνει μάλιστα σαφή εντολή, ότι τα θέλει σε δολάρια και όχι στα “ξεφτιλισμένα” πέσος, για να κάνει το κομπόδεμά του. Στην απαγωγή του συμπαίκτη του γιου του, Ρικι Μανουκιάν, ζητάει 500 χιλιάδες, από την οικογένεια του μηχανικού Εδουάρδο Αουλέτ απαιτεί 1 εκατομμύριο.

Στις απαγωγές συμμετέχει ενεργά ο γιος του Αλεχάνδρο, που έχει μεν συνειδησιακά προβλήματα, ειδικά όταν μαθαίνει ότι η συμμορία του πατέρα του (με δυο παράνομους εγκληματίες που τον βοηθούν) σκότωσαν τον συμπαίκτη του Ρίκι, αλλά τη στιγμή που ο πατέρας του τού πασάρει μια δεσμίδα από δολάρια, μοιάζει να αλλάζει γνώμη.

Ξέρει και κάνει πως δεν ξέρει

Όλη η οικογένεια ξέρει, ή υποψιάζεται τι γίνεται πρώτα στο πατάρι και μετά στο υπόγειο της οικίας Puccio. Κάνει πως δεν καταλαβαίνει και συνεχίζει να εγκωμιάζει τη μαμά για τη μαγειρική της, τον μπαμπά να βοηθάει τη μικρή κόρη στα μαθήματά της, τον μεγάλο γιο να πλένει τα πιάτα και όλους μαζί να κάνουν την προσευχή τους. Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια.

Ο μικρός Γκιγιέρμο, δεν θα αντέξει να ακούει τα βογγητά της τρίτης απαχθείσας και θα το σκάσει. Κανείς δεν τον ξανάδε από τότε, αγνοείται το που βρίσκεται και αν ζει.

Η αποκατάσταση της δημοκρατίας από τον Ραούλ Αλφονσίν βρίσκει τον Puccio απορρυθμισμένο. Ο μοίραρχος δεν του μιλάει πια, το ίδιο και οι γραμματείς του Υπουργείου (φυσικά κανείς δεν φεύγει από τη θέση του) και η σκηνή να καθαρίζει το πεζοδρόμιο έξω από το σπίτι και το μαγαζί του γιου του αλλάζει. Από ήρεμος και γεμάτος αυτοπεποίθηση, που σκούπιζε σιγά-σιγά τα ξερά φύλλα, εμφανίζεται ανήσυχος, αναμαλλιασμένος και νευρικός να κοιτάζει συνέχεια από πίσω του.

Η απόπειρα απαγωγής του φίλου του και εύπορου εμπόρου, Εμίλιο Ναούμ, καταλήγει σε μια άγαρμπη δολοφονία μέσα στο δρόμο και ο πατέρας-αφέντης εξαγριώνεται. Πάει κατευθείαν στον Αλεχάντρο που κατηγορεί ότι υπονομεύει την καριέρα του! Η εξαθλίωση του εγκληματία-φασίστα, σε όλο της το μεγαλείο.

Η σχέση πατέρα-γιου είναι μια ακόμη πτυχή που πραγματεύεται ο Pablo Trapero, σκιαγραφώντας τον εξουσιαστή Αρχιμήδη με τον ευάλωτο και συναισθηματικά ασταθή Αλεχάντρο, που υποδύεται επίσης με εξαιρετικό τρόπο ο Peter Lazani.

Η απαγωγή της Bollini de Prado, μιας πολύ γνωστής γυναίκας στον επιχειρηματικό κόσμο του Μπουένος Άιρες, ήταν η αρχή του τέλους. Ο Μοίραρχος που γνωρίζει καλά ότι ο Puccio κάνει δουλειές μόνος του, τηλεφωνεί στον Αρχιμήδη. Οι συλλήψεις αφήνουν την Αργεντινή με ανοιχτό το στόμα, καθώς η κοινωνία δεν μπορεί να συλλάβει πως μια familia normal (μια κανονική οικογένεια) όπως οι Puccio έκανε τέτοια εγκλήματα.

Η χούντα που είχε απαξιώσει την ανθρώπινη ζωή, εξαφανίζοντας με το έτσι θέλω παιδιά, διαστρέφει πλήρως τη συνείδηση του κρατικού υπαλλήλου Puccio, που μέσα στη φυλακή φτάνει στο σημείο να ζητήσει από τον γιο του να τον ξυλοκοπήσει, ώστε να κατηγορήσει τις αρχές για βίαιη συμπεριφορά και να αρνηθεί να απολογηθεί.

Η κατάληξη είναι πολύ τραγική, δεν θα την πω για να μείνει και κάτι να έχετε να παρακολουθήσετε στο τέλος, αν πάτε να δείτε την ταινία. Από την οικογένεια πάντως η μητέρα Επιφάνια και η μικρή κόρη Αντριάνα, ζουν ακόμη το σπίτι των εγκλημάτων, η Σίλβια πέθανε από καρκίνο, όπως και οι δυο πρωταγωνιστές, Αρκιμέντες και Αλεχάντρο.

Το πώς, θα το μάθετε στο τέλος της ταινίας.

ΔΙΑΒΑΣΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η κριτική του PopCode για το ‘El Clan’