ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Γιατί το θερινό σινεμά σου σκαλίζει την ψυχούλα

Οκτώ συντάκτες του PopCode θυμούνται τις στιγμές μ' αγιόκλημα και γιασεμί που δεν θα ξεχάσουν ποτέ.

Το σινεμά είναι απόλαυση. Το ελληνικό θερινό σινεμά είναι εμπειρία.

Τόσο κλασική και γλυκιά που κάνει πέρα όποια μέτρια γεύση μπορεί να σου αφήσει μια απογοητευτική ταινία. Ως εμπειρία λοιπόν, χαρακτηρίζεται από τις αισθήσεις της. Η παγωμένη μπίρα καλύπτει κάποιες απ’ αυτές. Η ήπια πικρή γεύση και η αρωματική επίγευση της δροσερής Fischer που παραδοσιακά συνοδεύει το σνακ που έχεις επιλέξει, είναι ο σύντροφος στα θερινά της πόλης που μπορείς να εμπιστεύεσαι.

Αντίθετα δηλαδή από την παρέα που είχαν κάποιοι από τους παρακάτω συντάκτες, στις πιο χαρακτηριστικές τους επισκέψεις σε θερινά.

Κάποια επεισοδιακά, κάποια τρυφερά, σίγουρα όλα αλησμόνητα, τα περιστατικά που θα διαβάσεις θα μπορούσαν να συμβούν μόνο με ταβάνι τ’ αστέρια.

Η βροχή που συνόδευσε το ‘Αρμαγεδδών’, ο Κωνσταντίνος Αμπατζής

Καλοκαίρι στην Μπομπονιέρα, με την ζεστή τυρόπιτα στο χέρι και το ‘Αρμαγεδδών’ στην προβολή των 9, αυτή που χάνεις τις πρώτες σκηνές επειδή ακόμα δεν έχει εντελώς σκοτεινιάσει. Η ταινία προχωράει απολαυστικά, η δράση κορυφώνεται, ο Bruce Willis δείχνει αποφασισμένος να σώσει τον πλανήτη κι εγώ μοιάζω ακόμα πιο αποφασισμένος να φάω και δεύτερη τυρόπιτα, όταν ο καιρός αποφασίζει να μας αγχώσει για να συμπαρασταθούμε λίγο στους ηθοποιούς. Οι πρώτες ψιχάλες δημιουργούν μια βαβούρα κι η επίσκεψη της μπόρας μας αναγκάζει να τρέξουμε προς το κυλικείο. Αναγκαστικό διάλειμμα, συζήτηση για το πώς θα εξελιχθεί η ταινία και επιστροφή στις πλαστικές καρέκλες που ευτυχώς στεγνώνουν γρήγορα. Όλα καλά, η γη σώθηκε, η δεύτερη τυρόπιτα φαγώθηκε κι η ταινία ολοκληρώθηκε κανονικά.

Το ντους με μπύρα, o Πάνος Κοκκίνης

Μεγαλώνοντας στην Καλλιθέα, δίπλα ακριβώς στην ταράτσα του Τροπικάλ (που δεν υπάρχει πια) και ένα βήμα από το Φλερύ, δεν είχα ποτέ λόγο να ξενιτευτώ στο κέντρο ή στη Γλυφάδα για να δω ταινία. Τα είχα όλα στα πόδια μου. Κλείναμε το ραντεβού με τα παιδιά (από σταθερά, που είναι -για τους νεότερους- σαν κινητά με καλώδια). Κάναμε μια στάση στο snack bar για ποπ κορν και παγωμένες μπίρες καιι μετά όλα μια χαρά. Ψέματα.

Όλα χάλια αφού επέμενε να κάθεται δίπλα μου ο Ηλίας που μου ψιθύριζε στο αυτί μια απορία το δευτερόλεπτο. Και δεν σου μιλάω για ταινίες με δύσκολη πλοκή, τύπου ‘Usual Suspects’. Ακόμη και στα απλά και αυτονόητα, πάντοτε υπήρχε κάτι δεν καταλάβαινε. Μέχρι που, ένα Αυγουστιάτικο βράδυ, σηκώθηκα και τον έλουσα κανονικά με τη μπίρα που κρατούσα στα χέρια μου. Δεν θυμάμαι την ταινία. Αλλά θυμάμαι το χειροκρότημα από τους υπόλοιπους για το ότι κατάφερα επιτέλους να τον κάνει να  βγάλει τον σκασμό. Εννοείται πως έχουμε παραμείνει  φίλοι ως τώρα. Απλώς καθόμαστε δυο θέσεις μακρυά ο ένας από τον άλλο.

Την πρώτη του ταινία, ο Γιάννης Σαχανίδης

Έχοντας μεγαλώσει σε μέρος χωρίς σινεμά, η πρώτη μου επαφή με τον κινηματογράφο ήρθε το καλοκαίρι του 1991, όταν ένας 7χρονος Γιαννάκης πηγαίνει για πρώτη φορά να δει ταινία στη μεγάλη οθόνη, κάτω από τα αστέρια και με ποπ κορν και απ’ όλα. Τόπος, ένας θερινός σινεμάς στη Σιθωνία της Χαλκιδικής, εκεί που πέρασα αρκετά από τα παιδικά μου καλοκαίρια. Ταινία, το ‘Home Alone’, που έχει προβληθεί στις αίθουσες τον περασμένο Δεκέμβριο και γίνεται η πρώτη μου κινηματογραφική εμπειρία. Γεμάτη αίθουσα, χαμός με τον Macaulay Culkin, χειροκροτήματα κάθε φορά που οι Harry και Marv πέφτουν στις παγίδες του μπόμπιρα Kevin, Χριστούγεννα στη μέση του καύσωνα και λίγες ώρες μετά το μπάνιο μου στη θάλασσα, ό,τι καλύτερο. Σινέ Κάτια και John Hughes για πάντα στην καρδιά μου.

Η πρώτη ταινία (και ψυχικό τραύμα) και για την Ιωσηφίνα Γριβέα

Φήμες λένε ότι είχα δει ταινία και νωρίτερα από το ‘Bambi’ στο θερινό της Σαρωνίδας, κάπου στις αρχές των ’90s. Να ‘ναι καλά η μεγαλύτερη αδελφή μου που με μύησε στην ποπ κουλτούρα. Της χρεώνω κατά 50% την εμμονή και αργότερα επαγγελματική μου ενασχόληση μαζί της. Σίγουρα λοιπόν είχε αναλάβει να με μυήσει και νωρίτερα, αλλά η πρώτη μου κινηματογραφική ανάμνηση είναι να πλαντάζω για τη μητέρα του Bambi σαν να τη σκότωσαν στην αυλή μου. Προσπαθούσε να με παρηγορήσει αλλά τίποτα. Της έβγαλα τη μπίρα από τη μύτη. Η λύση βρέθηκε λίγες μέρες αργότερα, όταν το θερινό έφερε τα ‘101 Σκυλιά της Δαλματίας’. Δεν είχα και χαρτζιλίκι να της κεράσω αυτή τη φορά τη μπίρα της.

Την τελευταία ταινία του Χάρι Πότερ, o Ευθύμιος Σαββάκης

Έχοντας διαβάσει όλα τα βιβλία, ό,τι κυκλοφορούσε σε συνεντεύξεις και με (βαθιά) πίστη ότι η καρδιά της Ερμιόνης θα καταλήξει -με ανατροπή – όχι στον Ρον αλλά στον Χάρι κατηφορίσαμε με την αγαπημένη φίλη Μαρίνα (μεγάλη φαν του φαινομένου επίσης) σε έναν θερινό κινηματογράφο 50 μέτρα από το σπίτι της. Η Μαρίνα, όμως, σε αντίθεση με εμένα πίστευε ότι ο Ρον θα έπρεπε να είναι ο εκλεκτός της Ερμιόνης. Σοβαρά προβλήματα μας απασχολούσαν όπως καταλαβαίνετε εκείνη την εποχή. Η ταινία ξεκινάει, οι κουβάδες ποπ κορν αδειάζουν, το θερινό σινεμά γεμάτο με ραβδιά και επιδοκιμασίες, ο Χάρυ φτάνει τελικό με τον Βόλντεμορτ, πετάει 2 ξόρκια, κερδίζει, ζητωκραυγές και μετά νεκρική σιγή για να δούμε πώς εξελίχτηκε η ζωή τους. Κι εκεί που δείχνει την Ερμιόνη να έχει παντρευτεί όντως τον Ρον (ο χριστός δηλαδή!) και να έχουν κάνει και παιδιά, η Μαρίνα σηκώνεται από την καρέκλα, ανυψώνει τα χέρια και πανηγυρίζει όπως ο φίλαθλος της Γερμανίας το γκολ του Κρος. Δυνατά, με έντονες κινήσεις και με όλα τα βλέμματα πάνω της. Θα ήθελα πολύ να μπορούσα να κάνω κάποιο ξόρκι εκείνη τη στιγμή. Ένα “εξαφανίσιους” πιθανότατα.

Πειραματικός σουηδικός κινηματογράφος για τον Δημήτρη Μπούτσικο

Ξέρω, ξέρω. Πόσο ενδιαφέρον μπορεί να έχει μια καλοκαιρινή περιπέτεια σε θερινό σινέμα συνοδευόμενη από αυτό τον τίτλο; Κόντρα στα φαινόμενα, αρκετό. Είναι καλοκαίρι του 2011 και κάνω διακοπές στο Διμηνιό Κορινθίας. Και ένα βράδυ μετά από πολλά ίδια, αποφάσισα να πάω σε θερινό σινεμά. Ιδανικότερο σενάριο πάντως από το να χάνω το χαρτζιλίκι μου στο μπιλιάρδο. Ο δράστης της αλλαγής μου είναι ο κινηματογράφος Λαΐς, με έδρα το Κιάτο. Πλήρωσα για μία ταινία που δεν γνώριζα καλά καλά την πλοκή της. Και βέβαια ο απειλητικός συνδυασμός “πειραματικός σουηδικός κινηματογράφος” δεν με αποθάρρυνε. Αντιθέτως. Υπήρξε μια μέγιστη πρόκληση. Αφού λοιπόν αγόρασα έναν κουβά ποπ κορν από το κυλικείο ( για να πάνε κάτω τα φαρμάκια), αποδέχθηκα την μοίρα μου. Κάθισα σε μια τυχαία καρέκλα και για 2 ώρες πάλευα να ενταχθώ στο κλειστό club των ψαγμένων. Μάταια. Τα κομμάτια του παζλ δεν ενώθηκαν ποτέ. Φεύγοντας, παρατήρησα ένα ζευγάρι να τσακώνεται. Εκείνος ήθελε να δει τον Παναθηναϊκό ενώ εκείνη θριαμβολογούσε για το μεγαλείο της τέχνης. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, το Παναθηναϊκός – Οντένσε με τελικό σκορ 3-4 είχε μετατραπεί σε πρόφαση χωρισμού. Δεν περιγράφω άλλο. Για το καλό όλων μας.

Μανταλένα με υπότιτλους για τον Αντώνη Τζαβάρα

Στην Αντίπαρο, κάμποσα καλοκαίρια πριν. Στο θερινό σινεμά που με μεγάλη χαρά είδα στο Facebook ότι συνεχίζει να λειτουργεί ακάθεκτο, κάθε δεύτερη μέρα έπαιζε τη ‘Μανταλένα’. Η ταινία είναι ένα πολιτισμικό milestone για την ιστορία του νησιού, αφού γυρίστηκε εκεί το μακρινό 1960 κι αποτέλεσε την αφορμή για να μπει η Αντίπαρος στον τουριστικό χάρτη. Φαντάζομαι ότι αυτός ήταν και ο λόγος που το σινεμαδάκι επέμενε να την προβάλει με τέτοια συχνότητα. Πήγα, εννοείται. Πήρα το παγωτάκι και την παγωμένη μου μπίρα και είδα τη χαρμολυπημένη ιστορία του Ντίνου Δημόπουλου ανάμεσα σε Ιταλούς, Σκανδιναβούς και Γάλλους, με αγγλικούς υπότιτλους που προσπαθούσαν να αποδώσουν τα “άααλος με τη βάρκα μας” και την ήπια ‘επαρχιώτικη’ αργκό της ταινίας. Η αίσθηση ότι όλο αυτό ήταν μια νεορεαλιστική ταινία από μόνο του, ολοκληρώθηκε όταν αμέσως μετά την προβολή, κάποιος σήκωσε μια γλυκιά κυρία από την καρέκλα της και μας την παρουσίασε ως ένα από τα κοριτσάκια που πρωταγωνιστούσαν στη ‘Μανταλένα’. Την ώρα που έβγαινα από το σινεμά ήμουν σίγουρος ότι πίσω απ’ τη μάντρα θα συναντούσα την Γκελσομίνα λαχανιασμένη, να κρύβεται από τον Ζαμπανό.

Το Μωρό της Ρόζμαρι, ο Γιώργος Μυλωνάς

Η τελευταία σκηνή της ταινίας του Πολάνσκι με το μωρό της Ρόζμαρι μέσα σε μαύρο καρότσι/κούνια και τους συγγενείς του γύρω να τσατάρουν σαν να μην τρέχει τίποτα, δεν θα μου σβηστεί ποτέ από το μυαλό. Καθοριστικό ρόλο σε αυτό πέρα από τη σκηνή καθεαυτή παίζει το γεγονός πως όταν είδα την ταινία δεν είχα ακόμα σβήσει 14 κεράκια (και μέχρι τα 18 δεν μπορούσα να κοιμηθώ αν δεν είχα ανοιχτό κάποιος φως μέσα στο σπίτι) συν ότι την είδα στο θερινό σινεμά του χωριού μου, της Παλιόχωρας Χανίων. Θυμάμαι πολλές φορές να μου σηκώνεται η τρίχα, χωρίς να μπορώ να ξεχωρίσω αν αυτό συνέβαινε εξαιτίας του φόβου ή του κάτι παραπάνω από δροσερού αέρα που φυσάει στο Λιβυκό ακόμα και τα βράδια του Αυγούστου. Τώρα που το ξανασκέφτομαι μπορώ να θυμηθώ σχεδόν όλες τις ταινίες που έχω δει στο συγκεκριμένο σινεμά, αφού εκεί έχω αφήσει ένα κομμάτι της εφηβείας μου.

***

Απόλαυσε κι εσύ μια παγωμένη μπίρα Fischer στο Cine Paris, το Cine Δεξαμενή, τη Μπομπονιέρα, το Σινέ Φιλοθέη, το Cine Φλοίσβος, το Αμαρυλλίς, το Cine Βοτσαλάκια και το άρτι αφιχθέν Αριάν. Τα θερινά σινεμά της πόλης σε περιμένουν.