ΣΙΝΕΜΑ

Ο Γιάννης Στάνκογλου το έχει ζήσει

Για τις ανάγκες του ρόλου του στο “Τανγκό των Χριστουγέννων”, ο Γιάννης Στάνκογλου επέστρεψε στον Έβρο, από όπου κατάγεται. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η ζωή του θα συναντούσε το σινεμά με τέτοιο τρόπο.

Ψηλά, στους Δίδυμους Πύργους, σχεδόν αγγίζοντας τον γλυκό ουρανό της ανοιξιάτικης Νέας Υόρκης, ένας νεαρός άντρας με παιδεμένο βλέμμα που κρύβει πίσω του αληθινές εμπειρίες, γύρω στα 25 πρέπει να είναι, όχι πάντως ακόμα 30, κοιτάει την πολύβουη αυτή πόλη από ψηλά. Από αυτό το ύψος μοιάζει σχεδόν ακίνητη. Και οπωσδήποτε γαλήνια. Αρκετά γαλήνια ώστε να μπορεί να ακούσει τον εαυτό του και τις σκέψεις του. Την έχει ήδη ζήσει για αρκετό καιρό την πόλη, την έχει αγαπήσει, τον έχει βοηθήσει να ανοίξει τις κεραίες του σε νέα πράγματα, του έχει προσφέρει όσα μια Ελλάδα πιθανώς να μη μπορούσε ποτέ. Όμως τώρα εύχεται να ήταν πίσω. Έχει μάθει για μια απώλεια στην οικογένεια, για τον θάνατο του παππού του. Δεν μπόρεσε να έρθει. Εκεί ψηλά όμως, νιώθει πως μπορεί να συνομιλήσει ξανά μαζί του.

~~~

Η εικόνα ίσως μοιάζει σαν σκηνή από ταινία, όμως είναι κάτι αληθινό, ένα βίωμα. Εξάλλου ποιος είναι ποτέ σίγουρος για το πού τελειώνει η αλήθεια της ζωής και πού αρχίζει το ψέμα του σινεμά; Στην αυγή της χιλιετίας ο Γιάννης Στάνκογλου είχε τότε εγκαταλείψει μια υποσχόμενη καριέρα ως ηθοποιός στην Αθήνα, για να ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη, την κινηματογραφικότερη των πόλεων. Και είχε ταξιδέψει εκεί, για τον κινηματογραφικότερο των λόγων: Για έναν έρωτα.

Δεν γνώριζε τι θα γίνει. Μπορεί να γυρίσω σε 10 μέρες, μπορεί σε 20, έλεγε. Χωρίς λεφτά, χωρίς σχέδιο, πήρε το αεροπλάνο και βρήκε εκεί την σκηνοθέτιδα Αλίκη Δανέζη (με την οποία παντρεύτηκε και έχουν τώρα μια μικρή κόρη). Έπρεπε να επιβιώσει σε μια ξένη χώρα.

Ήξερε πώς. Είχε πρώτα επιβιώσει στη δική του. Από πιτσιρικάς όχι μόνο στη βιοπάλη, αλλά και στην πραγματικότητα του να μεγαλώνεις έξω, στη γειτονιά. Έχει δουλέψει οικοδομή, έχει δουλέψει σερβιτόρος. Και στις φασαρίες πρώτος. Άρρωστος Παναθηναϊκός, από μικρός στο γήπεδο. “Πράματα που πέρασαν ξώφαλτσα θα μπορούσαν…” λέει κοιτώντας το ποτήρι του. Σταματάει για μια στιγμή. “Θα μπορούσα να έχω σκοτωθεί,” συνεχίζει αποφασιστικά. “Πορείες, ξύλο, ποδήλατα, αλητείες, sex drugs & rock ‘n’ roll. Όλα αυτά.”

“Πιστεύω πολύ στις εμπειρίες της ζωής, στο πόσο σφικτά τις κρατάς, στο πώς τις διαχειρίζεσαι. Είναι πιο δυνατές από οποιαδήποτε ταινία ή θεατρικό,” εξηγεί με ένα στοχαστικό χαμόγελο καθώς αναρωτιόμαστε αν είναι δυνατόν οι απότομες αλλαγές στο κοινωνικό στάτους ενός ανθρώπου να τον αφήσουν σώο, και με τους δεσμούς του αναλλοίωτους. Εδώ είναι που συνήθως έρχονται τα πιο μεγαλειώδη κλισέ στις συζητήσεις, που ακούς προκατασκευασμένες βεβαιότητες να παραδίδονται με υποδειγματική άρθρωση. Όχι σε αυτή την κουβέντα.

“Έχω κοντέψει να χάσω τον εαυτό μου. Έχω φτάσει πολύ κοντά,” λέει ο Στάνκογλου, συννεφιασμένος αλλά αποφασιστικός. “Αυτό κρατάει έναν άνθρωπο έχει να κάνει με το πόση αγάπη έχεις πάρει και το πόσο έχεις αγαπήσει τον εαυτό σου. Όχι εγωκεντρικά. Αλλά να πεις ‘ρε μαλάκα δεν είσαι μόνο για την πάρτη σου’, αλλά ότι σε αγαπάνε κάποιοι άνθρωποι και πρέπει να έχεις να δίνεις αγάπη, φροντίδα, προστασία. Ναι μεν ανήκεις στον εαυτό σου, αλλά κάποια πράγματα ανήκουν σε φίλους, σε γονείς, σε έρωτες, σε αυτό που σε έχει πλάσει. Αυτά με κράτησαν όταν πήρα την κάτω βόλτα. Το τι κάνεις στη ζωή σου. Εγώ έχω τη δουλειά μου. Έχω την κόρη μου. Πρέπει να είμαι καλά γι’αυτήν κι εγώ.”

~~~

 

Στο τέλος του 2ου έτους του στη σχολή του Κιμούλη, συμμετείχε σε μια παράσταση του “Κοριολάνου” του Σαίξπηρ. Μέχρι πριν ανέβει στη σκηνή του Ηρωδείου, ο 20-κάτι Στάνκογλου ήταν εκεί περισσότερο για τη φάση. Φαντάζεσαι πώς πάει: Σου λένε κάτι φιλαράκια πόσο ωραία περνάνε σε μια σχολή, οπότε λες ‘γιατί όχι;’. Του άρεσε και σαν ιδέα. Το παιχνίδι με τους χαρακτήρες και τα κίνητρά τους, αυτή η ψυχαναλυτική διάσταση της ηθοποιίας. Σταμάτησε να είναι παιχνίδι για αυτόν εκείνο το καλοκαίρι του 2ου έτους.

“Η μαγεία, τα φώτα, ο κόσμος. Δε φαντάζεσαι γοητευτική κατάσταση,” θυμάται καθώς τα μάτια του αστράφτουν. “Εγώ είχα μηνίσκο και για 2 βδομάδες απλά πήγαινα στις πρόβες και έβλεπα, μάθαινα. Όταν βγήκα στη σκηνή είπα ότι τώρα θέλω να γίνω ηθοποιός.” Στο τέλος του 3ου έτους ξεκίναγε ήδη την πρώτη του ταινία, το “Bar” της Δανέζη. “Ήμουν 2 μήνες στο μοντάζ σε αυτή την ταινία, οπότε λύθηκα γρήγορα γιατί έβλεπα ό,τι μαλακία έκανα. Είναι καλό να βλέπεις τα λάθη σου.”

Έκτοτε κυνηγάει χαρακτήρες που τον σπρώχνουν στα άκρα. “Δε με νοιάζει ο χαρακτήρας να είναι μεγάλος, αλλά να έχει δομή. Θα έκανα κάτι πολύ μικρό αν με έπαιρνε να κάνω κάτι διαφορετικό με τον χαρακτήρα. Να μπορείς να ρισκάρεις.” Στο “Τανγκό των Χριστουγέννων” υποδύεται τον Καραμανίδη, έναν λοχαγό στον Έβρο -την πατρίδα του Στάνκογλου, συμπτωματικά- την περίοδο της χούντας, που ερωτεύεται τη γυναίκα του συνταγματάρχη του (τον υποδύεται ο Γιάννης Μπέζος) και κάνει τα πάντα ώστε να χορέψει μαζί της ένα τανγκό. Και φωνάζει έναν φαντάρο για να του μάθει να χορεύει, για να δει να αναπτύσσεται μια δυνατή φιλία ανάμεσα στους δύο άντρες.

“Πολλές φορές το ξεχνάμε στο βωμό του δεδομένου, αλλά είναι ωραίο να νιώθεις κάτι τόσο δυνατό για φίλους σου, για έναν κολλητό σου, για τον οποίο θα έκανες τα πάντα.” Αυτή ακριβώς η σχεδόν ερωτική φιλία με τον φαντάρο είναι το δυνατότερο σημείο της ταινίας. (Μάλιστα, η θεατρική παράσταση “Ατελείωτη Βροχή” στην οποία επίσης πρωταγωνιστεί αυτή την περίοδο περιστρέφεται επίσης γύρω από μια δυνατή αντρική φιλία, με διαφορετική όμως πορεία.)

Όταν διάβασε το βιβλίο του Γιάννη Ξανθούλη, δεν ήξερε αν τελικά θα κατάφερνε να κερδίσει το ρόλο του Καραμανίδη. Αρχικά προοριζόταν για άλλον. Όμως το κυνήγησε, γιατί είδε στοιχεία ενός χαρακτήρα που απλά ήθελε να παίξει. “Το σκεφτόμουν καιρό, το πώς είναι ο Καραμανίδης. Πώς περπατάει, πώς καπνίζει, πώς μιλάει, γιατί τα κάνει όλα αυτά.” Είναι ένας άντρας σιωπηλός, άγριος, που όμως μαλακώνει με τους πιο αναπάντεχους τρόπους. “Δε θέλω να πάω να κάνω τον εαυτό μου,” εξηγεί ο Στάνκογλου.

“Εγώ καπνίζω όπως καπνίζω, αυτός ο άνθρωπος καπνίζει με έναν τρόπο άλλον. Τα λόγια θα τα πεις με τον άλφα ή βήτα τρόπο. Αλλά στις σιωπές φαίνεται πιο πολύ ο χαρακτήρας. Προσπαθώ να βρω μια εσωτερικότητα. Κάτι στο βλέμμα του χαρακτήρα, τα γιατί του, την αίσθησή του. Αν υπήρχε μια ένεση στο πρόσωπο να το κάνει να μην κινείται καθόλου και να μιλάνε μόνο τα μάτια, θα ήταν ό,τι καλύτερο.”

Έχει υλικό να αντλήσει. “Τρία είναι τα βασικά κομμάτια για να ασχοληθείς με την υποκριτική,” μου εξηγεί. Το ταλέντο, φυσικά, ναι. Το διάβασμα, η αφοσίωση. Σαφώς. Και το τρίτο; “Οι εμπειρίες ζωής. Να μην έχεις απωθημένα, να μην περνάς ξώφαλτσα από τη ζωή. Να τη ζεις. Να πέφτεις κάτω και να σηκώνεσαι. Πρέπει να έχεις ζωή για να δώσεις.”

Τον ρωτάω ποιο είναι το πιο παλαβό πράγμα που έχει κάνει. “Το ότι βούτηξα στον Βερίγγειο Πορθμό για την ταινία του Φάγκρα (σσ. “Forget Me Not”) χωρίς να ξέρω τίποτα. Λέω, δε γαμιέται;” Απαντά άμεσα, χωρίς να το σκέφτεται. Μου λέει για την Αλάσκα και τη Νέα Ορλεάνη. Μου μιλάει για την αγάπη του για τις μηχανές, για την ταχύτητα, για την αδρεναλίνη. Θυμάται ένα πάρτι που είχε γνωρίσει τον Aronofsky. Έχει πολλά να πει.

Τον ρωτάω για ποιο πράγμα έχει μετανιώσει. Κομπιάζει. Το σκέφτεται. Χαμογελάει αμήχανα. Τώρα μιλάει πιο αργά. “Μετανιώνω μόνο για πραγματάκια μικρά,” απαντά τελικά. “Εδώ και 5-6 χρόνια νιώθω ότι δίνομαι. Όσα λάθη κι αν έχω κάνει, δε νιώθω ότι περνάω απέξω. Δεν έχω απωθημένα. Όσα λάθη και να έχω κάνει,” ξαναλέει. “Αν πω σε κάτι ναι από την πρώτη στιγμή, μετά θα το κάνω με τα χίλια.”

Συνεπέστατο για τον άνθρωπο που τα άφησε όλα επειδή ερωτεύτηκε και ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη. Α, ναι, η Νέα Υόρκη.

~~~

 

“Η Νέα Υόρκη μου έδωσε το νόημα της επιβίωσης.”

Δύο χρόνια έμεινε εκεί. Δούλεψε μια περίοδο σε ταβέρνα -και παράλληλα θέατρο φυσικά, έπαιξε μάλιστα σε μια παράσταση που ανέβασε εκεί η Δανέζη, το “Closer” του Patrick Marber- βγάζοντας τα λεφτά για να πηγαίνει στο σχολείο, να δυναμώσει τα αγγλικά του, να κάνει σεμινάρια. Η απειλή του αγνώστου μετατράπηκε σε πολεμοφόδιο.

“Πήρα παραστάσεις, εικόνες. Περπάταγα μόνος μου σε μια πόλη που μου φαινόταν τόσο οικεία από τις ταινίες. Γνώρισα ανθρώπους, πήγα σε παραστάσεις. Εμπειρίες. Αλλά συχνά μέτραγα το σεντ για να πάρω το μετρό. Για να πάρουμε το μπουκαλάκι κόκκινο κρασί. Είχαμε τρελό άγχος πως θα ζήσουμε. Και πώς θα βγούμε! ‘Δηλαδή είμαστε στη Νέα Υόρκη και  δε θα βγαίνουμε έξω;!,’ έλεγα. Αλλά κι όταν δεν είχα, πήγαινα. Έπαιρνα τα roller-blades και πήγαινα. Έχω κάνει τη διαδρομή που κάνει ο χαρακτήρας στην ‘Ιστορία του Ζωολογικού Κήπου’ του Albee, απλά για να μην κάθομαι σπίτι.”

Η μυθοπλασία των πόλεων, κάποιους ανθρώπους τους κυνηγά πάντοτε. Καθώς συζητάμε με τον Γιάννη Στάνκογλου για εκείνη την περίοδο της ζωής του, αφήνει στο τραπέζι τον χυμό που πίνει, ορθώνει κάπως την κορμοστασιά του και γουρλώνει τα μάτια. “Με το που έφτασα στο αεροδρόμιο και βγήκαμε να περπατήσουμε, ένιωσα απ΄την πρώτη στιγμή σα να έχω έρθει ξανά. Κάθε γωνιά ένιωθα σα να την έχω περπατήσει με κάποιον.”

Αυτή είναι μια μικρή απόλαυση που ακολουθεί κάθε άνθρωπο που αγαπάει το σινεμά. “Περπάταγα στο Εδιμβούργο,” θυμάται τώρα ο Στάνκογλου με το πιο γεμάτο χαμόγελο που έχει φορέσει σε όλη μας τη συζήτηση, “και σε ένα δρόμο που ήμασταν λέω, Εδώ είναι η πρώτη σκηνή του “Trainspotting” που έπεσε πάνω στο αμάξι ο Ewan!” Προσαρμόζοντας αυτή την ιδέα στα Ελληνικά δεδομένα, μιλάμε για το πόσο όμορφη είναι η αίσθηση του να γίνεσαι κι εσύ μέρος μιας τέτοια κληρονομιάς. “Τώρα νιώθω εγώ κάπως έτσι με τη Σπιναλόγκα που πάνε όλοι,” λέει κάπως βιαστικά πριν επιστρέψει στις δικές του μοναδικές τέτοιες αναμνήσεις. “Πας Ύδρα και λες, Εδώ ήταν η Λαμπέτη. Στη Βιέννη που είχα πάει, υπήρχε tour που σε πήγαινε στα μέρη που γυρίστηκε ο “Τρίτος Άνθρωπος”.” Υπάρχει κάτι που ίσως συνδέει την αγάπη για το σινεμά με την αγάπη για τα ταξίδια με την αγάπη για τη ζωή.

Πόσους προορισμούς του μπορεί να θυμηθεί; Το να μιλάει γι’αυτό εμφανώς τον συναρπάζει. Χάνεται στην καταγραφή. Αλάσκα και Νέα Ορλεάνη, για την ταινία του Φάγκρα. Ουρουγουάη για γυρίσματα της Αλίκης. Χονγκ Κονγκ και Εδιμβούργο για Φεστιβάλ. Νέα Υόρκη, φυσικά. Στη Ρωσία για παραστάσεις. Όρος Σινά, Λάος, Μπελίζ. Κένυα. “Θά’θελα πολύ απλώς να ταξιδεύω και να κάνω ταινίες. Να δουλεύω και να ταξιδεύω μαζί. Κάνω ρεπεράζ κι εκτός γυρίσματος,” λέει χαμογελώντας.

Ποιο είναι το πρώτο ταξίδι που έκανε ποτέ; “Πορτογαλία. Ήμουν 22. Τη διάλεξα επειδή μου άρεσε η σημαία της.”

~~~

 

Ο αγαπημένος του ηθοποιός είναι ο Gary Oldman, αν αναρωτιέσαι. Ο Oldman δεν παίζει. Τον πιστεύεις. Ενώ ο Sean Penn “παίζει”. Μου το εξηγεί αναλυτικά. Και του αρέσει κι ο Jack Nicholson πολύ. Τον Nicholson τον θυμόμαστε επειδή είχε πει κάποτε πως τον ηθοποιό πρέπει να τον ακολουθεί πάντοτε ένας μύθος για την προσωπικότητά του. Δεν είναι η πιο πρωτότυπη ερώτηση του κόσμου, αλλά ορισμένες φορές προκύπτει πολύ ειλικρινά: Πόσο πολύ ισχύει αυτό; Πόσο χρειάζεται ο ηθοποιός τον μύθο γύρω από την προσωπικότητά του;

“Νομίζω τα τεχνητά φαίνονται λίγο. Είναι ωραίο να μη γίνεσαι παρανάλωμα. Πρέπει να κρατάς ένα κομμάτι κρυφό… όχι κρυφό – ένα κομμάτι δικό σου. Είναι μια γοητεία που σε κάποια κομμάτια μένει ανεξήγητη κι αυτό είναι το ωραίο. Το ίδιο δεν είναι ο έρωτας; Μόλις τον εξηγήσεις χάνεται. Είναι καλό να αφήνουμε κάποια πράγματα να αιωρούνται.”

~~~

Ο Γιάννης Στάνκογλου τελειώνει τον χυμό του, ανεβαίνει στην προσεγμένη μηχανή του, φοράει το κράνος του, και χάνεται στα στενά σοκάκια του Ψυρρή.

 

*”Το Τανγκό των Χριστουγέννων” παίζεται στις αίθουσες.