REVIEWS

Οι ταινίες: Γροθιά, κατακούτελα

Το συντηρητικό σινεμά του Τζαντ Άπατοου στο “Trainwreck” με την Έιμι Σούμερ, και το μποξ δράμα “Southpaw” με τον υπερβάλλοντα ζήλο του.

Σταματήστε με αν το έχετε ξανακούσει:

Ένας μποξέρ βλέπει τον κόσμο του να καταρρέει όταν μια προσωπική τραγωδία τον στέλνει σε ξεσπάσματα οργής μέσα κι έξω από το ρινγκ. Τόσο η επαγγελματική του πορεία όσο και οι προσωπικοί του δεσμοί καταστρέφονται, και τώρα πρέπει να καθαρίσει, και να ξαναβρεί τον εαυτό του από την αρχή.

Το “Southpaw” του Αντουάν Φουκουά βρίσκει τον Τζέικ Γκίλενχαλ σε έναν από τους εμφανέστερα ‘προσέξτε με τώρα, δίνω Οσκαρική Ερμηνεία’ ρόλους της χρονιάς, κάτι σαν το φετινό “Judge” ένα πράγμα. Το “Judge” με τον Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ ήταν, θυμίζουμε, ένα οικογενειακό / δικαστικό δράμα που γυρίστηκε με αποκλειστικό σκοπό να βρεθεί στις οσκαρικές υποψηφιότητες ο Ντάουνι κι αντ’αυτού ήταν από τις πιο αδιάφορες ταινίες της χρονιάς.

(Και η μόνη οσκαρική υποψηφιότητα ήταν του Ρόμπερτ Ντιβάλ, ΑΒΟΛΟ.)

O Γκίλενχαλ σε αυτή την ταινία αναλαμβάνει λοιπόν το γνώριμο αυτό καταστροφικό arc που τόσο συνδεδεμένο με μποξέρ είναι στο σινεμά, για λόγους… Δεν ξέρω, επειδή όλοι οι σημερινοί παραγωγοί και ηθοποιοί μεγάλωσαν βλέποντας το “Raging Bull” και το “Rocky”; Όποιος κι αν είναι ο λόγος, αυτή η πορεία ανόδου, αυτοκαταστροφής και επανόδου είναι άμεσα συνδεδεμένη με το μποξ, κι εδώ ο Γκίλενχαλ φωνάζει, ματώνει, σφίγγει τα δόντια, κλαίει, οδύρεται, δέρνει, δέρνεται, είναι μια αληθινή μηχανή παραγωγής Ερμηνείας (ΤΜ).

Πριν μιλήσουμε κι άλλο για τον Τζέικ Γκίλενχαλ ας κάνουμε ένα διάλειμμα για να μας πει πώς ακριβώς προφέρεται το όνομά του.

 

Ο Τζέικ Γιελενχούλαχεϊ λοιπόν που, πέρα από κάθε πλάκα ή προσπάθεια αποδόμησης του πολύ κακού “Southpaw”, εξακολουθεί να είναι ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς αυτή τη στιγμή, με κατά κύριο λόγο πολύ καλές επιλογές και ενδιαφέροντες ρόλους. (Πρωταγωνίστησε στη #2 περσινή μας ταινία, το “Enemy”.)

Αν το “Southpaw” κερδίζει μια κάποια μικρή αθώωση είναι για τον ίδιο τον Τζέικ και το πόσο πολύ υπέρ του είμαστε.

Αλλά όσο καλή θέληση και να έχεις, η ταινία δε σε αφήνει να αγιάσεις. Εκτός του ότι σεναριακά είναι εντελώς προφανές και τηλεγραφημένο (γραμμένο από τον ‘είμαι ματσό, τι να σας κάνω!’ Κερτ Σάτερ του “Sons of Anarchy”), δεν κερδίζει καν πόντους από επιμέρους καλές στιγμές. Να βλέπεις ρε παιδί μου ένα προφανές πράγμα που έχεις δει εκατό φορές, αλλά να είναι αρκετά καλοφτιαγμένο ώστε να μη σε πειράζει. Εδώ ο κανιβαλισμός του έργου σχεδόν επιβάλεται. Σχολιαστές πυγμαχίας που ψυχολογούν τον αθλητή την ώρα του αγώνα με εκφράσεις όπως “εδώ βλέπουμε αφήνει τον εαυτό του να δεχτεί τις επιθέσεις, είναι ο τρόπος του για να αυτοτιμωρείται για [την τραγωδία που συνέβη]” (να κάτι που δε θα ακούσεις να λέει ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος!). Καθόλη τη διάρκεια της ταινίας τα πάντα συμβαίνει εντελώς τηλεγραφικά: Κρίσης -> Κατάρρευση -> Αρχή από το 0 -> κλπ.

Πουθενά δεν είναι πιο ενοχλητικό αυτό, από τις σκηνές με την κόρη του (μια φανταστική πιτσιρίκα, η Ούνα Λώρενς, ίσως να προταθεί αυτή για Όσκαρ α λα Ρόμπερτ Ντιβάλ) οι οποίες υπάρχουν απλά για να υπογραμμίζουν το εκάστοτε στάδιο εξέλιξης του δραματικού arc του Γιελενχούλαχεϊ. (Σε μια σκηνή η κόρη του ήρωά μας, τον βάζει να της συλλαβίσει κυριολεκτική τη λέξη ‘hopelessness’.) Όλα είναι αυτόματα, προκαθορισμένα, τίποτα δε μοιάζει κερδισμένο.

Κυλάει εύκολα βέβαια, αυτό να του το δώσουμε. Είναι κατεξοχήν ταινία που την χαζεύεις στην τηλεόραση, κυλάει σα νεράκι, αλλά σε όλη της τη διάρκεια αναρωτιέσαι μήπως έχει τύχει να την ξαναδείς κι απλά δεν το θυμάσαι.

Ναι, την έχεις ξαναδεί. Όχι, δεν θα το θυμόσουν.

Η άλλη σημαντική κυκλοφορία της βδομάδας είναι σαφώς λιγότερο ματσό, αλλά εξίσου υπάκουη στη φόρμουλα που ακολουθεί. Κοινώς, και το “Trainwreck” το έχεις ξαναδεί. Αλλά τουλάχιστον έχει πολλά αστεία.

Στην καινούρια ταινία του Τζαντ Άπατοου, nerd rom com auteur και δημιουργό ταινιών όπως “The 40 Year Old Virgin”, “Knocked Up”, “Funny People”, “This Is 40” (*), η Έιμι είναι δημοσιογράφος σε αντρικό περιοδικό που δεν πιστεύει στη μονογαμία και γενικά έχει προβλήματα με την εικόνα του εαυτού της και την δέσμευσή της, πράγματα που όλα οφείλονται (όπως αναλυτικά και απλοϊκά εξηγεί η ταινία) στην σχέση με τον πατέρα της.

(*Δεν έχω βάλει τις ταινίες αξιολογικά από την καλύτερη στη χειρότερη, τις έχω βάλει χρονολογικά από την πιο παλιά στην πιο πρόσφατη. Που επίσης είναι και αξι ολογικά από την καλύτερη στη χειρότερη, αλλά δεν φταίω εγώ γι’αυτό, ο Άπατοου φταίει.)

Η Έιμι λοιπόν, κατά τη διάρκεια της έρευνας για ένα θέμα για το περιοδικό, θα γνωρίζει έναν #NiceGuy αθλίατρο τον οποίο σταδιακά ερωτεύεται, κάτι που την ωθεί στο να επανεξετάσει πολλά πράγματα στη ζωή της. Ναι, ναι. Ξανά. Σταματήστε με αν το έχετε ξανακούσει.

Η ανατροπή εδώ συνδέεται και με τον καλύτερο λόγο ύπαρξης της ταινίας: Την Έιμι Σούμερ, κωμικό και δημιουργό του “Inside Amy Schumer” (αστεία σειρά με σκετσάκια κι ένα από τα καλύτερα φετινά επεισόδια σειράς, το “12 Angry Men Inside Amy Schumer”) η οποία παίζει την Έιμι και γράφει το σενάριο της ταινίας. Ο ρόλος που συχνά σε αυτά τα έργα ανήκεια σε άντρα ήρωα, που βολικά ως το τέλος της ταινίας τα έχει λύσει όλα και είναι ΟΚ με τον εαυτό του, την ώρα που οι γυναίκες χαρακτήρες είναι εκεί απλά για να τον βοηθούν να ωριμάσει, εδώ πάει στην Σούμερ. (Η οποία και είναι απολαυστική.)

Το πρώτο μισό της ταινίας μοιάζει με μια σειρά από κάφρικα σκετσάκια που θα βλέπαμε στη σειρά της, και είναι το πιο αστείο κομμάτι του φιλμ. Το πρόβλημα εμφανίζεται από τη στιγμή που ο Άπατοου παίρνει εμφανέστερα το τιμόνι και οδηγεί την ιστορία στα γνώριμά του μονοπάτια μετά τα μισά. (Και, επιπλέον, παραγεμίζει την ταινία με αχρείαστα cameo που φρενάρουν τον κωμικό ρυθμό.) Δεν είναι κακό το αποτέλεσμα, απλά είναι κρίμα που η φρέσκια προσέγγιση του υλικού δεν φτάνει ως το τέρμα και ξεμένει από καύσιμα.

Την παράσταση ωστόσο στο φιλμ κλέβει ο ΛεΜπρόν Τζέιμς στο ρόλο του ΛεΜπρόν Τζέιμς, ο οποίος στο σύμπαν του “Trainwreck” είναι κολλητάρι με τον αθλίατρο και κάνει παρασκηνιακά ό,τι περνάει από το χέρι του ώστε να βρει ο φίλος του την ευτυχία με την Έιμι. Μπορώ άνετα να τον δω σε μερικά χρόνια από τώρα, μετά από περίπου 17 ακόμα τελικούς ΝΒΑ και 2-3 επιπλέον δαχτυλίδια, να συνεχίζει την καριέρα του ως ηθοποιός. Δεν θα παίξει και Σαίξπηρ(**) αλλά μια χαρά decent εμφάνισή είχε και καθόλου δε σε βγάζει από την ταινία η παρουσία του. Του έρχεται φυσικότατα ο φακός.

(**Και γιατί να μην παίξει βέβαια, εδώ έχει παίξει Σαίξπηρ ο Κλαρκ Γκρεγκ.)

Το “Trainwreck” έχει αυθεντικά αστείες στιγμές, μια φρέσκια πρωταγωνίστρια και αρκετά επιμέρους ωραία σημεία. Αναμφίβολα είναι μια διασκεδαστική επιλογή, ειδικά για θερινό σινεμά. Απλά μια ακόμα καλύτερη επιλογή θα ήταν να (ξανα)δείς το “Freaks and Geeks” των Τζαντ Άπατοου και Πολ Φιγκ (του οποίου το “Spy” παραμένει η αστειότερη ταινία του καλοκαιριού) για μια πιο βαθιά, αστεία, γλυκόπικρη προσέγγιση στο τι σημαίνει να αναζητείς την αλήθεια του εαυτού σου.

Το “Freaks and Geeks” δεν έχει ΛεΜπρόν βέβαια. Πόντος για το “Trainwreck”.