REVIEWS

Οι ταινίες: Θρίαμβοι και τραγωδίες

Το συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ “Amy” είναι μια σύγχρονη τραγωδία και το “Magic Mike XXL” το πιο διασκεδαστικό δίωρο της βδομάδας.

Πριν μερικά χρόνια στις Νύχτες Πρεμιέρας είχα δει το “Senna” και δε μπορούσα να χωνέψω αυτό που ζούσα. Ένα ντοκιμαντέρ διαφορετικό από τα άλλα, φτιαγμένο όχι σαν χλιαρή αγιογραφία, με κεφάλια συνεντευξιαζόμενων να κοιτούν την κάμερα λέγοντας ιστορίες από τα παλιά. Αλλά σχηματίζοντας μια φυσική, γραμμική αφήγηση μέσα από στιγμιότυπα και συνεντεύξεις και σπιτικά βίντεο της εποχής, σε έβαζε μέσα στην ιστορία εκείνου του πιλότου-θαύματος, μες στο κόκπιτ του, μες στο κεφάλι του, και δε σε άφηνε να δραπετεύσεις στιγμή.

Εκείνη η αμεσότητα είχε αποτέλεσμα: Δεν υπήρχε απόδραση. Δεν παρακολουθούσες κάτι με την ασφάλεια της χρονικής απόστασης. Την αφήγηση δε την έκαναν κάποιοι ψύχραιμοι κύριοι στο σήμερα, με στραυροπόδι και πικρό χαμογελάκι. Όχι, η αφήγηση ήταν αυτό που συνέβαινε τότε, όπως συνέβαινε τότε. Η ένταση, η αμεσότητα, ήταν κάτι το ηλεκτρισμένο. Ζούσες την ιστορία του Σέννα μέσα από τις κάμερες τις εποχές, βίωνες τα σοκ, τους θριάμβους και τις αποτυχίες και τις δυσκολίες, όλα, τα πάντα, όπως κι εκείνος. Μέχρι το ανατριχιαστικό τέλος.

 

Το “Senna” είναι μια από τις καλύτερες ταινίες των ‘10s κι αν και δε θα έλεγα πως το “Amy” το ξεπερνά, αποτελεί σίγουρα ένα σπουδαίο ζευγάρωμα. Ο Ασίφ Καπάντια, σκηνοθέτης εκείνου του ντοκιμαντέρ, καταπιάνεται με τη ζωή, την καριέρα, την τραγωδία, και τον θάνατο της Έιμι Γουάινχαους, χρησιμοποιώντας την ίδια εκείνη τεχνική.

Έχοντας εξασφαλίσει τη συνεργασία ανθρώπων-κλειδιά της ζωής της τραγουδίστριας (αν και η οικογένειά της αργότερα απέσυρε τη στήριξή της προς την ταινία επειδή προφανώς θεώρησαν πως δεν τους κοιτά υπό ιδιαίτερα θετική σκοπιά), ο Καπάντια αρχίζει να συνθέτει οπτικά τη ζωή της Έιμι μέσα από σπιτικά βίντεο, σπάνιες φωτογραφίες, ηχογραφήσεις τηλεφωνημάτων και κάθε λογής οπτικού υλικού. Πάνω από την εικόνα συχνά υπάρχει μια τωρινή αφήγηση μέσα από τα λεγόμενα κάποιων φίλων της Έιμι ή του πρώην συζύγου της, Μπλέικ Σίβιλ.

Το πορτρέτο του ζωγραφίζει ο Καπάντια είναι πολύ ενδιαφέρον, για μια γυναίκα η οποία είχε τεράστιο πάθος για τη δημιουργία πρωτότυπης, μη αναμασημένης τέχνης, αλλά και που ταυτόχρονα ήταν τόσο πολύ ευτυχισμένη μακριά από τη δημόσια εικόνα. Δεν ήταν ποτέ ΟΚ με την ανάγκη να ραφινάρει τον εαυτό της, να πλασαριστεί ως κάτι άλλο από αυτό το καλλιτεχνικά αγνό πράγμα που ήταν, να υπηρετήσει εμπορικές επιταγές. Από την αρχή ως το τέλος ήθελε δύο πράγματα: Να φτιάχνει τη μουσική που θέλει και αγαπά, και να την αφήσουν όλοι στην ησυχία της.

 

Το ρίσκο να εκτροχιαστεί το ντοκιμαντέρ προς την ισχυρή ταμπλόιντ πλευρά της ιστορίας ήταν μεγάλο, όμως ο Καπάντια έχει ολοκληρωτικό έλεγχο του υλικού του: Βλέπει, από τα μέσα και μετά την ταινίας, το δημόσιο trainwreck της Έιμι μέσα από την οπτική μιας καριέρας που είχε ξεφύγει από τα χέρια ενός ανθρώπου εξίσου ταλαντούχου όσο και πληγωμένου. Το “Amy” δεν εντοπίζει ενόχους, όσο πλέκει έναν σπαρακτικό ιστό ανθρώπινης αδυναμίας, τόσο από μια Έιμι που θέλησε τόσο έντονα τους τόσο λάθος ανθρώπους, όσο και των γύρω της που όλοι προσπαθούσαν (όχι αρκετά;) να τη σώσουν αλλά δεν τα κατάφερναν.

Ο Καπάντια δεν ηθικολογεί ποτέ όταν μιλάει για ανθρώπους (εν αντιθέσει είναι κατανοητά θυμωμένος με τα media και το κοινό που αντιμετώπιζαν όλοι την Έιμι σαν καρτούν), παρά προσεγγίζει το δράμα με ευαισθησία, ανθρωπιά και θλίψη. Δείχνει πώς η τέχνη της Έιμι ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τα δράματα της ζωής της, και πώς ο μεγαλύτερός της καλλιτεχνικός θρίαμβος (το “Back to Black”) ήταν ταυτόχρονα και διπλή κατάρα: Την έφερε στο προσκήνιο περισσότερο από όσο μπορούσε να το διαχειριστεί και, ταυτόχρονα, την ανάγκαζε να επιστρέφει ξανά και ξανά σε στιγμές πόνου και αρρώστιας που είχε ανάγκη να ξεπεράσει.

Σε μια αρκετά προχωρημένη σκηνή της ταινίας, πριν από ένα καταστροφικό live ενός tour στο οποίο δεν ήθελε να πάει, είναι εμφανές το πόσο δεν θέλει καθόλου να τραγουδήσει εκείνα τα κομμάτια, την ώρα που ολόκληρο το σύστημα υποστήριξης που είχε δημιουργηθεί γύρω της, απέτυχε πλήρως να την διασώσει. Ο Καπάντια σκηνοθετεί μια μοντέρνα τραγωδία, γεμάτη λυρισμό, εμμονές, απογοητεύσεις, ναρκωτικά, media, και θριάμβους ταυτόσημους με καταστροφές. Το “Amy” είναι μια αληθινά αναγκαία ταινία.

 

Αν όλα αυτά ακούγονται πολύ βαριά υπάρχει και το “Magic Mike XXL”, το εκπληκτικό σίκουελ στην επίσης εκπληκτική ταινία του Στίβεν Σόντερμπεργκ με τους Τσάνινγκ Τέιτουμ και Μάθιου ΜακΚόναχι. Ο ΜακΚόναχι πήρε το Όσκαρ του και προχώρησε παρακάτω φυσικά, αλλά αυτό καθόλου δεν στεναχώρησε όσους έμειναν πίσω, και συγκεκριμένα τον Τέιτουμ, ο οποίος έκανε ό,τι μπορούσε ώστε να προχωρήσει αυτό το πρότζεκτ.

(Η απουσία του ΜακΚόναχι εξηγείται στην πρώτη κιόλας σκηνή της ταινίας και γρήγορα παύει να μας νοιάζει. Το νέο καστ συμπεριλαμβάνει μεταξύ άλλων την Άντι ΜακΝτάουελ σε μια τέλεια σκηνή, τον Ντόναλντ “Τρόι” Γκλόβερ σε έναν ρόλο-μίνι σοκ, και την Άμπερ Χερντ, της οποίας η σεκάνς στις σκιές είναι από τις πιο σέξι στιγμές της χρονιάς.)

Η original ταινία του Σόντερμπεργκ ήταν στην πραγματικότητα μια ταινία για την κρίση, μια ιστορία μες στην καρδιά της σύγχρονης οικονομικής ύφεσης. Σε αυτό το σίκουελ, ως τέλεια απεικόνιση μιας Αμερικής που ζει πλέον σε πολύ καλύτερα χρόνια, ο Μάικ κι η παρέα του δεν έχουν ώρα για κατσούφηδες, ούτε για οικονομικά άγχη, ούτε για τίποτα. Το “Magic Mike XXL” πρακτικά δεν έχει πλοκή, δεν έχει στόχο, δεν έχει αντίπαλο, δεν έχει πράγματα που διεκδικούνται. Είναι η διαδρομή μιας παρέας από bros που είναι χαρούμενοι στην αρχή της ταινίας και είναι ακόμα πιο χαρούμενοι στο τέλος της. Είναι σαν το περσινό “Chef”, με στριπτίζ αντί για φαγητά. Είναι μόνο ευτυχία, εκρήξεις και πυροτεχνήματα.

Ο Σόντερμπεργκ, που έχει θεωρητικά εγκαταλείψει το σινεμά, επιστρέφει εδώ ως διευθυντής φωτογραφίας και μοντέρ, αφήνοντας τη σκηνοθεσία στον Γκρέγκορι Τζέικομπς, ο οποίος ήταν συνεργάτης του Στίβεν σε καμιά 15αριά ταινίες της φιλμογραφίας του. Τελοσπάντων, πρακτικά είναι σα να έχει σκηνοθετηθεί από τον ίδιο τον Σόντερμπεργκ η ταινία, τα ίχνη του φαίνονται παντού- με μόνη, ελάχιστη μα σημαντική διαφορά, πως το φιλμ δεν το διαπερνά ούτε στο ελάχιστο ο συνήθης κυνισμός του Σόντερμπεργκ.

Αυτό το κάνει αρκετά διαφορετικό από την προηγούμενη ταινία ώστε να έχει νόημα ύπαρξης, αλλά και το αφήνει να ξεδιπλώσει στο 100% την αισιοδοξία του στη μεγάλη οθόνη. Κάθε στάση των bros του Μάικ είναι και ένα νέο show (αν και την παράσταση κλέβει ο Τζο “Αλσίντ” Μανγκανιέλο στη σκηνή στο βενζινάδικο με τα Cheetos), κάθε ντεμαράζ γυναικείων ουρλιαχτών είναι και ένα ξεχωριστό μουσικό χαλί θριάμβου, κάθε έκρηξη από χαρτονομίσματα του ενός δολαρίου είναι και μια διαφορετική στέψη νικητή που γύρω του σκάνε κομφετί.

Και ποιος δεν πέρασε ποτέ καλά σε στέψη νικητή;

***

Δυο γρήγορες ακόμα σημειώσεις, για επιλογές σινεμά αυτή τη βδομάδα στην Αθήνα:

Ξεκινά στο Άστυ το 2 βδομάδων αφιέρωμα στον Ντέιβιντ Λιντς με προβολή όλης σχεδόν της φιλμογραφίας του. (Απουσιάζουν μόνο “Twin Peaks: Fire Walk with Me” και “Dune”.) Κάθε μέρα προβάλλονται 2 διαφορετικές ταινίες με κοινό εισιτήριο, πάντα σε φιλμ. Για όποιον δεν έχει δει πολύ Λιντς στη μεγάλη οθόνη, αυτή είναι μια τέλεια ευκαιρία. To Σαββατοκύριακο έχει ας πούμε “Eraserhead” και “Wild at Heart”. Δύσκολο να πετύχεις καλύτερη κινηματογραφική έξοδο…

…αλλά όχι αδύνατο! Γιατί στο Άνεσις στην Κηφισίας τρέχει αυτή τη βδομάδα το “Ξαφνικά Φέτος το Καλοκαίρι” για 4η χρονιά (μια επιλογή ταινιών από τον Ηλία Φραγκούλη) που φέτος παρουσιάζει μερικές από τις σπουδαιότερες παραγωγές στην ιστορία της Universal. Σήμερα ας πούμε παίζεται το “Blues Brothers” κι ο “E.T.”, την Κυριακή έχει “Back to the Future”, την Τετάρτη “Breakfast Club”.