REVIEWS

Το ‘Florence: Φάλτσο Σοπράνο’ δε φαλτσάρει σαν την πρωταγωνίστριά του

Καινούριος Stephen Frears θα έμπαινε ούτως ή άλλως στο πρόγραμμα. Με Meryl Streep γίνεται must-watch.

Την ξέρεις αυτή τη στιγμή. Είναι η στιγμή που αυτό που βλέπεις – ή που ακούς στην περίπτωση που μας αφορά – είναι τόσο εκπληκτικά κακό που αυτόματα μετατρέπεται στο καλύτερο πράγμα που είδες ποτέ. Δεν μπορεί να γίνει εύκολα κάτι τέτοιο, θέλει την τέχνη του.

Κάπως έτσι πρέπει να σκέφτηκαν όσοι χειροκρότησαν την πραγματική Florence Foster Jenkins στο sold out Carnegie Hall, όταν τους πήρε τ’ αυτιά με τις τσιρίδες της. Εδώ την υποδύεται η Meryl Streep σε τέτοια κατάσταση κεφιού, που μοιάζει να περνάει την καλύτερή της μέρα σε κάθε σκηνή που περνάει. Μπορεί τα Όσκαρ να τη θυμούνται σχεδόν πάντα στην καθιερωμένη μία ταινία που κάνει τη χρονιά – κάτι μου λέει πως αν μπορούσαν να δικαιολογήσουν μία υποψηφιότητα για τον πιο σύντομο ρόλο της καριέρας της στο ‘Suffragette’ θα της την είχαν δώσει – αλλά μετά από 3 νίκες και 19 υποψηφιότητες, η Streep πλέον φαίνεται να επιλέγει τις ταινίες της με βάση την καλοπέρασή της. Κι αν έρθουν οι βραβεύσεις, ήρθαν.

Για το ‘Florence Foster Jenkins’  πάντως, γίνεται ήδη λόγος για υποψηφιότητα κι ας μας χωρίζουν τόσοι μήνες από την τελετή του ’17. Μιλώντας για Όσκαρ, έχω δει να παρομοιάζουν την ταινία με το ‘The King’s Speech’ και μπορώ να καταλάβω γιατί, ειδικά λόγω του χιούμορ και την αγάπη για το underdog, αλλά με τις δραματικές στιγμές να μην έχουν το ίδιο βάρος που είχαν στην Καλύτερη Ταινία του 2011, κάπου εκεί σταματούν και οι ομοιότητες.

Γυρνώντας στις επιλογές της Streep όμως, υποπτεύομαι πως δε γίνεται να μην περάσεις καλά μ’ έναν τέτοιο ρόλο. Η Jenkins είναι μία πάμπλουτη σοσιαλίτ της Νέας Υόρκης που όταν τη ρωτάει ο πιανίστας που θέλει να προσλάβει για τα μαθήματα φωνητικής της, εάν οι 100 λίρες που θα τον πληρώνει θα είναι ανά μήνα, εκείνη του λέει ότι “δεν είναι και άπορη”. Ανά βδομάδα εννοούσε η γυναίκα.

Επίσης κάνει συλλογή από καρέκλες που έχουν πεθάνει πάνω επιφανείς άνθρωποι και απαγορεύει στους επισκέπτες να καθίσουν σ’ αυτές, παρ’ όλο που τις έχει στο χωλ της. Τα κουστούμια πάλι που φοράει στις παραστάσεις της, είναι φτερά και πούπουλα στην κυριολεξία. Στην πρώτη σκηνή της μάλιστα, τη βλέπουμε να ίπταται σ’ ένα από τα ρεσιτάλ της πάνω από έναν συνθέτη και ως άγγελος της μουσικής του χαρίζει ξανά την έμπνευση που είχε χάσει. Στο μεταξύ οι τεχνικοί backstage να έχουν δεινοπαθήσει για να την κρατήσουν ιπτάμενη. Αμέσως μετά εμφανίζεται ως Βαλκυρία με μια μακριά περούκα να ανεμίζει και την πανοπλία της να είναι έτοιμη να την πετάξει έξω.

Κάπου εκεί καταλαβαίνεις πως μόνο αληθινός θα μπορούσε να είναι αυτός ο άνθρωπος. Τέτοια προσωπικότητα δεν μπορεί να πλαστεί στη σφαίρα της φαντασίας. Και δεν έχουμε καν περάσει ακόμα στο βασικό της εγχείρημα που είναι μία παράσταση στo Carnegie Hall.

Η Florence και ο σύζυγός της St Clair Bayfield, ο “διακεκριμένος ηθοποιός μονολόγων” που υποδύεται ο Hugh Grant στην καλύτερη ερμηνεία που έχει δώσει τα τελευταία πολλά χρόνια, συνηθίζουν να δίνουν ένα ετήσιο ρεσιτάλ στο πολυτελές Ritz-Carlton Hotel, με καλεσμένους τους λίγους και εκλεκτούς φίλους τους που δε φαίνεται να προβληματίζονται από την υπερβολή του πράγματος. Αντίθετα, φαίνονται να αναγνωρίζουν ταλέντο στην καλλιτέχνιδα και μάλιστα ορισμένοι μοιάζουν να εκλαμβάνουν την παρουσία τους στα ρεσιτάλ ως προνόμιο ή ως εισιτήριο στον κόσμο της ελίτ.

Μιλάμε για ένα προστατευμένο περιβάλλον δηλαδή που ακόμα κι όταν παίρνει ως δώρο μία ηχογράφηση της ερασιτέχνιδας σοπράνο δεν έχει κανένα σκοπό να της πει ότι πραγματικά, απλά δεν ακούγεται. Εδώ να σημειωθεί ότι ο David Bowie είχε συμπεριλάβει τη συγκεκριμένη ηχογράφηση στους 25 αγαπημένους του δίσκους. Και ότι επειδή, όπως είπαμε πιο πάνω, χρειάζεται τέχνη για να είσαι πολύ κακός σε κάτι, η Meryl Streep έκανε μαθήματα φωνητικής για να καταφέρει να τραγουδήσει όσο άθλια τραδούσε η Jenkins.

Με τη ζήτηση των εισιτηρίων για τα ρεσιτάλ της να εκτοξεύεται, η Jenkins αποφασίζει να κλείσει το Carnegie Hall για μία μεγάλη παράσταση τριών χιλιάδων θεατών και προσλαμβάνει τον νεαρό πιανίστα Cosme McMoon για να τη συνοδεύσει και να τη βοηθήσει στα μαθήματα που θα προηγηθούν της παράστασης. Και κάπως έτσι η γυάλα της είναι έτοιμη να σπάσει.

Δε θα μπορούσα ποτέ να μεταδώσω με ακρίβεια το ύφος του McMoon όταν την ακούει να τραγουδάει για πρώτη φορά, ούτε το γενικό σκηνικό με τη Streep να αλαλάζει, τον δάσκαλό της και μαέστρο της Metropolitan Opera να της δίνει συγχαρητήρια και τον Hugh Grant να χειροκροτά περήφανος. Πρέπει να τα δεις για να πιστέψεις αυτά. Θα πω όμως πως ο Simon Helberg του ‘Big Bang Theory’ δίνει ρέστα στον ρόλο του McMoon και κλέβει την παράσταση σε όλες τις σκηνές του. Από την έκπληξη στην αμηχανία κι από τη συνειδητοποίηση στον αγνό τρόμο, ο άμοιρος πιανίστας ξέρει ότι μετά από αυτή τη συνεργασία θα κλείσουνε καριέρες. Η συγκεκριμένη σκηνή μας δίνει επίσης τη σπάνια ευκαιρία να δούμε τη Streep να κάνει physical comedy και είναι η πρώτη πραγματική εισαγωγή που έχουμε σ’ έναν κόσμο που αρνείται να της πει την αλήθεια.

Εκεί κάπου κρύβεται και ο όρος τραγι-κωμωδία που έχει δώσει το στούντιο στην ταινία. Η Jenkins είναι πολύ ευχαριστημένη από την απόδοσή της και όλοι γύρω της είναι ευχαριστημένοι με την αυταπάτη που την κάνει ευτυχισμένη. Είναι προτιμότερο αυτό όμως ή η σκληρή αλήθεια; Και τι έχει μεγαλύτερη αξία; Να ‘χεις το θάρρος να κάνεις αυτά που οι άλλοι σου λένε ότι δεν μπορείς να κάνεις ακόμα κι αν έχουν δίκιο ή πρέπει πάντα να πατάς γερά στα πόδια σου; Αυτές είναι οι ερωτήσεις που κάνει η ταινία, αλλά είναι πολύ ελαφρύ εδώ το άγγιγμα του Frears για να τις απαντήσει. Ακόμα κι αν η δική σου απάντηση είναι αλήθεια ας είναι κι ας πονάει πάντως, σίγουρα θα σε κερδίσει η αφοπλιστική αγάπη της Jenkins για τη μουσική. Γιατί στο κάτω-κάτω όπως λέει και η ίδια, “μπορούν να λένε ότι δεν μπορώ να τραγουδήσω, αλλά κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν τραγούδησα”.

Το ‘Florence Foster Jenkins’ βγαίνει στις 16 Ιουνίου από τη Feelgood.