FESTIVALS

Είδαμε 12 συγκροτήματα σε 3 ημέρες (και οι Arctic Monkeys δεν μπαίνουν καν στο top 5)

Τρία εικοσιτετράωρα γεμάτα μουσική στο φεστιβάλ Nos Alive της Λισαβόνας.

Ήταν ένα βράδυ του περασμένου Δεκεμβρίου, όταν με την παρέα μου πίναμε ποτά σε μπαρ του κέντρου και φαντασιωνόμασταν μελλοντικά ταξίδια. Τίποτα από τα δύο δεν είναι παράξενο μέχρι εδώ, αφού και συχνά ποτά πίνουμε και ακόμα πιο συχνά σχεδιάζουμε στο μυαλό μας ταξίδια, τα οποία τις περισσότερες φορές παραμένουν απλά σχέδια.

Βασικό καύσιμο εκείνης της συζήτησης, ένα ταξίδι στην Πορτογαλία και το μουσικό φεστιβάλ Nos Alive, το οποίο διεξάγεται κάθε χρόνο στη Λισαβόνα. Για εκείνο του 2018, είχαν ήδη ανακοινωθεί οι National και οι Queens of the Stone Age, γεγονός που το έκανε εξόχως ελκυστικό και μας είχε βάλει σε σκέψεις να αγοράσουμε, σχεδόν 7 μήνες πριν, το εισιτήριό μας.

Φυσικά, στο βάθος του μυαλού μας γνωρίζαμε πως πιθανότατα οι μέρες θα περάσουν, δεν πρόκειται να κλείσουμε κανένα εισιτήριο και κάπως έτσι άλλο ένα ταξίδι θα παραμείνει ευσεβής πόθος. Όταν όμως ανακοινώθηκε πως headliners της τρίτης ημέρας του φεστιβάλ θα είναι οι Pearl Jam, η προοπτική έγινε υπερβολικά ελκυστική για να αγνοηθεί. Λισαβόνα, καλοκαίρι, τρία -τουλάχιστον- αγαπημένα συγκροτήματα, λογική τιμή εισιτηρίου για τόσες ημέρες γεμάτες μουσική, υπερβολικά καλό για να είναι αληθινό. Κόντρα σε κάθε προγνωστικό, κλείσαμε κι εμείς τα εισιτήριά μας και ξεκινήσαμε να μετράμε αντίστροφα για τη μεγάλη στιγμή, η οποία μετά από μήνες αναμονής επιτέλους έφτασε την 12η ημέρα του Ιουλίου που διανύουμε.

ΗΜΕΡΑ ΠΡΩΤΗ

Η πρώτη από τις τρεις ημέρες του φεστιβάλ ήταν και η πιο χαλαρή, αφού έπαιζαν οι headliners τους οποίους θέλαμε να δούμε λιγότερο (Arctic Monkeys, και μάλιστα στις 12 το βράδυ) και πριν από αυτούς, δεν καιγόμασταν να δούμε κάτι άλλο. Παρ’ όλα αυτά, για να δούμε το χώρο, να εντοπίσουμε τις πιο καβατζωμένες θέσεις έχοντας στο νου τις επόμενες δύο ημέρες και να πιούμε τις μπύρες μας άνετοι, φτάσαμε στο χώρο λίγο πριν τις δέκα, με τους Nine Inch Nails να βρίσκονται στη σκηνή. Λίγο πιο πριν έπαιζε ο Bryan Ferry αλλά ΟΚ, μια βόλτα στην Λισαβόνα φάνηκε καλύτερη ιδέα, έτσι κι αλλιώς θα έρθει από τα μέρη μας σε λίγο καιρό.

Το πρώτο live σε περιμένει στην κεντρική είσοδο(!)

Η στιγμή που μπαίνεις σε ένα συναυλιακό χώρο για πρώτη φορά, έχει τη δική της μαγεία. Η σκηνή, τα φώτα, ο κόσμος, μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα αποκτάς μια ευφορία μοναδική, ένα natural high αδημονίας και χαράς. Κάπως έτσι ένιωσα κι εγώ μόλις πέρασα τις πύλες του Nos, πήρα το βραχιολάκι και την πρώτη μου μπύρα και πιάσαμε στρατηγική θέση σχετικά κοντά στη σκηνή. Μέχρι να φτάσουμε μπροστά, ο Trent Reznor αποχαιρετούσε το κοινό με το ‘Hurt’, το οποίο διασκεύασε μέχρι κι ο μεγάλος Johnny Cash. Μια χαρά υποδοχή.

Επόμενοι στο πρόγραμμα, οι Snowpatrol, οι οποίοι φαίνεται πως στην Πορτογαλία έχουν ρεύμα, αφού στο video wall διαφήμιζε ακόμη μία συναυλία τους τον Φεβρουάριο του 2019. Η παρουσία τους ήταν όπως ακριβώς τη φαντάζεσαι. Βαρετή, με τον κόσμο να ξεσηκώνεται στα γνωστά τους κομμάτια και να τραγουδάει, αλλά πραγματικά πόσο χαμό να κάνεις στο ‘Run’ και στο ‘Chasing Cars’ που όλοι το έχουμε συνδέσει με το Grey’s Anatomy. Δεν λέω πάντως, το να ακούω αυτά τα κομμάτια ζωντανά ήταν κάπως νοσταλγικό και ο γλυκούλης ο τραγουδιστής τους έμοιαζε ενθουσιασμένος, αφού δεν σταμάτησε στιγμή να χαμογελάει.

Στο άλλο άκρο, ο πολλά βαρύς κι ασήκωτος Alex Turner. Ακριβώς τα μεσάνυχτα, οι Arctic Monkeys εμφανίστηκαν στη σκηνή με το ‘Four out of five’ και προσέφεραν ακριβώς αυτό που περιμέναμε. Ένα υπερβολικά στιλιζαρισμένο show, με τον τραγουδιστή τους να μην μιλάει σχεδόν καθόλου στον κόσμο και να μοιάζει να παίζει το ρόλο του απαθούς ροκ σταρ που δεν έχει όρεξη να ασχολείται με αποθεώσεις και άλλα τέτοια γραφικά. Με ασπρόμαυρη εικόνα στα video wall και τον Turner να φτιάχνει συνέχεια το μαλλί και να παίρνει πόζες, η εμφάνισή τους έμοιαζε σαν ένα καλοστημένο σκετς που επαναλαμβάνεται από χώρα σε χώρα.

Όσο για το μουσικό κομμάτι του show, κύλησε όπως ακριβώς το περιμέναμε. Στα πιο παλιά και χορευτικά κομμάτια όπως το ‘I Bet You Look Good on the Dancefloor’ έγινε χαμούλης, σε άλλα όπως το ‘505’ και το ‘Do I Wanna Know’ ο κόσμος ούρλιαζε τους στίχους και στα κομμάτια του καινούριου δίσκου, υπήρξε μια μικρή βαρεμάρα. Να επαναλάβω ότι το ‘Tranquility Base Hotel and Casino’ μου αρέσει πολύ μουσικά, όμως η αλήθεια είναι ότι τα κομμάτια του δεν προσφέρονται ιδιαίτερα για συναυλία

Γενικά σαν εμπειρία χάρηκα που τους είδα, όμως θα προτιμούσα να τους είχα δει στα χρόνια του ‘Whatever people say I am’ κι αν δεν βγάλουν κάποια δισκάρα στο μέλλον, δεν θα επιδιώξω να τους ξαναδώ.

ΗΜΕΡΑ ΔΕΥΤΕΡΗ

Η δεύτερη μέρα ήταν κι η πιο ‘γεμάτη’ του φεστιβάλ, κι εγώ είχα ήδη μαρκάρει τα συγκροτήματα που ήθελα να δω, τις ώρες και τα stage στα οποία εμφανίζονται (το Nos έχει τρία stage, το ‘κεντρικό’ και δύο μικρότερα, το ένα εκ των οποίων είναι και το clubbing stage που ‘βαράει’ μέχρι το πρωί) και ετοιμαζόμουν για ορθοστασία ωρών.

Πρώτο κυκλωμένο όνομα στο πρόγραμμα, αυτό των Black Rebel Motorcycle Club, στις 6.25 το απόγευμα. Χωρίς τρομερό άγχος, αφού τους είχα δει άλλες δύο φορές, αλλά είναι πάντα ωραίο να ξεκινάς τη συναυλιακή σου μέρα με ένα συγκρότημα που αγαπάς. Δεν κατάφερα να τους προλάβω από την αρχή όμως ευτυχώς κράτησαν τα ‘Spread Your Love’ και ‘Whatever Happened to My Rock n’ Roll’ για το τέλος και μας ζέσταναν για τη συνέχεια. Θα το λέω συνεχώς πάντως πως οι BRMC είναι μπάντα για δικό τους λάιβ σε κλειστό χώρο κι όχι για να παίζουν απόγευμα σε φεστιβάλ υπό το φως της ημέρας.

Κανονικά, μετά τους Καλιφορνέζους θα ακολουθούσαν οι Kooks, όμως τελευταία στιγμή ακύρωσαν για λόγους υγείας και αντικαταστάθηκαν από τους Βρετανούς Blossoms από το Stockport. Μια μπάντα από νεαρά Αγγλάκια που έπαιζαν indie ποπ κι απ’ ό,τι φάνηκε από τις αντιδράσεις των -πολλών- συμπατριωτών τους ανάμεσα στο κοινό, είναι αρκετά γνωστοί στο νησί. Ομολογώ πως δεν τους ήξερα, όμως ομολογώ επίσης πως πέρασα πολύ ωραία ακούγοντάς τους σαν ζέσταμα για τους National. Μακάρι μια μέρα να πάνε μπροστά τα παιδιά και να έχω να λέω ότι τους άκουσα στις αρχές τους, όταν ο frontman τους είχε μακρύ μαλλί και ούτε ίχνος τρίχας στο πρόσωπο (και να γκρινιάζω ότι χάλασαν έκτοτε σαν σωστός χίψτερ).

Μετά το φρέσκο βρετανικό ταλέντο, είχε έρθει η ώρα για δύο από τους βασικούς λόγους που μας τράβηξαν μέχρι την Πορτογαλία, τους National και τους Queens of the Stone Age. Έχοντας φροντίσει να πιάσουμε από νωρίς θέση μπροστά, μας και ο χώρος είχε πια γεμίσει κόσμο μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι, αποφασίσαμε ότι δεν θα το κουνήσουμε για KANENA λόγο. Ο Matt Berninger εμφανίστηκε μέσα σε αποθέωση και στο κοστούμι του, οι πρώτες νότες του ‘Nobody else will be there’ προκάλεσαν χαμό κι ένα από τα καλύτερα λάιβ που έχουμε δει ever είχε μόλις ξεκινήσει. Πραγματικά, χάρη στον χαρισματικό και τρομερά επικοινωνιακό Matt, η συναυλία των National είναι εμπειρία. Πηγαίνει από την μία άκρη της σκηνής στην άλλη, παίζει με τις κάμερες, κατεβαίνει κάτω και τραγουδάει μαζί με τον κόσμο, μπαίνει στις αγκαλιές του κοινού, σκέτη απόλαυση και ο εφιάλτης του ηχολήπτη. Μέχρι και μπύρα κατέβηκε να παραγγείλει, όμως δεν κατάφερε να την κρατήσει για περισσότερα από μερικά δευτερόλεπτα πριν πέσει από το χέρι του.

Στα ‘Bloodbuzz Ohio’, ‘Fake Empire’ και ‘Terrible Love’ έγινε ο χαμός που προβλεπόταν, σε ένα live-μάθημα πως δεν χρειάζεται να έχεις ξεσηκωτικά κομμάτια για να κάνεις μια γαμάτη συναυλία. Ελπίζω ο Alex Turner να ήταν κάπου εκεί γύρω και να σημείωνε. Δυστυχώς δεν είπαν το αγαπημένο μου, ‘Vanderlyle Crybaby Geeks’ αλλά τι να κάνουμε. Τι δισκάρα ήταν το High Violet εδώ που τα λέμε, και ολόκληρο να το έλεγαν χαρούμενος θα ήμουν.

Και μετά τους National, η ώρα του Josh Homme με κολλητό μου να σχολιάζει ότι όσο μεγαλώνει θυμίζει τον Trump, κάτι που έκτοτε δεν κατάφερα να σταματήσω να σκέφτομαι με τίποτα, ειδικά όποτε μας χάριζε κωλοδάχτυλα και μας έλεγε ‘motherfuckers’. Η συναυλία τους πάντως ήταν αυτή με μακράν το περισσότερο σπρωξίδι μπροστά, με τον Homme να δίνει το δικό του show, καπνίζοντας, πίνοντας και λέγοντας τα δικά του. Προσπάθησε να σπάσει και ένα κομμάτι της σκηνής αλλά δεν τα κατάφερε. Στο set list τους δεν υπήρχαν ευτυχώς πολλά κομμάτια από τον τελευταίο -μέτριο- δίσκο τους και τα σιγουράκια όπως το ‘Little Sister’ και το ‘Go with the flow’ εξασφάλισαν τον απαιτούμενο χαμό σε ένα πολύ πολύ δυνατό και έντονο λάιβ, με χορό, κούνημα και καλιφορνέζικη έρημο.

O θεός

Και μιας και ανέφερα τον χορό, αμέσως μετά τους Qotsa, στην μικρότερη σκηνή έπαιζαν οι Future Islands του ΘΕΟΥ Samuel Herring σε ένα λάιβ που μετά την πλύση εγκεφάλου του Μανιάτη για την παρουσία του τύπου στη σκηνή, δεν υπήρχε περίπτωση να χάσω. Και πράγματι, είχε δίκιο. Ο τύπος, ο οποίος μοιάζει με στρουμπουλό πενηντάρη που θα δούλευε σε κάποια δημόσια υπηρεσία, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ. Αεικίνητος, χόρευε, γονάτιζε, πηγαινοερχόταν και ήταν απλά απολαυστικός, όσο το -χλιαρό πάντως- κοινό τον χάζευε. Μας χάρισε και το ‘Seasons’ λίγο πριν το τέλος και μπράβο του. Μετά τους Future σειρά είχαν οι CHVRCHES τις οποίες πολύ ήθελα να δω, αλλά η ώρα είχε πάει 3 παρά και μετά από σχεδόν 10 ώρες όρθιος πραγματικά δεν άντεχα άλλο (γεράσαμε). Έτσι είναι τα φεστιβάλ όμως, κάτι κερδίζεις και κάτι χάνεις.

ΗΜΕΡΑ ΤΡΙΤΗ

Αυτό που είχα χάσει μετά τις δύο πρώτες ημέρες, ήταν η αίσθηση των ποδιών μου. Είχα ήδη όμως κερδίσει απίστευτες μουσικές εμπειρίες και η τρίτη μέρα ήταν όχι απλά το κερασάκι στην τούρτα αλλά το μεγαλύτερο κομμάτι αυτής, αφού headliners ήταν οι Pearl Jam, 12 ολόκληρα χρόνια από την τελευταία φορά που τους είδα, στο κλειστό του ΟΑΚΑ, σε ένα από τα καλύτερα λάιβ της ζωής μου.

Φτάσαμε στο χώρο του φεστιβάλ όσο στη κεντρική σκηνή βρίσκονταν οι Franz Ferdinand, τους οποίους δεν είχα δει ποτέ, παρ’ ότι είχαν έρθει στην Ελλάδα στα χρόνια που τους άκουγες στο ραδιόφωνο πιο συχνά κι από τη φωνή του Χειλάκη και της Αφροδίτης Σημίτη. Δεν τους προλάβαμε από την αρχή, όμως φύλαγαν τα ‘Walk Away’, ‘Take me Out’ και ‘This Fire’ για το τέλος, οπότε πήραμε μια γερή γεύση των φοιτητικών μας χρόνων. Το δικό μας παιδί, ο Alex o Kapranos, φρόντισε να ξεσηκώνει το κοινό, το οποίο ΟΚ, δεν έκανε και ακριβώς χαμό, όμως έδειχνε να περνάει μια χαρά περιμένοντας τη δυνατή συνέχεια. Και σε αυτή την περίπτωση, οι αρχιδούκες λειτούργησαν σαν ιδανικό ζέσταμα, όσο εξοπλιζόμασταν με μπύρες κι ετοιμαζόμασταν να πιάσουμε τις καλύτερες θέσεις κοντά στη σκηνή.

Ήταν πια η σειρά του Jack White, ο οποίος μετά τους White Stripes και τους Raconteurs (μεταξύ άλλων), περιοδεύει ως σκέτος Jack White, παίζοντας κομμάτια δικά του αλλά και από τις προηγούμενες μπάντες του. Βγήκε στη σκηνή τρέχοντας και κάνοντας κινήσεις στο κοινό να ξεσηκωθεί κι έδειξε από νωρίς ορεξάτος. Το μεγαλύτερο κομμάτι της setlist του ήταν από τα χρόνια των White Stripes και μόλις το τρίτο κομμάτι που έπαιξε ήταν το ‘Hotel Yorba’, ενώ φυσικά έπαιξε και το μεγάλο χιτάκι των Raconteurs, ‘Steady as she goes’. Μας θύμισε για ακόμη μια φορά πόσο μεγάλος κιθαρίστας και μουσικός είναι και πριν μας αποχαιρετήσει, έπαιξε -προφανώς- το ‘Seven Nation Army’, με την παρέα μου να τραγουδάει ‘Ερνέστο Βαλβέρδεεε’ και το άλλο για τον Λέτο.

Και τώρα, ο βασικός λόγος για τον οποίο έκανα αυτό το ταξίδι, ο φανταστικός κύριος Eddie Vedder. Ειλικρινά, τι να πεις για μία συναυλία των Pearl Jam, είναι μια τόσο ιδιαίτερη και συγκινητική εμπειρία την οποία ο καθένας βιώνει διαφορετικά, με κοινό σημείο τις τρίχες που σηκώνονται και την καρδιά που χτυπάει δυνατά. Και χτύπησε δυνατά από πολύ νωρίς, αφού μόλις δεύτερο κομμάτι που έπαιξαν ήταν το ‘Better Man’ με τις χιλιάδες κόσμου να ουρλιάζει στίχους από τα σωθικά του και να δείχνει πως έχει έρθει για να το ζήσει. Αλλά και ο Eddie, ως συνήθως, ήταν εκεί για να το ζήσει. Μπορεί πια να μην σκαρφαλώνει, όμως πηγαινοέρχεται από άκρη σε άκρη της σκηνής, μιλάει διαρκώς στον κόσμο για τα τραγούδια τους, για την ισότητα, τα ανθρώπινα δικαιώματα και για τις εμπειρίες του και δημιουργεί μια ιδιαίτερη σύνδεση που την καταλαβαίνεις αμέσως. Κι αυτή η φωνάρα του, πάντα εκεί.

Στο ‘Black’ για ακόμα μια φορά ανατρίχιασα ολόκληρος, στο ‘Rearviewmirror’ κόντεψα να χάσω τη φωνή μου και οι εκπλήξεις ήρθαν στο encore. Με μια ακουστική κιθάρα κι αφού μίλησε για την μειοψηφία που έχει χρέος σιγά-σιγά να κερδίσει την πλειοψηφία με τις απολιθωμένες ιδέες, έπαιξε το ‘Imagine’ και το ‘Comfortably Numb’ σε ένα back to back που αν και θύμισε λίγο σχολική εκδρομή, δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Όταν δε στο ‘Porch’ έπαιξε το ριφάκι του ‘Seven Nation Army’, στο video wall είδαμε έναν εκστασιασμένο Jack White να μην το πιστεύει. Αυτό που ακολούθησε όμως δεν το πιστεύαμε εμείς. ‘Alive’ και για κλείσιμο, η διασκευή στο ‘Rockin’ in the Free World’ του Neil Young, με τον Jack White να ανεβαίνει στη σκηνή για να παίξει κιθάρα. Τι ζούμε. Δυστυχώς, ελέω φεστιβάλ, κι ενώ είχαν ήδη υπερβεί το χρόνο τους, έπρεπε να δώσουν ένα τέλος κι έτσι μείναμε να χειροκροτάμε εκστασιασμένοι, αν και άνετα μπορούσα να τους ακούσω για ώρες ακόμα. Το να σκέφτεσαι ποια κομμάτια δεν είπαν από αυτά που ήθελες είναι εντελώς μάταιο για ένα συγκρότημα σαν τους Pearl Jam, ξέρεις εξαρχής πως πολλά θα μείνουν απ’ έξω.

Μετά τους Pearl Jam η βραδιά δεν είχε τελειώσει, αντίθετα στην κεντρική σκηνή ακολούθησαν οι MGMT, για να κλείσουν το τριήμερο με λίγο χορό. Η κούραση ήταν φανερή σε όλους, όμως στο ‘Time to Pretend’ βρήκαμε λίγη δύναμη να σηκωθούμε και να χορέψουμε, να πιούμε μια τελευταία μπύρα και να φωνάξουμε και του χρόνου.

|Η ποπ κουλτούρα μέσα από εικόνες| Ακολούθησε το Ιnstagram account του PopCode.