ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Καμπαμαρού: Ό,τι πιο καταθλιπτικό είδαμε ποτέ

Με αφορμή το sequel του manga που μας ανέθρεψε (με μακαρονάδες), ο Στέφανος Τριαντάφυλλος βάζει το μαχαίρι στο κόκαλο και προσπαθεί να κλέψει τη δόξα (και τις μακαρονάδες) του Καμπαμαρού.

Ο Καμπαμαρού είναι η πιο καταθλιπτική σειρά που προβλήθηκε ποτέ. Ισοδύναμη με Κυριακή απόγευμα. Χειμώνα. Μη σου πω ότι ψιλοβρέχει κιόλας. Και αύριο πρώτη ώρα Φυσική. Η μόνη που μπορεί να την κοντράρει στα ίσα είναι ένα άλλο κινέζικο που έδειχνε η ΕΤ2 παλιά με έναν δράκο που πέταγε και ήταν σχεδιασμένο λες και οι τύποι είχαν δύο αριστερά χέρια. Η επιτομή της Κομμουνιστικής Κίνας αν αντί για ρύζι έτρωγαν “κουμπιά”.

Πριν πεις όχι όχι εμένα μου άρεσε πολύ ο Καμπαμαρού ήταν πολύ γλυκούλης ή κάτι του στυλ ωχ άρχισες πάλι τις βλακείες σου, άσε με να ανέβω στο βήμα για να χτίσω την γραμμή υπεράσπισης των εγκεφαλικών κυττάρων που πέθαναν μπροστά από μια τηλεόραση.

Από το πρώτο κιόλας επεισόδιο του Καμπαμαρού σου συστήνονται έννοιες όπως bullying, παιδική κακοποίηση, αιμομιξία και φυσικά εξάρτιση από το φαγητό. ΟΚ, δεν θα πω ψέμματα. Για την τελευταία δεν χρειαζόμουν τον παμφάγο νίντζα για την γνωρίσω. Είχαμε εξαιρετικές σχέσεις από μικροί, λέγε με Hemo (κάτοχος του παγκόσμιου ρεκόρ για περισσότερες κουταλιές σε ένα ποτήρι γάλα).

Επειδή προφανώς δεν θα θυμάσαι πολλά από αυτά, allow me:

Μουσική αρχής: Πιο ντίσκο και από Giorgio Moroder. “Χόρεψε – χόρεψε”. “Αγάπα-αγάπα”, όλα αυτά με μια σθεναρή προσπάθεια να πάθουμε επιληψία. Υπερβολικά 80’s ακόμη και για τα ίδια τα 80’s.

Μεταγλώττιση: Το χάλια είναι λίγο. Λάθος λέξεις. Λάθος νοήματα. Και φωνές που στοίχισαν τα παιδικά μας χρόνια: Τζένη Καλύβα, Λίλη Κοκκώδη, Πάρις Κατσίβελος, ο Χάρης Σώζος, ο Γιάννης Ευδαίμων και φυσικά ο μεγάλος Κώστας Σκώκος. Μόνο ο Ακίνδυνος Γκίκας έλειπε.

Η πρώτη σκηνή: Μια γιαγιά που μιλάει μόνη της σαν την τρελή. Αχ, εξαιρετικά! Πάντα ήθελα να βλέπω κινούμενα σχέδια με γιαγιάδες. Που μιλάνε μόνες τους.

Η πρώτη ατάκα: “Ο παππούς πέθανε”. Αυτές είναι οι πρώτες λέξεις που ακούγονται από το στόμα του Καμπαμαρού. Τι ωραία. Είμαι 6 χρονών και βλέπω ένα παιδικό (όπως τα λέγαμε τότε) για έναν τύπο που μόλις έχασε τον παππού του. Μαμά, ο δικός μου παππούς ζει; Λογικό.

Κι όμως η πρώτη ατάκα δεν είναι το χειρότερο: ο Καμπαμαρού έχασε τον παππού του. Αλλά για εκείνον όλο αυτό είναι κάτι καλό. Οκκκκκκκκκκκκκ…. Και ξαφνικά αρχίζει να χορεύει γιατί όπως αποδείχτηκε ο παππούς του ήταν ένας σαδιστής παλιοκαργιόλης. Μαμά, ο δικός μου παππούς είναι ένας σαδιστής παλιοκαργιόλης; Κι αυτό λογικό.

Ο Σάιζου (προφανώς με αυτό το όνομα έκανε καριέρα στη σαδομαζοχιστική σκηνή της παγκόσμιας πορνό βιομηχανίας) χτυπούσε τον Καμπαμαρού ανελέητα. Σε άλλη σκηνή βλέπουμε τον μικρό να έχει κλέψει ένα κουτί με φαγητό, τον παππού του να τον τσακώνει και να τον τιμωρεί με υποδειγματικό τρόπο: τον έδεσε, τον κρέμασε από το ταβάνι και άρχισε να τρώει μπροστά του το κουτί με τις τηγανητές γαρίδες.

Σε άλλο επεισόδιο ο μικρός βουλιμικός νίντζα τρέχει μαζί με τον Χαγιάτε τον οποίο βλέπουμε επίσης με σκισμένα ρούχα στα χωράφια. “Χαγιάτε να ξεκουραστούμε λίγο” ρωτάει ο Καμπαμαρού. “Όχι, δεν γίνεται. Αν σταματήσουμε ο παππούς θα μας δείρει”. Από παιδάκι μου άρεσαν οι ιστορίες ενδοοικογενειακής βίας.

Η δεύτερη σκηνή: Η κηδεία του παππού. Τι πιο αβανταδόρικο θέμα σε ένα παιδικό από μια κηδεία! Ο μικρός Στέφανος συνέχισε να κρατάει σημειώσεις για τις συναντήσεις με τον παιδοψυχολόγο που θα ακολουθούσαν.

Χτίσιμο χαρακτήρα: Στην πρώτη γνωριμία με τον Καμπαμαρού τον βλέπουμε να καταβροχθίζει κέικ ρυζιού (και σαν να μην έφτανε αυτό να λέει “πόσο ωραίο είναι το κέικ ρυζιού”, δεν φτάνει που τρώει σαν χαβούζα, δεν ξέρει να τρώει κιόλας) και στη συνέχεια μια ολόκληρη φέτα καρπούζι. Ο-ΛΟ-ΚΛΗ-ΡΗ. Όχι μόνο δεν έφτυσε τα κουκούτσι, έφαγε και το πράσινο. Ρε, θα ξεχάσουμε αυτά που ξέρουμε. Ρε.

Κι επειδή η διαδικασία “χτισίματος” χαρακτήρα είναι δύσκολη υπόθεση δεν φτάνει μόνο αυτή η σκηνή, αλλά έρχεται και η επόμενη που τα “κοράκια” που κουβαλούν το φέρετρο του παππού ξεκινούν την κουβέντα τους λέγοντας “ο Καμπαμαρού είναι ηλίθιος”. Έτσι για να ταυτιστούμε.

Η ανατροπή: Για να αιχμαλωτίσουν τον Καμπαμαρού, γιατί τότε ήταν πολύ της μόδας η παιδική αιχμαλωσία – Κωσταλέξι κι έτσι – δεν περιμέναμε τον Λάνθιμο, έστησαν μια αυτοσχέδια παγίδα. Έβαλαν καλαμπόκι κάτω από ένα σιδερένιο κλουβί. Η ανατροπή ήταν μεγαλειώδης. Ο Καμπαμαρού τον οποίο είχαμε γνωρίσει ως “εντελώς ηλίθιο” αποδεικνύεται ακόμη πιο ηλίθιος. Η ανατροπή είναι ότι δεν έγινε ανατροπή και τελικά πιάστηκε στην φάκα.

Το animation αυτό καθ’ αυτό: Ξαφνικά το κεφάλι του Καμπαμαρού (που εν τω μεταξύ σημαίνει στόμα ιπποποτάμου – τι γλυκό) γίνεται τεράστιο καθώς σκούζει μπροστά στη γιαγιά του. Στη συνέχεια τα μαλλιά του πετάγονται σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Γενικά οι δεξιόχειρες καρτουνίστες με τα αριστερά χέρια δεν το είχαν πολύ.

Η τυπική σκηνή αιμομιξίας: Η γιαγιά του που τον πήρε μαζί της στο Τόκιο είχε μια (άλλη) εγγονή. Η οποία μάλιστα δεν τον γούσταρε καθόλου. Ίσως γιατί εκείνος συνήθιζε να παίρνει έναν κουβά (κουβά όντως – κανονικό) με ρύζι και να τον τρώει πάνω στο δέντρο που έβλεπε στο παράθυρο τους. Ίσως το χειρότερο πέσιμο που είδαμε ποτέ.

Αλλά εντάξει δεν ήταν η αληθινή του γιαγιά. Έτσι τουλάχιστον είπαν στο δικαστήριο.

Pop αναφορές: Η γιαγιά τον συστήνει σε έναν τύπο που δεν θυμάμαι ποιος είναι και τι κάνει. “Ο Καμπαμαρού, λοιπόν, θα πάει στην τάδε τάξη” του λέει. Αλλά πουθενά ο Καμπαμαρού. Ώσπου ξαφνικά σηκώνουν τα κεφάλια τους (πριν αυτά μεγεθυνθούν όπως προστάζει ο αριστερόχειρας καρτουνίστας) και τον βλέπουν να κρέμεται από το ταβάνι. Μια ξεκάθαρη αναφορά στον Εξορκιστή.

Το κοινωνικό μήνυμα: το bullying είναι κακό. Ο τραμπούκος της γειτονιάς πλακώνει κόσμο, αλλά καταλήγει κρεμασμένος από ένα ρολόι να μυξοκλαίει παρακαλώντας τον Καμπαμαρού ο οποίος είναι νίντζα, έστω κι αν κανείς δεν έχει φροντίσει να μας δείξει κάτι σχετικά με αυτό. Σάμπως τι είμαστε; Μήπως είμαστε έξι χρονών και ψοφάμε για νίντζα; Ή μήπως κάθε Παρασκευή πηγαίναμε στο Imagine για να πάρουμε την ίδια κασέτα που στο τέλος πάλευε ένας μαύρος και ένας άσπρος νίντζα και δεν βλέπαμε καν την αρχή, αλλά μόνο το τέλος; Κάθε Παρασκευή;

Τα κοινωνικά μηνύματα, ωστόσο, δεν τελειώνουν εκεί. Ο τραμπούκος γύρισε σπίτι του, όπου άρχισε να τον μαστιγώνει ο “αφέντης” του επειδή δεν τραμπούκισε καλά. Δεν φταίει αυτός που είναι τραμπούκος, φταίνε τα δύσκολα παιδικά του χρόνια κτλ κτλ Το μαστίγωμα όμως μαστίγωμα, γιατί εντάξει δεν είναι δα ότι έβαλαν στο κινούμενο σχέδιο κηδείες…. Χμ…

Το φαγητό: ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΤΙ ΦΑΣΗ; Γιατί τρώει συνέχεια; Και το κυριότερο; Γιατί δεν παχαίνει; Ίσως αυτό να με πόνεσε περισσότερο στην όλη υπόθεση. Διότι εντάξει να τρως σαν μπουχέσας, αυτό το δέχομαι. Δεν κρίνουμε εδώ. Όλοι το κάναμε κάνουμε. Αλλά αυτός εδώ τρώει σαν μπουχέσας, αλλά δεν είναι μπουχέσας. Ε, όχι. Εδώ πρέπει να τραβήξουμε κάπου μια κόκκινη γραμμή.

Flash-back. Ο Καμπαμαρού μεγάλωσε μες στην ανέχεια και με έναν παππού που όχι μόνο τον χτυπούσε, αλλά τον έδενε και έτρωγε μπροστά του χωρίς να του δίνει μπουκιά. Σε μια σκηνή μάλιστα εξιστορείται ότι “ήμουν χαρούμενος που μπορούσα να φάω τηγανητή γαρίδα στη ζωή μου”, ενώ σε άλλη έχει αγκαλιάσει το πιάτο με το φαγητό και μονολογεί “μπορώ να φάω χωρίς να με ενοχλεί ο παππούς. Βλέπεις παππού τρώω. Δηλαδή, συγγνώμη. Ποιος αρρωστημένος άνθρωπος έκανε μια ιστορία κινουμένων σχεδίων με αυτό το θέμα;

Αφού λοιπόν μάθαμε το ζόρι που τραβάει ο “στόμα ιπποπόταμου”, ψιλοκαταλαβαίνουμε γιατί είναι τόσο τρελαμένος με το φαγητό και δεν σταματάει να μασαμπουκώνει, αλλά και πάλι οι τύποι είναι υπερβολικοί. Σοβαρή καταγγελία να πεις “υπερβολικούς” κάποιους τύπους που εμπνεύστηκαν την ιστορία ενός νίντζα που πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια με μαστίγωμα και έναν σαδιστή παππού, μεγάλωσε ορφανός και τώρα ζει με τη γιαγιά και την εγγονή της την οποία γουστάρει, ο οποίος μάλιστα προσπαθεί να καταπολεμήσει τα έντονα ψυχολογικά του προβλήματα βρίσκοντας διέξοδο στο φαγητό. Χάθηκαν τα ναρκωτικά; Δηλαδή, τα βαποράκια τι θα γίνουν; Κλέφτες;

Εδώ, όμως, πραγματικά το παράκαναν. Βλέπουμε τον Καμπαμαρού διαδοχικά να πιάνει τον μάγειρα και κλαίγοντας να του λέει με λυγμούς “ήθελα να φάω κι άλλο ρύζι”, να καταβροχθίζει ένα ολόκληρο τραπέζι και να παγώνει (σαν τον Παπαδόπουλο στους Απαράδεκτους όταν τον έλεγαν “μαλάκα”) μπροστά από μια βιτρίνα που είχε πίσω από το τζάμι ένα πιάτο μακαρόνια (γιατί ως συνήθως όλες οι βιτρίνες έχουν μακαρονάδες για το χάζι), λέγοντας “μακαρονάααααααδα. Είχα φάει κάποτε όταν ήμουν παιδί”.

Κατάθλιψη.

|Η ποπ κουλτούρα μέσα από εικόνες| Ακολούθησε το Ιnstagram account του Popcode.