BREAKING BAD

Breaking Bad, Επεισόδιο 5×15: “Granite State”

Όσα είδαμε στo δεύτερο-από-το-τέλος επεισόδιο του “Breaking Bad”. Spoilers!

Κάθε βδομάδα τέτοια μέρα μιλάμε για τα καινούρια επεισόδια της καλύτερης σειράς του φθινοπώρου. Ακολουθούν spoilers για το 15ο επεισόδιο της 5ης και τελευταίας σεζόν.

“Αν σου πω ναι, θα με πιστέψεις;”

Σκληρό! Οι πράξεις έχουν συνέπειες, και οι συνέπειες σκάνε όλες μαζί με βόμβες αλήθειας σε ένα επεισόδιο που φέρνει τα πάντα στη θέση τους πριν την τελική μάχη, όμως το κάνει με έναν τρόπο που δικαιολογεί το ταξίδι. Ας αφήσουμε όμως την ατάκα του Ρόμπερτ Φόρστερ κι ας πάμε λίγο πιο πίσω.

Ας μιλήσουμε για ένα διαφορετικό αυτή τη φορά τηλεφώνημα. Ετούτο πιο ευθύ, πιο σαφές. Αν ο ρόλος του τηλεφωνήματος του Γουώλτ με τη Σκάιλερ ήταν να θέσει όλη τη σειρά υπό ένα πέπλο ψυχολογικής αβεβαιότητας, αυτό με τον Φλυν έχει έναν άλλο πολύ πιο άμεσο σκοπό. Να υπογραμμίσει το μοτίβο αυτού του προτελευταίου επεισοδίου, που λέει πολύ απλά, πως ο Γουώλτ είναι τελειωμένος. Για όλους.

Λέγαμε την προηγούμενη βδομάδα πως μετά τα εκρηκτικά γεγονότα εκείνου του επεισοδίου, αυτό που απομένει πλέον στη σειρά είναι να διώξει τον Γουώλτ μακριά και ύστερα να τον κάνει να γυρίσει πίσω για μια τελική μάχη. Με ποιον και υπό ποιες συνθήκες είναι κάτι που ευφυώς δε μας έχει αποκαλυφθεί ακόμα. Με τους Ναζί; Με τον Τοντ; Με τους πρώην συνεταίρους του; Με το FBI; Με την οικογένειά του; Με όλους; Θα δούμε. Όμως το σημαντικό είναι πως αυτός ο προσωρινός αποχαιρετισμός έπρεπε να μετράει. Για να δώσει νόημα στην επιστροφή.

Κι εδώ μπαίνει το τηλεφώνημα με τον Φλυν, και κάθε άλλη σκηνή τραγικής, ποιητικής απομόνωσης του πάλαι ποτέ Χάιζενμπεργκ, κάπου μακριά από τον κόσμο.

Ο Γουώλτ έρχεται αντιμέτωπος με συνέπειες των πράξεών του (δεν λέω ‘τις’ συνέπειες, γιατί αυτό θα υπονοούσε κάποιο είδος ολοκληρωτικής δικαιοσύνης που καθόλου έτοιμος δεν είμαι να αναγνωρίσω), και μαζί και όλοι οι άνθρωποι που λιγότερο ή περισσότερο υπήρξαν κομμάτια της μηχανής του. Η Σκάιλερ κι ο Φλυν ζουν μια ζωή-φάντασμα, με την αστυνομία στο σβέρκο τους και τον ρεαλιστικό κίνδυνο φυλακής. Ο Σολ δραπετεύει κι αυτός. Ο Τζέσι προσπαθεί, αλλά και μόνο στην απόπειρα, βλέπει τον μανιακό Τοντ να δολοφονεί στην ψύχρα την Άντρεα μπροστά στα μάτια του δίχως καν να το σκεφτεί δευτερόλεπτο.

Κι ο ίδιος; Μόνος, στη μέση του πουθενά, με μόνη παρέα τον εφιάλτη του καρκίνου που έχει επιστρέψει, και ένα μάτσο χρήματα που δεν έχει τι να τα κάνει, εκ των πραγμάτων. Προσπαθεί να τα στείλει στην οικογένειά του, κι ο γιος του τον διαολοστέλνει, στο προαναφερθέν τηλεφώνημα. (“Γιατί είσαι ακόμα ζωντανός; Απλά ψόφα.”) Τα προσφέρει στον μεσάζοντα που παίζει ο Ρόμπερτ Φόρστερ(*) απλά για να του κάνει παρέα για δυο ώρες παραπάνω. Εκείνος φυσικά δεν ενδιαφέρεται να το παίξει φιλαράκι στον Γουώλτ, κόβει την τράπουλα και διαπραγματεύεται τις δύο ώρες σε μία. Ξέρει ποιον έχει απέναντί του και δεν έχει κανέναν λόγο πλέον να προσποιηθεί τίποτα.

(*Πόσο τέλειο που ήταν αυτός εδώ, και πόσο τέλειο που δεν το περιμέναμε και δεν είχαμε ιδέα; Να, ακόμα και στην εποχή του twitter και της 24/7 τηλε-κάλυψης, υπάρχει τρόπος να μείνουν κάποια πράγματα κρυφά.)

Κανείς δεν προσποιείται τίποτα πια, κι αυτή είναι η πραγματικότητα του Γουώλτ. Μόνο απόκρημνες αλήθειες.

Όταν ζητάει από τον χαρακτήρα του Φόρστερ να δώσει στην οικογένειά του τα λεφτά όταν μια μέρα, αναπόφευκτα, τον βρει νεκρό, εκείνος του απαντάει “αν σου πω ναι, θα με πιστέψεις;”

Ο Γουώλτ μπροστά σε αυτό το ευρύτερο κοινό συναίσθημα, έχει παραιτηθεί. Δεν έχει τρόπο να κάνει τίποτα. Κρεμάει το καπέλο του Χάιζενμπεργκ, δεν πάει να αποδράσει, ο γιος του δεν δέχεται να πάρει λεφτά από αυτόν, η βέρα του κυλάει από το αδυνατισμένο δάχτυλό του. Όλα είναι αποσύνθεση, τέλμα, και τέρμα.

Και δοσμένα όλα με φανταστική φροντίδα και λεπτομέρειες που δε σου κοπανάνε με βία το κεφάλι, από τον σεναριογράφο/σκηνοθέτη Πίτερ Γκουλντ. Υπό μία έννοια, είναι το μόνο είδος επεισοδίου που μπορούσε να ακολουθήσει κάτι σαν το “Ozymandias”. Και σε κατεύθυνση, και σε περιεχόμενο, και σε ένταση. Ο κάμερα του Γκουλντ εστιάζει σε αντικείμενα και σε συμπεριφορές χαμένες σε κάποια μακρινή γωνία, που όμως σημαίνουν τα πάντα.

Δες τον Τοντ να αγγίζει τη Λύντια για να της διώξει κάποια τρίχα από το παλτό της. Δες το καπέλο του Χάιζενμπεργκ. Τη βέρα του Γουώλτ. Το χαμογελάκι του Τοντ στην ομολογία του Τζέσι. Η αδυσώπητη εκδοχή της σειράς των προηγούμενων εβδομάδων είναι φανταστικό, αλλά αυτό εδώ ήταν παλιομοδίτικο “Breaking Bad” όσο δεν πάει.

Και πάνω που αρχίζεις να συνηθίζεις την εφιαλτική πραγματικότητα, και κυρίως πάνω που την έχει δεχτεί ο Γουώλτ, όλα αλλάζουν. Ύστερα από αυτό που ουσιαστικά ήταν το τηλεφώνημα παράδοσής του, ο Γουώλτ πετυχαίνει τους παλιούς του συνεργάτες, τον Έλιοτ και τη Γκρέτσεν, να δίνουν συνέντευξη στον Τσάρλι Ρόουζ. (Και πόσο τέλειο θα ήταν αν στους τίτλους αρχής δεν είχε αποκαλυφθεί πως θα εμφανιστούν οι δύο ηθοποιοί, για όποιον αναγνωρίζει τα ονόματά τους.) Είναι επιτυχημένοι φυσικά, και κυρίως αρνούνται κάθε σύνδεση με τον Γουώλτ.

Τι είναι αυτό που έστριψε μέσα του εκείνη τη στιγμή; Κάθε άρνηση και κάθε απομάκρυνση από την οικογένειά του, τους φίλους του, τους συνεργάτες του, τον έσπρωχνε πιο βαθιά στην τρύπηα της παραίτησης. Όμως τη στιγμή που αμφισβητήθηκε η επιστημονική του ακεραιότητα, έγινε έξαλλος και άλλαξαν όλα. Άφησε το μπαρ άδειο και επέστρεψε, υποθέτει κανείς, στα flash-forward που έχουμε δει ως τώρα. Επιστρέφει, όπως περιμέναμε, αλλά δεν είμαστε σίγουροι γιατί, για ποιον, και πώς. Τι σκοπεύει να κάνει; Και κυρίως, ποιος είναι;

Ο Γουώλτ, όλοι μας υπενθυμίζουν καθόλη τη διάρκεια του επεισοδίου, έχει πεθάνει. Ο Χάιζενμπεργκ, κρέμασε το καπέλο του. Ποιος είναι λοιπόν αυτός που επιστρέφει σπίτι; Είναι τέλειο που δεν ξέρουμε, γιατί σημαίνει και πως δεν έχουμε ιδέα τι να περιμένουμε από αυτόν. Διόλου τυχαίο εξάλλου, πως σε αυτή τη σημαδιακή σκηνή ακούγεται -για πρώτη φορά αν δεν απατώμαι, στη διάρκεια της σειράς- η μουσική τίτλων αρχής ως μουσική μες στο επεισόδιο.

Είναι λες και το “previously on” μόλις έχει τελειώσει. Πέφτουν τίτλοι αρχής. Τώρα. Το παρελθόν είναι παρελθόν, και το τελευταίο ταξίδι μόλις αρχίζει. Το “Breaking Bad” ξεκινά.