ORIGINALS

17 χρόνια μετά κι ακόμα δεν μπορώ να ξεπεράσω τη φάρσα στον Παϊτέρη

"Είσαστε καλά ρε; Πώς πετάτε τον άνθρωπο στη θάλασσα ρε;".

Δεν μπορώ να την ξεπεράσω, δεν γίνεται, είναι απλό, δεν γίνεται με τίποτα, τη σκέφτομαι σε άσχετες και σχετικές στιγμές, γελάω μόνος μου σαν τον κουτό, ξαναβλέπω το βίντεο, πιέζω κι άλλους να δουν το βίντεο, ξαναπιέζω αυτούς τους άλλους δηλαδή τους ίδιους να ξαναδούν το βίντεο, λέω ατάκες από εκεί μέσα αριστερά δεξιά, ατάκες που δεν είναι καν αστείες, απλά είναι από εκεί μέσα και αυτό μου αρκεί, και καταλήγω πάλι μόνος, κατάμονος να γελάω σαν τον κουτό.

Δεν μπορώ να την ξεπεράσω, απλά θα γελάω για πάντα.

Θα βλέπω μια εικόνα και θα γελάω.

 

Θα θυμάμαι μια ατάκα και θα γελάω.

 

Κι άλλη μία.

 

Δεν ξέρω αν το θυμάσαι, αν το είχες δει τότε, το 2002, αλλά η φάρσα που μυρίζει καλοκαίρι έγινε χειμωνιάτικα πάνω σε ένα φέρυ που πήγαινε στη Σαλαμίνα και για επιβάτη της είχε τον άνθρωπο που κατάφερε να αλλάξει τέσσερα κόμματα και να μην εκλεγεί ποτέ με κανένα.

Ο Βασίλης Παϊτέρης, πριν αρχίσει να γυρίζει τα κόμματα, γύριζε πόλεις και χωριά παίζοντας τις μουσικές του και σε ένα τέτοιο μίνι ταξίδι, του σκάσανε την καλύτερη φάρσα, του σκαρώσανε ένα τέτοιο ωραίο καλαμπουράκι, που τι να σας πω βρε παιδιά;

Άλλο πράμα.

Ρίχνανε κόσμο στη θάλασσα, σκεφτείτε αυτό, αν είναι δυνατόν, ΡΙΧΝΑΝΕ ΚΟΣΜΟ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ χειμωνιάτικα επειδή δεν είχανε εισιτήριο και λέγανε “ε, τι να κάνουμε, έτσι είναι ο κανονισμός. Εσείς κύριε; Έχετε εισιτήριο;”.

Πριν κανά μήνα πάλι το συζητούσαμε εδώ στο γραφείο και βγάζαμε υπέροχα πνιχτά γελάκια.

Οι διάλογοι, οι δικαιολογίες του πληρώματος για τα αναγκαστικά μακροβούτια (“Υπάρχει ειδική απόφαση, κύριε”… Τι στο διάλο σημαίνει “ειδική απόφαση”, τρε λαί νο μαι) και η κορύφωση του δράματος, με τον Παϊτέρη να ψάχνει τα εισιτήρια για να μην κάνει παρέα στα ψάρια, είναι όλα μία μαγεία.

 

“Παιδιά και τον κύριο”. Έτσι απλά.

Άπειρες θαυμαστές στιγμές.

Πχ η μιλημένη μάνατζερ, που βλέπει προηγουμένως να πετάνε έναν άλλον μιλημένο στη θάλασσα και του λέει “Βασίλη, έλα να δεις” και αυτός πάει να δει.

 

Εδώ χάνει λίγο η σκηνή. Σε γκιφ ή τζίφ είναι πολύ πιο δυνατή.

 

Ή του λέει του ελεγκτή ο Παϊτέρης “σε ποια εποχή ζούμε ρε παιδιά;”, εννοώντας “σε ποια εποχή ζούμε ρε ζώα και πετάτε ανθρώπους στη θάλασσα για ένα εισιτήριο” και αυτοί του απαντάνε “στο 2002, κύριε”.

Ξανά μπράβο στους υπέροχους ηθοποιούς που βουτούσαν με αυτοθυσία.

 

Και βέβαια ένα τεράστιο μπράβο και στον Παϊτέρη, που μπήκε στη μέση για να υπερασπιστεί ένα κάρο αγνώστους, να παλέψει για το δίκιο, χωρίς να έχει κάτι να κερδίσει, μόνο να χάσει, χωρίς να πει στιγμή “ρε ξέρεις ποιος είμαι εγώ;”, χωρίς να ξέρει ότι τον τραβούν οι κάμερες. Δεν γίνεται να μην το συμπάθησες έστω και λίγο μετά απ’ αυτό.

 

Και για να συνεχίσουμε, αφού έχουν συμβεί όλα αυτά και βρισκόμαστε λίγο πριν τον πετάξουν στη θάλασσα και αρχίσει να τραγουδάει τα ‘Λόγια κλειδωμένα’ στα ψάρια και στα χταπόδια…

 

 …εκείνη την ώρα εμφανίζεται ο Φερεντίνος.

Και βλέποντας τις φάτσες τους νιώθεις ότι για κάποια -έστω λίγα- δευτερόλεπτα, ο ένας φλέρταρε με το έμφραγμα και ο άλλος με το μπουκέτο στη μάπα.

 

Δες τη φάρσα, είναι σχεδόν έξι λεπτά, και δεν θα μετανιώσεις ούτε για ένα απ’ αυτά.