Alfredo Capozzi / HBO
ΝΤΙΕΓΚΟ ΜΑΡΑΝΤΟΝΑ

Ο Μαραντόνα με τα λόγια του κινηματογραφικού βιογράφου του

«Ποιος ξέρει πόσο θα είναι εδώ… Ξέρεις, πάντα υπάρχει αυτή η αγωνία με τον Ντιέγκο». Ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ 'Diego Maradona' μιλάει τη συνάντηση με έναν θρύλο.

Μπορούσε κανείς να το δει στο βλέμμα και στα λόγια του Άσιφ Καπάντια, του βραβευμένου με Όσκαρ δημιουργού αριστουργηματικών βιογραφικών ντοκιμαντέρ σαν το ‘Senna’ και το ‘Amy’. Μιλουσε για τον Μαραντόνα σα να είναι κάτι το άτρωτο, το υπερβατικό, αλλά και σα να είναι ο πιο τρωτός και πληγωμένος άνθρωπος που είχε συναντήσει ποτέ του.

Γιατί εκείνος, περισσότερο από όλους μας, είχε έρθει κοντά στον θρύλο, τον είχε μελετήσει μέσα από εκατοντάδες ώρες σπάνιου αρχειακού υλικού, του είχε μιλήσει για ώρες σε μια κατ’ιδίαν συνέντευξη δίχως κάμερες και δίχως παρατρεχάμενους- και ήξερε. Πόσο πολύ αυτή η μυθικά ανθρώπινη φιγούρα έμοιαζε ανά πάσα στιγμή κοντά στην καταστροφή, αλλά και πόσο παρέμενε μέχρι τέλους κάτι το αδιανόητα larger than life.

To ντοκιμαντέρ ‘Diego Maradona’ είναι διαθέσιμο για θέαση στον on demand κατάλογο του COSMOTE TV PLUS.

Το περασμένο καλοκαίρι βρέθηκα στην Ελβετία για το κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Λοκάρνο κι εκεί συνάντησα τον Καπάντια για να μιλήσουμε για τον Ντιέγκο Μαραντόνα (και για το ‘Diego Maradona’) για λογαριασμό του Contra.gr, όπου μπορείτε να διαβάσετε και ολόκληρη τη συνέντευξη- με την αφορμή τότε, της κυκλοφορίας της ταινίας στις Ελληνικές αίθουσες.

Ως αποχαιρετισμό στον μεγάλο Ντιέγκο, ξεχωρίζουμε κάποια αποσπάσματα από εκείνη την κουβέντα με τον σκηνοθέτη που ρίχνουν φως στην ψυχοσύνθεση αλλά και το μεγαλείο της περσόνας του Maradona, όπως και μια απίθανη διήγηση για την επεισοδιακή τους συνάντηση.

***

Για το λόγο που διάλεξε τον Μαραντόνα ως θέμα:

«Τον διάλεξα γιατί στην εποχή μου είναι ο καλύτερος αλλά και είναι χαρακτήρας, είναι προσωπικότητα. Όχι επειδή είναι σπουδαίος ποδοσφαιριστής, αλλά για το δράμα στη ζωή του. Ήξερα πως μπορούσε να γίνει τόσο καλή ταινία. Για αυτό που έκανε εκτός γηπέδου, όσο και μέσα. Περιέργως αυτά τα δύο δένουν μεταξύ τους. Έπαιζε στο γήπεδο με τον τρόπο που ζούσε και έξω από αυτό. Έχει να κάνει με τη Νάπολι, με την πόλη, με το πού προήλθε, με το ότι κερδίζει αυτό το ματς με την Αγγλία που ήταν μόλις σε πόλεμο, πάει στην Ιταλία, τα βάζει με τον βορρά της Ιταλίας, έχει παιδιά που αρνείται να αναγνωρίσει, έχει σχέση με τη μαφία… Όλα αυτά είναι λόγοι που ήθελα να κάνω την ταινία. Δε θα έκανα ποτέ ταινία για κάποιον που απλώς είναι καλός στο ποδόσφαιρο».

Για την απίθανη ιστορία της συνάντησής τους:

«Την πρώτη φορά που τον γνώρισα, πήγα στο Ντουμπάι, πήρα μαζί μου συνεργείο γιατί είπα δεν ξέρω πώς είναι τώρα, σε τι κατάσταση, ίσως να πρέπει να το φιλμάρω με κάμερα για να έχω τη συνέντευξη, ποιος ξέρει πόσο θα είναι εδώ… Ξέρεις, πάντα υπάρχει αυτή η αγωνία με τον Ντιέγκο. Πήρα λοιπόν συνεργείο, πήρα κάμερα, μεταφραστές, τεχνικούς ήχου, οι παραγωγοί μου που ήθελα να τον γνωρίσουν. Πήγαμε Ντουμπάι όλοι, και δεν είναι φτηνό, αλλά πήγαμε επειδή οι άνθρωποί του είπαν πως τότε είναι διαθέσιμος. Οπότε το κλείσαμε, πάμε Δευτέρα, κλείνουμε στούντιο για τη συνέντευξη, τι ώρα να αρχίσουμε; Όχι πολύ νωρίς μας λένε, κλείστε το 11. Λέμε ωραία, 11. Είμαστε εκεί, περιμένουμε, 11 η ώρα, τίποτα, 12, τίποτα, τηλεφωνούμε, λένε αργεί, ΟΚ, περιμένουμε. 1, τίποτα, 2, τίποτα, μας λένε ίσως αύριο, δε νιώθει καλά. Λέμε ΟΚ, τα μαζεύουμε και φεύγουμε. Την επόμενη μέρα επιστρέφουμε με το συνεργείο. Τίποτα. 11, τίποτα, 12 τίποτα, ‘ίσως αύριο’. ΟΚ, την επόμενη μέρα δεν κλείσαμε καν στούντιο. Περιμέναμε στο ξενοδοχείο. Τετάρτη πια. Τίποτα πάλι, μας λένε πάλι ‘ίσως αύριο’.

Πάει Πέμπτη. Και τώρα πια εγώ λέω, ξέρετε τι, πάω σπίτι. Είναι πρόβλημα αυτό που συμβαίνει, απλά σπαταλάμε χρήμα. Τους λέω, έχω κάνει δύο ταινίες, ‘Senna’ και ‘Amy’, που δεν συνάντησα καν τους ανθρώπους. Αν πρόκειται να πάει έτσι, θα κάνω την ταινία χωρίς να τον συναντήσω, κανένα πρόβλημα. Οπότε τους λέω, πάω σπίτι, αλλά θα ήθελα απλά να πω ένα γεια, ήρθαμε ως εδώ για να τον συναντήσουμε. Μίλησα με έναν από την ομάδα του, λέω ας πούμε απλά γεια γιατί πάω σπίτι. Όχι όχι μου λέει, αύριο ίσως, εγώ λέω δεν περιμένω αύριο, έχω ζωή, θέλω να πάω σπίτι, δεν βρίσκω ενδιαφέρον το να ακολουθώ διάσημους τριγύρω, είναι το πιο βαρετό πράγμα του κόσμου. Δεν το κάνω! Απλά θέλω να πω ένα γεια. Οπότε πήγα εκεί, τον γνώρισα, μιλήσαμε 5 λεπτά, πολύ ευγενικός ήταν, ήρθε κάτω, μιλήσαμε. Δεν φαινόταν πολύ καλά. Δώσαμε τα χέρια, πήραμε μια φωτογραφία, κι έφυγα. Δεν επέστρεψα για έναν χρόνο. Οπότε ήμουν ΟΚ, θα κάνω την ταινία για αυτόν με τον δικό μου τρόπο.

Τελικά οι άνθρωποί του επικοινώνησαν μαζί μας. ‘Θα του πάρεις συνέντευξη; Είναι έτοιμος να μιλήσει’. Λέω, είστε σίγουροι ότι είναι έτοιμος; Λένε ναι. Αυτή τη φορά δεν πήρα καν κάμερα. Η πρώτη συνέντευξη σκόπευα να είναι με κάμερα, αλλά το πρόβλημα είναι πως η κάμερα φέρνει μαζί ανθρώπους και entourage και δεν το θέλω. Αν φέρω εγώ συνεργείο θα φέρει κι εκείνος entourage. Και ξαφνικά όλοι οι παρατρεχάμενοι έχουν τον έλεγχο. Οπότε λέω, γάμα το. Χωρίς κάμερα. Εγώ, εσύ, ένα μικρόφωνο. Ενδιαφέρον πώς αυτό το έκανε ευκολότερο να φτάσω σε αυτόν. Κι αν δεν αισθανόταν καλά σήμερα θα ήταν ΟΚ, γιατί δεν θα ξοδεύαμε λεφτά τουλάχιστον.

Επίσης, αν φέρεις κάμερα οι άνθρωποι ερμηνεύουν, παίζουν. Νιώθουν πως πρέπει να σου δώσουν κάτι, ανησυχούν για τα μαλλιά τους, τα ρούχα τους… Δεν τα χρειάζομαι όλα αυτά. Κάποιες φορές όταν έκανα συνεντεύξεις για το ‘Senna’ ή το ‘Amy’, κάποιες συνεντεύξεις είναι 5 ώρες. Θέλω οι άνθρωποι να ξεχνάνε ότι τους παίρνω συνέντευξη. Θέλω απλά να μιλάνε. Πολύ δημοσιογραφικό. Δεν θέλω κανείς να έχει συναίσθηση της διαδικασίας. Ενώ με την κάμερα, δεν μπορείς ποτέ να αγνοήσεις μια κάμερα. Οπότε αποφάσισα να ξεφορτωθώ την κάμερα. Ήταν ευκολότερο να πάρω ειλικρίνεια όταν είχα μόνο ήχο».

Για το πώς κατάφερε να γίνει ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στον κόσμο:

«Νομίζω είναι πολύ έξυπνος, μπορεί να μην είχε ακαδημαϊκή εκπαίδευση αλλά λίγοι ποδοσφαιριστές τότε είχαν αυτή την ευκαιρία. Νομίζω πραγματικά πως είναι πανέξυπνος. Είναι street smart, είναι παλιομοδίτης ποδοσφαιριστής που προπονήθηκε, και προπονήθηκε πολύ, ήξερε πως είναι διαφορετικός, και βρήκε τρόπο ώστε όσες φορές κι αν τον κλωτσήσουν, να σηκωθεί ξανά όρθιος. Βοήθησε κι η προέλευσή του σε αυτό. Έχει μέσα του τρομερό κίνητρο. Αυτό είναι ο Μαραντόνα. Είναι αποφασισμένος και σκληρός. Αλλά μετά υπάρχει κι ο Ντιέγκο, η πιο ευαίσθητη πλευρά. Που είναι καλός ομαδικός παίχτης. Οπότε κάνει όλους τους γύρω του καλύτερους.

Γιατί πιστεύω ότι είναι σπουδαίος; Πήγε σε μια ομάδα, τη Νάπολι, που δεν είχε κερδίσει πριν ούτε κέρδισε έκτοτε, και κέρδισε αυτό που νομίζω πως είναι το δυσκολότερο πρωτάθλημα που έχει υπάρξει ποτέ στο ποδόσφαιρο. Το ιταλικό ποδόσφαιρο στα ’80s ήταν το δυσκολότερο, όλοι οι καλύτεροι ποδοσφαιριστές του κόσμου ήταν στην Ιταλία κι εκείνος πήγε σε μια ομάδα χωρίς σταρς που δεν είχε κερδίσει τίποτα πριν ή μετά, και κέρδισε 2 φορές. Αυτό είναι τρομερό επίτευγμα. Κανείς παίχτης δε θα μπορούσε να το κάνει αυτό τώρα».

Για το αν είναι τελικά ήρωας ή αντι-ήρωας:

«Ειλικρινά, είναι πάντα και τα δύο. Δε μπορείς ποτέ να τον βάλεις σε μια μόνο πλευρά. Το ποδόσφαιρο είναι παιχνίδι δύο ημιχρόνων. Είναι ήρωας, είναι αντιήρωας. Είναι άγγελος, είναι διάβολος. Είναι ιδιοφυΐα, είναι απατεώνας. Είναι Ντιέγκο, είναι Μαραντόνα. Όλα αυτά, όλες οι αντιθέσεις, πάντα, δεν ξέρεις ποτέ τι επικρατεί. Είναι και τα δύο, και πολλές φορές είναι και τα δύο την ίδια ακριβώς στιγμή.

Όταν βλέπω το αρχειακό υλικό στην ταινία, βλέπω κάποιον που νέος έχει καλή καρδιά, είναι ένας πολύ καλός τύπος, αλλά κάπου στη διαδρομή αυτός ο χαρακτήρας σκληραίνει και χάνεται και γίνεται κάποιος άλλος. Το βλέπω στα μάτια του όταν κοιτάζω το πρόσωπό του. Είναι δυστυχισμένος. Αλλά υπήρχε μια στιγμή που ήταν γεμάτος ζωή και χαρά και αθωότητα. Και κάτι έγινε, δεν ξέρω αν είχε να κάνει μόνο με την επιτυχία και τη φήμη, αλλά ειδικά για αυτόν κάτι εμφανώς αλλάζει. Το φως σβήνει».

Για το πώς του θυμίζει την Έιμι Γουάινχαους και τον Άιρτον Σέννα:

«Ο Ντιέγκο μοιάζει με την Έιμι ως προς το πως κι οι δύο είναι φιγούρες με μια τραγική διάσταση που οι άνθρωποι γύρω τους εκμεταλλεύτηκαν. Δεν το είχα σκεφτεί πριν αλλά κάνοντας την ταινία διαπίστωσα πως είναι σχεδόν σα να αρχίζει όπως το ‘Senna’ και μετά να εξελίσσεται στην ‘Amy’, και τελικά είναι ο Ντιέγκο. Είναι ένας λατίνος ήρωας που νομίζεις πως είναι ένας μάτσο τύπος αλλά είναι πολύ ευαίσθητος και χαμένος και απλά θέλει την οικογένειά του. Αλλά όταν είσαι ποδοσφαιριστής, νέος, σε παίρνουν από την Αργεντινή στην άλλη άκρη του κόσμου και σου δίνουν λεφτά και ένα σωρό πράγματα και περιμένουν να ανταπεξέλθεις, τη στιγμή που δεν είχες λεφτά μεγαλώνοντας, ούτε εκπαίδευση.

Μεγάλο μέρος αυτών των ταινιών είναι να πάρεις το υλικό, να το βάλεις στη μεγάλη οθόνη και να εστιάσεις στα μάτια τους. Μπορείς να δεις την ιστορία στα μάτια και στο πρόσωπό του, μπορείς να δεις ότι είναι χαμένος κι ότι έχει μπλέξει, θέλει να φύγει, θέλει να δραπετεύσει, αλλά μέσα σε αυτή τη μηχανή, όταν μπορείς να κάνεις λεφτά για κάποιον, τότε κανείς δε σε αφήνει να φύγεις.

Αυτό που κάνει τη διαφορά στον Μαραντόνα, είναι ότι είχε παιδιά. Κι ότι πρόλαβε να μεγαλώσει. Νιώθω ότι ο λόγος που η ιστορία του είναι διαφορετική από τον Σένα και την Έιμι είναι πως είναι μαχητής του δρόμου, απλά επιβιώνει, ανακηρύσσεται νεκρός και μετά απλά επιστρέφει, ανασταίνεται ξανά και ξανά. Αλλά τα παιδιά του παίζουν μεγάλο ρόλο, κάθε φορά που φτάνει στα άκρα νομίζω τα παιδιά κι η αθωότητά τους τον φέρνουν πίσω. Όταν φτάσεις μια ηλικία και μετά έχεις άλλες ευθύνες, και τα παιδιά είναι κλειδιά στην ιστορία του. Καλώς ή κακώς, επειδή μέρος της ιστορίας του είναι να αρνείται τα παιδιά του, που εκεί μπαίνουν πολλά ζητήματα περί εθισμού».

Για τη Νάπολη και τον θεό της:

«Για μένα, με αυτό το φιλμ θέλω οι άνθρωποι να ξέρουν πώς είναι να ήσουν στη Νάπολη στα ’80s, είναι κάτι το παλαβό! Μέρος της Νάπολης είναι η καμόρα, το ποδόσφαιρο, η κουλτούρα, η οικογένεια, και το πώς άντρες, γυναίκες και παιδιά, όλοι αγαπούσαν αυτόν τον έναν τύπο, σαν θρησκεία».

*Ολόκληρη η συνέντευξη στο Contra.gr. To ντοκιμαντέρ ‘Diego Maradona’ είναι διαθέσιμο για θέαση στον on demand κατάλογο του COSMOTE TV PLUS.