OPINIONS

Παρελθοντολαγνεία, η ανίατη ασθένεια του μέλλοντος

Τι πάει λάθος με τους άνευ όρων παραδομένους στο "Δεν βγαίνουν πια τέτοιες μπάντες, τέτοιοι παίκτες, τέτοιες ταινίες";

Όλα κι όλα. Υπάρχουν γήπεδα στα οποία δεν γίνεται να τα βάλεις με το παρελθόν, όπως για παράδειγμα τα δισδιάστατα παιδικά που μας μεγάλωσαν. Τους λατρεμένους μες στην απλότητά τους Flintstones, τα Χελωνονιντζάκια, τους Transformers (που δεν απειλούσαν να βγουν απ’ την οθόνη όπως η Σαντάκο ή οι Transformers νέας γενιάς), τους σαν σε μονοκάμερο γυρισμένους πρώιμους Power Rangers. Τι γίνεται σήμερα; Πέφτεις τυχαία στο Starland του Star Channel και κινδυνεύεις με επιληψία. Τα παλιά παιδικά κερδίζουν τα καινούργια άνευ αγώνα.

Από την άλλη, αντίστοιχα με αυτό των παλιών παιδικών, υπάρχουν γήπεδα όπως η απείρως πιο κρίσιμη από παλιά σύγχρονη τεχνολογία, που είναι αληθινά φρούρια. Κανένα τεχνολογικό ψίχουλο του παρελθόντος δεν τα βάζει με τους ουρανοξύστες των σημερινών εφαρμογών της τεχνολογίας στη ζωή μας. (Εξαιρούνται κατ’ εξαίρεσιν τα εφέ του πρώτου Terminator).

Το να νοσταλγούμε και το να μας λείπουν συγκεκριμένες σελίδες του παρελθόντος δεν είναι πρόβλημα, αλλά βαθιά ανάγκη. Το να βάζουμε όμως προσεκτικά σε γυάλα κάθε τι πάλαι ποτέ ένδοξο ενώ το συγκρίνουμε με το σημερινό του αντίστοιχο, δεν ξέρω τι ακριβώς ικανοποιεί. Αν το πρόβλημα πίσω από τέτοιες συμπεριφορές είναι ο υστερικός βομβαρδισμός από κι άλλες, κι άλλες, κι άλλες πληροφορίες, η παρελθοντολαγνεία είναι η ψευδο-λύση αυτού του προβλήματος.

Η παρελθοντολαγνεία στην ποπ κουλτούρα

Θα ήταν προτιμότερο να κάνεις εμετό στο φρεσκοπλυμένο αυτοκίνητο ενός φανατικού των Beatles παρά να υπονοήσεις ότι μια μεταγενέστερη των σκαθαριών μπάντα έχει τολμήσει να γράψει καλύτερη ή πιο fun ή πιο πλήρη νοημάτων μουσική. Συγγνώμη Θέμη Καίσαρη, δεν θέλω επ’ ουδενί να σου λερώσω το αυτοκίνητο.

Το να μην τσακώνεσαι στα λεωφορεία και τα ταξί για τους Beatles δεν σημαίνει ότι δεν τους αναγνωρίζεις ως μία από τις πιο επιδραστικές μπάντες της Ύπαρξης. Κι εγώ μετάνοιες κάνω στους Pink Floyd, αλλά δεν θα με πιάσουν και ψυχοσωματικά αν περάσω ένα εξάμηνο ακούγοντας οτιδήποτε άλλο. Λογικά πάλι στους Floyd θα κάνω μετάνοιες μετά το εξάμηνο, αλλά η μουσική μου πολυκατοικία(-πύργος της Βαβέλ) θα έχει πέντε-έξι καινούργιους ενοίκους. Και αυτό είναι κάτι καλό. Κάτι που αγαπώ να μου συμβαίνει.

Βλέπεις, το κακό χούι της παρελθοντολαγνείας δεν είναι τόσο το ότι μένεις προσκολλημένος σε κάτι που σ’ έχει σημαδέψει, όσο το ότι σε αναγκάζει να ξεκινάς εκστρατείες κατά όλων των υπολοίπων. Οι παρελθοντολάγνοι τείνουν να γίνονται απόλυτοι και εχθρικοί με τους αλλόθρησκους, σε μια εποχή που μας διδάσκει με όποιον τρόπο μπορεί ότι οι φανατισμοί και τα οπαδιλίκια δεν χωράνε πια εδώ.

 

Το βασικό μου παράπονο απ’ τους μουσικούς παρελθοντολάγνους είναι το πόσο απροκάλυπτα παραβλέπουν ότι οι μπάντες που αποθεώνουν -γιατί κακά τα ψέματα, για οπαδούς των Beatles ή των Floyd μιλάμε τις περισσότερες φορές- παίζουν στα αυτιά μας δεκαετίες περισσότερες απ’ ό,τι αυτές που απορρίπτουν ως λίγες και ανεπαρκείς. Εννοώ ότι οι Beatles θα είναι για πάντα πιο ιστορικοί (και εν προκειμένω πιο σημαίνοντες) από το 99% των συγκροτημάτων που σχηματίστηκαν από το ’60 και μετά. Νόμος της ζωής, της μουσικής και του χωροχρόνου.

Πριν συνεχίσω με τα αθλητικά, να περάσουμε μια στιγμή στο γήπεδο ‘Σειρές/Ταινίες’ για να ακούσουμε ένα σωρό φίλους μας να μιλάνε δίκαια για τις ταινιάρες που έχει γυρίσει πριν τα 00s και τις ντροπές που έχει γυρίσει έκτοτε ο Robert De Niro, βγάζοντας βαρυσήμαντα συμπεράσματα της βαρβάκειου αισθητικής: “They don’t make them like that anymore”.

Σίγουρα φίλε του De Niro, δεν βάζεις του Φόκερς ούτε στην ίδια ήπειρο με τον Ταξιτζή, αλλά μήπως δεν αρκεί ένα ατράνταχτο επιχείρημα για την τόσο θαρραλέα εκτίμηση “Τίποτα δεν είναι σαν το παλιό σινεμά”. Κάτι τέτοια ακούνε και οι fans των ‘Friends’ και μηδενίζουν περίπου δέκα καλύτερες (απ’ όλες τις απόψεις) πιο πρόσφατες ξένες σειρές στην καθισιά τους.

Με έναν τρόπο, το ίδιο ισχύει και για τους οπαδούς των Απαράδεκτων. Αν δεν το πρόσεξες, τα τελευταία 2-3 χρόνια είναι πάρα πολύ χιπ να αποθεώνεις τους Απαράδεκτους. Δώσ’ του blogs και δώσ’ του tumblrs και δώσ’ του αποθέωση. Πού ήταν οι τόσο ενθουσιώδεις φαν των Απαράδεκτων πριν 7-8 χρόνια; Τέλος πάντων, συγγνώμη για την αυτιστική μου επίθεση στο χιπ, επιστρέφω στη συζήτηση.

Με κάποιον ακαταλαβίστικο τρόπο, οι φίλοι των Απαράδεκτων δεν έχουν γελάσει με τίποτα ελληνικό τα τελευταία 23 χρόνια. Αντιθέτως, με τους Απαράδεκτους που έσφυζαν από νοήματα και χιούμορ για ενήλικες, ξεκαρδίζονταν στα 8 τους. Τα λες και παιδιά-θαύματα.

Η παρελθοντολαγνεία στον αθλητισμό

Μου πήρε κάμποσα χρόνια, αλλά κατάλαβα τον πραγματικό λόγο που αποκαλούμε βασιλιά των σπορ τον στίβο. Τα αθλήματα του στίβου είναι ό,τι πιο δίκαιο έχουμε δει στα σπορ. (Εξαιρούνται στιγμές όπως ο τελικός της Πατουλίδου, αλλά δεν έχουμε καμία ένσταση γι’ αυτό). Τα 100 μέτρα θα είναι πάντα 100 μέτρα και θα τα κερδίζει ο πιο γρήγορος. Το ύψος θα είναι πάντα το ύψος και θα το κερδίζει αυτός που πηδάει πιο ψηλά. Χάρη σε αυτά τα βασικά, έχουμε γλιτώσει από στιβικούς παρελθοντολάγνους.

 

Και κάπου εδώ περνάμε στο μπάσκετ και το ποδόσφαιρο. Η τάση της γενιάς μας είναι να υποτιμά όλο και πιο κυνικά τον Πελέ και να τραγουδάει “Ντιέεεεεγκο, Ντιέεεεεγκο” κάθε φορά που το σκουριασμένο δίλημμα ‘Πελέ ή Μαραντόνα’ πέφτει στο τραπέζι. (Θα το προσπεράσω έτσι αυτό, γιατί υποθέτω ότι το να μισείς τον Πελέ είναι το ίδιο χιπ με τα να αποθεώνεις τους Απαράδεκτους στα 10s).

Αν πιάσεις έναν μαραντονικό και του μιλήσεις για την πιθανότητα να έχει παίξει μπάλα κάποιος καλύτερος από τον Ντιέγκο, θα αρχίσει να σε δέρνει με το χέρι του Θεού. Ποιος Μέσι, ποιος χοντρός Ρονάλντο, ποιος λεπτός Ρονάλντο; ΜΑΡΑΝΤΟΝΑ. Γιατί; Γιατί έτσι. Γιατί έβαλε το γκολ του αιώνα το ’86, γιατί κόλλαγε την μπάλα στο κεφάλι, γιατί ντρίμπλαρε και μπροστά από το ΑΤΜ, γιατί πήρε ένα μουντιάλ μόνος του. Προφανώς μιλάμε για έναν από τους πέντε πιο υπέροχους καλλιτέχνες του ποδοσφαίρου, αλλά για όσο δεν θα μάθουμε τι θα έκανε στα σημερινά γήπεδα ο 25άρης Ντιέγκο ή τι θα έκανε στα 80s γήπεδα ο σημερινός Λιονέλ ή ο αυριανός Γκιγιέρμο-τυχαίο-όνομα.

Και πάλι όμως. Πες ότι δεχόμαστε ότι ο Μαραντόνα είναι ο καλύτερος όλων των εποχών (έτσι κι αλλιώς, άλλο είναι το θέμα μας). Η ερώτηση είναι η εξής απλή: Σταμάτησες να βλέπεις μπάλα απ’ τη μέρα που κρέμασε τα παπούτσια του; Έσπασες τις τηλεόρασεις; Έσκασες όλες τις μπάλες του κόσμου; Όχι, όχι και όχι. Γιατί λοιπόν στερείς από τον εαυτό σου τη χαρά και τη λαχτάρα να υποκλιθεί στα τρικ ενός, δύο, δέκα καινούργιων μάγων της μπάλας;

Μνημόσυνα, εντατικά και καθημερινά, και για τον αθλητή Michael Jordan. Και δώσ’ του κοσμητικά επίθετα για τον (ποιον) LeBron (μωρέ;) που δύσκολα θα είχε θέση στους Bulls των 90s, λες και δεν μπορεί να παίξει όποια θέση θέλει από το 1 μέχρι το 3 ή λες και ο Ron Harper έχει σταματήσει να ευχαριστεί τον Θεό που τον έστειλε στο Σικάγο το 1994.

Προς τι τόσο τυφλό μένος αδέρφια; Διαστημικός ο Michael Jordan, ο θεός ο ίδιος, αλλά αλήθεια τώρα, ποια είναι η τελευταία φορά που είδατε ΝΒΑ; Και πώς/πότε αποφασίσατε ότι στα 90s το επίπεδο ήταν πιο δύσκολο από το σημερινό; Μόνο τις φάτσες των αγνώστων στρατιωτών που ταλαιπωρούσε ο Jordan να δεις στις αφίσες ή τα ρετρό αφιερώματα, την κάνεις τη μαντεψιά υπέρ του σημερινού επιπέδου.

Γιατί μας συμβαίνει αυτό;

Οι ερωτήσεις που θέλω να τυπώσω και να μοιράσω σε κάθε αμετανόητο παρελθοντολάγνο είναι οι εξής:

Πώς γίνεται να ζεις πιστεύοντας ότι δεν θα ξαναδείς καλύτερο από ποδοσφαιριστή από τον τάδε, ότι δεν θα ξαναφάς καλύτερα γεμιστά απ’ αυτά της μαμάς σου, ότι δεν θα ξαναβγεί μπάντα σαν τους Beatles; Τι κάνεις εκεί με αυτήν την απροσπέλαστη αόρατη μπάρα που έχεις ρίξει στο μυαλό σου; Και τέλος πάντων, γιατί οτιδήποτε καινούργιο ‘καίγεται’ με συνοπτικές διαδικασίες, άπαξ και συγκριθεί με το παλιό έπος;

Χάζευα τις προάλλες στο ίντερνετ και πέτυχα την πολύ ωραία συνέντευξη που έδωσε ο Larry Gus στον Θοδωρή πριν από δύο χρόνια. “Με την παρελθοντολαγνεία αργοπεθαίνεις, ο τίτλος. Λίγο πιο κάτω, ο Larry Gus ανέλυε φανταστικά:

“Είναι ωραία η νοσταλγία όταν πέφτεις για ύπνο. Σκέφτεσαι πριν 10 χρόνια, όταν ήμουν παιδάκι, ααα τι ωραία. Είναι safe mode για τον οργανισμό σου. Όμως δεν γίνεται έτσι. Με την παρελθοντολαγνεία αργοπεθαίνεις. Δεν είσαι άνθρωπος έτσι. Ειδικά έτσι όπως είμαστε τώρα, που συμβαίνουν όλα αυτά γύρω μας, που περνάμε αυτά που περνάμε, δεν γίνεται να έχεις τις ίδιες αναφορές που είχες πριν 50 χρόνια, στο σινεμά, στη λογοτεχνία, στη μουσική. Να σκέφτεσαι πώς ήταν τα πράγματα, τι ωραία που ήταν η Αθήνα τότε, που πηγαίνανε με τον Τσαρούχη και τρώγανε και όλα αυτά. ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ”.

Στα μάτια μου ο παρελθοντολάγνος είναι ο φοβισμένος του σημερινού αδιάκοπου καταιγισμού από τα πάντα. Μέσα σε μια δεκάλεπτη βόλτα στο ίντερνετ, θα μεταλάβεις όγκο πληροφοριών που πριν το ίντερνετ α) δεν θα πλησίαζες ποτέ ή β) θα πλησίαζες σε κωμικά πολλαπλάσιο χρόνο. Δεν μπορεί κανείς να τον κατηγορήσει γι’ αυτό το σκιάξιμο. Η ένσταση και η γκρίνια είναι για την άρνηση να δοκιμάσει το καινούργιο. Ή για την άρνηση να πιστέψει.

 

Εμπρός λοιπόν για την επόμενη ατάκα ή μελωδία που δεν θα ξεκολλάει απ’ το μυαλό μας. Εμπρός για το επόμενο οτιδήποτε που θα μας κάνει να πεταχτούμε από την καρέκλα.