OPINIONS

Αλήθεια τώρα, ποιος θέλει να βγει στη σύνταξη;

Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι φτιαγμένοι για να 'κάθονται' και να μην κάνουν τίποτα (πέρα από το να φωνάζουν στην τηλεόρασή τους).

Όχι, το συγκεκριμένο κομμάτι, δεν είναι σπονσοραρισμένο από την τρόικα/κυβέρνηση/Ιθύνοντες Α.Ε. προκειμένου να μας ‘χρυσώσει’ το χάπι μιας και, μετά τη ψήφιση του ασφαλιστικού, το ‘όνειρο’ της σύνταξης για τη γενιά μου και όλες τις επόμενες θα είναι και επισήμως νεκρό.

Για την ακρίβεια νεκροζώντανο, τύπου The Walking Dead, αφού θα συνεχίσει να υφίσταται μεν, αλλά θα είναι μια σιχαμένα σαπισμένη εκδοχή του εαυτού του που το μόνο που θα θέλεις να κάνεις όταν το βλέπεις είναι να του φυτέψεις μια σφαίρα στον κρόταφο προκειμένου να το βγάλεις, μιας και καλή, από τη μιζέρια του. Έστω και με πόνο καρδιάς/ένα μοναχικό δάκρυ να κυλάει στο μάγουλό σου αφού κάποτε, όταν ήταν ακμαίο, το αγάπησες παράφορα και πίστεψες σε αυτό και στο ‘κρατάμε χέρια και περπατάμε ξυπόλητοι στην αμμουδιά’ κοινό σας μέλλον.

Αν και ο λόγος που ψάχνουμε, αυτή τη τεταμένη “εσύ τι έκανες όταν ψηφιζόταν, τεμπέλη και αμέτοχε μπαμπά;” χρονική στιγμή, να βρούμε τα ‘ντεφό’ του όλου πράγματος, είναι ακριβώς ο ίδιος. Το να λειτουργήσει το μπλα μπλα μας ως μικρό ανατομικό μαξιλαράκι (έστω γεμισμένο, αντί με πούπουλα, με βότσαλα-ναι, από τον παραπάνω περίπατο στην παραλία) στη σκληρή και απάνθρωπη συνειδητοποίηση ότι όλοι μας θα πρέπει να δουλεύουμε ως τα μαύρα τα γεράματά μας.

Και ότι, όταν πια φτάσουμε την πολυπόθητη ηλικία συνταξιοδότησης, αν το μόνο που έχουμε καταφέρει είναι αυτό, το να φτάσουμε δηλαδή τη συγκεκριμένη ηλικία και τα συγκεκριμένα ‘φτύνω το πενηντάρικο και στο κολλάω στο μέτωπο, έτσι για να κάνεις κέφι, μπουζουξή’ ποσά που της αντιστοιχούν, θα φτάσουμε να αναπολούμε με ‘αχ βαχ επιπέδου’ αναστεναγμούς την εποχή που ήμασταν σωματικά και πνευματικά ντούροι εργαζόμενοι.

Με άλλα λόγια, για να στο πω πρακτικά, όταν εσύ και εγώ γίνουμε παππούδες, δεν παίζει να μας φτάνει από τη σύνταξή μας ούτε εκδρομή ως το Λουτράκι με την εργατική εστία να πάμε (αλήθεια, υπάρχει ακόμη αυτή η ψυχή;). Και, προφανώς, δεν θα μπορούμε, όπως κάνει αυτή τη στιγμή η μάνα μου στην κόρη μου, να κακομαθαίνουμε τα εγγόνια μας με γκράντε δώρα εορτών, μικρά καθημερινά δώρα ή έστω μαλλί της γριάς στη παιδική χαρά.

Ή, δεν ντρέπομαι να το παραδεχτώ δημόσια (#perifanos_gios_timimenis_ellinidas_manas), να δίνει και εμένα που και που χαρτζιλίκι όταν έχω κάνει μια μεγάλη σπατάλη που προτιμώ να μην χρειαστεί να εξηγήσω στη γυναίκα μου πως ακριβώς προέκυψε (δεν μιλάω για escorts και κραιπάλες, αλλά για delivery-αλλά το point, η ανάγκη απόκρυψης για τη διατήρηση της οικογενειακής θαλπωρής, παραμένει η ίδια).

Δεν ξέρω για σένα αλλά, προσωπικά, δεν είχα ποτέ μου το όνειρο/ψευδαίσθηση ασφάλειας της σύνταξης. Όπως δεν είχα ποτέ το αντίστοιχο 80s & Πασοκικό όνειρο του δημοσίου υπαλλήλου (της συνομοταξίας αράζω έως τις δυο και μετά τραβάω τη πρίζα του υπολογιστή και φεύγω, όχι όσων δουλεύουν όντως-ξέρω άτομα που ανήκουν και στις δυο κατηγορίες).

Και τα δυο μου έκαναν εξίσου πρελούδιο για τον τάφο. Και τον χωμάτινο και τον μεταφορικό, αυτόν που το πνεύμα σου και η διάθεσή σου για δημιουργία πεθαίνουν δεκαετίες πριν από το σώμα σου.

Ίσως γιατί, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, όλοι τριγύρω μου ήταν συνταξιούχοι. Και όταν λέω όλοι, εννοώ όλοι. Οι πάντες. Οι γονείς μου (η μάνα μου με έκανε στα 40 φεύγα της και ο πατέρας μου της έριχνε ήδη μια δεκαετία-και οι δυο ήταν συνταξιούχοι του Δημοσίου), οι φίλοι τους, οι συγγενείς μας, ακόμη και οι γείτονές μας. Συμπεριλαμβανομένου μιας ξανθιάς αεροσυνοδού της Ολυμπιακής που έμενε στο απέναντι διαμέρισμα και που ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί, ενώ έμοιαζε 35 (και ήταν 45) έπαιρνε ήδη σύνταξη.

Ίσως το πρόβλημα να ήταν με το δικό μου κύκλο συνταξιούχων. Αυτών που σύχναζαν στο ΚΑΠΗ Καλλιθέας, πήγαιναν μίζερες εκδρομές με το συνοικιακό πούλμαν σε κάτι μοναστήρια της Αττικοβοιωτίας και, βασικά, πέρναγαν αρκετές ώρες καθημερινά βρίζοντας την κυβέρνηση/αντιπολίτευση το πρωί στο καφενείο ή στην ουρά του ΙΚΑ και το βράδυ βλέποντας τις ειδήσεις.

Με τη μόνη διαφορά ότι, με τα χρόνια, οι άντρες πέθαιναν, οι χήρες γινόντουσαν περισσότερες (και πιο ‘πλούσιες’, αφού έπαιρναν και τις συντάξεις των νεκρών συζύγων τους) και κατέληγαν να φωνάζουν στην τηλεόραση μόνες τους.

Σκέψου μια ολόκληρη πενταώροφη πολυκατοικία γεμάτη χήρες που φωνάζουν στους παρουσιαστές των ειδήσεων όποτε έλεγαν κάτι κακό για τις συντάξεις.

Αυτή είναι η πραγματικότητα μέσα στην οποία μεγάλωσα και αυτή από την οποία πασχίζω να γλιτώσω με το να παλεύω να είμαι όσο πιο δημιουργικός και δραστήριος γίνεται, για όσο μεγαλύτερο διάστημα μου επιτρέπουν οι δυνάμεις μου.

(Όχι, δεν θέλω να σκέφτομαι τι θα συμβεί μετά-όταν θα με εγκαταλείψουν και θα γίνω βάρος στα παιδιά μου. Απλά αισθάνομαι άτυχος που δεν ζω σε μια χώρα όπως την Αυστραλία, την Ιαπωνία ή οποιαδήποτε Σκανδιναβική, όπου τιμούν πραγματικά τους γέροντες τους και τους κάνουν τη ζωή εύκολη).

Εκτός και αν εσύ γνωρίζεις πολλούς άλλου τύπου συνταξιούχους. Από εκείνους στους οποίους απευθύνονται τα ειδικευμένα περιοδικά του είδους που κυκλοφορούν στο εξωτερικό, που γεμίζουν τον χρόνο τους προσφέροντας εθελοντική εργασία, πηγαίνοντας διακοπές ή ξεκινώντας το ένα χόμπι μετά το άλλο (από το ψάρεμα και το χορό μέχρι την αγγειοπλαστική και την κατασκευή κοσμημάτων).

Όπως και να’ χει, φαντάζομαι ότι συμφωνείς ότι τα δικά μου τιμημένα -και βαριεστημένα- γηρατειά αποτελούν, στην ελληνική επικράτεια (και ειδικά στην επαρχία των πάντα γεμάτων καφενείων) την πλειοψηφία.

Αλλά πλέον δεν έχει σημασία. Εμείς, η δικιά μας γενιά (και οι επόμενες) δεν πρόκειται ποτέ να καταλήξουμε έτσι. Στην χειρότερη -και πιο πιθανή- περίπτωση θα μετράμε τα 2ευρα για να μας βγει ο μήνας. Στην καλύτερη θα συνεχίσουμε να κάνουμε, έστω για μερικές ώρες τη μέρα, δουλειές που να μας αρέσουν (ή που έχουμε χτίσει με τα ίδια μας τα χέρια). Αυτό που μόλις, όταν την ρώτησα, μου αποκάλυψε ότι πολύ θα ήθελε να κάνει η συνταξιούχος καθηγήτρια Αγγλικών πεθερά μου από το να νταντεύει την κόρη μου και να καθαρίζει ξανά και ξανά το σπίτι της.

Προφανώς το ζητούμενο θα ήταν να είχαμε την επιλογή να συνεχίσουμε να δουλεύουμε και να είμαστε ενεργοί για όσο επιθυμούμε και όχι να είμαστε υποχρεωμένοι να το κάνουμε. Όπως προφανώς το μόνο δίκαιο είναι η σύνταξη του καθενός να αντικατοπτρίζει τις εισφορές που έχει δώσει όλα αυτά τα χρόνια.

Αλλά είπαμε, εδώ πάμε να χρυσώσουμε το χάπι. Μόνο που, αδέλφια, το κώνειο, όση επικάλυψη σοκολάτας (ή μπλα μπλα) και αν του βάλεις, πάλι γεύση κώνειου συνεχίζει να έχει.