DC

‘The Dark Knight Rises’: Όταν ο Nolan εμπνεύστηκε από τον Dickens

Κινηματογραφικές ιστορίες σε συνέχειες. Σήμερα κλείνουμε την τριλογία του Σκοτεινού Ιππότη του Christopher Nolan με τις τρομοκρατικές διαθέσεις του Bane στο 'Dark Knight Rises'.

Στο “Συνεχίζεται” θα ακολουθούμε κινηματογραφικές ιστορίες σε συνέχειες, μέσα από τις πιο διάσημες σειρές ταινιών του σινεμά, καθώς ήρωες και ιδέες αλλάζουν χέρια μέσα από το πέρασμα χρόνων ή και δεκαετιών.

***

Ο Μπέιν και το 99%

O Νόλαν ήταν αρχικά διστακτικός στο να επιστρέψει για άλλη μια Μπατ-ταινία και παρόλο που το τελικό αποτέλεσμα είναι τρομερά μπελαλίδικο και πραγματικά το μόνο που δε μπορείς να το κατηγορήσεις είναι για τεμπελιά, εν τέλει η αβεβαιότητα φαίνεται. Με έναν τρόπο, το ‘Dark Knight Rises’ είναι μια ταινία που δεν χρειάζεται τον Μπάτμαν, σαν ο Νόλαν να είχε ξεπεράσει κι ο ίδιος τον ήρωά του.

Κάτι αρκετά εμφανές και στο ‘Batman Begins’, το οποίο και αναπτύξαμε στο κείμενο για εκείνη την ταινία, το ‘Dark Knight Rises’ πηγαίνει στο έπακρο τη διάθεση του σκηνοθέτη να αναπτύξει τον κόσμο της Γκόθαμ πέρα από τον Μπάτμαν. Για την ακρίβεια, γύρω από τη Μπατ-τρύπα που αφήνει η απουσία αλλά και εν γένει η ύπαρξή του.

8 χρόνια μετά τα γεγονότα του ‘Dark Knight’, το έγκλημα μοιάζει να έχει παταχθεί αλλά “κάτι σκοτεινό ελλοχεύει”. Ο Επιθεωρητής πλέον Γκόρντον ζει με το ηθικό βάρος του συμβολικού ψέματος πάνω στο οποίο χτίστηκε η ευημερία της Γκόθαμ και κάθε μέρα παλεύει για να μην αποκαλύψει στον κόσμο την αλήθεια. Το φυτίλι ανάβει τελικά ο Μπέιν, ένα μέλος της League of Shadows που ενορχηστρώνει μια διαρκή καταστροφή για τον Μπρους Γουέιν, αποκτώντας τα δακτυλικά του αποτυπώματα (με την βοήθεια της ληστή Σελίνα Κάιλ, δίχως εκείνη να γνωρίζει την αλήθεια για όσα συμβαίνουν) και στη συνέχεια χρησιμοποιώντας τα για να τον χρεοκοπήσει μέσω χρηματιστηριακών συναλλαγών.

Ο Μπάτμαν και ο Μπρους (απομονωμένος στην έπαυλή του σαν ντικενσιανός γέρος Σκρουτζ) απουσιάζουν για τεράστιο κομμάτι της δράσης κι αυτό αφήνει χώρο ώστε η ιστορία των Νόλαν να εστιάσει στις υπόλοιπες γωνιές της πόλης- που όμως ποτέ δεν δημιουργεί κάτι αληθινά ευρύ, μιας και τα πάντα καταλήγουν συνδεδεμένα με τρόπους που οφείλουν περισσότερο σε κομιξικές αναφορές και σεναριακές ανάγκες παρά οτιδήποτε άλλο. Όμως τα επιμέρους στοιχεία είναι καθηλωτικά, μεμονωμένες σεκάνς καθώς και η ανάπτυξη και αποτύπωση συγκεκριμένων χαρακτήρων που μοιάζουν να οδηγούν το ενδιαφέρον του Νόλαν αυτή τη φορά: η Κατγούμαν της φανταστικής Αν Χάθαγουεϊ και φυσικά ο συναρπαστικά δυσανάγνωστος (μέχρι ενός, δυστυχώς, σημείου) Μπέιν του Τομ Χάρντι.

Όλη η πολιτικοκοινωνική εξερεύνηση του φιλμ θεμελιώνεται κατά την απουσία του Μπρους και την άνοδο του κακού στο πρόσωπο του Μπέιν. Ο Μπέιν είναι η κατά Νόλαν ενσάρκωση της λαϊκής οργής, μιας και το φιλμ εμπνέεται από το Occupy κίνημα και τις φωνές του 99%. Ο Μπέιν εξαπολύει την επίθεσή του στην Γκόθαμ παίρνοντας τον λαό με το μέρος του κι ο Νόλαν απεικονίζει αυτό που ακολουθεί όπως ενδεχομένως φαντάζεται τη λαϊκή οργή: Μια άμορφη μάζα πρακατικά αποϊδεολογικοποιημένη και κατευθυνόμενη, που εκτελεί δικαστήρια πλουσίων στους δρόμους.

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η ανάγνωση του φιλμ ως μια προειδοποιητική ιστορία για το τι συμβαίνει όταν ένας καταπιεσμένος λαός πείθεται να ενεργήσει ενάντια στα συμφέροντά του- εδώ οι γκοθαμίτες ακολουθούν τυφλά έναν τρομοκράτη που εν τέλει θέλει απλώς να καταστρέψει την πόλη. Θα ήταν πολύ δυνατή οπτική αν τα πάντα τριγύρω δεν ήταν τόσο σχηματικά: Ο λαός είναι άμορφη μάζα, η εν λόγω καταπίεση και περιθωριοποίηση ποτέ δεν εξερευνάται παρά αποδίδεται αορίστως στο παιχνίδι συμβόλων του Μπάτμαν, και αυτό που εν τέλει θριαμβεύει είναι η ιδέα του Καλού Καπιταλιστή.

Η τελειωτική προσβολή είναι η ολοκληρωτική αποκάλυψη τόσο των κινήτρων όσο και της τελικής μοίρας του Μπέιν. Τα κάνει όλα από τυφλή υποταγή στην Ταλία και πεθαίνει σχεδόν εκτός κάδρου από την Κατγούμενα. Μέχρι η ταινία να τελειώσει, οι ιδεολογικές αναζητήσεις έχουν ξεμείνει μακρινές μουτζούρες σε ένα τελείως άδειο παιχνίδι ισχύος ανάμεσα στις -όλο και περισσότερες- υπερηρωικές φιγούρες που κατοικούν σε έναν κόσμο τον οποίο ο Νόλαν θέλει ακόμα να κρατά δεμένο στη γη. Ο ιδεολογικός πυρήνας του φιλμ αδυνατίζεται με κάθε μία εξέλιξη.

Ωστόσο κάθε ξεχωριστό δομικό στοιχείο είναι αληθινά ενδιαφέρον και απλά δεν γίνεται να απορριφθεί. Η παραπάνω σημείωση για το σπόρο μιας βαθιάς ματιάς στην σύγχρονη δημοκρατική πληγή της καπιταλιστικής Δύσης, βρίσκεται στον Μπέιν ως ψευδό σωτήρα και καταστροφέα. Σμπαραλιάζοντας κάθε έννοια ειρωνίας, όπως συχνά το έχει κάνει εξάλλου στη διάρκεια της προεδρίας (αν όχι της ζωής του), ο Ντόναλντ Τραμπ φέρεται μάλλον εμπνευσμένος από τον Μπέιν έχοντας δανειστεί στοιχεία από τον λόγο του προς το λαό για μια δική του ομιλία.

***

Ο Νόλαν και ο Ντίκενς

Μεγάλο μέρος των υποθέσεων περί του τι μορφή θα έχει μια τρίτη ταινία με τον Μπάτμαν των Νόλαν/Μπέιλ, περιστρέφονταν γύρω από τον Τζόκερ. Ο Νόλαν αποφάσισε να μην κάνει recast τον ρόλο για την τρίτη ταινία όπως άλλωστε αναμενόταν βάσει των όσων είχε πει για τη διαδικασία του μονταρίσματος του ‘Dark Knight’. Εκεί, χρησιμοποίησε κατ’αποκλειστικότητα πλάνα του Χιθ Λέτζερ δίχως καμία επέμβαση, αφήνοντας τον χαρακτήρα του τελικά μετέωρο στο σκοτάδι. Ό,τι κι αν σχεδίαζε αρχικά, ήταν εμφανές πως από τη στιγμή αυτή και μετά δε σκόπευε να χρησιμοποιήσει ξανά τον Τζόκερ.

Ο Ντέιβιντ Γκόγιερ, συν-σεναριογράφος του ‘Batman Begins’, είχε ωστόσο στο μυαλό του δύο ταινίες με τον villain, στη δεύτερη εκ των οποίων θα μετέτρεπε τον Χάρβεϊ Ντεντ σε Διπλοπρόσωπο. Όσο για τον Λέτζερ, σύμφωνα με την οικογένειά του ο ηθοποιός είχε ήδη πει πως ήθελε πολύ να επιστρέψει ξανά στο ρόλο. Τελικά το arc του Ντεντ χώρεσε όλο επιτυχώς στο ‘Dark Knight’ και ο Τζόκερ έμεινε ποιητικά μετέωρος, αφήνοντας τον χώρο άδειο για την τρίτη ταινία. Ο Νόλαν φαίνεται πως κατέληξε στην απόφασή του εν μέρει επειδή ήθελε να αφήσει πίσω τη σάγκα του με ένα οριστικό τέλος, αντί μιας ιστορίας που «μεγαλώνει διαρκώς σα μπαλόνι».

«Σε αντίθεση με τα κόμικς, αυτά τα πράγματα δεν συνεχίζονται για πάντα στο σινεμά και το να το βλέπουμε σαν μια ιστορία με τέλος είναι χρήσιμο». Είναι η αντίθεση προσέγγιση από εκείνη της Marvel, όπου κάθε φιλμ χρησιμεύει σαν πρόμο κάποιου άλλου. Ο Νόλαν ήθελε η σάγκα του να είναι κλειστή και αυτόνομη, έξω από οτιδήποτε άλλο συνέβαινε γύρω του- γι’αυτό έβρισκα πάντα αστείες τις συζητήσεις σχετικά με το αν ο Μπέιλ θα εμφανιζόταν ξανά ως Μπάτμαν ή αν θα βλέπαμε τον Ρόμπιν να προχωρά εκείνος την ιστορία. Η τριλογία του Νόλαν έκλεισε ως τέτοια- μια ανάγνωση του κόσμου του Μπάτμαν αρκετά προσωπική και απομονωμένη.

Έχει πάντως ενδιαφέρον πως από ταινία σε ταινία, ο Νόλαν έμοιαζε να επιτρέπει στον εαυτό του να αποδίδει την ιστορία με όλο και περισσότερα κομιξικά στοιχεία, με larger than life φιγούρες να κατοικούν σε έναν κόσμο μικρών, ασήμαντων ανθρώπων. Την ίδια στιγμή εμπνέεται από τον Τσαρλς Ντίκενς ως προς την αποτύπωση της Γκόθαμ. Το σενάριό του εμφανίζεται επηρεασμένο από την «Ιστορία Δύο Πόλεων» του Ντίκενς με τον Μπέιν να παίζει τον ρόλο της Μαντάμ Ντεφάρζ και τον τρόπο με τον οποίο εκπροσωπεί το χάος της Επανάστασης. Από εκει προέρχονται και τα λόγια του Γκόρντον με τα οποία ολοκληρώνεται το φιλμ:

Ο Ζίζεκ γράφει πως «ένα επιπλέον ντικενσιανό στοιχείο του φιλμ είναι ένα αποπολιτικοποιημένο παράπονο σχετικά με το κενό ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς. […] Ο Νόλαν, σαν κάθε καλό φιλελεύθερο, “ανησυχεί” για την ανισότητα κι αυτή η ανησυχία διαπερνά το φιλμ». Η ανισότητα παρουσιάζεται ως δεδομένη κατάσταση και κάθε μοχλός αλλαγής στο φιλμ συνδέεται με την κατά κάποιο τρόπο μεσσιανική φιγούρα του Μπάτμαν ή το σύμβολο του Αγίου Ντεντ, αλλά ποτέ με ουσιώδεις κοινωνικές αιτίες, που δεν τυγχάνουν καμίας έγνοιας.

Ο Μπέιν, που είναι ο χαρακτήρας-όχημα για αυτή την προσέγγιση, ήρθε καθώς ο σκηνοθέτης αναζητούσε μια φιγούρα πολύ πιο τρομακτική από ό,τι εκπροσωπούσε ο Τζόκερ. Ήθελε έναν villain με πιο ωμή σωματική παρουσία ή όπως τον περιέγραψε, «ένα κλασικό κινηματογραφικό τέρας». Η απόδοσή του, με τον φοβερό Τομ Χάρντι να μην έχει την παραμικρή αμφιβολία για το πού πρέπει να στείλει τον ήρωά του, είναι τελικά συνεπής με την ιδεολογική σύγχυση που αντιπροσωπεύει. Ο Μπέιν μιλά πίσω από μια μάσκα που κάνει τα λόγια του να ακούγονται παραμορφωμένα, τις συλλαβές διαλυμένες. Η φιγούρα του είναι τερατώδης, νιώθεις ότι θα γκρεμίσει τοίχους απλά για να προχωρήσει δου βήματα- είναι το τέλειο πρωτοπαλίκαρο αλλά τελικά η λογοτεχνική του συγγένεια και η κινηματογραφική του απόδοση τον μετατρέπουν σε κάτι πολύ μεγαλύτερο και σημαντικότερο από την όποια αρχική του σύλληψη.

Αυτό κάνει την ταινία και πιο συναρπαστική, και λιγότερο λειτουργική: Είναι μια ταινία που τελικά αφορά κάτι πέρα από τον Μπέιν, αλλά είναι και μια ταινία που παρακολουθώντας την δεν μπορείς να διανοηθείς πως υπάρχει κάτι άλλο πέρα από τον Μπέιν.

***

Το ‘Inception’ και το νολανικό ensemble

Η ταινία, ίσως ακριβώς επειδή ο Νόλαν τη συνέλαβε ως ένα ευρύτερο κοινωνικό κομμάτι, παίζει γενικότερα σαν best of του νολανικού θιάσου παιχτών.

O Τομ Χάρντι, back in the news κατά σύμπτωση, βρίσκεται εδώ για δεύτερη φορά σε ταινία του σκηνοθέτη μετά το ‘Inception’ και πριν δουλέψουν ξανά μαζί στο ‘Dunkirk’. Ο Χάρντι έχει την ικανότητα να είναι ταυτόχρονα εξαιρετικά σωματικός ηθοποιός όσο και ερμηνευτής που παίζει με τα μάτια και με τη φωνή του. Το αποτέλεσμα είναι πως μπορεί στα χέρια διαφορετικών σκηνοθετών να μοιάζει με κάτι εντελώς διαφορετικό και άφοβο, αλλά ακόμα και στα χέρια του ίδιου, δείχνει να μεταλλάσσεται.

Ο Χάρντι του Μπέιν δεν έχει την παραμικρή φυσική σχέση με τον Χάρντι του ‘Dunkirk’ πέρα από το γεγονός πως και στις δύο ταινίες τα λόγια μοιάζουν να μην έχουν σημασία. Εδώ έρχονται παραμορφωμένα, στο πολεμικό δράμα διαλύονται κάτω από το βάρος της στιγμής, της αποστολής, των χρωμάτων. Ο Νόλαν ειδικά όσο προχωρά την κατασκευαστική του διάθεση πειραματισμού, χρησιμοποιεί τον Τομ Χάρντι όλο και περισσότερο σαν ηθοποιό βωβού κινηματογράφου. Εύχομαι να συνεργαστούν ξανά.

Εκτός από τον Χάρντι, άλλα δύο μέλη του καστ του ‘Inception’, την αμέσως προηγούμενη ταινία του Νόλαν, επιστρέφουν για αυτό εδώ, κι οι δύο μάλιστα για ρόλους συνδεδεμένους με κομιξικές αναφορές που αποκαλύπτονται στην πορεία του φιλμ με τρόπο όχι 100% οργανικό. Υπάρχει εδώ ένα υψηλό «παιδιά έτσι όπως είμαστε εδώ θέλετε λίγο να κάνουμε μια στιγμή ένα Μπάτμαν γιατί με έχουνε πρήξει και πραγματικά θέλω να μου δώσουν μπάτζετ για μια διαστημική εξερεύνηση της αγάπης που σκοπεύω να γυρίσω μετά» vibe.

Ο Τζόζερ Γκόρντον Λέβιτ επιστρέφει λοιπόν ως αστυνόμος Ρόμπιν και η Μαριόν Κοτιγιάρ έχοντας παίξει την εμβληματικότερη Νεκρή Σύζυγο της φιλμογραφίας του Νόλαν, παίρνει τώρα τον πλέον άχαρο ρόλο της Ταλία, με μια τόσο κακοπαιγμένη σκηνή θανάτου που με υποχρεώνει να σκεφτώ πως η Κοτιγιάρ πραγματικά είχε κάπου αλλού να βρίσκεται. Πες το ψέμματα: Τα γυρίσματα του ‘Rises’ θα τελειώναν τον Νοέμβριο του ‘11 και τον Οκτώβριο του ‘11 η Κοτιγιάρ ήδη είχε ξεκινήσει να γυρίσει το ‘Rust and Bone’ του Ζακ Οντιάρ, έναν από τους άξουαλ σημαντικότερους ρόλους της καριέρας της.

Φυσικά εδώ έχει ρόλο και ο Μάικλ Κέιν που σε αυτό το σημείο είχε εξελιχθεί σε κάτι σαν μοραλιστικό πνεύμα της νολανικής ούβρας. Ο Κέιν ξεκίνησε να δουλεύει μαζί του με το ‘Batman Begins’ αλλά παρέμεινε μέλος του καστ των ταινιών που ο Νόλαν θα γύριζε ενδιάμεσα στα κεφάλαια της Μπατ-σάγκα του, όσο κι αν οι παραγωγές και η φιλοδοξία του σκηνοθέτη μεγάλωναν: Από το ‘Prestige’ στο ‘Inception’ κι από εκεί στο ‘Interstellar’ που θα ακολουθούσε.

Αυτό το γιγάντωμα των πρότζεκτ του Νόλαν έχει πράγματι μεγάλο ενδιαφέρον ειδικά αν μπει δίπλα στο κάθε φορά αντίστοιχο Μπατ-κεφάλαιο. Πριν το αρκετά προσγειωμένο ακόμα ‘Batman Begins’ είχε γυρίσει το αστυνομικό ψυχολογικό θρίλερ ‘Insomnia’ με αρκετά κοινά στοιχεία ως προς το πώς ακολουθεί την ψυχολογική αλλά και κοινωνικοπολιτική σχέση δύο κεντρικών ανταγωνιστών με τον τόπο στον οποίο βρίσκονται- το location παίζει τεράστιο ρόλο και στα δύο φιλμ.

Μετά το ’Prestige’ παρέδωσε το ‘Dark Knight’, αμφότερα ψυχολογικά θρίλερ για ένα διαρκές μεταφυσικό κυνηγητό εμμονής δύο αντρών που ο ένας αποτελεί σκοτεινό αντικατοπτρισμό του άλλου. Και το ‘Dark Knight Rises’ βρίσκεται τοποθετημένο ξεκάθαρα πλέον στην περίοδο των high concept κομματιών με μεγάλο ensemble στην καρδιά των οποίων ο Νόλαν κρύβει βαθιά μια ιδέα την οποία ακολουθεί και εξερευνά σε όλα τα εξωτερικά περιβλήματα: Το ίδιο ισχύει και για το ‘Inception’ και για το ‘Insterstellar’, ακόμα και για το ‘Dunkirk’ που θα ακολουθούσε μετά. Το ‘Dark Knight Rises’ έχει το εύρος και τη δομική φιλοδοξία που αντιστοιχεί σε αυτά τα φιλμ αλλά η Μεγάλη Ιδέα μοιάζει, αν όχι να του λείπει, τότε σίγουρα να είναι καταπλακωμένη από άλλες μικρότερες και διάσπαρτες.

Τελικά η ταινία βέβαια και στο box office πήγε θαυμάσια (δεν έφτασε τα ύψη του προκατόχου του, αλλά είναι και σαφώς δυσκολότερο φιλμ) και τη σχέση -εμπορικά και δημιουργικά- του Νόλαν με την Warner ενίσχυσε ακόμα περισσότερο, στο βαθμό που να έχει στην πράξη λευκή επιταγή αορίστου χρόνου. Την χρησιμοποίησε για να κάνει ένα φιλμ στο οποίο εξερευνά την έννοια της αγάπης μέσα από επιστημονικές οδούς, το λατρεμένο μου ‘Interstellar’ στο οποίο και συνεργάζεται ξανά με την Αν Χάθαγουεϊ, που δίνει την καλύτερη ερμηνεία του ‘Dark Knight Rises’. (Μου αρέσει αυτή η τακτική του Νόλαν να κρατά κάθε φορά για το επόμενο φιλμ του και όποιον ή όποια ηθοποιό του εντυπώθηκαν περισσότερο σε όποιο γυρίζει ανά πάσα στιγμή- βλέπει και Κένεθ Μπράνα από ‘Dunkirk’ σε ‘Tenet’).

Και συνεχίζει να τη χρησιμοποιεί, τη λευκή επιταγή, όχι δυστυχώς τη Χάθαγουεϊ, γυρίζοντας φιλμ σε μια πιο παλιομοδίτικα αγγλική περίοδο στην οποία φαίνεται να έχει εισέλθει τώρα, με πολεμικά φιλμ και κατασκοπικά φιλμ κατασκευασμένα, με έναν τρόπο, από μέσα προς τα έξω. Η τριλογία του Σκοτεινού Ιππότη είναι τελικά όχι απλώς μια κομιξική διασκευή που έχει έρθει στα μέτρα ενός σκηνοθέτη (κάτι σπάνιο αλλά όχι δίχως προηγούμενο, βλέπει και Τιμ Μπέρτον νωρίτερα), αλλά και μια ακολουθία κλιμακούμενων πρότζεκτ που συνοψίζουν την εξέλιξη της ίδιας της φιλμογραφίας του ακόμα και πέρα από αυτά.

Ακόμα και σε αυτό ο Νόλαν γεωμετρικότατος είναι.

***

Την επόμενη εβδομάδα: Αλλάζουμε ρυθμούς, δεκαετίες, ηπείρους και μπαίνοντας σε απολύτως φθινοπωρινό κλίμα βλέπουμε την ερωτική τριλογία του Γουόνγκ Καρ-βάι. Πριν το ‘2046’ και την ‘Ερωτική Επιθυμία’, ξεκινάμε με το ‘Days of Being Wild’.