ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Για τον Luigi De Pascalis, το Βυζάντιο του τότε είναι η Μαριούπολη του σήμερα

Τον γνωρίσαμε με ένα μυθιστόρημα στη βυζαντινή εποχή, τον αγαπήσαμε ακόμα περισσότερο με την πρόσφατη Σφραγίδα του Καραβάτζο. Τι έχει όμως να πει για τον σκληρό κόσμο των εκδόσεων, τον ρόλο της ιστορίας στις ζωές μας και το γεγονός ότι εκδόθηκε για πρώτη φορά στα 60 του, ένας από τους πιο σημαντικούς Ιταλούς συγγραφείς ιστορικών μυθιστορημάτων;

«Απείλησε τον μ’ αυτό και θα δεις πώς έτσι θα σ’ αφήσει ήσυχο το κτήνος» λέει σε ένα flashback στον χρόνο, ο αρχιοικονόμος του οίκου Κολόνα, καθώς προσπαθεί να βοηθήσει τον έφηβο Καραβάτζο στο προσωπικό δράμα που βιώνει. Ένας από τους πιο ταλαντούχους ζωγράφους όλων των εποχών μεγάλωσε μέσα σε μία αριστοκρατική οικογένεια ως προστατευόμενος. Ήταν, όμως, παράλληλα και ένας άνθρωπος με τρομερά πάθη, ένας αποσυνάγωγος που σύχναζε σε ύποπτα στέκια, ένας γλεντζές που λάτρευε τις πόρνες αλλά και κάθε είδους απολαύσεις που πήγαιναν κόντρα στα χρηστά ήθη και ένας χαρακτήρας που δε δίσταζε να βγάλει μαχαίρι ή σπαθί.

Το μοναδικό πράγμα που ήταν εξίσου εντυπωσιακό με τους πίνακες που ζωγράφισε, ήταν οι περιπέτειες που έζησε – περιπέτειες που καταγράφονται εξαιρετικά σε ένα από τα καλύτερα ιστορικά μυθιστορήματα που εκδόθηκαν τους τελευταίους μήνες στα ελληνικά.

Η Σφραγίδα του Καραβάτζο (εκδ. Αίολος) δια χειρός Luigi De Pascalis και σε μετάφραση Λούλας Καραγιαννάκη, σε παίρνει από χέρι (και ενίοτε από τον λαιμό) και σε οδηγεί άλλοτε ήρεμα και άλλοτε με πολύ βίαιο τρόπο στα σπουδαία έργα και τις εφιαλτικές πολλές φορές μέρες του ζωγράφου.

Τι έχει όμως να πει για όλα αυτά ο 79χρονος βραβευμένος Ιταλός συγγραφέας που μπορεί να άργησε να κάνει ντεμπούτο στα εκδοτικά πράγματα, σήμερα όμως εμφανίζεται ως ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της γειτονικής χώρας στο είδος του ιστορικού μυθιστορήματος;

Τι ρόλο παίζει η ιστορία στη ζωή μας, πόσο ανήθικα λειτουργεί πολύ συχνά ο κόσμος των εκδόσεων, ποια είναι τα επόμενα σχέδιά του και -κυρίως- τι ομοιότητες βρίσκει ανάμεσα στην εποχή που ζούμε και την εποχή του Βυζαντίου;

Τα πρώτο σας ολοκληρωμένο βιβλίο εκδόθηκε όταν εσείς ήσασταν ήδη σε «μεγάλη» συγγραφική ηλικία – 60 χρονών περίπου, αν το υπολογίζω σωστά. Πώς νιώθετε σε αυτό;

Τα πρώτα μου διηγήματα φαντασίας εκδόθηκαν το 1965, όταν ήμουν 22 χρονών. Συνέχισα να γράφω διηγήματα για ανθολογίες μέχρι το 2002· τότε εξέδωσα το πρώτο μου ιστορικό δοκίμιο, Η πορφύρα και η πένα

Αναφερόταν στον λόγιο καρδινάλιο Αδριανό του Καστέλλο, το δεξί χέρι του πάπα Αλεξάνδρου ΣΤ΄ Βοργία, ο οποίος, σύμφωνα με το Γκουιτσαρντίνι, δηλητηριάστηκε από τον καρδινάλιο· λέγεται, όμως, ότι προηγουμένως είχε επιχειρήσει να τον δηλητηριάσει ο πάπας. 

Όταν δημοσίευσα το βιβλίο αυτό, ήμουν 60 χρόνων. Από τότε, το 2002, μέχρι σήμερα γράφω σχεδόν ένα μυθιστόρημα τον χρόνο.

Πόσο καιρό κάνατε μέχρι να εκδώσετε το πρώτο σας μυθιστόρημα και τι δυσκολίες αντιμετωπίσατε;

Το πρώτο μου μυθιστόρημα το έγραψα το 1985, αλλά εκδόθηκε μόλις το 2003. Απορρίφθηκε επανειλημμένως από διάφορους εκδότες καθώς η υπόθεση εκτυλισσόταν στην αρχαία Ρώμη κι εκείνη την εποχή το θέμα δεν ήταν εμπορικά δελεαστικό. 

Αφότου, όμως, παίχτηκε η ταινία Μονομάχος, τα πάντα άλλαξαν. Σήμερα τα λογοτεχνικά κείμενα που διαδραματίζονται στην αρχαία Ρώμη, έχουν κατακλύσει την αγορά.

Ήσασταν υποψήφιος για το βραβείο Strega, ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά βραβεία της Ιταλίας, με το Βυζαντινός Εσπερινός. Πιστεύετε ότι αν το θέμα ήταν «ιταλικό» θα είχατε μεγαλύτερη τύχη;

Δε γνωρίζω την ελληνική πραγματικότητα, αλλά στην Ιταλία τα πιο σημαντικά λογοτεχνικά βραβεία, λίγο ή πολύ,  ελέγχονται (υπογείως) από τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους. Οι συγγραφείς που απευθύνονται σε μικρούς εκδότες  ―όπως εγώ με τον Βυζαντινό Εσπερινό―,  δύσκολα φτάνουν στην τελική φάση και σχεδόν ποτέ δεν κερδίζουν. 

Επί πλέον, θεωρώ ότι οι κριτές του βραβείου Strega προτιμούν συγγραφείς που περιγράφουν με κάθε λεπτομέρεια τον εαυτό τους, τις εμπειρίες τους και ψειρίζουν τα συναισθήματά τους. Τη χρονιά που συμμετείχα στο Strega, ένα επιφανές μέλος της κριτικής επιτροπής δήλωσε σε μια συνέντευξη Τύπου ότι αρνιόταν κατηγορηματικά να διαβάζει ιστορικά μυθιστορήματα, κάτι που μπορεί να υποστηριχθεί από οποιονδήποτε, αλλά όχι από έναν κριτή λογοτεχνικού βραβείου.

Τι είναι εκείνο που βρίσκεται βρίσκετε τόσο ενδιαφέρον στο Βυζάντιο;

Η βυζαντινή εποποιία μπορεί να θεωρηθεί αντάξια της τρωικής, και ομολογώ ότι από την πρώτη στιγμή που άρχισα να τη μελετώ με συνεπήρε. Μ’ ενδιέφερε, επίσης, να περιγράψω το ιστορικό μιας «νορμάλ» οικογένειας,  η οποία είχε την επίγνωση ότι ολόκληρος ο κόσμος της επρόκειτο σύντομα να καταρρεύσει. 

Ποιες ήταν οι ισορροπίες, οι σκέψεις, τα ετοιμόρροπα όνειρα αυτών των ανθρώπων ενόσω αναμένουν την επερχόμενη καταστροφή. Για τον ίδιο λόγο θα έδειχνα σήμερα ενδιαφέρον και για μια οικογένεια της Μαριούπολης.

Θα μπορούσατε να κάνετε κάποια αντιστοιχία της βυζαντινής εποχής με το σήμερα;

Σας απάντησα μόλις ότι η Μαριούπολη σήμερα είναι όπως το Βυζάντιο τότε. Κάτω από διαφορετικές συνθήκες και περιστάσεις η ιστορία επαναλαμβάνεται, καθώς ο άνθρωπος δεν μαθαίνει από τα λάθη του.

Σ’ ένα μυθιστόρημά μου περιέγραφα τη μοίρα ως αποτέλεσμα μιας σειράς αντικρουόμενων ηλιθιοτήτων που διασταυρώνονται μεταξύ τους, και σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, πιστεύω ότι ισχύει το ίδιο.

Πώς και γιατί επιλέξατε να ακολουθήσετε τα βήματα του Caravaggio;

Οι σπουδές μου ήταν μπερδεμένες και ποικίλες: Ιατρική, Σχολή Καλών Τεχνών, Πολιτικές Επιστήμες, αλλά η ζωγραφική ήταν και παραμένει η μεγάλη μου αγάπη. Νομίζω ότι το μάτι δίνει την εντολή: πρώτα βλέπουμε και ύστερα γράφουμε. 

Γι’ αυτό και τα μυθιστορήματά μου είναι πολύ περιγραφικά, «οπτικά», για τον αναγνώστη. Ο Caravaggio -όπως ο Goya, στον οποίο αφιέρωσα ένα άλλο μου μυθιστόρημα, ο Gaugen, ο Rembrant, ο Velasquez- είναι ένας από τους αγαπημένους μου ζωγράφους. 

Εκτός των άλλων, πέθανε στην Τοσκάνη, σ’ ένα μέρος κοντά στην Ταρκουίνια όπου ζω. Γνωρίζω καλά τη Ρώμη του 17ου αιώνα, όπως και τους τόπους και την ατμόσφαιρα στα οποία έζησε τις τελευταίες μέρες του ο μεγάλος ζωγράφος, κι έτσι δε δυσκολεύτηκα να τα αναπαραστήσω.

«Πότε-πότε ένιωθε να πνίγεται, αλλά η επιθυμία του να παραμείνει στη ζωή ήταν ακόμα έντονη, αυτό ήταν σίγουρο» διαβάζουμε στη σελίδα 97 της ελληνικής μετάφρασης. Πιστεύετε ότι ο διάσημος ζωγράφος έζησε όλη του τη ζωή με έναν κόμπο στον λαιμό;

Η δύσκολη παιδική ηλικία του Caravaggio, ο ατίθασος χαρακτήρας του, που κατανοήθηκε από μιαν αριστοκράτισσα της εποχής η οποία και τον προστάτευσε σαν πραγματική του μητέρα μέχρι που πέθανε, ο πυρετός της ζωής, οι καλλιτεχνικές του φιλοδοξίες, η άρνηση της ταπεινής του καταγωγής, αλλά συγχρόνως και η επίγνωση ότι δεν ανήκε στον οίκο των Κολόνα (όπου έζησε από μικρό παιδί), η καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα, το μαχητικό του πνεύμα, όλ’ αυτά αποτελούν στοιχεία της προσωπικότητάς του.

Τον κόμπο που τον έπνιγε τον κουβαλούσε από τότε που αποτόλμησε τη μυστηριώδη απόδρασή του από τις φυλακές της Μάλτας και συνέχισε να τον κουβαλά μέχρι που πέθανε.

Διαβάζοντας το βιβλίο σας ένιωσα ότι τα παιδικά χρόνια του Caravaggio ήταν κάτι περισσότερα από κομβικά. Μπορεί τελικά κάποιος άνθρωπος να ξεφύγει από μία τραυματική παιδική ηλικία;

Δεν νομίζω ότι μπορεί να ξεφύγει κανείς από τα παιδικά του τραύματα, καθώς αυτά σημαδεύουν τον χαρακτήρα του. Αλλά μπορεί να μάθει πώς να τα αντιμετωπίζει, έστω με δυσκολία ή και με οδύνη μερικές φορές.

Υπάρχει κάποιο μαγικό σημείο που τέμνονται το ιστορικό μυθιστόρημα και το crime fiction;

Θα μπορούσα ν’ απαντήσω χωρίς δυσκολία ότι η ανθρώπινη ιστορία είναι μια συνεχής crime story (είναι άπειρα τα στοιχεία που μπορούν να την εμπνεύσουν).

Από λογοτεχνικής απόψεως το crime αναγκάζει τον συγγραφέα να συνδυάζει προσεκτικά την εξέλιξη της αφήγησης με το σασπένς, βοηθώντας έτσι τον αναγνώστη, σελίδα τη σελίδα, να καταλάβει πώς θα τελειώσει η ιστορία.

Φαίνεται ότι αγαπάτε πολύ τις παλιότερες εποχές. Τι είναι εκείνο που σας συναρπάζει σε αυτές;
Κάποιος έχει γράψει ότι μια ζωή είναι λίγη, δεν μας φτάνει. Η αφήγηση των ιστορικών γεγονότων με βοηθά να διευρύνω τα όρια της ύπαρξής μου, που είναι περιορισμένη όπως και σε όλους τους ανθρώπους.

Με συναρπάζει η δυνατότητα να αναπαριστώ λεπτομερώς το παρελθόν και να το ξαναζώ όσο διάστημα διαρκεί το γράψιμο της συγκεκριμένης ιστορίας. Εντέλει, τα μυθιστορήματα μου δίνουν τη δυνατότητα να ταξιδεύω στον χρόνο.

Η ιστορία είναι ένας ωραίος τρόπος για να ξεφύγουμε από τις καθημερινές μα μας σκοτούρες ή ένα παράθυρο στο παρελθόν που μας διδάσκει πράγματα για το μέλλον;

Είναι θέμα προσωπικής αντίληψης· κατά κάποιον τρόπο, εγώ θεωρώ καθησυχαστικό το ότι τα γεγονότα έχουν ήδη συμβεί στο παρελθόν και το μόνο που χρειάζεται είναι να ερμηνεύσει κάποιος την προέλευσή τους. Δεν πρέπει, όμως, ο συγγραφέας να παρασύρεται από τις σύγχρονες προκαταλήψεις ― είναι το λάθος που κάνουν τόσο οι επαγγελματίες ιστορικοί όσο και οι συγγραφείς ιστορικών μυθιστορημάτων.

Οι ιστορικοί συχνά θεωρούν αναξιόπιστα τα στοιχεία που αντικρούουν τις πεποιθήσεις τους, ενώ οι συγγραφείς αποδίδουν σε πρόσωπα του παρελθόντος σκέψεις και ενέργειες οι οποίες δεν συμβιβάζονται με την εποχή που έζησαν.

Ένας διάσημος Iταλός συγγραφέας εξαφάνισε τους θεούς από τα ομηρικά έπη, ενώ κάποιες συγγραφείς εμφάνισαν σημαντικές γυναικείες προσωπικότητες του παρελθόντος ως πρώιμες φεμινίστριες. Τι νόημα έχει κάτι τέτοιο; Θα έλεγα ότι πρόκειται για εσκεμμένη διαστρέβλωση των γεγονότων με σκοπό να προσελκύσουν το κοινό και να ευαρεστήσουν τους κριτικούς.

Το να καταφεύγουμε στην Ιστορία είναι ένας τρόπος για να ξεφύγουμε από το παρόν, το οποίο εξαιτίας της παραπληροφόρησης του Τύπου μοιάζει ασαφές και ακατανόητο, κάτι το οποίο θεωρώ ιδιαίτερα ανησυχητικό. Ωστόσο, αν γνωρίζαμε καλύτερα την Ιστορία και δεν πιστεύαμε ― κακώς ― ότι ήμαστε πολύ πιο εξυπνάκηδες από τους προγόνους μας, τότε ίσως να αποφεύγαμε τα λάθη.

Η πιο άσχημη/παράξενη ή περίεργη συγγραφική της στιγμή;
Θεωρώ ότι οι συγγραφείς λειτουργούν σχιζοφρενικά. Οι φωνές των ηρώων που δημιουργεί το μυαλό τους βρίσκονται σε συνεχή αντιπαράθεση με τους ίδιους, οι οποίοι αναγκάζονται έτσι να έχουν τον δύσκολο ρόλο του σκηνοθέτη που καλείται να κατευθύνει εγωκεντρικούς και ανυπάκουους ηθοποιούς.

Πρέπει να ομολογήσω ότι εγώ προσωπικά δεν τα καταφέρνω πάντα, κι έτσι εκατοντάδες σελίδες γραμμένες με πολύ κόπο, τελικά μπορεί να είναι και εντελώς άστοχες.

Και η πιο ευχάριστη συγγραφική ανάμνηση;
Στην ηλικία μου δεν μ’ ενδιαφέρουν πλέον τόσο τα βραβεία και οι θετικές κριτικές, καθώς αποτελούν μέρος του παιχνιδιού των εκδοτών, αλλά παίρνω ιδιαίτερη ικανοποίηση κάθε φορά που κάποιος αναγνώστης επικοινωνεί μαζί μου μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για να μου πει ότι κάποιο μυθιστόρημά μου τον συνεπήρε.

Κάποτε λάβαινα και γράμματα, αλλά δεν συνηθίζεται πλέον. Η εποχή της επιστολογραφίας (με όλες τις ιδιαιτερότητές της) έχει λήξει πια.

Επόμενα σχέδια;
Αυτή την περίοδο γράφω μια τριλογία (detection story) που διαδραματίζεται στη σημερινή Ρώμη, στο εσωτερικό ορισμένων κοινοτήτων μεταναστών. Για μια ακόμα φορά προσπαθώ να προσεγγίσω νέες πραγματικότητες και να στοχάζομαι την πολυπλοκότητα της ζωής, αυτήν τη φορά ταξιδεύοντας κάτω από το σπίτι μου.

*ευχαριστούμε τη Λούλα Καραγιαννάκη για την πολύτιμη βοήθεια με τη μετάφραση των απαντήσεων.