2022/AP Photo/Petros Giannakouris
ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΑΝΝΩΝ

Οι 8 ταινίες που πρέπει να ξέρεις από τις φετινές Κάννες (ως τώρα)

Αποστολή στην Κρουαζέτ: Από το ξεσηκωτικό Top Gun: Maverick ως ένα γαλλικό δράμα βουτηγμένο στη θλίψη, αυτές είναι οι ταινίες που ξεχωρίσαμε την πρώτη εβδομάδα του Φεστιβάλ Καννών.

Μετά από 5 μέρες, το 75ο Φεστιβάλ Καννών έχει ξεδιπλώσει ένα ομολογουμένως παράξενο πρόγραμμα στη φετινή του διοργάνωση. Καθώς περιμένουμε ακόμα να εμφανιστεί η όποια Μεγάλη Ταινία, τις εντυπώσεις ως τώρα έχει κλέψει ένα φιλμ για έναν γάιδαρο που ταξιδεύει σε κάθε άκρη της Πολωνίας(!) και μια σπαρταριστή αντι-καπιταλιστική σάτιρα γυρισμένη στην Εύβοια.

Έχουμε επίσης δυνατές ταινίες εκτός Διαγωνιστικού, από το Top Gun: Maverick ως την μεγάλη επιστροφή του σκηνοθέτη του Mad Max: Fury Road, με ένα ρομαντικό έπος φαντασίας. Και μέσα σε όλα αυτά, ίσως η ωραιότερη ταινία της διοργάνωσης ως τώρα είναι ένα γαλλικό δράμα όπου… δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα το αξιοσημείωτο; Πώς είναι δυνατόν;

Είπαμε, παράξενο το φετινό πρόγραμμα. Με το πρώτο πενθήμερο του Φεστιβάλ ήδη πίσω μας, πάμε να δούμε τι ταινίες έχουμε ξεχωρίσει, και γιατί αξίζει να τις έχεις στο ραντάρ σου. Καθώς και το πού και πότε μπορούμε να περιμένουμε να δούμε αυτά τα φιλμ στην Ελλάδα.

Triangle of Sadness

Τι πρέπει να ξέρεις: Παγκόσμια πρεμιέρα για την νέα ταινία του σουηδού Ruben Östlund, την πρώτη του αγγλόφωνη και την πρώτη του μετά τον Χρυσό Φοίνικα για το Τετράγωνο. Το Triangle of Sadness, που έχει γυριστεί στην παραλία Χιλιαδού της Εύβοιας, ακολουθεί μια πολυτελή κρουαζιέρα που καταλήγει στο ένα ευτράπελο μετά το άλλο, καθώς οι πλούσιοι επιβάτες υποφέρουν στα χέρια της φύσης και η κοινωνική ταξική διαστρωμάτωση ανατρέπεται με έναν τελείως απρόβλεπτο τρόπο.

Πρωταγωνιστεί ο Harris Dickinson ως αρσενικό μοντέλο που βρίσκεται στην κρουαζιέρα μαζί με την influencer/μοντέλα φίλη του, κι ο Woody Harrelson ως σοσιαλιστής καπετάνιος του πλοίου που δε θέλει και πολύ για να τα βροντήξει όλα.

Πώς είναι η ταινία: Είναι μια ταινία δίχως την παραμικρή λεπτότητα, που όμως χρησιμοποιεί τις αναμφίβολες παρατηρητικές ικανότητες και το στεγνό κωμικό timing του σκηνοθέτη, σαν όπλο διασκέδασης. Υπάρχει στην καρδιά του φιλμ μια κεντρική αναζήτηση, πάνω στο τι είναι τελικά αυτό που καθορίζει την κοινωνική μας ισχύ και το αν χωράνε αισθήματα στην ταξικότητα.

Χωρίς άλλες περιπλοκότητες, και μέσα από μια σειρά αυξανόμενης γελοιότητας (και απόλαυσης) γκαγκ, άλλοτε πνευματώδους κι άλλοτε απόλυτου σκατολογικού χιούμορ, ο Östlund ρίχνει τους πάμπλουτους θαμώνες στο έλεος της φύσης και αφήνει το κοινό να διασκεδάζει με ό,τι ακολουθεί.

Μακριά πια από την λεπτοδουλεμένη άσκηση ισορροπιών του Force Majeure, αλλά και χωρίς να προσπαθεί να πει τα πάντα για τα πάντα όπως στο (καλό, αλλά στουμπωμένο) Τετράγωνο, ο σουηδός σκηνοθέτης μοιάζει να βρίσκεται εδώ σε έναν χώρο μικρότερης καλλιτεχνικής φιλοδοξίας αλλά με κάτι το αναπολογητικό και άμεσο στο πώς πλασάρει τις ιδέες του ως μαζική διασκέδαση.

Όλη η μεσαία πράξη με το καταστροφικό δείπνο στο πλοίο είναι σα να βγήκε από λαϊκή αμερικάνικη κωμωδία των ‘80s και τα highlights δεν σταματούν να έρχονται– από μια βουτιά από τις σκάλες που είναι λες και βγήκε από το Jackass μέχρι μια ανταλλαγή πολιτικών τσιτάτων που καταλήγει σε μια απολαυστική ανατροπή στην τελευταία πράξη.

Στο φιλμ συνυπάρχουν σκηνές που στέλνουν το κοινό σε ξέσπασμα βροντερού γέλιου με αναπολογητικά χοντροκομμένο χιούμορ (ας πούμε πως τόσο ξερατό στις Κάννες δεν πρέπει να έχει ξαναϋπάρξει) οι οποίες τοποθετούνται δίπλα σε πνευματώδεις ανατροπές της κοινωνικής δυναμικής. Το «μπουαχαχαχαχα» πάει χεράκι-χεράκι με το «χμ! χεχ».

Ο Östlund θυσιάζει οπωσδήποτε κάτι από την ισορροπημένη, διακριτική εξερεύνηση ηθών και κοσμοθεωριών που συναντάμε σε προηγούμενες ταινίες του, όμως το Triangle of Sadness είναι κι έτσι μια ξεκάθαρα δική του ταινία.

Και πάλι σκαρφίζεται μια συνθήκη αφήνοντας τις συνέπειες να εξελιχθούν με τον σκηνοθέτη να κρατά τον ρόλο ενός παρατηρητή που τσιγκλάει τα αντικείμενά του για να δει πώς θα αντιδράσουν. Είναι πιο προφανές, πιο μονοκόμματο, αλλά ως διασκέδαση, λειτουργεί. Δεν περιμέναμε πως θα δούμε ταινία-ένοχη απόλαυση στις Κάννες, αλλά να, εδώ είμαστε.

Στην Ελλάδα πότε θα το δούμε; Από αρχές της νέας σεζόν, σε διανομή Feelgood.

ΕΟ

2022/AP Photo/Daniel Cole

Τι πρέπει να ξέρεις: O 84χρονος Πολωνός σκηνοθέτης Jerzy Skolimowski (με ταινίες όπως το Four Nights with Anna, το Essential Killing με τον Vincent Gallo, αλλά και μια χαρακτηριστική εμφάνιση στην πρώτη σκηνή της Black Widow στο πρώτο Avengers) συνεχίζει να πειραματίζεται, εδώ περισσότερο από ποτέ. Λέει την ιστορία ενός γαϊδάρου ο οποίος ταξιδεύει θέλοντας και μη από τη μία τοποθεσία στην άλλη, διασχίζοντας την μοντέρνα Πολωνία και συναντώντας κάθε λογής ανθρώπους και καταστάσεις στο δρόμο του.

Πώς είναι η ταινία: Αν ακούγεται σαν βαρετό ντοκιμαντέρ φύσης αυτό, κάντε πώς δεν το διαβάσατε. Η ταινία είναι αν όχι ριμέικ, τότε μια επαναπροσέγγιση του κλασικού αριστουργήματος Au Hasard Balthazar του Robert Bresson, που ομοίως ακολουθεί έναν γάιδαρο καθώς ταξιδεύει στην επαρχιακή Γαλλία και μέσα από τη διαδρομή του βλέπουμε να αποκαλύπτεται η ανθρωπότητα σε όλο της το μεγαλείο και σε όλη της την απόγνωση.

Αν το EO μετράει ως «ριμέικ», τότε είναι τέτοιο με τον ίδιο τρόπο που ένα EDM club remix μπορεί να είναι «ριμέικ» κάποιου κλασικού ρεμπέτικου. Ο Skolimowski μαζί με τον φωτογράφο του Mychal Dymek (με τεχνική προϋπηρεσία στο πανέμορφο Cold War του Pawlikowski) κάνουν χρήση κάθε πιθανής γωνίας λήψης και χρωματικής δυναμικής.

Αποδίδοντας κάτι από τον συνδυασμό τρόμου και αίσθησης ανακάλυψης που περικλείει μέσα της κάθε στιγμή που βρίσκεις τον εαυτό σου σε ένα περιβάλλον άγνωστο, που μεγαλώνει τα σύνορα της ασφάλειάς σου. Αν η απροσδιόριστη αίσθηση πανικού που σε περικυκλώνει όταν διαπιστώνεις πόσο αχανής κι επικίνδυνος είναι ο κόσμος γύρω σου, είχε χρώμα και ήχο, τότε θα ήταν τα χρώματα κι οι ήχοι του EO.

Το γαϊδουράκι ταξιδεύει σε κάθε γωνια ενός ραγδαία μεταβαλλόμενου κοινωνικού σκηνικού της σύγχρονης Πολωνίας, όπου τίποτα δεν μοιάζει ήρεμο, τίποτα δεν είναι ακίνητο στη θέση του, τίποτα δεν βγάζει νόημα. Από τα σαλόνια της αδιάφορης αστικής τάξης μέχρι τα αλώνια των ποδοσφαιρικών χούλιγκαν, το τοπίο διαρκώς αλλάζει κι ο Skolimowski καταγράφει, μέσα από τα μάτια ενός αθώου, άβουλου πλάσματος, την αιχμή, την επιθετικότητα, αλλά και την μεθυστική αισθητική απόλαυση του σημερινού κόσμου που μας περιβάλλει.

Είναι μια ξέφρενα περιπετειώδης νύχτα στο σήμερα, ύστερα από διηγήσεις του παππού από τα δικά του νιάτα, γεμάτη κακουχίες και μια σκληρή ενηλικίωση σε άσπρο μαύρο. Ο κόσμος, όπως κι αν τον πλησιάσεις, από όπου κι αν προέλθεις, είναι πάντα γεμάτος αιχμές.

Στην Ελλάδα πότε θα το δούμε; Η ταινία έχει διανομή αλλά παραμένει άγνωστο το αν πρόκειται όντως να κυκλοφορήσει. Δεδομένη φεστιβαλική προβολή, ωστόσο.

Three Thousand Years of Longing

Τι πρέπει να ξέρεις: Η νέα ταινία του George Miller μετά το Mad Max: Fury Road, ένα απόλυτα προσωπικό πρότζεκτ που συνέγραψε με την κόρη του και το οποίο χρηματοδοτήθηκε (στην ουσία) με την υπόσχεση ενός νέου Mad Max κεφαλαίου. Πρωταγωνιστεί η Tilda Swinton στο ρόλο μιας μοναχικής γυναίκας που ειδικεύεται σε ιστορίες και αφηγήσεις, η οποία σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στην Κωνσταντινούπολη, ανακαλύπτει ένα τζίνι (Idris Elba) το οποίο πριν εκπληρώσει τρεις ευχές της, της αφηγείται την ιστορία της δικής του ύπαρξης.

Πώς είναι η ταινία: Για μια ακόμα φορά, μένουμε με το στόμα ανοιχτό μπροστά στα μετα-αποκαλυπτικά οράματα του George Miller. Ο άνθρωπος που κάδραρε το άγχος για το τέλος του κόσμου μέσα από ιστορίες σαν το Mad Max μεν, αλλά και ιστορίες σαν το οικογενειακό δράμα Lorenzo’s Oil ή το παιδικό animation Happy Feet Two, προσεγγίζει ξανά την απόλυτη υπαρξιακή του αγωνία αλλά αυτή τη φορά με όχημα ένα τελείως διαφορετικό και απρόσμενο στόρι.

Ραχοκοκαλιά του φιλμ είναι η αλληλεπίδραση των δύο ηθοποιών που παίζουν τους χαρακτήρες τους σαν οντότητες έξω από τον χώρο και τον χρόνο. Είναι εγκλωβισμένοι σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, αλλά μοιάζουν να μην ανήκουν ποτέ και πουθενά. Το τζίνι μας ταξιδεύει σε περασμένους αιώνες και σε βασίλεια που έχουν χαθεί από τον χάρτη καθώς αφηγείται τις ιστορίες με τους χαμένους του έρωτες, σε μια συνεχιζόμενη αγωνιώδη αναζήτηση του Τέλειου Τέλους. «Όλες οι ιστορίες μας διδάσκουν πως οι τρεις ευχές πάντα κρύβουν κάποια παγίδα», λέει η Swinton.

Όμως κι η ζωή έτσι δεν είναι; Αν ξέρεις πως νομοτελειακά, τα πάντα θα καταλήξουν σε πόνο, σε απώλεια, σε κάτι το εγγενώς και αναπόδραστα ατελές, τότε τι σημαίνει το ότι συνεχίζουμε, πάντα, να προσπαθούμε. Κάθε νέα σχέση είναι, κάπου βαθιά, μια παρανοϊκή απόπειρα: «Αυτή τη φορά, εγώ, ξέρω πώς θα ξεγελάσω τη φύση».

Μέσα από προσωπικούς μύθους που συνομιλούν με ιστορικά και φαντασιακά έπη, μέσα από δημιουργία φανταστικών, επιβλητικών κόσμων που γεννιούνται και καταστρέφονται μέχρι να ολοκληρώσεις μια αφήγηση, ο Miller αναζητά κάτι το άπιαστο, κάτι το μεθυστικά ρομαντικό. Μέσα από μια απρόσμενη αφηγηματική δομή, επιχειρεί την προσέγγιση μεγάλων, κοσμογονικών ιδεών, με οδηγό πάντα την καρδιά και την περιέργεια. Και, φυσικά, πάνω από όλα: Τις ίδιες τις ιστορίες.

Στην Ελλάδα πότε θα το δούμε; 1η Σεπτεμβρίου από την Tanweer.

Armageddon Time

Τι πρέπει να ξέρεις: Ιστορία ενηλικίωσης βασισμένη στα παιδικά χρόνια του ίδιου του σκηνοθέτη Τζέιμς Γκρέι. Ένα παιδί στο Νιου Τζέρσεϊ βρίσκεται ανάμεσα στην φιλία με ένα μαύρο αγόρι το οποίο οι πάντες γύρω του απορρίπτουν (συνειδητά ή μη, φωναχτά ή μη) και στην επιθυμία της οικογένειάς του να πετύχει ακαδημαϊκή επιτυχία– ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να μεταφερθεί σε ένα ιδιωτικό συντηρητικό σχολείο όπου σπουδάζει μεταξύ άλλων ο μικρός τότε Ντόναλντ Τραμπ, και υποδιευθυντής είναι ο πατέρας του, Φρεντ Τραμπ.

Πώς είναι η ταινία: Μετά το Roma του Πάολο Σορεντίνο, το Roma του Κένεθ Μπράνα και το άξουαλ Roma (του Αλφόνσο Κουαρόν), κάντε χώρο για το Roma του Τζέιμς Γκρέι, του σκηνοθέτη του Lost City of Z και του Immigrant με την Μαριόν Κοτιγιάρ. Πάντα στα φιλμ του Γκρέι, με τον ένα τρόπο ή τον άλλον, εμφανίζεται η διαπραγμάτευση ανθρώπων σε σχέση με τους χώρους τους και το κατά πόσο ανήκουν σε αυτούς ή όχι– και ποιο είναι το τίμημα της αφομοίωσης.

Εδώ αυτή η ιδέα βρίσκει έκφραση μέσα από την ίδια αυτή ιστορία ενηλικίωσης και το νεαρό αγόρι που προσπαθεί να ταιριάξει στο περιβάλλον του. Οι γονείς του δημιουργούν ένα τρομερά τοξικό περιβάλλον: η μητέρα (Αν Χάθαγουεϊ) διαρκώς με ένα «τι θα πει ο κόσμος» στο στόμα, ο πατέρας (έναν τρομακτικός Τζέρεμι Στρονγκ) βίαιος με ελάχιστα περιθώρια κατανόησης.

Ο μικρός βρίσκει αποκούμπι στον παππού του (Άντονι Χόπκινς) ο οποίος με τις διασυνδέσεις του προσπαθεί να του εξασφαλίσει καλύτερες συνθήκες εκπαίδευσης αλλά και ταυτόχρονα να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη της προέλευσής του, και να δώσει στον μικρό κάποια βασικά μαθήματα ηθικής τα οποία αντηχούν σε όλο το φιλμ.

Η «καλύτερη εκπαίδευση» βέβαια όπως συχνά συμβαίνει, συνδέεται με αυστηρά, συντηρητικά περιβάλλοντα ανεξέλεγκτου προνομίου. Εκεί, ο Ρίγκαν είναι βασιλιάς κι ο Τραμπ κλειδοκράτορας. Ξαφνικά οι συμπεριφορές αλλάζουν, γίνονται πιο εμφανείς, οι άνθρωποι έχουν λιγότερη έγνοια για συνέπειες– αν ξέρουν καν την λέξη. Και, φυσικά, ο ρατσισμός παύει να βρίσκεται ανάμεσα στις λέξεις. Είναι οι λέξεις, είναι το κάθε σαρκαστικό γέλιο, η κάθε υποτιμητική συμπεριφορά.

Αυτό που δεν αφήνει την ταινία του Γκρέι να εξελιχθεί από αυτό το σημείο, είναι ότι πέρα από αυτή την πυκνότητα στην πλαισίωση του σύμπαντος δεν υπάρχει ακριβώς περιεχόμενο εκεί. Άνθρωποι, χώροι και θεσμοί ανάγονται σε επίπεδο συμβόλου δίχως όμως αυτή η αναγωγή να συνοδεύεται από κάποια δραματική διαπίστωση ή κάποια αφηγηματική αποχώρηση.

Το αποτέλεσμα είναι ένα φιλμ με εξαιρετικά στοιχεία και προθέσεις, σίγουρα πιο κινηματογραφικές και ενδελεχείς από κάποια φωτοτυπία τύπου Belfast, που όμως δεν καταφέρνει πάντα να κινείται πέραν των αρχικών του τοποθετήσεων. (Ή ακόμα και πιο πολυεπίπεδων εκφράσεων αντίστοιχων μοτίβων σε περασμένες του δουλειές.) Είναι πάντως μια συνεπής επέκταση του έργου ενός δημιουργού που διερωτάται και αναλογίζεται την ίδια του τελικά τη θέση μέσα σε συστήματα (και τοπία, και χώρους) τα οποία δεν δύναται να αλλάξει και τα οποία αρνείται να αφήσει να τον αλλάξουν.

Στην Ελλάδα πότε θα το δούμε; Έχει διανομή μα παραμένει άγνωστο το αν και πότε θα κυκλοφορήσει.

Top Gun: Maverick

Τι πρέπει να ξέρεις: Σίκουελ 36 χρόνια μετά, για την ταινία που «γέννησε την εποχή των μπλοκμπάστερ».

Πώς είναι η ταινία: Είναι η νέα Απόλυτη Dad Movie. Είναι κάπως φανταστική. Αναλυτική κριτική εδώ.

Στην Ελλάδα πότε θα το δούμε; 25 Μαΐου από την Odeon.

L’Envol

Τι πρέπει να ξέρεις: Νέα ταινία για τον Πιέτρο Μαρτσέλο, τον μάγο πίσω από το αριστούργημα Martin Eden, μια από τις καλύτερες ταινίες των τελευταίων ετών. H μικρή κόρη ενός βετεράνου του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου σε ένα επαρχιακό χωριό της Γαλλίας, μεγαλώνει έχοντας για πάθος το τραγούδι και το βλέμμα μακριά, στον ορίζοντα. Μια προφητεία λέει πως μια μέρα ένας ξένος μάγος θα έρθει με τα φτερά του και θα την πάρει μακριά. Όταν εκείνος εμφανίζεται, αλλάζουν όλα. Όμως η προφητεία μπορεί να βγει αληθινή;

Πώς είναι η ταινία: Μακριά από την επική διάσταση του Martin Eden, ο Μαρτσέλο αφηγείται μια πολύ πιο ταπεινή, παραμυθένιας υφής ιστορία, δουλεύοντας και πάλι με υλικά φθαρμένα, χειροποίητα. Εμπλέκει αρχειακά υλικά με αισθητικά αβίαστο τρόπο στην εικόνα του, όμως ο τρόπος με τον οποίο τοποθετεί την ιστορία σε τόπο και εποχή έχει να κάνει πολύ περισσότερο με τους ανθρώπους– τα σκαμένα πρόσωπά τους, τα τραχιά χέρια τους, τις κατασκευές που φτιάχνουν σε μια στιγμή στο χρόνο λίγο πριν την μεγάλη τεχνολογική ανάπτυξη του 20ου αιώνα.

Τα πάντα σε αυτή την ταινία έχουν να κάνουν με αντικείμενα– χαραγμένα, δουλεμένα, κατασκευασμένα με ανθρώπινα χέρια και ανθρώπινη γνώση. Ακόμα κι ο μαγικός πρίγκιπας της προφητείας (του παραμυθιού) είναι ένας εξερευνητής και το μαγικό του -ας πούμε- άλογο είναι μια μηχανή. Από τα τεχνουργήματα στην καρδιά της ιστορίας μέχρι την φθαρμένη αφή του 16αριού φιλμ στο οποίο έχει γυριστεί, με τα χρώματα και το αναπαλαιωμένο υλικό αρχείου, ο Μαρτσέλο δημιουργεί και πάλι ένα παθιασμένο έργο πάνω στην αξία την ανθρώπινης εμπειρίας, όπως αυτή εκφράζεται από τα όσα χτίζουμε και αφήνουμε πίσω– μέχρι και στο σήμερα.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η κειμενικά απλή, παραμυθένια ιστορία λαμβάνει διαστάσεις και πέραν της χωροχρονικής της άγκυρας. Με το στόρι εκμοντερνισμένο με όλους τους σωστούς τρόπους και το αισθητικό του σύμπαν κυρίαρχο, ο Μαρτσέλο παραδίδει ένα γοητευτικό –αν και εξαιρετικά χαμηλών τόνων και προδιαγραφών– δεύτερο φιλμ μυθοπλασίας. Δεν στέκεται δίπλα στο Martin Eden, αλλά είναι ξεκάθαρα μια χειροτεχνία του ίδιου τεχνίτη. Κι είπαμε, αυτό σημαίνει κάτι.

Στην Ελλάδα πότε θα το δούμε; Παραμένει χωρίς διανομή αλλά θα εκπλαγούμε αν δεν παιχτεί στις Νύχτες Πρεμιέρας (όπου είχε κάνει πανελλήνια πρεμιέρα το Martin Eden) ή στη Θεσσαλονίκη.

One Fine Morning

Τι πρέπει να ξέρεις: Η σκηνοθέτης Μία Χάνσεν-Λοβ σκηνοθετεί τη Λέα Σεϊντού στο ρόλο της Σάντρα, μιας γυναίκα που πρέπει να διαχειριστεί την επιδείνωση μιας νευροεκφυλιστικής αρρώστις του πατέρα της, την ώρα που η συνάντηση με έναν παλιό της γνωστό φουντώνει ένα νέο πάθος.

Πώς είναι η ταινία: Αυτό που ακούγεται και, σε πρώτη ματιά, μοιάζει κιόλας με μια auto-generated γαλλική ταινία, με τους ευάερους, παλιομοδίτικα εστέτ χώρους στους οποίους κινούνται και ζουν, γεμάτους βιβλία στους τοίχους και γλυκίσματα στο τραπεζάκι για τους φιλοξενούμενους, κρύβει μέσα του ένα δραματικό κομψοχτέχνημα πάνω στο ίδιο το πέρασμα του χρόνου.

Η Σάντρα είναι μητέρα, είναι κόρη, είναι ερωμένη, είναι άλλοτε αποφασισμένη κι άλλοτε απεγνωσμένη, είναι ισχυρή και ανίσχυρη. Με τη συνδρομή μιας εκπληκτικής Σεϊντού που μοιάζει σαν ηθοποιό που βλέπουμε πρώτη φορά μπροστά μας καθώς πλάθει έναν φρέσκο χαρακτήρα από παντελώς συνηθισμένα και μπανάλ υλικά, η Σάντρα αποκτά διαστάσεις γνώριμα ανθρώπινες μέσα μια αποσπασματικά γραμμική αφήγηση. Η οποία δεν κουράζει ποτέ με exposition, δεν εστιάζει ποτέ στα διαδικαστικά, μεταπηδώντας με αξιοζήλευτο ειρμό από τη μία κατάσταση και τη μία εξέλιξη, στην επόμενη.

Η Χάνσεν-Λοβ έτσι οπτικοποιεί, υπό μία έννοια, την ίδια την αίσθηση της ζωής, όπου ακόμα και το κάθε τι κοσμογονικό μοιάζει στο τέλος σαν μια σειρά από snapshots της ίδιας μας της εμπειρίας. Στην ταινία της τα πάντα μοιάζουν πεζά και διόλου αξιοσημείωτα, κι όμως η εστίαση σε μια ηρωίδα και στον τρόπο που αντιδρά και αφουγκράζεται τα πάντα, μαζί με το ρυθμικό μοντάζ, τη διακριτική χρήση του κάδρου και ένα περίτεχνα ελλειπτικό σενάριο, έχουν ως αποτέλεσμα μια φιλμική αποτύπωση της ίδιας της εμπειρίας του να ζεις, να απορροφάς, να αντιδράς και –τελικά– να συνεχίζεις. Πάντα.

Στην Ελλάδα πότε θα το δούμε; Έχει διανομή από την Weirdwave.

More Than Ever

2022/AP Photo/Daniel Cole

Τι πρέπει να ξέρεις: Η τελευταία ταινία του Gaspard Ulliel, του υπέροχου γάλλου ηθοποιού που σκοτώθηκε πριν λίγους μήνες σε τραγικά νεαρή ηλικία σε ατύχημα σκι. Παίζει έναν άντρα του οποίου η σύζυγος (Vicky Krieps, από τις αγαπημένες μας φεστιβαλικές μούσες του παγκόσμιου σινεμά) αργοπεθαίνει χάρη σε μια πάθηση του πνεύμονα. Αλλά πώς αντιμετωπίζεις μια τέτοια εν εξελίξει τραγωδία;

Πώς είναι η ταινία: Το πλάνταγμα του Φεστιβάλ. Καθόλου όμως βασισμένο σε φτηνές μελοδραματικές εξάρσεις ή ανατροπές, παρά σε μια υπομονετική, ανθρωποκεντρική σπουδή χαρακτήρα, το πώς μετακινείται σε χώρους και το τι σημαίνει αυτό για την φυσική της και νοητική ύπαρξη. Η Krieps (Phantom Thread, Beckett) είναι συνταρακτική στο ρόλο μιας γυναίκας που νιώθει να έχει χάσει τον έλεγχο του σώματος και του εαυτού της, καθώς η κάμερα της Emily Atef την παρακολουθεί μέσα σε περιβάλλοντα ζησμένα από την ίδια, σε μια παλιότερη εκδοχή του εαυτού της.

Ένα σαλόνι γεμάτο παλιούς φίλους, ένα κρεβάτι που ξαπλώνει ένας γνώριμους εραστής, ένας δρόμος που έχουν γίνει αμέτρητες διαδρομές. Η Atef σκηνοθετεί την Krieps σε μια κατάσταση ασφυξίας καθώς της είναι αδύνατον να έρθει σε επαφή με ό,τι απομένει από τον εαυτό της, λειτουργώντας ως αντικατοπτρισμός, ως αυτό το οποίο βλέπουν οι γύρω επάνω της. Είναι μια πολύ σκληρή διαπίστωση, το πώς η Helene σα να μη μπορεί να ακούσει την ίδια της την υπαρξιακή κραυγή, μέσα σε χώρους γεμάτους από προσδοκίες, από φόβους, από παρελθοντικά φαντάσματα. Τα πάντα κραυγάζουν κι είναι τελικά ο κοινωνικός θόρυβος που την καθορίζει.

Όταν η ταινία μετακινείται σε ένα απομακρυσμένο σκηνικό, κάπου στη φύση, δίχως γνώριμα πρόσωπα, δίχως καταστάσεις που συνεχίζονται από κατι προ-υπάρχον, η Helene βρίσκει το σώμα της. Τα κάδρα της Atef γίνονται πιο γαλήνια, απορροφούν περισσότερη ομορφιά, κι ησυχία του τοπίου συνδέεται με την εσωτερική κάλμα ενός νέου περιβάλλοντος που πλέον δεν ετεροκαθορίζει αυτή τη γυναίκα– δεν έχει καμία παρελθοντική προκατάληψη και καμία μελλοντική προσδοκία. Εκεί η Helene μπορεί απλά να υπάρχει.

Καθώς ανακαλύπτει πράγματα από την αρχή και καταφέρνει επιτέλους να ακούσει την ησυχία στον ορίζοντα, η Krieps παίζει την Helene σαν μια γυναίκα ξανά υγιή– παρότι ποτέ φυσικά δεν ξεχνάμε την κατάστασή της. Η επανένωση με σύντροφό της (με τη μορφή του τραγικά αδικοχαμένου Ulliel) έρχεται να ανατρέψει κάθε πιθανή εσωτερική και εξωτερική ισορροπία, καθώς όλες οι μικρές τραγωδίες του πρώτου μισού πλέκονται με μια δυσθεώρητη αληθινή. Πώς γίνεται να μην κλάψεις;

Η δραματική κορύφωση ωστόσο δεν λειτουργεί ως κινηματογραφικό επίτευγμα σε κάθε περίπτωση. Ένα τελευταίο 15λεπτο σαρωτικής σιωπής, επίπονα κερδισμένης σωματικής συναισθηματικής τρυφερότητας που κάνει τα πάντα επικά όσο και οικεία καθώς οι κόσμοι του φιλμ, της Helene, της Atef συγκρούονται. Ένα λυτρωτικά συγκινητικό, ανθρώπινο δράμα πάνω στη θνητότητα, το σώμα μας και το πώς οι χώροι οδηγούν και σχηματίζουν τους εαυτούς μας.

Στην Ελλάδα πότε θα το δούμε; Θα σοκαριστούμε αν δεν έχει αγοραστεί ως το τέλος του Φεστιβάλ. Αλλά ανεξάρτητα από αυτό, είναι σίγουρο highlight για κάποιο από τα ντόπια Φεστιβάλ μας.