© Outnow.ch
ΒΙΒΛΙΟ

Όταν οι συγγραφείς έγραφαν αλήθειες για το αλκοόλ έβαζαν ένα τελευταίο για τον δρόμο

H σκοτεινή γοητεία που κρύβουν τα μεθυσμένα βράδια ήταν πάντα κομμάτι της λογοτεχνίας.

Ξεφυλλίζοντας τις τελευταίες σελίδες από Το εμβατήριο του Ραντέτσκυ (εκδ. Άγρα) πέφτεις πάνω σε κάποιες ενδιαφέρουσες φωτογραφίες του Joseph Roth. O εβραϊκής καταγωγής συγγραφέας του Μεσοπολέμου είχε πολλές ιστορίες να πει: ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη, έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής τους σχεδόν αποκλειστικά σε δωμάτια ξενοδοχείων, συνδέθηκε φιλικά με κορυφαίες φυσιογνωμίες της εποχής, ήταν μεγάλη φίρμα στα καφέ της Βιέννης. Απλά, υπάρχει κάτι στις φωτογραφίες που σε ξενίζει.

Είναι φανερό πως ο Roth ήταν σχεδόν συνέχεια κομμάτια από το ποτό – κάτι που γίνεται φανερό ακόμα και σχεδόν έναν αιώνα μετά. Μάτια κουρασμένα, βλέμμα μισόκλειστο, ταλαιπωρημένο δέρμα. Ο μικροσκοπικός Αυστριακός είχε μία τρομερή δίψα για αλκοόλ, όπως δηλαδή συνέβαινε σχεδόν πάντα με τους συγγραφείς μέσα από τους αιώνες. Τα βιβλία τους είναι η καλύτερη απόδειξη.

Μόνο τυχαίο δεν είναι άλλωστε το γεγονός ότι προσπάθησε να ξορκίσει τους προσωπικούς τους δαίμονες μέσα από το Ο θρύλος του αγίου πότη (εκδ. Άγρα). Λογοτεχνικά τα κατάφερε περίφημα, στη ζωή δε στάθηκε τόσο τυχερός· πέθανε διαλυμένος από το ποτό. Δυστυχώς, δεν ήταν μόνο οι ήρωές του εκείνοι που καταβρόχθιζαν αχόρταγα σαμπάνιες, κρασιά και κονιάκ γεμίζοντας το κενό τους.

Αλκοόλ, μυστικό όπλο για συγγραφείς;

ernest hemingway βιβλίο συγγραφείς αλκοόλ Δεκέμβριος, 1946: Η Ingrid Bergman και ο Ernest Hemingway (αριστερά) κάθονται σε ένα τραπέζι του Strok Club της Νέας Υόρκης, σε μία από τις εκατοντάδες βραδιές που ο Papa πέρασε πίνοντας αλκοόλ. / © 1946 / Associated Press
Δεκέμβριος, 1946: Η Ingrid Bergman και ο Ernest Hemingway (αριστερά) κάθονται σε ένα τραπέζι του Strok Club της Νέας Υόρκης, σε μία από τις εκατοντάδες βραδιές που ο Papa πέρασε πίνοντας αλκοόλ.

Από τον μεθυσμένο Κύκλωπα  που τυφλώνει ο Οδυσσέας στο έργο του Ομήρου μέχρι τα ειδικά χάπια που παίρνουν οι ήρωες του George R.R. Martin για να πίνουν χωρίς να μεθούν στο διήγημα επιστημονικής φαντασίας A Song for Lya, το αλκοόλ εμφανιζόταν πάντα στις τυπωμένες σελίδες. Άλλοτε σαν ευχή και άλλοτε σαν κατάρα.

«Είναι μεγάλη παγίδα» λέει η ποιήτρια Mary Karr καθώς εξηγεί, στον φακό του ομώνυμου ντοκιμαντέρ που κυκλοφόρησε πρόσφατα, το πως την «πάτησε» μάλλον ο Ernest Hemingway. Εκείνη υποστηρίζει ότι οι συγγραφείς εύκολα κοροϊδεύουν τον εαυτό τους, αφού ένα-δύο ποτηράκια σε κάνουν λαλίστατο στο γράψιμο. Απλά, τα ένα-δυο ποτηράκια μετατρέπονται πολύ εύκολα σε μπουκάλια. Ο Papa ήταν μία τέτοια περίπτωση.

Μάλιστα, ακόμα και στα νεανικά του διηγήματα, όπως το συγκλονιστικό Ψηλά στο Μίτσιγκαν (εκδ. Καστανιώτη), οι ήρωές του κυλιόντουσαν -όπως και ο ίδιος- σε έναν ωκεανό από αλκοόλ. «Τα σανίδια από τσούγα, της αποβάθρας, ήταν σκληρά και με ακίδες και κρύα, κι ο Τζιμ ήταν βαρύς από πάνω της και την είχε πονέσει. Η Λιζ τον έσπρωξε, ένιωθε τόσο άβολα και στριμωγμένη. Ο Τζιμ κοιμόταν. Δεν έλεγε να κουνηθεί».  Πώς να ξυπνήσει άραγε ο νεαρός σιδεράς, ο οποίος, αφού κυνήγησε ελάφια, ήπιε μία νταμιτζάνα ουίσκι μέχρι να λιποθυμήσει;

Αν όμως στον Ernest Hemingway το αλκοόλ έπαιρνε κάποιες φορές μυθικές διαστάσεις αποτελώντας την απόδειξη ενός καλπάζοντος ηρωισμού, σε έναν άλλο μεγάλο της αμερικανικής λογοτεχνίας, τον Raymond Carver, αποτελούσε συνήθως το εργαλείο με το οποίο έβγαζε όλα τα άπλυτα των ηρώων στη φόρα.

Όπως, δηλαδή, συμβαίνει με σχεδόν κλινικό τρόπο στο What We Talk About When We Talk About Love , καθώς ο αναγνώστης παρακολουθεί τους χαρακτήρες του διηγήματος να ξεγυμνώνονται ψυχικά μπροστά από ένα μπουκάλι τζιν μέχρι να μη μείνει κανένα ίχνος επιφύλαξης, σχεδόν καμία άμυνα, τίποτα. Σημαντική σημείωση: ο μετρ της μικρής φόρμας έπινε και αυτός σαν θηρίο.

Οι φήμες θέλουν τον James Joyce να λέει πως «όταν ακούω βλακείες, είναι ώρα για άλλο ένα ποτό». Ο Jack Kerouac είναι δεδομένο ότι πριν φύγει από ένα μπαρ έβαζε άλλο ένα για τον δρόμο. Κανένας φυσιολογικός άνθρωπος δε θα μπορούσε να ακολουθήσει το πρόγραμμα καταχρήσεων του Hunter S. Thomposn χωρίς να πεθάνει μέσα σε λίγες ώρες. O Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης τα έπινε ολομόναχος στα ταβερνάκια των Αθηνών. Σχεδόν όποια συγγραφική πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τη βρεις βουτηγμένη στο αλκοόλ.

Βέβαια, σε κάποιες περιπτώσεις, η δραματική πραγματικότητα του αλκοολισμού παίρνει εξωφρενικές διαστάσεις. Γιατί μπορεί ο Charles Bukowski να τα έκανε μαντάρα στη ζωή του -καθώς άλλαζε τη μία δουλειά μετά την άλλη (Ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές) ή μπλεκόταν σε απίθανες σεξουαλικές περιπέτειες (Ερωτικές ιστορίες καθημερινής τρέλας)- για τον αναγνώστη αυτό όμως είναι απολαυστικό.

Ιδιαίτερα όταν οι αυτοβιογραφικές ιστορίες ξεφεύγουν από τα καθιερωμένα, καθώς το alter ego του συγγραφέα που ακούει στο όνομα Hank Chinaski τριγυρνάει κάπου ανάμεσα στη μέθη και την πραγματικότητα ψάχνοντας για μπελάδες. Όταν αποφασίζει, λοιπόν, τελείως μεθυσμένος, να προκαλέσει σε καυγά έναν master των πολεμικών τεχνών θα τους βρει – και θα γίνει ρεζίλι μπροστά στα έντρομα μάτια των νεαρών χίπηδων που παρακολουθούν τη σκηνή.

Οι ήρωες του Fyodor Dostoevsky, του Herman Melville, του Edgar Alla Poe πίνουν πολύ συχνά σαν να μην υπάρχει αύριο. Το ίδιο φαίνεται ότι έκαναν και οι δημιουργοί τους. Καλώς ή κακώς, το αλκοόλ ήταν -και παραμένει- στοιχείο της λογοτεχνίας, τόσο γιατί οι ιστορίες με ποτά τραβούν τους αναγνώστες όπως το φως τις πυγολαμπίδες όσο και επειδή πολύ συχνά οι συγγραφείς καταφεύγουν σε αυτό σαν να είναι κάποιο μαγικό φίλτρο για την έμπνευση.

Πέρα όμως από τη σκοτεινή γοητεία του πράγματος, καλό είναι να μην ξεχνάμε ποτέ τις παγίδες που κρύβει η υπερβολική χρήση. Οι αποδείξεις για το πως μπορούν τα πράγματα να πάνε τελείως λάθος υπάρχουν καταγεγραμμένες σε χιλιάδες τυπωμένες σελίδες. Γιατί όπως έγραφε ο επίσης μεγάλος πότης Charles Baudelaire στο ποίημά του Ο χαρούμενος νεκρός: «Και πείτε μου: μπορεί να δει κι άλλους βασανισμούς / τ’ άψυχο αυτό σαράβαλο, νεκρό μες τους νεκρούς;».