ΠΟΛΗ

Στο Καφενείον του Ρίζου τρως καλοφτιαγμένα μεζεδάκια κάτω από την Ακρόπολη

Η αναβίωση ενός ιστορικού μαγαζιού σε μία από τις πιο όμορφες γειτονιές της Αθήνας.

«Υπάρχει ένας περίεργος συγχρονισμός στον τρόπο που οι παράλληλες ζωές έρχονται σε επαφή μεταξύ τους, αλλάζουν κατεύθυνση κι έπειτα πλησιάζουν ξανά και ξανά μέχρι να συνδεθούν και να κρατήσουν για όσο προορίζει η μοίρα να συμβεί» έχει γράψει η Αμερικανίδα συγγραφέας Ann Rule. Ένα νεύμα από το σύμπαν φαίνεται να οδήγησε και τον Μιχάλη Ρίζο στην οδό Ακάμαντος στο Θησείο, όπου πριν από σχεδόν έναν αιώνα, κάποιος άλλος Ρίζος σήκωσε την ταμπέλα του πρώτου καφενείου στο Θησείο.

Το Καφενείον του Ρίζου λειτούργησε οικογενειακά από τη δεκαετία του ’30 μέχρι το 1990 – χρονιά που η επιχείρηση νοικιάστηκε και έμεινε ανοιχτή ως το 2018 με άλλη επωνυμία. Με έναν άκρως συμπαντικό τρόπο, ο Μιχάλης βρέθηκε στην περιοχή για να δει τον χώρο, να τον νοικιάσει και να μάθει τελικά ότι ο ιδιοκτήτης του ακινήτου λεγόταν όπως ακριβώς ο πατέρας του. Εκεί όπου κάποτε, οι θαμώνες έπαιζαν πρέφα και τάβλι, στην αστική Αθήνα του Μεσοπολέμου, ο Μιχάλης αναβίωσε με ευγένεια και σεβασμό τα πιο όμορφα στοιχεία του καφενείου, φέρνοντας τις δικές του επιρροές και ενισχύοντας την ήδη υπάρχουσα καλλιτεχνική διάθεση.

Αν και υπήρχε άδεια από την ελληνική αστυνομία για το καφενείο από το ’30, ο Μιχάλης έπρεπε να βρεθεί αντιμέτωπος με τη γραφειοκρατία, καθώς το καφενείο βρίσκεται σε αρχαιολογική ζώνη και να περιμένει εννέα μήνες για την άδειά του.

Παρόλα αυτά, οι χώροι είναι οι άνθρωποί τους και όταν ο Μιχάλης σήκωσε την ταμπέλα που φιλοτέχνησε η μητέρα του Ντόρα Ρίζου, αναγνωρισμένη εικαστικός και η εμπνεύστρια του Black Duck (του οποίου ο Μιχάλης είναι συνιδιοκτήτης), ο ίδιος ήξερε ότι τιμούσε δύο «Ρίζους» – Τον Πατέρα του που είχε φύγει πρόσφατα από τη ζωή, και τον Ρίζο που πρωτοάνοιξε το καφενείο. Η αναβίωση του κτηρίου έγινε με σεβασμό στο παρελθόν – κρατήθηκαν τα ίδια παράθυρα, τηρήθηκαν τα υπόλευκα  στις κατασκευές σκίασης που ζητάει η Πολεοδομία και διατηρήθηκε η αισθητική ενός εξευγενισμένου αστικού καφενείου. Στους τοίχους της ψηλοτάβανης σάλας κρέμονται αυθεντικοί πίνακες φίλων ζωγράφων, μια λιθογραφία του Τσαρούχη καθώς επίσης πρωτότυπα της ελληνικής δισκογραφίας.

Ένα σκάκι περιμένει τον Γιώργο Tenorman Τζιουβάρα (Opera Chaotic) για να παίξει την επόμενη παρτίδα του, ένα γωνιακό τραπεζάκι είναι κρατημένο για τον εικαστικό Νίκο Κυριακόπουλο που κάνει τα σκίτσα του όσο πίνει τον καφέ του, ενώ οι περισσότεροι θαμώνες του Καφενείου είναι προσηνείς προς τις τέχνες. Η μουσική από τον Χατζηδάκι μέχρι τη γαλλική τζαζ ολοκληρώνει το σκηνικό – ένα σκηνικό που ανάλογα με το πόστο που θα επιλέξεις να καθίσεις σε μεταφέρει είτε σε ένα ελληνικό νησί είτε στην αστική Αθήνα μιας αλλοτινής εποχής.

«Όταν πρωτοήρθα για να δω το μαγαζί, δεν είχα ιδιαίτερη επαφή με την περιοχή. Ένιωσα όμως την ενέργεια της Ακρόπολης, του της Αποστόλου Παύλου, χτυπούσε η καμπάνα της Αγίας Μαρίνας, φυσούσε ένα αεράκι που υπάρχει πάντα εδώ και κάπως όλο αυτό ήταν ένα ωραίο ρομάντζο» λέει ο Μιχάλης. Η μέρα ξεκινάει από νωρίς για καλό καφέ, ο οποίος προέρχεται από ένα καφεκοπτείο στη Νάπολη (άλλη μια συμπαντική ιστορία για το πώς ο Μιχάλης βρήκε τον αγαπημένο του καφέ) και μία ποικιλία από sandwiches και αυγά με ελληνικές γεύσεις και αρώματα. Στη συνέχεια της ημέρας, η κουζίνα με επικεφαλής τον σεφ Σπύρο Ζάννο, παρουσιάζει τις προτάσεις ενός εξευγενισμένου καφενείου.

 

Έχοντας 13 χρόνια προϋπηρεσίας στον χώρο της εστίασης, ο Μιχάλης είναι αυτή η υπέροχη περίπτωση ανθρώπου που προσπαθεί να κρατήσει τα ιδανικά και τις αξίες σε έναν δύσκολο χώρο. Στην κουζίνα, οι πρώτες ύλες είναι ακριβές και τίποτα δεν μπαίνει στο μενού αν δεν έχει ουσία και φυσικά γεύση. Ακόμα και για να μπουν οι τηγανητές πατάτες, οι οποίες σερβίρονται με τριμμένη ξινομυζήθρα, χρειάστηκε να περάσει ένας χρόνος μέχρι να βρεθεί ο κατάλληλος παραγωγός που θα κέρδιζε με το προϊόν του τον Μιχάλη. Η καλή πρώτη ύλη είναι πάντα το ζητούμενο και αυτό φαίνεται σε κάθε πιάτο, όπως στα άκρως καλοκαιρινά αμπελοφάσουλα (αναζήτησέ τα για όσο υπάρχουν) με λευκό μίσο, χειροποίητο ξύδι ντομάτας και πίκλα κρεμμυδιού ή στα μοσχομυριστά σκιουφιχτά, ξινομυζήθρα και μια ιδέα στάκα που αλλάζει όλο το παιχνίδι.

Καφενείο χωρίς κεφτεδάκια δε γίνεται, κι εδώ το μυστικό είναι ο κιμάς προβατίνας αλλά και το υπέροχο ντιπ μαγιονέζας με μαύρο σκόρδο που τα συνοδεύει. Τα στικς κολοκυθιού επιβεβαιώνουν πώς δεν χρειάζονται υπερβολές στη νοστιμιά, αρκεί μια καλή βάση (και χοντρό αλάτι). Ψητό ταλαγάνι με μαρμελάδα βερύκοκο, μους ταραμά με wasabi και κριτσίνια, σαλάτα ταμπουλέ με πεπόνι και μυρωδικά, φτερούγες κοτόπουλου με καρυκεύματα, σος από γιαούρτι και σέλερι και σφακιανή πίτα με μέλι και μαύρο σουσάμι είναι πιάτα καλοφτιαγμένα στην απλότητά τους με μικρές πινελιές που δείχνουν τη διάθεση της κουζίνας για δημιουργικότητα. Σπιτικά αναψυκτικά, όπως λεμονάδα με δυόσμο και ginger και βυσσινάδα με στυμμένο μοσχολέμονο, και ρετρό γλυκά (βλέπε υποβρύχιο) ολοκληρώνουν τον κατάλογο.

Στο Καφενείον του Ρίζου βρίσκεις τη θέση σου όλες τις ώρες της ημέρας, ανάμεσα σε ένα κοινό που αγαπάει το ωραίο και έλκεται από την αυθεντικότητα. Την κλασική της επίσκεψη κάθε εβδομάδα πραγματοποιεί και ιδιοκτήτρια του ακινήτου, εγγονή του Ρίζου, που συγκινείται και χαίρεται ταυτόχρονα για την όμορφη εξέλιξη του Καφενείου. «Εκεί που είναι τώρα η κουζίνα ήταν το πλυσταριό τους, έχει ζήσει εδώ όλη την παιδική της ηλικία» λέει ο Μιχάλης.

Δεν είναι η μόνη όμως από τους «παλιούς» που έχουν αναμνήσεις. «Όταν σήκωσα την ταμπέλα στο τέλος, σταματούσαν παππούδες και με ρωτούσαν αν είμαι ο εγγονός του Ρίζου. Ένας πιτσιρικάς, τι θα έκανε; Θα ανέβαζε ένα story στο Instagram την ταμπέλα και αυτό θα έμενε εκεί για 24 ώρες. Αυτοί όμως που δεν χρησιμοποιούν τα social media, καθόντουσαν και κοιτούσαν την ταμπέλα με τις ώρες. Και ήταν πολύ συγκινητικό» καταλήγει χαμογελώντας.

Το Καφενείον του Ρίζου, Ακάμαντος 2, Θησείο, 210 3457825