WOMEN

Ισχύς εν τη ενώσει για τα κορίτσια του 3-2-1 ANT1

20 χρόνια μετά την τελευταία σεζόν του ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για να τις εντάξουμε, όλο το τσούρμο μαζί, στο Hall of Femme μας.

Ας είμαστε ειλικρινείς. Με την εξαίρεση, ενδεχομένως, της Κωνσταντίνας Στεφανοπούλου, για την οποία δεν κρύβω την αδυναμία μου, καμία άλλη δεν θα μπορούσε ούτε καν να ‘τολμήσει’ να διανοηθεί ότι θα μπει στο ‘τιμημένο’ Hall μας (πόσο μάλλον στα άλλα δωμάτια του ‘σπιτιού’ μας) σόλο. Όλες μαζί, ωστόσο, έχουν άλλη ‘δυναμική’.

Όχι, δεν τρελαθήκαμε. Ούτε σκοπεύουμε την επόμενη εβδομάδα να κάνουμε αντίστοιχο αφιέρωμα στα κορίτσια του Φερεντίνου από το Super Deal (respect ότι εκεί εμφανίστηκε για πρώτη φορά η Χριστίνα Στεφανίδη) ή τις ξανθιές του Λιάγκα από το ‘Η Εκδίκηση της Ξανθιάς’.

Όμως, όταν έσκασε μύτη, πίσω στο 1992, το 3-2-1 AΝΤ1 ήταν άλλες εποχές. Πιο αθώες. Με λιγότερα περιοδικά και καθόλου internet. Ήμασταν, εμείς και ο -απαίδευτος σε καθημερινές δόσεις καυτής σάρκας & σάχλας- αμφιβληστροειδής μας, απροετοίμαστοι για αυτό που μας ‘σέρβιρε’ ο παμπόνηρος Ιταλός Stefano Sartini.

 

Ένας βαθύς δηλαδή γνώστης της ‘φάτε μάτια ψάρια’ Μπερλουσκονικής τηλε-κουλτούρας της μαμάς πατρίδας του που πήρε μια; δυο; ιδέα δεν έχω ντουζίνες κορίτσια της διπλανής πόρτας (για την ακρίβεια 20 ήταν) και μας τα κούνησε μπροστά στα μάτια ως άλλες γυαλιστερές χάντρες.

Εννοείται πως εμείς, οι ιθαγενείς δηλαδή, ‘τσιμπήσαμε’. Και, όσο και αν μας είναι δύσκολο να το παραδεχτούμε αυτή τη στιγμή, βρεθήκαμε όχι μόνο να μπορούμε να τις ξεχωρίσουμε, αλλά να γνωρίζουμε τα ονόματά τους και να έχουμε διαλέξει τις αγαπημένες μας.

Εκείνη που θέλω να θυμάμαι είναι η πρασινομάτα Κωνσταντίνα Στεφανοπούλου, που ξεκίνησε ως συμπαρουσιάστρια της Πόπης Χατζηδημητρίου (της ποιας;) και την επόμενη χρονιά το πήρε εντελώς πάνω της. (Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι, μετά το 3-2-1, ήταν η μόνη που πήρε ξανά δική της εκπομπή-βλέπε ‘Γεύση Ζωής’).

 

Ένα πραγματικά εξαιρετικό δείγμα θηλυκού που, την εποχή εκείνη, γνωρίστηκε με τον Μιχάλη Ρακιντζή (με τον οποίο είναι ακόμη μαζί) και εξαφανίστηκε από προσώπου γης.

 

Για την ακρίβεια ο Μιχάλης ήταν που πήρε τηλέφωνο την εταιρεία του και του ζήτησε επίτηδες να τον στείλουν εκεί, μόνο και μόνο για να την γνωρίσει. Αφήνοντάς μας, ωστόσο, cult ανάμνηση το videoclip από το group στο οποίο συμμετείχε για ένα διάστημα.

 

Αντιθέτως εκείνη που κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει -ακόμη και αν ήθελε- είναι η ‘ζουμπουρλούδικη’ παρθένα (φαντάζομαι, πατριώτη 40άρη, θυμάσαι εκείνη την δήλωσή της) Άννα Μαρία Λογοθέτη και τα ενσωματωμένα δίδυμα ‘μπαζούκας’ της.

Ένα κορίτσι που εκείνη την εποχή θεωρούνταν από πολλούς sex symbol. Και η οποία είχε και σχετική ‘διάρκεια’ (βλέπε ως το 1999 που αποχώρησε, άνοιξε ένα μαγαζί με ρολόγια στο αεροδρόμιο, καπάκι παντρεύτηκε και πλέον είναι μανούλα με κοντό πανκ μαλλί) αφού βρέθηκε να βγάζει δυο δίσκους, με μεγαλύτερη επιτυχία το ‘Είμαι τρελή για σένα’

 

Ενώ συμμετείχε σε διάφορες τηλεοπτικές σειρές όπως το Αραχτοί και light και το Τζιν και τσέρρυ και έκανε guest σε διάφορες άλλες.

 

Πιο άμεση, ‘κορίτσι διπλανής πόρτας’ και ‘γλυκό μουτράκι’ αύρα η -επίσης συμπαρουσιάστρια- Μαρίνα Λαμπροπούλου.

 

Η οποία, μετά από το 3-2-1, έκανε κάποιες εμφανίσεις σε τηλεοπτικές σειρές και πλέον έχει τη δική της σχολή χορού στη Νέα Σμύρνη (Μεταξύ μας, τώρα, είναι ακόμη καλύτερη)

 

Από εκεί και πέρα, το χάος. Το imdb δίνει ως υπόλοιπα μέλη του cast την Τατιάνα Κώτσου, που κάποια στιγμή, εκείνη την περίοδο, βρέθηκε συμπαρουσιάστρια του Μυλωνά στο ‘Τα παιδιά της νύχτας’. Και την Έμιλυ Παπαπαναγιώτου.

Στην εκπομπή συμμετείχε επίσης η Κατερίνα Τσαρούχη που έκανε κανονική καριέρα παίζοντας σε καλές σειρές τύπου ‘Οι Δρόμοι της Πόλης’, ‘Το σημάδι του Έρωτα’, ‘Έρωτας Κλέφτης, ‘Η πρόβα του νυφικού, ‘Το χρώμα του φεγγαριού’ και διάφορα κορίτσια που θυμόμαστε μόνο από το μικρό τους, όπως οι Σοφία, Εμμανουέλα, Φένια, Χρύσα, Έμιλυ, Μαίρη, Τίνα και Πέρσα.

 

Δεν πειράζει όμως. Δεν υπάρχει λόγος να τις ξέρουμε ονομαστικά. Ούτε τότε υπήρχε. Η δύναμή τους ήταν η συλλογική τηλεοπτική τους αφέλεια. Και αυτό είναι που, τελικά, θυμόμαστε με ένα βαθμό νοσταλγίας. Την εποχή που μας είχαμε χρόνο και διάθεση να ασχολούμαστε με το προφανώς ευτελές (για το προϊόν μιλάω, όχι για τις ίδιες).