HOT RIGHT NOW

H Bίκυ Παπαδοπούλου με κάνει να σκέφτομαι το παστίτσιο

Αφορμή για να μιλήσουμε για άλλη μια φορά για εκείνη το The Republic, που κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες. Πραγματική αιτία το ότι είναι ό,τι πλησιέστερο σε Natalie Portman διαθέτουμε.

H τελευταία φορά που με άφησε με το στόμα ανοιχτό (εμένα και τους Ευρωπαίους δημοσιογράφους στο Φεστιβάλ του Βερολίνου) ήταν πέρυσι όταν, ως λαϊκή αδίστακτη ξανθιά στο ‘Μικρό Ψάρι’ του Οικονομίδη, δεν δίστασε να πουλήσει πρώτα το σώμα της και μετά αυτό του παιδιού της για να ξεπληρώσει τα χρέη της.

 

Ένα επίτευγμα ακόμη πιο αξιοθαύμαστο αν σκεφτείς ότι η Βίκυ, στην πραγματικότητα, δεν είναι ξανθιά, δεν είναι λαϊκή, δεν είναι σκληρή και μπήκε και εντελώς τελευταία στιγμή στην δύσκολη αυτή παραγωγή και στον εντελώς κόντρα αυτόν ρόλο.

 

 

Η πρώτη φορά ήταν, εννιά χρόνια πριν, μερικές εβδομάδες πριν προβληθεί το ‘Δυο Μέρες Μόνο’ του Παπακαλιάτη που την έχρισε αναγνωρίσιμη μέσα σε μια μέρα (βλέπε θρυλική ατάκα ‘Όχι μέσα μου’) όταν ήρθε στα γραφεία του Maxim, στο οποίο τότε δούλευα, για μια beauty φωτογράφηση.

 

 

Εκεί δηλαδή που την ‘καψουρεύτηκα’ ραγδαία, σφοδρά και μόνιμα. Το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν το πόσο petite και εύθραυστη έδειχνε από κοντά αυτό το κορίτσι από το Χαλάνδρι που είναι φτιαγμένο εμφανώς για να συχνάζει στα καφέ της Αριστερής Όχθης. Ενώ αντιθέτως, στην οθόνη, φάνταζε πελώρια. Αμαζόνα. Μια πελώρια σέξι Αμαζόνα.

 

Το αμέσως επόμενο ήταν η απίστευτη κατατομή του προσώπου της (ένεκα και το Ελληνίδα Natalie Portman), η ‘χωρίς να έχει καμία τέτοια πρόθεση’ αισθαντική (βλέπε βαριά και ένρινη, που για κάποιο λόγο μου θυμίζει την αντίστοιχη της Νόνης Δούνια) φωνή της, η καλλιέργειά και η φυσική της ευγένεια, η σπιρτάδα του μυαλού και του βλέμματός της, το καυστικό χιούμορ της και γενικά όλα πάνω και μέσα της.

 

Κάποια μπορούσες να τα διακρίνεις, παρότι ήταν στο ξεκίνημά της, με γυμνό μάτι. Κάποια άλλα χρειάστηκε να ‘θυσιάσω’ την δεξιά μου μπότα, την οποία ερωτεύτηκε ο σκύλος της κατά τη διάρκεια της συνέντευξης μας (και της το έδειξε με ιδιαίτερα έντονο τρόπο), ώστε να τα διακρίνω πίσω από το τείχος που υψώνει απέναντι σε όσους δεν εμπιστεύεται. Όχι γιατί φοβόταν, αλλά γιατί ντρεπόταν.

 

 

Η Βίκυ ήταν με διαφορά η πιο ερωτεύσιμη από τις εκατοντάδες γυναίκες με τις οποίες διασταυρώθηκαν επαγγελματικά οι δρόμοι μας, στην μια γεμάτη δεκαετία μου στα αντρικά περιοδικά. Το πιο εξωφρενικό; Τόσο ερωτεύσιμη χωρίς να κάνει ποτέ το παραμικρό για να το προκαλέσει.

Μια γεννημένη πρωταγωνίστρια που επέμενε και επιμένει να πετάει κοτρόνες στον προβολέα κάθε φορά που αυτός επιχειρούσε και επιχειρεί να στραφεί πάνω της. Εκείνος δεν φταίει, τον τυφλώνει η φωτογένεια της.

Ούτε όμως, εκείνη φταίει. Όσο και να είναι φανερό ότι, παρότι την θητεία της στην τηλεόραση (Δυο Μέρες Μόνο, Έχω ένα Μυστικό, LAPD και διάφορα επεισόδια της 10ης εντολής), είναι φτιαγμένη για την μεγάλη οθόνη (Μικρό Έγκλημα, Πεθαίνοντας στην Αθήνα, Το ταγκό των Χριστουγέννων, Μικρό Ψάρι και τώρα το Republic-στο οποίο και πάλι είναι εξαιρετική), εκείνη προτιμά την ασφάλεια της θεατρικής σκηνής.

 

 

Στην οποία επίσης έχει διαπρέψει (Η Μέθοδος Γκρόνχολμ, Ψηλά από τη γέφυρα, Η Αφροδίτη με τη Γούνα), συνήθως σε απαιτητικούς και ιδιαίτερους ρόλους.

 

Εννοείται πως έχω παρακολουθήσει τα πάντα όλα στα οποία έχει παίξει. Εννοείται πως με χαρά την βλέπω κάθε χρόνο να γίνεται ακόμη καλύτερη (και ομορφότερη, που το πας αυτό).

Όπως εννοείται πως δεν ξέχασα ότι ήρθε η ώρα να εξηγήσω γιατί, μια τέτοια κομψή και υπέροχη γυναίκα, μου θυμίζει το παστίτσιο.

Κάποια στιγμή, λοιπόν, το κορίτσι μας δήλωσε ‘ Όταν μυρίζω το εξαιρετικό παστίτσιο της γιαγιάς μου, με πάει στα παιδικά μου χρόνια, στις καλοκαιρινές διακοπές στην Πάτμο. Τότε μύριζα από την πόρτα το παστίτσιο της και οι επόμενες κινήσεις ήταν οι εξής: ένα χαμόγελο, και μετά ένα κομμάτι παστίτσιο και βουρ στο μπαλκόνι για να το φάω με θέα τη Σκάλα της Πάτμου’

 

Αυτό, λοιπόν, συμβαίνει με εμένα και την Βίκυ Παπαδοπούλου. Κάθε φορά που την βλέπω κάπου, κάθε φορά που ακούω κάποιον να την εκθειάζει, μου έρχεται ένα χαμόγελο στο πρόσωπο. Και, πλέον, και μια τρελή λαχτάρα για παστίτσιο.