ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

H ιστορία ζωής του πραγματικού πατέρα του κινηματογράφου

Ο Georges Méliès παθιάστηκε με τον κινηματογράφο πριν από όλους μας.

Tι θα έλεγε ένας φανατικός σινεφίλ αν άκουγε πως ένας από τους πρωτοπόρους, ο αποκαλουμένος ‘πατέρας’ του κινηματογράφου, ήταν ταυτόχρονα εφευρέτης, αλχημιστής, μάγος και auteur; Μάλλον θα εκπλαγεί, αλλά μετά θα ρίξει και ένα χαμογελάκι συγκατάβασης. Μπορεί να είναι εντυπωσιακό, δεν είναι όμως και παράλογο.

Ο Georges Méliès γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1861 στο Παρίσι. Μετά τις σπουδές του στο Παρίσι, ο Méliès πήγε στον Λονδίνο και έκτοτε απέκτησε ένα πάθος με τη μαγεία και την ταχυδακτυλουργική.  Αγνοώντας όλες τις συμβουλές του πατέρα του -πράγμα πολύ πιο ηρωικό για την εποχή από ό,τι ακούγεται σήμερα- ο Méliès άρχισε να ασχολείται όλο και περισσότερο με τη μαγεία αγοράζοντας το περίφημο θέατρο Robert-Houdin το 1888, σε ηλικία 27 ετών, και ξεκίνησε να εργάζεται ως ταχυδακτυλουργός για 9 χρόνια. Η εμπειρία του ως illusionist ήταν απίστευτα καθοριστική για την κινηματογραφική πορεία που θα ακολουθήσει.

Ο Méliès ήταν μια ιδιοφυΐα και αντιλήφθηκε πολύ σύντομα την ανερχόμενη δύναμη του κινηματογράφου ως μιας παραπλανητικής τέχνης. Άλλωστε, ο ίδιος ο κινηματογράφος στηρίχθηκε στην ιδέα μιας αλληλουχίας εικόνων, την εναλλαγή των οποίων δεν μπορεί να προλάβει να αντιληφθεί το ανθρώπινο μάτι. Ο ρόλος, λοιπόν, ενός illusionist στις απαρχές της τέχνης του κινηματογράφου είναι πραγματικά εντυπωσιακός. Ο κατάλληλος άνθρωπος την κατάλληλη στιγμή.

Συμβατικά οι αδερφοί  Lumière θεωρήθηκαν οι πατέρες του κινηματογράφου ως προς το τεχνικό του όμως κομμάτι. Ουσιαστικά υπήρξαν οι εφευρέτες της κινούμενης εικόνας. Η πρώτη ταινία που δημιούργησαν ήταν η ‘Έξοδος από το εργοστάσιο Lumiere‘, το 1895, παρότι με το φίλτρο του καιρού μας μπορεί να αποκτήσει μια αισθητική αξία, όταν δημιουργήθηκε δεν είχε καμία καλλιτεχνική αξίωση. Απεικόνισε απλά εργάτες να αποχωρούν από ένα εργοστάσιο.

Ο Méliès υπήρξε ένας από τους λίγους που παρακολούθησαν την πρώτη κινηματογραφική προβολή στο Grand Café, όπου οι αδερφοί Lumière έκαναν μια επίδειξη της εφεύρεσής τους. Προφανώς και ενθουσιάστηκε από την εφεύρεση και πρόσφερε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για να αποκτήσει μια κάμερα. Οι αδερφοί αρνήθηκαν. Στον Méliès όμως καρφώθηκε η ιδέα να βρει έναν προτζέκτορα τον οποίο θα χρησιμοποιούσε στο θέατρό του καθιστώντας το ουσιαστικά το πρώτο σινεμά. Τελικά, ο Méliès θα αποκτήσει τον πρώτο του προτζέκτορα από τον Robert Paul, ώστε τoν Απρίλιο του 1896 το Robert-Houdin είχε ήδη καθημερινές προβολές ταινιών. Σύντομα άρχισε να δημιουργεί δικά του film.

Εκεί που οι αδερφοί Lumière είδαν στις κινούμενες εικόνες μια εφεύρεση σημαντική για την επιστήμη, ο Méliès, μέσα στη δημιουργική του μανία, είδε το μέσο για την ανάδειξη μιας νέας τέχνης. Κατά τους πειραματισμούς που έκανε με την κάμερά του ανακάλυψε ότι το φιλμ δεν είναι μια απλή καταγραφή της πραγματικότητας και χρησιμοποίησε τις φαινομενικές αδυναμίες, τα κάτι-σαν-bug του μηχανήματος, ως αυτό που λέμε σήμερα οπτικά εφέ.

Η αντίληψη ότι ο κινηματογράφος είναι καταγραφή της πραγματικότητας πέθανε πολύ γρήγορα. Ίσως αυτή η διάψευση να ήταν και η αφετηρία της 7ης τέχνης. Ο Méliès  σύντομα κατάλαβε ότι η κάμερα μπορεί να παραμορφώνει την εικόνα, να μεγεθύνει, να εξαφανίζει. Άρχισε, λοιπόν, να χρησιμοποιεί διάφορα τεχνάσματα προκειμένου να επιτύχει τους κινηματογραφικούς του στόχους οι οποίοι είχαν καλλιτεχνικές αξιώσεις.

Το πιο βασικό από αυτά ήταν το ‘subtitution trick’.  Τεχνική που είχε χρησιμοποιηθεί ήδη από τον Thomas Edison στο ταινιάκι ‘The Execution of Mary Stuart’. O Méliès κατάλαβε ότι μπορούσε να σταματήσει το γύρισμα, να προσθέσει ή να αφαιρέσει αντικείμενα από το σκηνικό του και μετά να ξαναρχίσει το γύρισμα με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι κάτι εμφανίζεται ή εξαφανίζεται από το πουθενά. Ο κινηματογράφος είχε άρχισε ήδη μια ιστορία παραπλάνησης του θεατή.

To 1896 o Méliès γυρίζει  την ταινία ‘A Terrible Night’, ένα κωμικό silent σκετσάκι με έναν άνθρωπο που προσπαθεί να κοιμηθεί και αδυνατεί λόγω της επίθεσης ενός τεράστιου εντόμου. Η ταινία γυρίστηκε στην αυλή του Méliès με φυσικό φωτισμό μέσω της φορητής κάμερας Méliès-Reulos. Τα οπτικά εφέ που ανακάλυψε μέσα στον ενθουσιασμό του άρχισαν να χρησιμοποιούνται προκειμένου να δημιουργηθούν σκετς, στην προκειμένη κωμικό,  με αρχή-μέση-τέλος. Ιστορίες δηλαδή που δημιουργούνται για να αφηγηθούν κάτι και όχι απλά για να το απεικονίσουν.

Από το 1899 έως το 1913 ο Méliès γύρισε πάνω από 500 ταινίες διαφόρων ειδών (ή καλύτερα για την εποχή εκείνη ‘θεματολογιών’). Η τομή βέβαια στην καριέρα του ήταν το περίφημο ‘Ταξίδι στη Σελήνη’, η πρώτη sci-fi ταινία που γυρίστηκε ποτέ, εμπνευσμένη από τις ιστορίες του Ιουλίου Βερν, το μυθιστόρημα του Wells ‘The First Men in the Moon’ και, ποιος ξέρει, ίσως και του Λουκιανoύ.

Η ταινία ξεκινάει με μια συνάντηση αστρονόμων που τελικά αποφασίζουν να εξερευνήσουν τον πλανήτη, κατασκευάζουν μια κάψουλα και ξεκινάνε το ταξίδι τους. Όταν πλησιάζουν, η Σελήνη παίρνει την εικόνα ενός ανθρώπινου προσώπου το οποίο, σε μια από τις πιο εμβληματικές εικόνες του παγκόσμιου κινηματογράφου, χτυπάει στο δεξί μάτι η κάψουλα. Προσεληνιάζονται με ασφάλεια και κοιμούνται εξαντλημένοι από το ταξίδι, μέχρι να τους ξυπνήσει η Φοίβη, αρχαία ελληνική θεότητα της σελήνης, ρίχνοντας τους χιόνι. Στην προσπάθεια τους να βρουν καταφύγιο πετυχαίνουν έναν Σεληνίτη τον οποίο σκοτώνουν με ευκολία (και ένα εντυπωσιακό εφέ), αλλά οι Σεληνίτες αυξάνονται και τους συλλαμβάνουν, τους πάνε στον βασιλιά (πρότυπα πρωτόγονης φυλής) τον οποίο όμως καταφέρνουν να σκοτώσουν. Μετά από ένα ανηλεές κυνηγητό, καταφέρνουν να επιστρέψουν τελικά στη Γη.

Αν βγάλει κανείς έξω το γεγονός ότι μιλάμε για μια ταινία που γυρίστηκε πάνω από 110 χρόνια πριν, είναι πραγματικά εντυπωσιακός ο τρόπος που χρησιμοποιήθηκαν τα εφέ αλλά, εξίσου εντυπωσιακός είναι ο τρόπος που αυτή δομήθηκε, μια δομή που ως πλοκή θυμίζει, απογυμνωμένη από τα τεχνικά κομμάτια, ταινίες που γυρίζονται ακόμα και σήμερα: ιδέα-προετοιμασία-πρόβλημα-happy ending. Θυμίζουμε ότι οι μόνες αφηγηματικές συμβάσεις που μπορούσε να εκμεταλλευτεί σε ένα τέτοιο πρότζεκτ ο Méliès ήταν οι θεατρικές. Ο ίδιος είναι που τις ξεπέρασε και βασιζόμενος σε αυτές, αυτονόμησε μια ολόκληρη τέχνη.

Η ταινία έκανε διάσημο τον Méliès και στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Προκειμένου να προστατεύσει τα δικαιώματα των ταινιών του, από τη στιγμή που διάφοροι πλούτιζαν από παράνομες αντιγραφές του ‘Ταξιδιού στη Σελήνη’, άνοιξε στη Νέα Υόρκη γραφείο της εταιρείας παραγωγής του Star Films, την οποία διεύθυνε ο αδερφός του. Στο μεταξύ, ο Méliès συνέχιζε να κάνει εμπορικές επιτυχίες (‘The Coronation of Edward VII’, ‘Gulliver’s Travels Among the Lillipuyians and the Giants’, The Kingdom of the Fairies’, κ.ά.) και το 1904 φτιάχνει το πραγματικά εντυπωσιακό ‘The Impossible Voyage’, μια σάτιρα που βασίστηκε στην αφήγηση ενός ταξιδιού στο εσωτερικό του ήλιου. Tα οπτικά εφέ που χρησιμοποιήθηκαν δύο χρόνια πριν, έχουν πλέον τελειοποιηθεί σε τέτοιο σημείο που θα χρειαστούν δεκαετίες για να ξεπεραστούν.

Mετά από έναν τεράστιο αριθμό ταινιών, το πάθος του για τον κινηματογράφο, όπως συνήθως γίνεται με τέτοιου τύπου δημιουργικά πάθη, τον οδήγησε στην πτώχευση. Πλάι του είχαν ανοίξει πολύ γρήγορα μεγαλύτερα στούντιο που λειτουργούσαν περισσότερο ως επιχειρήσεις και λιγότερο ως μέσα επίτευξης καλλιτεχνικών οραμάτων. Για ακόμα μια φορά, κέρδισαν οι πρώτες, με αποτέλεσμα ο Méliès να αρχίσει να πουλάει αρνητικά των ταινιών του σε εξευτελιστικές τιμές, προκειμένου να επιβιώσει. Πολλά από αυτά κατέληξαν να διορθώνουν παπούτσια ή να γίνονται πρώτες ύλες για χτένες.

 

Τελικά, ο Méliès ξεχάστηκε από όλους και για πολλά χρόνια τριγυρνούσε στο Παρίσι πουλώντας παιχνίδια ως πλανώδιος πωλητής, μέχρι το 1924 όπου ο δημοσιογράφος Georges-Michel Coissac, τον εντόπισε και του πήρε συνέντευξη στο πλαίσιο της έρευνας που έκανε για ένα βιβλίο που αφορούσε την ιστορία του κινηματογράφου. Ο Méliès άρχισε και πάλι να αναγνωρίζεται. Κανείς δεν είναι σημαντικός μέχρι να αναγνωριστεί ως τέτοιος από κάποιον που έχει δημόσιο λόγο. Μετά τις συνεντεύξεις ήρθαν τα βραβεία και η αναγνώριση. Μετά από μια δεκαετία αναγνώρισης, αρρωσταίνει βαριά και στις 21 Ιανουαρίου 1938 πεθαίνει σε ηλικία 76 ετών (παρότι η ζωή του ήταν τόσο πυκνή που θα έμοιαζε ότι χωράει μόνο μέχρι τα 120).

Ο Georges Méliès υπήρξε το παράδειγμα του ανθρώπου που αφοσιώθηκε σε ένα πάθος του, οραματίστηκε για το πάθος του αυτό και τελίκα γέννησε μια τέχνη η οποία πάνω από έναν αιώνα μετά, συνεχίζει να παθιάζει, αντί για έναν, εκατομμύρια ανθρώπους. Για να το πετύχει αυτό χρησιμοποίησε τις ικανότητες που είχε καλλιεργήσει από την ενασχόλησή του με τη μαγεία. Εμείς για κάθε ταινία που μας αφήνει με το στόμα ανοιχτό, που μας εκνευρίζει, που μας κάνει να γελάσουμε ή να ανατριχιάσουμε, οφείλουμε πάντα ένα ‘ευχαριστώ’ σε έναν άνθρωπο που είδε πεδίο αισθητικής έκφρασης σε μια εφεύρεση που προοριζόταν να υπηρετήσει την επιστήμη, τον άνθρωπο που είδε τη μαγεία σε μια εφεύρεση.